Σεπτέμβριος 1983
Μιὰ φορὰ πήγαμε σὲ μία ἀσκήτρια, στὰ μέρη τῆς Κλεισούρας, στὴν Καστοριά. Εἶχε τὸ προορατικὸ χάρισμα. Δὲν ξέρω, ἂν ἔχετε ἀκούσει γι’ αὐτήν. Ἦταν ψηλὴ γυναῖκα καὶ συγκύπτουσα.
Εἶχε ἀλουσία περίπου σαράντα χρόνια καὶ εἶχε μία πλεξούδα, δὲν ξέρω πόσες ὀκάδες ζύγιζε! Πῶς τὴν σήκωνε αὐτὴ τὴν πλεξούδα! Ἔκανε κρύο, εἶχε παγωνιὰ καὶ τὸ νερὸ ἦταν κρύο. Ρῖγος σ’ ἔπιανε στὸ μέρος ποῦ ζοῦσε καὶ κοιμόταν μέσα σὲ ἕνα τζάκι.
Ἄναβε ἀπὸ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ ποῦ εἶχε μέσα της. Εἶχε τέτοια φλόγα, τέτοιο ἔρωτα Χριστοῦ στὴν καρδιά της, ποῦ δὲν μπορῶ νὰ σᾶς περιγράψω. Τὰ μαγουλάκια τῆς ἦταν κόκκινα, παρ’ ὅλο ποῦ ἦταν γερόντισσα. Εἶχε σφυγμὸ μικροῦ παιδιοῦ· πήγαιναν οἵ γιατροὶ καὶ τὴν ἔβλεπαν καὶ θαύμαζαν. Ἔτρωγε μόνο χόρτα, τίποτε ἄλλο.
Μόλις πῆγα, μοῦ λέει:
-Ἐσὺ ἔχεις Μοναστήρι, καὶ κοίταξε, θὰ δώσης λόγο, ἂν ἔρχονται οἱ ἄνθρωποι καὶ δὲν τοὺς μιλᾶς, γιὰ νὰ γνωρίσουν τὸν Χριστό. Τὰ βλέπεις αὐτὰ τὰ δένδρα;
Ἦταν τὸ ἕνα ὅλο κισσὸ ἐπάνω, τ’ ἄλλο εἶχε ἕνα φύλλο ἐδῶ καὶ ἕνα ἐκεῖ.
-Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρετὴ ἐδῶ καί ‘κεῖ βρίσκεται ἡ ἀρετή, τὸ ἄλλο ποῦ εἶναι πυκνωμένο εἶναι ἡ ἁμαρτία, ἡ μεγάλη ἁμαρτία ποῦ γίνεται. Ἅμα ἔρχεται κανεὶς θὰ τοὺς λὲς ὅπως καθαρίζουν τὰ σπίτια τους, τὶς γωνιὲς καί τις τρυποῦλες καὶ βγάζουν τὰ σκουπίδια, ἔτσι νὰ καθαρίζουν καὶ τὴν ψυχή τους. Νὰ κάνουν καθαρὴ ἐξομολόγηση νὰ τὰ βγάζουν, νὰ καθαρίζουν τὸ σπίτι τῆς ψυχῆς τους. Καὶ νὰ μὴ στενοχωριέσαι, ὅταν ἔρχονται στὸ Μοναστήρι γιὰ μοναχὲς καὶ μετὰ φεύγουν, γιατί τὰ σώματά τους εἶναι στὸ Μοναστήρι, ἀλλὰ τὸ πνεῦμα τους εἶναι στὸν κόσμο. Ἐντρυφοῦν σὲ κοσμικὰ πράγματα καὶ δὲν ἐντρυφοῦν στὰ οὐράνια μεγαλεία. Στὴ θέση τῆς μοναχῆς ποῦ φεύγει, ὁ Θεὸς στέλνει ἅγιο Ἄγγελο.
Οὔτε τὴν ἤξερα, οὔτε μὲ ἤξερε, οὔτε μὲ σύστησε κανείς. Καὶ πολλὰ ἄλλα μοῦ εἶπε. Εἶχα μία σαλπούλα καὶ τὴν ἔριξα στὴν πλατούλα της. Πολὺ τὴν χάρηκε! «Ὅπως μὲ σκέπασες, μοῦ λέει, ἔτσι νὰ σὲ σκεπάση ὁ Ἄγγελὸς σοῦ καὶ ἡ Παναγία μὲ τὴν σκέπη Της».
Εἶχε πάει ἕνας ἱερέας ποῦ ἤθελε νὰ τὴ γνωρίση, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ δὲν τὸν γνώριζε. Σκέφτηκε ὁ ἱερέας: «Ἀφοῦ εἶναι στὴν ἔρημο, ἂς πάρω Ἅγιο Ἄρτο νὰ τὴν κοινωνήσω. Ἅς κάνω καὶ ἕνα Εὐχέλαιo». Μόλις τὸν βλέπει τοῦ λέει:
-Καλῶς τον παπα-Γιάννη. Ἦρθες νὰ μοῦ κάνης Εὐχέλαιο καὶ νὰ μὲ κοινωνήσης;
-Ναί, Γερόντισσα, ἦρθα νὰ σὲ κοινωνήσω καὶ νὰ σοῦ κάνω Εὐχέλαιο.
-Σ’ ἕνα πρᾶγμα σφάλλεις.
Αὐτὸς στάθηκε ὁ καημένος, «μὲ ἀποκαλεῖ μὲ τὸ ὄνομά μου καὶ σφάλλω!», σκέφτηκε μὲ ἀπορία.
-Ἔρχονται στὴν ἐκκλησία μερικὲς γυναῖκες καὶ τὰ φορέματά τους εἶναι πάνω ἀπὸ τὰ γόνατα καὶ σὺ τὶς ἀνέχεσαι καὶ δὲν παίρνεις τὴν βέργα νὰ τὶς βγάλης ἔξω. Δὲν τὶς νουθετεῖς, νὰ μὴ τὰ φοροῦν.
Γονάτισε ὁ καημένος ὁ ἱερέας καὶ δὲν μίλησε.
Μετὰ τὴν ἐπισκέφθηκε κάποιος ἄλλος καὶ εἶπε σ’ αὐτόν: «Νὰ πλύνης καλὰ τὸ πιάτο σου. Τὸ πρόσωπό σου ἔχει πολλὴ μαυρίλα. Κοίταξε τὴν ψυχή σου νὰ πλύνης». Εἶχε ἀποκαλύψει πολλὰ πράγματα.
’Ἔπειτα ψάλαμε τὸ «Ἄξιον Ἐστὶ» καί ‘κείνη μᾶς ἔψαλε τὸ «Θεοτόκε Παρθένε». Αὐτὴ εἶχε καρκίνο καὶ τὴν εἶχε χειρουργήσει ἡ Ἁγία Ἀναστασία ἡ Φαρμακολύτρια καὶ ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ. Εἶδα τὸν σταυρὸ ποῦ εἶχε σχηματίσει ἡ τομὴ ποῦ τῆς εἶχαν κάνει. Ἐκεῖνοι τὴν εἶχαν ράψει. Δὲν θὰ τὸ ξεχάσω αὐτὸ τὸ πρᾶγμα! Σήκωσε τὰ ρουχάκια τῆς καὶ βλέπω ἔτσι σταυροειδῶς τὴν οὐλή. Μᾶς εἶπε ὅτι βγῆκε ἕνα ζωύφιο μέσα ἀπὸ τὴν κοιλιά της καὶ αἰσθάνθηκε σὰν νὰ ἔφυγε ὁ καρκίνος. Καὶ ὅταν κοιμήθηκε, μᾶς ἔλεγε μιὰ κυρία ποῦ εἰχε πάει στὴν νεκρώσιμη Ἀκολουθία της: «Δὲν μπορῶ νὰ σᾶς περιγράψω τί κόσμος παραβρέθηκε, σὰν κηδεία ὑπουργοῦ». Οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ εὐλάβεια ἔπαιρναν πετροῦλες ἀπὸ τὸ τζάκι. Σαράντα πέντε χρόνια μέσα στὸ τζάκι ἀσκήτευε, οὔτε κελλὶ εἶχε οὔτε τίποτε…
Πηγή: “Γερόντισσα Μακρίνα Βασσοπούλου – Λόγια Καρδιᾶς”, ἐκδ. Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Ὁδηγήτριας Πορταριὰ Βόλου