Ἅγιος Λουκᾶς, Ἀρχιεπίσκοπος Κριμαίας: «Τὶς δικές μας ἁμαρτίες πρέπει νὰ προσέχουμε καὶ ὄχι του πλησίον μας»

Μεγάλη καὶ φοβερὴ εἶναι αὐτὴ ἡ ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ. Ὅλοι μας, ἀρχίζοντας ἀπὸ μένα, συνεχῶς κρίνουμε καὶ κατακρίνουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ γι’ αὐτὸ θὰ δώσουμε λόγο στὴ Φοβερὰ Κρίση τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Θὰ μᾶς κρίνει Αὐτὸς διότι καὶ ἐμεῖς κρίνουμε τοὺς ἄλλους, ψάχνουμε νὰ βροῦμε στὸν πλησίον μας τὸ παραμικρὸ σφάλμα ἐνῷ τὶς δικές μας ἁμαρτίες δὲν τὶς βλέπουμε καὶ οὔτε θέλουμε νὰ τὶς σκεφτόμαστε.

Ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή του λέει τὸ ἑξῆς: «Δι’ ὃ ἀναπολόγητος εἰ, ὦ ἄνθρωπε πᾶς ὁ κρίνων ἐν ὦ γὰρ κρίνεις τὸν ἕτερον, σεαυτὸν κατακρίνεις· τὰ γὰρ αὐτὰ πράσσεις ὁ κρίνων, οἴδαμεν δὲ ὅτι τὸ κρῖμα τοῦ Θεοῦ ἔστι κατὰ ἀλήθειαν ἐπί τους τὰ τοιαῦτα πράσσοντας. Λογίζη δὲ τοῦτο, ὦ ἄνθρωπε ὁ κρίνων τους τὰ τοιαῦτα πράσσοντας καὶ ποιῶν αὐτά, ὅτι σὺ ἐκφεύξη τὸ κρῖμα τοῦ Θεοῦ» (Ρώμ. 2, 1-3).

Μεγάλη ἀλήθεια βρίσκεται σ’ αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Δὲν προσέχουμε τὰ δικά μας ἐλαττώματα καὶ τὶς ἁμαρτίες, ἐνῷ στοὺς ἄλλους βρίσκουμε πολλὰ σφάλματα. Ψάχνουμε νὰ τὰ βροῦμε καὶ ὅταν τὰ βρίσκουμε, πᾶμε καὶ τὰ διαλαλοῦμε σὲ ὅλον τὸν κόσμο. Ἔγινε πλέον κακὴ συνήθεια, μόλις μαθαίνουμε κάτι γιὰ τὸν πλησίον μας, νὰ πηγαίνουμε καὶ νὰ τὸ διαλαλοῦμε παντοῦ. Ἡ γλῶσσα μας καίει καὶ σπεύδουμε νὰ ποῦμε στοὺς ἄλλους αὐτὸ ποὺ εἴδαμε καὶ ἀκούσαμε.

Ξεχνᾶμε ὅτι ἂν ἐμεῖς κρίνουμε τοὺς ἄλλους θὰ μᾶς κρίνει καὶ ἐμᾶς ὁ Θεός. Ξεχνᾶμε ὅτι δὲν ἔχουμε κανένα δικαίωμα νὰ κρίνουμε τὸν πλησίον διότι αὐτὸ δὲν εἶναι δική μας ὑπόθεση ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι Ὑπέρτατος Κριτής, ὁ ὁποῖος μόνος γνωρίζει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ μπορεῖ νὰ ἀποδώσει δικαία κρίση. Ἐμεῖς ὅμως κατακρίνουμε τὸν πλησίον καὶ πολλὲς φορὲς μὲ πολὺ βαριὰ λόγια.

Δὲν σκεφτόμαστε ὅτι ὁ ἀδελφός μας μπορεῖ νὰ μετανόησε ἤδη καὶ νὰ τοῦ ἀφέθηκε ἡ ἁμαρτία του, ἐπειδὴ μετανόησε βαθιά.

«Ὥστε μὴ πρὸ καιροῦ τί κρίνετε, ἕως ἂν ἔλθη ὁ Κύριος, ὀς καὶ φωτίσει τὰ κρυπτὰ τοῦ σκότους καὶ φανερώσει τὰς βουλὰς τῶν καρδιῶν, καὶ τότε ὁ ἔπαινος γενήσεται ἑκάστῳ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ» (Α’ Κόρ. 4, 5). Ἐμεῖς, ὅμως, πάντοτε βιαζόμαστε νὰ κρίνουμε τοὺς ἄλλους καὶ δὲν περιμένουμε τὴν κρίση τοῦ Χριστοῦ. Εἴμαστε κριτές του πλησίον καὶ ὄχι τοῦ ἑαυτοῦ μας.

Ἕνας σοφὸς τοῦ Ἰσραήλ, ὁ υἱὸς τοῦ Σειρὰχ εἶπε: «ἀκήκοας λόγον; συναποθανέτω σου θάρσει, οὐ μὴ σὲ ρήξει» (Σείρ. 19, 10). Πολὺ σπουδαῖα εἶναι αὐτὰ τὰ λόγια του. Ἐμεῖς ξεχνᾶμε ποτὲ τὰ σφάλματα τοῦ ἀδελφοῦ μας; Πεθαίνει μαζί μας ὁ κακὸς λόγος; Ὄχι, ποτέ. Ἐμεῖς τὸν διαδίδουμε καὶ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο γινόμαστε σὰν τὶς μῦγες οἱ ὁποῖες κυκλοφοροῦν παντοῦ καὶ παντοῦ μεταδίδουν τὴν μόλυνση. Πρέπει νὰ εἴμαστε ὄχι σὰν τὶς μῦγες ἀλλὰ σὰν τὶς μέλισσες οἱ ὁποῖες πετᾶνε ἀπὸ τὸ ἕνα λουλούδι στὸ ἄλλο μαζεύοντας τὸ μέλι. Καὶ ἐμεῖς πρέπει νὰ μαζεύουμε τὸ μέλι δίνοντας σημασία μόνο στὸ καλὸ ποὺ ὑπάρχει στὸν ἀδελφό μας.

Γι’ αὐτοὺς ποὺ κακολογοῦν καὶ κατακρίνουν τὸν ἀδελφό τους ὁ ψαλμωδὸς καὶ προφήτης Δαβὶδ εἶπε: «τάφος ἀνεωγμένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν» (Ψάλ. 5, 10). Ἀνοῖξτε ἕναν τάφο καὶ θὰ δεῖτε τί ἀκαθαρσίες ὑπάρχουν μέσα του καὶ τί δυσοσμία. Ἡ ἴδια δυσοσμία, πνευματικὴ δυσοσμία, βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα μας ὅταν κατακρίνουμε τὸν πλησίον. Στὸν ἴδιο ψαλμὸ ποὺ διαβάζεται στὴν πρώτη Ὥρα ὁ προφήτης λέει: «ἀπολεῖς πάντας τους λαλοῦντας τὸ ψευδὸς» (Ψάλ. 5, 7). Ἐμεῖς ὅμως διώχνουμε αὐτοὺς ποὺ κακολογοῦν μπροστά μας τον πλησίον; Ὄχι, δὲν τοὺς διώχνουμε ἂν καὶ ἔπρεπε νὰ τὸ κάνουμε.

Αὐτὸ ποὺ πρέπει ἐμεῖς νὰ κάνουμε εἶναι νὰ δαμάσουμε τὴ γλῶσσα μας. Ὅλοι εἴμαστε ἔνοχοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ὅλοι ἔχουμε πολλὲς ἁμαρτίες.

Τὶς δικές μας ἁμαρτίες πρέπει νὰ προσέχουμε καὶ ὄχι του πλησίον μας. Εἶπε ὁ ψαλμωδός: «οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζὼν» (Ψάλ. 142, 3). Κανεὶς δὲν εἶναι δίκαιος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅλοι εἴμαστε ἔνοχοι. Αὐτοὶ ποὺ κατακρίνουν τοὺς ἄλλους, πολλὲς φορές, γίνονται καὶ συκοφάντες ἐπειδὴ τοὺς κατηγοροῦν γιὰ κάτι ἀβάσιμο.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμονας, Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, γιὰ νὰ διδάξει αὐτούς, ποὺ τοὺς ἄρεσε νὰ κατακρίνουν τοὺς ἄλλους, διηγήθηκε μιὰ φορὰ τὴν ἑξῆς ἱστορία. Σὲ μία πολὺ μεγάλη πόλη, στὴν Τύρο, ζοῦσε κάποτε ἕνας μοναχός, ζοῦσε ἐκεῖ καὶ μία πόρνη ὀνόματι Πορφυρία. Μιὰ μέρα ὅταν ὁ μοναχὸς αὐτὸς περπατοῦσε στὸ δρόμο τὸν πλησίασε ἡ Πορφυρία καὶ τοῦ εἶπε: «πάτερ ἅγιε, σῶσε μὲ ὅπως καὶ ὁ Χριστὸς ἔσωσε κάποτε μία πόρνη». Ὁ ἅγιος ἐκεῖνος μοναχὸς τὴν πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὴν πῆγε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Τὴν ὁδήγησε σ’ ἕνα γυναικεῖο μοναστήρι γιὰ νὰ καθαρθεῖ ἐκεῖ ἡ ψυχή της μὲ τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας. Στὸ δρόμο βρῆκαν ἕνα μωρὸ ποὺ οἱ γονεῖς του τὸ εἶχαν ἀφήσει καὶ ἡ Πορφυρία τὸ πῆρε γιὰ νὰ τὸ μεγαλώσει.

Ὅταν αὐτὸ ἔγινε γνωστὸ μερικοὶ ἄνθρωποι ποὺ τοὺς ἄρεσε πολὺ νὰ κατακρίνουν τὸν πλησίον τοὺς ἄρχισαν νὰ κακολογοῦν την Πορφυρία, λέγοντάς της: «Μπράβο, Πορφυρία, ὡραῖο παιδάκι κάνατε μὲ τὸν μοναχό». Καὶ τὸν μοναχὸ τὸν περιφρονοῦσαν καὶ τὸν κακολογοῦσαν. Ὁ μοναχὸς ὅμως προσευχόταν ἀδιαλείπτως καὶ γιὰ τὴν Πορφυρία καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἦρθε ἡ ὥρα του νὰ πάει σὲ ἄλλο κόσμο καὶ ὅταν βρισκόταν στὴν ἐπιθανάτια κλίνη παρακάλεσε νὰ τοῦ φέρουν ἕνα θυμιατὸ μὲ ἀναμμένα κάρβουνα. Πῆρε τὰ κάρβουνα καὶ τὰ ἔβαλε πάνω στὸ στῆθος του. Ἡ φωτιὰ δὲν ἄγγιξε οὔτε τὸ σῶμα του ἀλλὰ οὔτε ἀκόμα καὶ τὰ ροῦχα. Τότε εἶπε ὁ μοναχός: «Νὰ ξέρετε ἐσεῖς ποὺ κατακρίνατε τὴν Πορφυρία καὶ ἐμένα ὅτι εἶμαι ἀθῶος. Ἡ σαρκικὴ ἁμαρτία δὲν μὲ ἔχει ἀγγίξει ὅπως δὲν μὲ ἄγγιξε τώρα ἡ φωτιὰ αὐτή».

Δὲν ἀρκεῖ αὐτὸ τὸ παράδειγμα σ’ ἐκείνους ποὺ τοὺς ἀρέσει νὰ κατακρίνουν τοὺς ἄλλους. Δὲ σταματᾶνε τὶς κακολογίες τους. Ἀλλοίμονό τους, ὅπως κρίνουν αὐτοί τον πλησίον τους ἔτσι θὰ κριθοῦν ἀπὸ τὸν Θεό.

Ὁ δικός μας μεγάλος ἅγιος, ὁ ἅγιος Δημήτριος, μητροπολίτης Ροστόβ, λέει τὸ ἑξῆς, ὅταν ἀναφέρεται στὴν κατάκριση: «Μὴ κοιτᾶς τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων ἀλλὰ πρόσεχε τὴ δική σου κακία. Διότι δὲν θὰ δώσεις λόγο γιὰ τοὺς ἄλλους ἀλλὰ μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό σου. Δὲν ὑπάρχει ἀνάγκη νὰ προσέχεις τοὺς ἄλλους, πὼς ζεῖ ὁ καθένας καὶ ποιές ἁμαρτίες κάνει. Ἐσὺ πρόσεχε τὸν ἑαυτό σου, Εὐαρεστεῖς τὸν Θεό; Μοιάζει ἡ ζωή σου μὲ τὴν ζωὴ τῶν ἁγίων; Ἀκολουθεῖς καὶ ἐσὺ τὴν ὁδὸ ποὺ ἀκολούθησαν αὐτοὶ στὴ ζωή τους; Εἶναι εὐχάριστο μπροστὰ στὸν Θεὸ τὸ ἔργο σου; Ὁ ἄνθρωπος ποὺ κατακρίνει τοὺς ἄλλους μοιάζει μὲ ἕναν πονηρὸ καθρέφτη, ὁ ὁποῖος ἐνῷ ἀντανακλᾶ τοὺς ἄλλους, τὸν ἑαυτό του δὲν τὸν βλέπει. Μοιάζει ἐπίσης καὶ μὲ ἕνα ἀκάθαρτο λουτρὸ τὸ ὁποῖο τοὺς ἄλλους τοὺς πλένει ἐνῷ τὸ ἴδιο μένει ἄπλυτο. Τὸ ἴδιο καὶ αὐτὸς ποὺ κρίνει τοὺς ἄλλους. Βλέπει τί τρώει, τί πίνει καὶ ποιές ἁμαρτίες κάνει ὁ καθένας, τον ἑαυτό του ὅμως δὲν τὸν βλέπει. Στὸν πλησίον τοῦ βλέπει ἀκόμα καὶ τὴν παραμικρὴ ἁμαρτία. Ἡ δική του ὅμως ἡ ἁμαρτία, ὅσο μεγάλη καὶ νὰ εἶναι, γι’ αὐτὸν εἶναι σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει. Θέλει νὰ μὴν ξέρει κανεὶς τὴν ἁμαρτία του καὶ νὰ μὴν λέει τίποτα γι’ αὐτή. Ἐνῷ ὁ ἴδιος τοὺς ἄλλους τοὺς συκοφαντεῖ, τοὺς κρίνει καὶ τοὺς κατακρίνει». Δὲν εἶναι δική μας ἡ εἰκόνα ποὺ δίνει ὁ ἅγιος Δημήτριος; Ἀσφαλῶς γιὰ μᾶς μιλάει ἐδῶ ὁ ἅγιος καὶ ἰδιαίτερα γι’ αὐτοὺς ποὺ ἡ κατάκριση καὶ ἡ συκοφαντία ἔγινε πλέον ἡ ζωή τους καὶ ποὺ βρίσκονται πολὺ μακριὰ ἀπ’ αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Ἰησοῦς. Εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ θέλουν νὰ βγάλουν τὸ σκουπιδάκι ἀπὸ τὸ μάτι τοῦ ἀδελφοῦ τους ἐνῷ οἱ ἴδιοι ἔχουν στὸ δικό τους τὸ μάτι ὁλόκληρο δοκάρι. Νὰ μὴν τοὺς μοιάζουμε. Νὰ προσέχουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ ζητᾶμε τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ σ’ αὐτὸ τὸν δύσκολο ἀγῶνα κατὰ τοῦ πάθους τῆς κατακρίσεως. Νὰ μὴν κρίνουμε γιὰ νὰ μὴν κριθοῦμε καὶ ἐμεῖς ἀπὸ τὸν Ἕναν Μοναδικὸ καὶ Αἰώνιο Κριτή, τὸν Κύριο μᾶς Ἰησοῦ Χριστό, τοῦ ὁποίου ἡ τιμὴ καὶ τὸ κράτος μετὰ τοῦ Ἀνάρχου Αὐτοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Παναγίου καὶ Ζωοποιοῦ Πνεύματος. Ἀμήν.

Πηγή: «Λόγοι καὶ ὁμιλίες», Ἁγίου Λουκᾶ, Ἀρχιεπισκόπου Κριμαίας, τόμος Γ’, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, σελ. 140-145

Συντάκτης

Σχολιάστε

Το email σας δεν θα δημοσιευθεί.Τα απαραίτητα πεδία είναι μαρκαρισμένα *