
Ὁ Γέροντας ἔβλεπε ποιός εἶχε έξομολογηθεῖ καί ποιός ὄχι. Ἄν ἐκεῖνος πού τόν πλησίαζε ἦταν έξομολογημένος γιά ὅ,τι εἶχε κάνει, ἤξερε ὅτι εἶναι μέσα στο ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὁδεύει σε οδό μετανοίας καί κάνει πνευματική ζωή. Σ’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο μιλοῦσε γιὰ τὸν ἀγώνα τῆς τήρησης τῶν θείων ἐντολῶν καί τὸν ἀγώνα τῆς πάλης μὲ τὰ πονηρά πνεύματα, ὥστε νὰ μποῦμε στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Καί κατάφερνε να βγάζει τίς ἁμαρτίες στην ἐπιφάνεια με ὡραῖο τρόπο:
-Μήπως έχεις κάνει αὐτό, παιδί μου; ρωτούσε γλυκά, μέ ταπείνωση και με διάκριση, γνωρίζοντας ἐκ τῶν προτέρων τά σφάλματα τοῦ ἄλλου καί τή δυσκολία, πού μπορεῖ νὰ εἶχε ὁ έξομολογούμενος στο νὰ τὰ ἐκφράσει.
Σ’ ἐκεῖνον ὅμως, ὁ ὁποῖος δέν εἶχε κάνει ἀρχή μετανοίας, ξεκινοῦσε νὰ μιλᾶ μαλακά, ἔκανε μιά μικρή είσαγωγή, μιά μικρή διδασκαλία. Καί ἄν ἔβλεπε ὅτι ὁ ἀπέναντι δέν καταλαβαίνει, τότε θά μποροῦσε νὰ χρησιμοποιήσει λόγια αὐστηρά, ἀναφέροντάς του μάλιστα συγκεκριμένα ἁμαρτήματα πού εἶχε διαπράξει.
Ἡ ἐξομολόγηση ἦταν πολύ σημαντική γι’ αὐτόν, ἐπειδή τόν ἐνδιέφερε ή σωτηρία τοῦ ἄλλου. Τόνιζε πώς ὅ,τι ἔχουμε έξομολογηθεῖ «σβήνεται αὐτομάτως ἀπό τά χαρτιά» καί δέν μπορεῖ ὁ δαίμονας μετά τόν φυσικό θάνατο τοῦ ἀνθρώπου νά τό διαβάσει καί νὰ πεῖ ψέματα γιά να πάρει τήν ψυχή του.
Καί ἦταν πολύ μεγάλος παρηγορητής. Συνδύαζε τήν αὐστηρότητα, γιά νά ξυπνήσουμε δηλαδή πνευματικά, ἀλλά καί τήν τέλεια ἀγάπη, πού σε παρηγοροῦσε. Οἱ ἄνθρωποι κοντά του δέν ἔπεφταν στήν ἀπελπισία. Ἔλεγε μιά φορά σε κάποιον, πού ἔνιωθε άσχημα, γιατί μετά τήν ἐξομολόγηση ἔπεσε πάλι στο ἴδιο λάθος καί ἦταν θλιμμένος:
– Βρέ ταλαίπωρε, ὅταν πέσεις, δέν θά σηκωθεῖς ἀπό κάτω; Ἔ, τὸ ἴδιο εἶναι καί ἡ πνευματική ζωή. Δέν χρειάζεται ἀπόγνωση, Χρειάζεται παλικαριά. Νά πεῖς: «Σηκώνομαι, δέν μένω κάτω». Σήκω! Ὅταν ἔρθει ὁ ἄλλος, θά σε πατήσει. Το ἴδιο εἶναι ἡ πνευματική ζωή.
-Νά μετανοεῖτε καί νά ἐξομολογεῖστε, γιατί ἡ ζωή εἶναι σύντομη καί χωρίς αὐτά πᾶς στήν κόλαση.
Ἕνα πούλμαν μέ ἐκδρομεῖς κατευθυνόταν πρός τίς κατασκηνώσεις τοῦ Παρνασσού. Περνώντας ἀπό τή Μονή Δαδίου ἔκαναν μιά σύντομη στάση καί ἐκεῖ συνάντησαν τόν Γέροντα. Ἀφοῦ προσκύνησαν τήν Παναγία, τόν πλησίασαν κι ἐκεῖνος τούς μίλησε. Επέμενε πολύ στή μετάνοια, στήν ἐξομολόγηση καί στή Θεία Κοινωνία.
Κάποιος ὅμως ἀπ’ τοὺς ἐπισκέπτες ἄρχισε νά βρίζει τούς ἱερεῖς καὶ νὰ λέει μεταξύ ἄλλων:
-Ἐσεῖς οἱ παπάδες πρέπει νά ἐξομολογεῖστε καί νά μετανοεἴτε, πού κάνετε τόσα.
Ἀλλά τότε ὁ Γέροντας γύρισε πρός τό μέρος του, χτύπησε τη μαγκούρα πού κρατοῦσε στό ἔδαφος καί τοῦ εἶπε ἔντονα:
– Ἐσύ τολμᾶς νά μιλᾶς ἔτσι γιά τούς παπάδες, πού πέθανε ὁ ἀδελφός σου καί ἀδίκησες τήν οἰκογένειά του;
Ὁ ἄνθρωπος ταράχτηκε, κοκκίνισε, δέν ἄνοιξε πάλι το στόμα του καί βγαίνοντας ἀπ’ τό Μοναστήρι πῆγε στήν πηγή μέ τό κρύο νερό, πού τρέχει καί δροσίζει τούς περαστικούς, γιά νά βρέξει το πρόσωπό του καί νά συνέλθει.
Στο μεταξύ, ό Γέροντας πλησίασε κάποιον ἄλλον ἐπισκέπτη, τὸν ἀγκάλιασε καί τοῦ εἶπε:
– Ἐσύ εἶσαι καλός ἄνθρωπος. Ἔλα ὅμως νὰ σοῦ πῶ κάτι, νά τό διορθώσεις. Καί τόν πῆρε παράμερα καί τόν συμβούλεψε.
-Όταν ἁμαρτάνεις, ἐξομολογεῖσαι καί προσέχεις πολύ νά μήν ξαναπέφτεις συνεχῶς στά ἴδια. Αὐτή εἶναι ἡ μετάνοια. Χρειάζεται να προσέχουμε πολύ.
Το 1995 πῆγαν στο Μοναστήρι δύο ἄνδρες γιά νά γνωρίσουν τόν Πατέρα Ἀμβρόσιο. Ὁ ἕνας ἦταν ἐπιχειρηματίας καί ὁ ἄλλος πολιτικός μηχανικός στό Δημόσιο. Μιλοῦσε ὁ Γέροντας καί ἀπευθυνόταν μόνο στόν ἕναν.
– Μά, γιατί δέν μοῦ μιλᾶς ἐμένα; ρώτησε ένοχλημένος ὁ ἄλλος.
-Τί νὰ σοῦ μιλήσω ἐσένα, βρέ; Καί ἐκτρώσεις ἔχεις κάνει καί βλάσφημος εἶσαι καί ἀνεξομολόγητος εἶσαι καί ἀμετανόητος εἶσαι. Φύγε ἀπό δῶ, δέν θέλω νά ἔχω έπαφή μέ σένα! τοῦ ἔκανε ὁ Γέροντας αὐστηρά γιά νά τόν φέρει σε συναίσθηση.
-Ἡ μετάνοια εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νά τή ζητᾶμε, γιά να γίνουμε σκεύη ἐκλογῆς.
Προέτρεπε στήν Ἐξομολόγηση νά ἀναφέρουμε καθαρά τά λάθη μας, ὅμως χωρίς λεπτομέρειες καί δικαιολογίες. Τόνιζε ὡστόσο ὅτι πρέπει νά ἔρθουμε καί σε μία συντριβή. Ἄν δέν φτάσουμε σε συντριβή ψυχῆς γιά τήν ἁμαρτία, να νιώσουμε ὅτι κάναμε ἕνα λάθος καί ὅτι γι’ αὐτό πᾶμε καί ἐξομολογούμαστε, δέν συγχωρούμαστε. Ἡ Ἐξομολόγηση εἶναι ἡ ἐπαφή μας μέ τόν Κύριο καί πρέπει να καταλάβουμε ὅτι δέν μποροῦμε νά Τόν κοροϊδεύουμε. Θα κάνουμε ἀγώνα, ἀλλά καί θά ζητᾶμε ἀπό τόν Θεό νά μᾶς βοηθάει.
Ὁ Θεός περιμένει νά Τοῦ ζητᾶμε. Δέν ἔχουμε ἀπό τή φύση μας ἀγάπη, οὔτε μποροῦμε νά φθάσουμε σε μετάνοια. Πρέπει να ζητᾶμε ἀπό τόν Θεό νά μᾶς δώσει καί τήν ἀγάπη, ἀλλά καί τή μετάνοια, ὥστε νά ἔρθουμε σε συντριβή, γιατί μόνον ἔτσι θα μπορέσουμε σιγά-σιγά να ξεφύγουμε ἀπό τόν πειρασμό, ποὺ μᾶς ἔριξε στην ἁμαρτία καί νά μήν ξαναπέσουμε.
Μέ τό Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως, ὅταν πάει ὁ άνθρωπος στόν Πνευματικό του νά ἐξομολογηθεῖ, δύο πράγματα κερδίζει το πρώτο εἶναι ὅτι συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες του και το δεύτερο ότι συμβουλεύει ὁ Πνευματικός: «Παιδί μου, ἀπό ‘δῶ και πέρα θά πᾶς στον δρόμο τόν εὐθύ. Μήν πᾶς στόν γκρεμό και τσακίζεσαι, μήν πᾶς ἐκεῖ πού εἶναι ὁ ψυχικός θάνατος, δηλαδή ή ἁμαρτία». Και τότε, ἄν ἀκολουθήσουμε τήν πορεία αὐτή κι ἐμεῖς, νά εἶστε βέβαιοι, παιδιά μου, ὅτι θά ἔχουμε τή θέση καί τήν τάξη που είχανε οἱ πατέρες μας καί οἱ πρόγονοι καί οἱ ἄνθρωποι πού φύλαξαν τή χριστιανική πορεία μέ ἀκρίβεια καί μέ ἀγάπη.
Πηγή: “Γέρων Αμβρόσιος Λάζαρης, ο πνευματικός της Μονής Δαδίου”, εκδ. ΑΘΩΣ, Β’ έκδοση
