Πρόσκληση τῆς Χάριτος πρὸς τὸν δεκαπεντάχρονο Σωκράτη τὸν μετέπειτα γέροντα Ἰωσὴφ Βατοπαιδινό

Γέροντας Ἰωσὴφ Βατοπαιδινός:

«Τὴν ἄνοιξη τοῦ 1937 ἐπισκέφθηκα τὴν Ἱερὰ Μονὴ Σταυροβουνίου. Ὅταν ἔφθασα στὶς πύλες τῆς Μονῆς, αἰσθάνθηκα τὰ πάντα νὰ ἀλλάζουν. Τὸ τοπίο ἔλαμπε μὲ ἀσυνήθιστη λαμπρότητα. Αἰσθανόμουν άπερίγραπτη χαρά. Βαθιὰ εἰρήνη πλημμύριζε τὴν καρδιά μου καὶ πήγαζε ἀπὸ κάθε τὶ στὸ περιβάλλον τῆς Μονῆς. Οἱ αἰσθήσεις μου γέμισαν ἀπὸ πρωτόγνωρη μοναδικὴ εὐωδία. Τέτοια δὲν εἶχα αἰσθανθεῖ ποτέ. Ἡ εὐωδία πλημμύριζε ὅλη τὴν Μονὴ ἕως τὸν ἔξω χῶρο της. Ταυτόχρονα αἰσθάνθηκα μία αἴσθηση πυρὸς ποὺ κατέκλυσε ἐσωτερικὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μου καὶ ἀναρωτιόμουν, γιατί τόσοι πολλοὶ ἱερεῖς βρίσκονταν μαζεμένοι σὲ αὐτὴ τὴν Μονή. Μοῦ ἐξήγησαν ὅτι οἱ παρευρισκόμενοι εἶναι μοναχοὶ καὶ ὄχι ἱερεῖς. Μᾶς ὁδήγησαν νὰ προσκυνήσουμε τὸν Τίμιο Σταυρό, δῶρο τῆς Ἁγίας Ἑλένης ποὺ φυλασσόταν ἐκεῖ καὶ διαπίστωσα ὅτι ἡ λάμψη καὶ ἡ εὐωδία προερχόταν ἀπὸ αὐτόν. Ἡ λάμψη ἦταν σὰν νέφος φωτεινό.

Ἐγὼ ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὥρα ἔγινα μοναχός. Ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὥρα ὅλα πέθαναν μέσα μου ἔγινα μοναχός, ἐκείνη τὴν ὥρα.

Ἀπὸ ὅλα ἀπέρρεε μία μυστικὴ Χάρις. Δὲν αἰσθανόμουν τὸ βάρος τοῦ σώματός μου. Δάκρυα γέμισαν τὰ μάτια μου καὶ ἡ καρδιά μου ένιωθε μεγάλο πόθο νὰ συναριθμηθῶ στοὺς μοναχούς, γιὰ τὴν ζωὴ τῶν ὁποίων δὲν γνώριζα τίποτα» (Γέροντος Ἰωσὴφ Βατοπαιδινοῦ, Ὁμιλία σὲ σύναξη τῆς ἀδελφότητος, Νέα Σκήτη 1984).

Ἀργότερα ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος ἔγραφε σὲ πνευματικό του μαθητή: «Σοῦ ἑρμήνευσα ὅτι ἡ μοναχικὴ κλῆσις δὲν εἶναι τυχαῖον γεγονὸς ἢ συμπέρασμα, ἀλλὰ θεία ἀποκάλυψις καθορίζουσα ἑκάστου ἡμῶν τὸν προορισμὸν καὶ ἑπομένως πρέπει νὰ προσεχθῇ αὐτὸ μετ᾿ ἀκριβείας, διότι πᾶσα παράβασις θάναι ἀνεπανόρθωτος ζημία, ὥστε ὄχι μόνον ἡ παραίτησις ἀλλὰ καὶ ἡ βραδύτης ἀκόμα εἶναι ζημιοφόρος διὰ τὸν κίνδυνον τῆς ἀποχωρήσεως τῆς θείας αὐτῆς δωρεᾶς. Τὸ ὅτι μόνον σε ἀπασχολεῖ ἡ ἰδέα αὐτή, εἶναι τὸ σαφέστερον δεῖγμα τῆς κλήσεως πόσον μᾶλλον νὰ ἔχῃ ἐπισκεφθὴ τὴν ψυχήν σου καὶ ἡ παρηγορία ή ή γεῦσις τῆς Χάριτος αὐτῆς!» [ Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ἐπιστολὴ πρὸς Ἀνδρέα (νῦν Μητροπολίτη Λεμεσού Αθανάσιο), 7 Νοεμβρίου 1974. (Αρχείο Ι.Μ. Μονής Βατοπαιδίου].

Ὁ δεκαπεντάχρονος Σωκράτης εἶχε δεχθεῖ ἐσωτερικά την πρόσκληση τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἔκλεισε ἡ πύλη τοῦ κόσμου καὶ ἄνοιξαν οἱ πύλες τῶν οὐρανῶν. Άκουσε μυστικά στην καρδιά του το «άκολούθει μοι». Σε λίγο οἱ πατέρες τῆς Μονῆς, γνώστες τῶν πνευματικῶν αὐτῶν καταστάσεων, ἄρχισαν νὰ τοῦ ἑρμηνεύουν την πνευματική ζωή. Τοῦ ἐξηγοῦσαν δηλαδὴ ὅτι ὁ μοναχὸς εἶναι ὁ ἀφιερωμένος στὸν Θεὸ καὶ αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ ἀντιγράψει τὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ νὰ λατρεύει ἀπερίσπαστος τὸν Κύριο, χρειάζεται νὰ μένει μακριά ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὶς γήϊνες φροντίδες καὶ μέριμνες. Οἱ μοναχοί περιβάλλονται τὰ ράσα, ὅπως καὶ οἱ ἱερεῖς, ὡς ἐμβλήματα τῆς ἀφιερώσεώς τους στὸν Θεό.

Έκτοτε ὁ Γέροντας παρέμεινε στὴν Μονή. Οἱ πατέρες τὸν δέχθηκαν παρὰ τὸ νεαρό τῆς ἡλικίας του, γιατί κατάλαβαν ότι πρόκειται γιὰ θεία κλήση.

Στὴν ἀρχὴ ὅμως εἶχαν ἀρνηθεῖ: «Πήγαινε καὶ ὅταν ἐνηλικιωθεῖς ἔρχεσαι», τοῦ εἶπαν. Ὁ Γέροντας κάθησε όμως ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα τῆς Μονῆς καὶ ἔκλαιε συνεχῶς. «Δὲν φεύγω», έλεγε στοὺς πατέρες. Πῶς νὰ ἔφευγε, ἀφοῦ ἐκεῖ τὸν «αἰχμαλώτισε» ή θεία Χάρις; Τότε οἱ πατέρες οἰκονομώντας τον δέχθηκαν νὰ παραμείνει μὲ τὴν ἰδιότητα τοῦ ἄμισθου ἐργαζόμενου στὴν Μονή, μέχρι νὰ ἐνηλικιωθεῖ γιὰ νὰ τὸν ρασοφορέσουν. Παρέμεινε στὴν Μονὴ ἐργαζόμενος ὡς λαϊκός, ὅμως μόλις πέρασαν λίγοι μῆνες, αυξήθηκε ξαφνικά ἡ ἐπιθυμία του νὰ ἐνδυθεῖ τὰ ράσα. Μᾶς διηγήθηκε σχετικά: «Μία μέρα ποὺ ἡμουν στὸ ἐκκλησάκι τῆς Ἁγίας Βαρβάρας («Αγία Βαρβάρα» λέγεται τὸ Μετόχι τῆς Μονῆς Σταυροβουνίου, ποὺ εἶναι ἀφιερωμένο στην Αγία Μεγαλομάρτυρα Βαρβάρα, καὶ βρίσκεται στοὺς πρόποδες του βουνού. Έχει διέμεναν καὶ ἔκαναν καὶ τίς ἐκκλησιαστικές ἀκολουθίες τους οἱ διακονητές μοναχοί, καὶ συνήθως οἱ δόκιμοι ποὺ ἦταν ἐπιφορτισμένοι μὲ τὶς ἀγροτικές καὶ κτηνοτροφικές εργασίες τῆς Μονῆς. Στην κυρίως Μονὴ ἀνέβαιναν τὰ Σαββατοκύριακα), ήρθε μέσα μου τέτοια ζέση, τέτοια φώτιση καὶ ἐπιθυμία νὰ γίνω γρήγορα μοναχός, να φορέσω ράσα ξεχωριστά ἀπὸ τοὺς ἄλλους δοκίμους καὶ πῆγα καὶ ζήτησα ἀπὸ τὸν Ἡγούμενο νὰ μοῦ φορέσει τὰ ράσα. Πράγματι μοῦ τὰ φόρεσαν καὶ τὸ ὀφείλω στὴν κορούλα αὐτή (ἐννοεῖ τὴν Ἁγία Βαρβάρα), διότι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο βοηθήθηκα πολύ στὴν πνευματική ζωή. Ἀργότερα, ὅταν ἦρθα στὸν Ἄθωνα, στὸ καλυβάκι μου στὴν Νέα Σκήτη, γιὰ νὰ μοῦ δείξει τὴν πρόνοιά της, μοῦ ἔφερε ἕνας χωριάτης μία εἰκόνα μεγάλη τῆς Ἁγίας Βαρβάρας.

Τὴν πῆρα, χάρηκα πολὺ καὶ εἶπα: “Κορούλα μου παρθενομάρτυς Βαρβάρα, ἤμουν ἐκεῖ στὸ Σταυροβούνι καὶ μὲ προστάτευες. Τώρα ἦρθα ἐδῶ καὶ ἦλθες πάλι νὰ μὲ βρεῖς”! Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία ποὺ στὸ ἐκκλησάκι μου ἔβαλα τὴν εἰκόνα της καὶ λέμε τὸ Ἀπολυτίκιό της».

Οἱ γονεῖς του καὶ τὰ ἀδέλφια του δὲν γνώριζαν τίποτα ἀπὸ ὅλα αὐτά, εἶχαν χάσει κάθε ἐπαφὴ μαζί του, ἐνῶ διάφορες πληροφορίες ἄρχισαν νὰ διαδίδονται, ὅτι ὁ Σωκράτης χάθηκε σε ναυάγιο, ὅταν ψάρευε στὸν Ἀκάμα μὲ τὴν ψαρόβαρκα. Οἱ συγγενεῖς του μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου καὶ ἀφοῦ ὁ τόσο σὲ ὅλους ἀγαπητός Σωκράτης δὲν ἔδινε σημεῖα ζωῆς, πείστηκαν ὅτι δὲν εἶναι πιὰ στὴν ζωὴ αὐτή. Ἔτσι ἄρχισαν νὰ παραγγέλνουν καὶ μνημόσυνα γιὰ τὴν ψυχή του. Ὁ Σωκράτης ὅμως εἶχε ἀποταχθεῖ τὰ πάντα γιὰ τὴν ἀγάπη Ἐκείνου ποὺ πρῶτος τὸν ἀγάπησε, γενόμενος ξένος γιὰ τὸν Θεὸ στὴν ἴδια του τὴν πατρίδα. Ἀργότερα οἱ συγγενεῖς του ἔμαθαν ἀπὸ κάποιο συγχωριανό τους ποὺ ἐπισκέφθηκε τὸ Σταυροβούνι, ὅτι ὁ Σωκράτης ζεῖ καὶ εἶναι μοναχὸς στὸ Σταυροβούνι. Τότε τὸν ἐπισκέφθηκαν μερικὰ ἀπὸ τὰ ἀδέλφια του, γιὰ νὰ τὸν μεταπείσουν νὰ ἐπιστρέψει, ὅμως ἦταν ἀδύνατο. Ἐκεῖνος εἶχε ἤδη δεχτεῖ τὸν Χριστὸ καὶ κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ τοῦ ἀλλάξει γνώμη. Ἡ μητέρα του ὅμως ἦταν αὐτὴ ποὺ ἔδωσε ὁλόψυχα τὴν εὐχή της γιὰ τὴν ἀποταγὴ τοῦ Σωκράτη καὶ ἔπεισε τὰ ἄλλα παιδιά της νὰ ἀποδεχθοῦν τὴν κλήση καὶ τὴν ἀπόφασή του.

Πηγή: «Γέρων Ιωσήφ Βατοπαιδινός [1.7.1921 – 1.7.2009]», Αρχιμ. Εφραίμ Βατοπαιδινού, εκδ. Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, σελ. 43-45

 

Συντάκτης

Σχολιάστε

Το email σας δεν θα δημοσιευθεί.Τα απαραίτητα πεδία είναι μαρκαρισμένα *