(Ὀκτώβριος 1904)
Μόλις ἔφυγαν οἱ Αἰγινῆτες (πῆγαν στὸν Ἅγιο Νεκτάριο νὰ τὸν παρακαλέσουν νὰ κάνει δέηση γιὰ νὰ σταματήσει ἡ ἀσταμάτητη βροχὴ στὸ νησί, ἔπειτα ἀπὸ τρεισήμισι χρόνια ἀνομβρίας. Ὁ Ἅγιος τοὺς καθησύχασε λέγοντάς τους ὅτι θὰ σταματήσει ἡ βροχή, θὰ γεμίσουν τὰ πηγάδια καὶ θὰ προκόψουν) χτύπησε διακριτικὰ τὴν πόρτα καὶ βρέθηκε σιμά του ἕνας νέος ρασοφορεμένος μαθητής.
Ἦταν μᾶλλον μικρὸς στὸ ἀνάστημα, ἀδύνατος, μὲ κατάμαυρα μακριὰ μαλλιὰ καὶ γένια. Τὰ μεγάλα του μάτια τόξευαν πίστη, ἁγνότητα, καλοσύνη.
Καθὼς σήκωσε τὸ πρόσωπό του ἀπὸ τὰ χαρτιὰ καὶ τὰ χειρόγραφα, εὐθὺς ἀναγνώρισε τὸν Ἱεροδιάκονο Γερβάσιο Παρασκευόπουλο (πρόκειται γιὰ τὸν περίφημο σὲ ἀρετὴ καὶ ἁγιότητα καὶ ἀδικημένο ἀπὸ τὴ διοικοῦσα τότε Ἐκκλησία Ἀρχιμανδρίτη τῶν Πατρῶν), ποὺ ἦταν ἐξαίρετος στὰ μαθήματα καὶ θά ‘παιρνε φέτος τὸ ἀπολυτήριό του μὲ ἄριστα.
Ἐπειδὴ τὸν ἐκτιμοῦσε ἰδιαίτερα, τοῦ εἶχε δώσει τὸ δικαίωμα «ἐλευθέρας εἰσόδου» στὸ γραφεῖο του.
-Τί συμβαίνει, Ἱεροδιάκονε, σιγορώτησε.
-Ἅγιε Διευθυντά, ἀποκρίθηκε, καὶ ἄλλη μιὰ φορά σας ἀπασχόλησα μὲ κεῖνο τὸ νέο παιχνίδι…
-Ποῖον; Δὲν ἐνθυμοῦμαι…
-Πρόκειται γιὰ τὸ παιχνίδι τῆς… της, πῶς νὰ τὴν ὀνομάσω, τῆς λαστιχοπέτσινης σφαίρας, τὸ φούτ-μπόλ, ὅπως συνηθίζουνε καὶ τὸ λέγουν, τό… ποδόσφαιρο.
-Τί δηλαδὴ γίνεται μὲ αὐτό;
-Ὅπως φαίνεται, εἶναι παιχνίδι ὁμαδικῆς προσπαθείας, μὲ δυὸ ἀντιθέτους ὁμίλους. Οἱ μαθηταὶ πολὺ τὸ ἀγαποῦν, συναρπάζονται, ψυχαγωγοῦνται, ὅπως καταλαμβάνω.
-Ω, ναί, τώρα ἐνθυμοῦμαι. Ποδόσφαιρον… ἀγγλικὸ παιχνίδι. Νομίζω ὅτι τρέχουν πολύ, ἱδρώνουν, φωνάζουν καὶ διαρκῶς κλωτσοῦν. Ἡ σκέψις τους περιορίζεται εἰς τοὺς πόδας. Τὸ εἶχα κάποτε ἀπαγορεύσει.
-Μποροῦν νὰ τὸ παίζουν καὶ δίχως φωνές. Δὲν τὸ βρίσκω ἐπικίνδυνον. Διατὶ νὰ μὴν τοὺς δώσουμε ὀλίγην χαράν, ὀλίγην ψυχαγωγίαν τώρα ποὺ εὑρίσκονται ἀκόμη εἰς τὰ θρανία… Θὰ σᾶς παρακαλοῦσα θερμῶς νὰ τοὺς ἐπιτρέπατε πότε-πότε, μετὰ τὴν γυμναστικήν…
Ξανασήκωσε τὸ πρόσωπο, τὸν παρατήρησε φιλέρευνα. Χαμογέλασε μὲ τὸ γνωστὸ ἐκεῖνο χαμόγελό του.
-Ἔστω, Γερβάσιε, προέφεραν τὰ χείλη του. Ἐὰν καὶ ἐφόσον ἐγγυᾶσαι σὺ προσωπικῶς.
-Ἐγγυῶμαι, ἅγιε διευθυντά.
Ἀκολούθησε σιγή.
-Δὲν μοὶ λέγεις… Πρόκειται φέτος βεβαίως νὰ ἀποφοιτήσεις.
-Ἂν θέλει ὁ Θεός, σεβασμιώτατε.
-Θὰ προχωρήσεις τὰς σπουδάς σου, θὰ ἐγγραφεῖς εἰς τὴν Θεολογικήν;
-Σκοπεύω. Ἐκτὸς ἄν…
-Εἰπὲ μοί: Ποιός ὁ ρόλος τοῦ καλοῦ Ποιμένος ἐν τῇ ὀρθοδόξῳ διδασκαλίᾳ;
-Νομίζω, τὸ νὰ θυσιάζει ἐν ὥρᾳ κινδύνου τὴν ζωήν του ἀγογγύστως ὑπὲρ τῶν προβάτων.
Κινήθηκε, σηκώθηκε ἀπὸ τὸ κάθισμά του, τὰ μάτια του στραφτάλισαν.
-Εὖγε Γερβάσιε, σιγοφώναξε. Αὐτὴν τὴν στιγμὴν ἀγάλλεται διὰ σὲ ἡ ψυχή μου. Εἶσαι ὁ πνευματικὸς ἡγέτης της αὔριον. Ἔλα νὰ σ’ εὐλογήσω.
Ὁ νέος ἱεροδιάκονος ἔκανε μισὸ βῆμα πίσω, ἄφησε τὰ μάτια του νὰ βουρκώσουν.
-Τί λέτε, ἅγιε διευθυντά, τί λέτε…
-Πλησίασε, τὸν πρόσταξε.
Καὶ καθὼς βρέθηκαν ὁ ἕνας σιμὰ στὸν ἄλλο, ἅπλωσε τὸ χέρι καὶ τὸν εὐλόγησε.
Πηγή: “Ὁ Ἅγιος τοῦ αἰῶνα μᾶς – Ὁ Ὅσιος Νεκτάριος Κεφαλάς” του Σώτου Χονδρόπουλου, ἐκδ. Ἱερὰς Κοινοβιακῆς Μονῆς Ἁγίας Τριάδος (Ἅγιος Νεκτάριος) Αἰγίνης, σέλ.191-192