Οἱ Ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Παῦλος (29/6/2025)

Τοῦ Λάμπρου Κ. Σκόντζου
Θεολόγου – Καθηγητοῦ

Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος

Ὁ κορυφαῖος αὐτὸς Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ ἦταν Ἰουδαῖος καὶ ὀνομαζόταν Σίμων. Γεννήθηκε στὴν μικρὴ καὶ ἄσημη πόλη τὴ Βησθαϊδᾶ. Ὁ Πατέρας του ὀνομαζόταν Ἰωνᾶς. Ἔζησε σὲ ἀφάνταστη φτώχεια καὶ στερήσεις. Ὅμως μεγάλωσε σὲ περιβάλλον εὐσέβειας. Οἱ γονεῖς του ἀνῆκαν στοὺς λιγοστοὺς πιστοὺς εὐσεβεῖς Ἰουδαίους τῆς ἐποχῆς τους, οἱ ὁποῖοι περίμεναν ἐναγώνια τὸν Μεσσία καὶ τὴν μεσσιανικὴ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία θὰ τερματίζονταν ἡ κακοδαιμονία τῆς ἀνθρωπότητας. Αὐτὴ τὴν πίστη καὶ τὴν εὐσέβεια μετέδωσαν στὰ παιδιά τους. Γράμματα ἔμαθε ἐλάχιστα, προφανῶς γνώριζε μόνο γραφὴ καὶ ἀνάγνωση. Ἀδελφός του ὑπῆρξε ὁ πρωτόκλητος Ἀνδρέας.

Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πατέρα του ὁ Πέτρος νυμφεύτηκε τὴν κόρη του Ἀριστοβούλου, ἀνεψιὰ τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν Ἀνδρέα, ὁ ὁποῖος δὲν νυμφεύτηκε ποτέ. Ἔκαμε δύο παιδιά, ἕνα γιὸ καὶ μιὰ κόρη, τῶν ὁποίων ἀγνοοῦμε τὰ ὀνόματα. Ἀγνοοῦμε ἐπίσης καὶ τὸ ὄνομα τῆς συζύγου του. Ἐγκαταστάθηκε στὸ σπίτι τοῦ πεθεροῦ του στὴν Καπερναοὺμ καὶ ἀσκοῦσε μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφὸ τοῦ Ἀνδρέα, τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ψαρᾶ στὴν παρακείμενη λίμνη τῆς Γεννησαρέτ.

Μετὰ τὴν σύλληψη τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, ὁ Κύριος πῆγε στὰ μέρη της Γαλιλαίας, στὶς περιοχὲς γύρω ἀπὸ τὴν μαγευτικὴ λίμνη, γιὰ νὰ κηρύξει τὸ εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. Ἐκεῖ συνάντησε τοὺς περισσότερους ἀπὸ τοὺς μαθητές του, ψαρᾶδες τὸ ἐπάγγελμα, τοὺς ὁποίους κάλεσε νὰ γίνουν στὸ ἑξῆς «ἁλιεῖς ἀνθρώπων» (Μάτθ.4,20), συνεργοί Του στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου.

Ὁ ἐνθουσιώδης καὶ εὐσεβὴς Πέτρος πέταξε τὰ δίχτυα ἀπὸ τοὺς πρώτους καὶ Τὸν ἀκολούθησε πιστά.

Λόγῳ τοῦ δυναμικοῦ χαρακτῆρα του καὶ τῆς ἰδιαίτερης ἀφοσίωσής του στὸν Κύριο ἀξιώθηκε νὰ ἔχει τὸ προβάδισμα ἔναντι τῶν ἄλλων ἀποστόλων καὶ νὰ ὁμιλεῖ συχνὰ ἐκ μέρους αὐτῶν. Ὁμολόγησε πρῶτος ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι «ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ του ζῶντος» (Μάτθ.16:17). Ὁ Κύριος ἐξετίμησε αὐτὴ τὴν ὁμολογία, καὶ τὸν διαβεβαίωσε πὼς πάνω σὲ αὐτὴ τὴν ὁμολογία πίστεως «οἰκοδομήσω μου τὴν Ἐκκλησίαν» (Μάτθ.16,18).

Ἀκολούθησε τὸ Χριστὸ πιστὰ σὲ ὅλη τὴν τριετῆ δράση Του. Τὴν ὥρα τῆς σύλληψής Του ἀντέδρασε βίαια. Τὸν ἀκολούθησε ἐπίσης γεμᾶτος ἀγωνία καὶ θλίψη στὸ ἀνίερο δικαστήριο τοῦ ἰουδαϊκοῦ ἱερατείου, παρ’ ὅλο ὅτι σὲ μιὰ στιγμὴ ἀδυναμίας καὶ φόβου Τὸν ἀρνήθηκε, ἔστω καὶ λεκτικὰ καὶ γι’ αὐτὸ μετάνιωσε πικρὰ καὶ ἔκλεγε σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ (Μάτθ.26,75).

Ἀξιώθηκε νὰ δεῖ ἀπὸ τοὺς πρώτους τὸ κενὸ μνημεῖο καὶ νὰ διαπιστώσει τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Τὸ συγκλονιστικὸ αὐτὸ τὸ γεγονὸς τὸν μεταμόρφωσε κυριολεκτικά. Τὸ φλογερό του κήρυγμα τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἔκαμε νὰ πιστέψουν τρεῖς χιλιάδες ψυχές, νὰ βαπτιστοῦν καὶ νὰ ἱδρυθεῖ ἔτσι ἡ ἱστορικὴ ἐπίγεια Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

Κατόπιν ἡ ζωὴ καὶ ἡ δράση του ὑπῆρξε θαυμαστῆ. Κήρυξε μὲ ζῆλο καὶ θάρρος στὴν Παλαιστίνη καὶ ἑδραίωσε τὴν Ἐκκλησία. Άπειρα ἐπίσης θαύματα ἔκανε γιὰ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ τὴν ὅλη δράση του διώχτηκε σκληρὰ ἀπὸ τοὺς ὁμοφύλους του. Κατόπιν πῆγε στὴ Ἀντιόχεια καὶ ἵδρυσε ἐκεῖ τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία, μιὰ ἀπὸ τὶς σημαντικότερες πρωτοχριστιανικὲς κοινότητες. Ὕστερα περιόδευσε τὴν Γαλατία, τὴν Καππαδοκία, τὴν Βιθυνία, τὸν Πόντο, τὴν Ἑλλάδα. Ὑπάρχουν πληροφορίες ὅτι ἔμεινε γιὰ πολὺ στὴν Κόρινθο, κηρύττοντας καὶ νουθετῶντας.

Στὴν ὀρθόδοξη παράδοσή μας δὲν ὑπάρχουν πληροφορίες γιὰ τὸ τέλος τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Ἀποστόλου. Κάποιοι ὑποστηρίζουν ὅτι γέρος καὶ κατάκοπος βρῆκε μαρτυρικὸ θάνατο στὴν Ἀντιόχεια.

Ὑπάρχει βέβαια καὶ ἡ παράδοση Ρωμαιοκαθολικῶν περὶ μεταβάσεως τοῦ Πέτρου στὴ Ρώμη. Τὴν παράδοση αὐτὴ πολλοὶ ὀρθόδοξοι μελετητὲς τὴν ἀμφισβητοῦν, διότι στηρίζεται σὲ μεταγενέστερα ψευδεπίγραφα κείμενα, τὶς λεγόμενες «Ψευδοϊσιδώρειες Διατάξεις», τὶς ὁποῖες ἐφεύραν οἱ παπικοὶ προκειμένου νὰ στηρίξει τὸ παπικὸ πρωτεῖο ἐξουσίας σὲ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία.

Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν παράδοση ὁ Πέτρος κατέληξε στὴν πολυάριθμη πρωτεύουσα τῆς ἀπέραντης Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, τὴν Ρώμη. Ἵδρυσε τὴν τοπικὴ ἐκκλησία καὶ ἔγινε ὁ πρῶτος ἐπίσκοπός της. Κήρυττε νυχθημερὸν στὴ μεγάλη πόλη καὶ κατόρθωσε νὰ μεταστρέψει πλῆθος κατοίκων στὸν Χριστιανισμό. Τὴν ἴδια ἐποχὴ βρισκόταν στὴ Ρώμη καὶ ὁ διαβόητος Σίμων ὁ μάγος, γνωστὸς ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (κέφ. 8:9). Ἐκεῖ μὲ τὶς διάφορες μαγγανεῖες καὶ τὰ μαγικὰ κόλπα προκαλοῦσε τὸν θαυμασμὸ τοῦ πλήθους καὶ γι’ αὐτὸ ἀπέκτησε πολλοὺς ὀπαδούς. Ὅμως βρῆκε μπροστά του τὸν ἀληθινὸ ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, τὸν Ἀπόστολο Πέτρο, ὁ ὁποῖος μὲ σειρὰ θαυμάτων ξεσκέπασε τὸν ἀπατεῶνα μάγο, τὸν ἀπέδειξε ὡς συνεργὸ τῶν δαιμόνων καὶ φανέρωσε τὴν ἀνίκητη δύναμη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.

Στὰ χρόνια ἐκεῖνα βασίλευε στὴ Ρώμη ὁ παράφρονας Νέρων, ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ μισητοὺς καὶ αἱμοδιψεῖς δικτάτορες τῆς ἱστορίας. Προκειμένου νὰ ἀποποιηθεῖ ἀπὸ τὸ προσωπικό του ἔγκλημα γιὰ τὴν πυρπόληση τῆς Ρώμης, τὸ ἀπέδωσε στοὺς Χριστιανούς. Γιὰ νὰ γίνει πιστευτός, κήρυξε σκληρὸ διωγμὸ κατὰ τῆς νέας πίστεως.

Χιλιάδες Χριστιανοὶ συνελήφθησαν καὶ ὁδηγήθηκαν σὲ φρικτὰ μαρτύρια καὶ στὸ θάνατο.

Ὁ Πέτρος, ἕνα ἀπὸ τὰ κορυφαῖα μέλη τῆς Ἐκκλησίας ποὺ παρεπιδημοῦσε στὴ Ρώμη, ἔγινε ὁ κυριότερος στόχος τῶν διωκτῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔκρινε σκόπιμο νὰ φύγει κρυφὰ ἀπὸ τὴν πόλη καὶ νὰ γλιτώσει. Καθὼς βάδιζε βιαστικὰ τὴν περίφημη Ἀπία ὁδὸ εἶδε μπροστά του τὸν Κύριο, ὁ Ὁποῖος τὸν ρώτησε «Quo Vadis?» δηλαδὴ «ποὺ πηγαίνεις;». Τότε ὁ ἔνθερμος Ἀπόστολος κατάλαβε πὼς ἡ φυγή του αὐτὴ ἰσοδυναμοῦσε μὲ νέα ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ μὲ δάκρυα στὰ μάτια γύρισε πίσω καὶ συνελήφθη καὶ καταδικάστηκε σὲ σταυρικὸ θάνατο. Ὅταν ὁδηγήθηκε στὸ μαρτύριο παρακάλεσε τοὺς δημίους του νὰ τὸν σταυρώσουν ἀνάποδα, μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω, διότι ὅπως εἶπε δὲν θεωροῦσε τὸν ἑαυτὸ ἄξιο νὰ σταυρωθεῖ σὰν τὸν ἀγαπημένο Δάσκαλο καὶ Θεό του! Ἔτσι παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν Χριστό, τὸ δὲ ἁγιασμένο λείψανό του τὸ περιμάζεψαν οἱ πιστοὶ καὶ τὸ ἔθαψαν σὲ τόπο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Ἡ σεπτή του μνήμη ἑορτάζεται στὶς 29 Ἰουνίου, μαζὶ μὲ τὸν κορυφαῖο ἀπόστολο Παῦλο.

Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἔγραψε δύο Καθολικὲς Ἐπιστολές. Αὐτές, ἡ μὲν πρώτη ἀπευθύνονταν στοὺς Χριστιανοὺς τοῦ Πόντου, τῆς Γαλατίας, τῆς Καππαδοκίας, τῆς Ἀσίας καὶ τῆς Βιθυνίας, ἡ δὲ δεύτερη σὲ ὅλους τοὺς Χριστιανούς. Μέσα ἀπὸ αὐτὲς προσπαθεῖ νὰ στηρίξει τοὺς πιστοὺς στὶς θλίψεις ποὺ ὑφίστανται ἐξ’ αἰτίας της πίστη των στὸν Ἰησοῦ Χριστό.

 

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος

Ὁ μέγας Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος δὲν ἀνῆκε στὴ χορεία τῶν δώδεκα Ἀποστόλων. Δὲ γνώρισε τὸν Κύριο ὅσο ζοῦσε στὴ γῆ, ἀλλὰ ἀποκαλύφτηκε κατόπιν σὲ αὐτὸν καὶ κλήθηκε νὰ γίνει ἀπόστολός Του, ὄντας αὐτὸς πολέμιος τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ Ἐκκλησία μας χαρακτήρισε τὸν Ἀπόστολο Παῦλο ὡς τὸν «Πρῶτον μετὰ τὸν Ἕνα», δηλαδὴ τὸν σημαντικότερο ἄνδρα ἐπὶ γῆς μετὰ τὸν Χριστὸ καὶ ὡς τὸ «πολύτιμο σκεῦος Χριστοῦ». Δίκαια, διότι ὁ μέγας αὐτὸς Ἀπόστολος προσέφερε στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τὶς πιὸ ἀνεκτίμητες ὑπηρεσίες τῆς ἱστορίας Της! Αὐτὸς εἶναι ὁ οὐσιαστικὸς θεμελιωτής Της στὰ ἔθνη, ὡς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης!

Τὶς πληροφορίες γιὰ τὸν βίο καὶ τὸ ἔργο τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου ἀντλοῦμε ἀπὸ τὸ βιβλίο τῶν «Πράξεων τῶν Ἀποστόλων» καὶ ἀπὸ τὶς Ἐπιστολές του, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἄλλες ἀρχαιότατες ἐξωβιβλικὲς μαρτυρίες. Ἀναφέρουμε ἐνδεικτικὰ τὰ ἑξῆς χωρία: Πράξ.9,1-29, 22,3-21,26,9-20, Γάλ.1,13-24, A’ Κόρ.15,8, Ἐφ.3,8, Φιλιπ.3,12, κλπ. Τὸ ἱεραποστολικό του ἔργο περιγράφεται στὰ κεφάλαια 13ο, 28ο τοῦ βιβλίου τῶν «Πράξεων τῶν Ἀποστόλων».

Γεννήθηκε γύρω στὸ 15 μ.Χ. στὴν Ταρσό της Κιλικίας ἀπὸ Iουδαίους γονεῖς, οἱ ὁποῖοι κατάγονταν ἀπὸ τὴν φυλή του Βενιαμίν. Ὀνομαζόταν Σαοὺλ ἢ Σαῦλος καὶ ἐπίσης εἶχε καὶ τὸ ρωμαϊκὸ ὄνομα Παῦλος. Οἱ εὔποροι γονεῖς του ἔδωσαν στὸν φιλομαθῆ γιό τους ὑψηλὴ παιδεία. Ἐπίσης τὸ ἀξιόλογο ἑλληνιστικὸ πνευματικὸ κλίμα της Ταρσοῦ ἐπέδρασαν θετικὰ στὴν διαμόρφωση τῆς προσωπικότητάς του.

Τόσο ὁ πατέρας του ὅσο καὶ ὁ Παῦλος ἀνῆκε στὴν αἵρεση τῶν Φαρισαίων. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀπὸ μικρὸς εἶχε καλλιεργήσει στὴν ἀνήσυχη ψυχή του θέρμη καὶ ζῆλο γιὰ τὴν πίστη του.

Γύρω στὸ 34 μ.Χ. βρέθηκε στὴν Ἱερουσαλὴμ νὰ σπουδάζει κοντὰ στὸν ὀνομαστὸ νομοδιδάσκαλο Γαμαλιὴλ (Πράξ.22,3). Ὁ νεαρὸς φαρισαῖος μαθητὴς ἔδειξε ἰδιαίτερο ζῆλο γιὰ τὴ διάσωση τῆς θρησκείας του. Τὸν συναντοῦμε συμμέτοχο στὸν λιθοβολισμὸ τοῦ Πρωτομάρτυρα Στεφάνου (Πράξ.7,54) καὶ λίγο ἀργότερα φανατισμένο διώκτη τῶν Χριστιανῶν. Διαβάζουμε στὸ ἱερὸ κείμενο: «Σαῦλος ἐλυμαίνετο τὴν ἐκκλησίαν κατὰ τοὺς οἴκους εἰσπορευόμενος, σύρων τε ἄνδρας καὶ γυναίκας παρεδίδου εἰς φυλακὴν» (Πράξ.8,3). Ἐξ αἰτίας τοῦ ὑπέρμετρου μάλιστα ζήλου του καὶ τοῦ μίσους κατὰ τῶν πιστῶν τοῦ Ἰησοῦ, ζήτησε ἀπὸ τὸν ἀρχιερέα νὰ τεθεῖ ἐπί κεφαλῆς ἀποσπάσματος, τὸ ὁποῖο θὰ βάδιζε πρὸς τὴ Δαμασκό, προκειμένου νὰ τιμωρήσει παραδειγματικὰ τοὺς ἐκεῖ Ἰουδαίους ποὺ εἶχαν γίνει Χριστιανοὶ καὶ νὰ τοὺς σύρει δεμένους στὴν Ἱερουσαλὴμ (Πράξ. 9,1).

Ὅμως καθ᾽ ὁδὸν ἔγινε τὸ μεγάλο θαῦμα. Ὁ διώκτης Παῦλος εἶδε ἕνα ἐκτυφλωτικὸ φῶς, τὸ ὁποῖο τὸν ἔριξε ἀπὸ τὸ ἄλογο καὶ τὸν τύφλωσε. Ταυτόχρονα ἄκουσε μιὰ φωνὴ νὰ τοῦ λέγει: «Σαούλ, Σαούλ, τί μὲ διώκεις; Τις εἰ, Κύριε; Εγώ εἰμι Ἰησοῦς ὀν σὺ διώκεις ἀλλὰ ἀνάστηθι καὶ εἴσελθε εἰς τὴν πόλιν, καὶ λαληθήσεται σοὶ τί σὲ δεῖ ποιεῖν» (Πάρξ.9,4-6). Τὸ συγκλονιστικὸ αὐτὸ γεγονὸς συντάραξε κυριολεκτικὰ τὸν Παῦλο, μετανόησε καὶ ἀφοῦ μπῆκε στὴν πόλη συναντήθηκε μὲ τὸν ἐπὶ κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας Ἀνανία, ὁ ὁποῖος τὸν θεράπευσε ἀπὸ τὴν τύφλωση, τὸν κατήχησε καὶ τὸν βάπτισε. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔγινε χρονολογικὰ πιθανότατα τὸ 36 μ.Χ.

Ἀπὸ τότε ὁ Παῦλος ἔθεσε τὸν ἑαυτό του στὴν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας. Ὕστερα ἀπὸ μιὰ ἐπιμελῆ προετοιμασία ἀνέλαβε νὰ ἐκχριστιανίσει τοὺς ἐθνικούς, δηλαδὴ τοὺς μὴ Ἰουδαίους.

Μὲ συνοδεία ἄξιων συνεργατῶν, ὅπως τοῦ Βαρνάβα καὶ τοῦ Μάρκου ὡς ἕνα σημεῖο, ὁ Παῦλος ξεκίνησε τὸ 48 μ.Χ. τὴν πρώτη μεγάλη ἀποστολικὴ περιοδεία του, ἡ ὁποία περιγράφεται λεπτομερῶς στὰ 13ο καὶ 14ο κεφάλαια τῶν «Πράξεων τῶν Ἀποστόλων». Πρῶτος σταθμός τους ἦταν ἡ Σαλαμῖνα καὶ ὕστερα ἡ Πάφος τῆς Κύπρου, ὅπου κήρυξαν καὶ ἵδρυσαν ἐκκλησίες. Κατόπιν διάβηκαν στὴν Μικρὰ Ἀσία καὶ περιόδευσαν στὶς πόλεις Πέργη της Παμφυλίας, στὴν Ἀντιόχεια τῆς Πισιδίας, στὸ Ἰκόνιο, τὰ Λύστρα, τὴν Δέρβη καὶ ἀλλοῦ. Παρ᾽ ὅλες τὶς δυσκολίες ποὺ συνάντησαν καὶ τὶς διώξεις ποὺ ὑπέστησαν, τὸ κήρυγμά τους σημείωσε ἐπιτυχία. Σὲ ὅλες τὶς πόλεις ἵδρυσαν τοπικὲς ἐκκλησίες. Μέσῳ τῆς Ἀττάλειας ἐπέστρεψαν στὴν Ἀντιόχεια, ὅπου «συναγαγόντες τὴν ἐκκλησίαν ἀνήγγειλαν ὅσα ἐποίησεν ὁ Θεὸς μετ᾽ αὐτῶν καὶ ὅτι ἤνοιξε τοῖς ἔθνεσι θύραν πίστεως» (Πράξ.14:27).

Στὴ συνέχεια ἔλαβε μέρος στὴν Σύνοδο τῆς Ἱερουσαλὴμ (48 μ.Χ.), ἡ ὁποία ἔλυσε σοβαρὰ θέματα ἱεραποστολῆς (Πράξ. 15ο κέφ.). Σὲ αὐτὴ ὁ Παῦλος ἔπαιξε καθοριστικὸ ρόλο. Κατόρθωσε νὰ πείσει ὅτι ἡ ἀποστολὴ τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ τελείωσε καὶ πὼς ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἔρχεται σὲ κάθε ἄνθρωπο, ποὺ συντάσσεται μὲ τὸ Χριστό.

Ὕστερα μὲ συνεργάτη του τον Σίλα ἀναχώρησε γιὰ τὴν δεύτερη ἀποστολικὴ περιοδεία του, ἡ ὁποία περιγράφεται στὰ 16ο , 17ο καὶ 18ο κεφάλαια τῶν «Πράξεων τῶν Ἀποστόλων». Μέσῳ τῆς Συρίας καὶ Κιλικίας περιόδευσε τὶς πόλεις τῆς Ἀσίας Δέρβη καὶ Λύστρα. Ἐκεῖ συνάντησε τὸν εὐσεβῆ καὶ ἔνθερμο νέο Τιμόθεο, τὸ ὁποῖο πῆρε καὶ αὐτὸν μαζί του. Διάβηκαν τὴν Φρυγία, τὴν Γαλατία, ἔφτασαν στὴν Μυσία καὶ κατόπιν στὴν Τρωάδα. Κατόπιν ὁράματος πέρασαν στὴν Μακεδονία καὶ ἵδρυσαν ἐκκλησίες στοὺς Φιλίππους, τὴν Θεσσαλονίκη, τὴν Βέροια, τὴν Ἀθήνα καὶ τὴν Κόρινθο, στὴν ὁποία ἔμειναν περίπου ἑνάμισι χρόνο στὸ σπίτι του Ἀκύλα καὶ τῆς Πρισκίλας. Μὲ τὸ τέλος καὶ τῆς δεύτερης περιοδείας ὁ Παῦλος ἔφτασε στὴν Ἔφεσο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ μέσῳ Καισάρειας στὴν Ἱερουσαλήμ. Κατόπιν ἐπέστρεψε στὴν Ἀντιόχεια γιὰ ἀνάπαυση.

Σύντομα ἀνέλαβε νὰ ἐπιτελέσει καὶ τὴν Τρίτη ἀποστολικὴ περιοδεία του. Περιγράφεται στὰ 19ο καὶ 20ο κεφάλαια τῶν «Πράξεων τῶν Ἀποστόλων». Ἐπισκέφτηκε τὴν Γαλατία, τὴν Φρυγία καὶ κατέληξε στὴν Ἔφεσο, ὅπου ἔμεινε τρία χρόνια διδάσκοντας καὶ στηρίζοντας τὴν ἐκκλησία τῆς μεγάλης ἀσιατικῆς αὐτῆς πόλεως. Μετὰ ἦλθε στὴν Τρωάδα, πέρασε ξανὰ στοὺς Φιλίππους, στὴν Θεσσαλονίκη, στὴν Βέροια, ἴσως στὴν Ἤπειρο καὶ τερμάτισε στὴν Κόρινθο, ὅπου ἔμεινε τρεῖς μῆνες.

Μέσῳ Τρωάδος, Μιλήτου καὶ Καισάρειας ἔφτασε καὶ πάλι στὴν Ἱερουσαλήμ. Ἐκεῖ συνελήφθη ὡς ταραχοποιὸς καὶ ὁδηγήθηκε σὲ δίκη (Πράξ.21ο κέφ.). Ὡς ρωμαῖος πολίτης (Ρώμ.11,1) ἀπαίτησε νὰ δικαστεῖ στὸ αὐτοκρατορικὸ δικαστήριο τῆς Ρώμης. Γι᾽ αὐτὸ ἀναχώρησε δέσμιος ἀκτοπλοϊκῶς γιὰ τὴν πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας. Κοντὰ στὴ νῆσο Μελίτη ναυάγησε τὸ πλοῖο καὶ βγῆκαν στὴν ξηρὰ ὅπου κήρυξε καὶ ἵδρυσε καὶ ἐκεῖ ἐκκλησία. Τελικὰ ἔφθασε στὴ Ρώμη, ὅπου ὕστερα ἀπὸ δύο χρόνια σχετικοῦ περιορισμοῦ δικάστηκε καὶ ἀθωώθηκε (Πράξ.27ο καὶ 28ο κέφ.). Στὸ σημεῖο αὐτὸ τελειώνει καὶ τὸ ἱερὸ βιβλίο τῶν «Πράξεων τῶν Ἀποστόλων».

Ἀπὸ τὴν Ρώμη ἔπλευσε στὴν Κρήτη, ὅπου ἀφῆκε ἐπίσκοπο τὸν ἐκλεκτὸ καὶ πιστὸ συνεργάτη του Τίτο, ἀνέβηκε στὴν Κόρινθο, στὴν Μακεδονία καὶ ἐπισκέφτηκε πιθανότατα τὴν Νικόπολη τῆς Ἠπείρου τὸ Φθινόπωρο τοῦ 66 μ.Χ., ὅπου καὶ παραχείμασε (Τίτ.3,12). Μετὰ πέρασε καὶ πάλι στὴν Ἀσία, ὅπου ἀφῆκε τὸν ἀγαπητό του συνοδὸ Τιμόθεο, ἀφοῦ τὸν κατέστησε ἐπίσκοπο στὴν Ἔφεσο. Ἡ τέταρτη καὶ τελευταία περιοδεία τοῦ μεγάλου ἀποστόλου τερματίστηκε στὴν Δύση. Ἔφτασε σύμφωνα μὲ μαρτυρία τοῦ ἁγίου Κλήμεντα Ρώμης στὶς ἐσχατιὲς τῆς Δύσης, στὴν Ἱσπανία. Κατόπιν κατάκοπος καὶ τσακισμένος ἀπὸ τὶς κακουχίες κατέληξε στὴν Ρώμη. Κατάλαβε τὸ τέλος του καὶ ἔγραψε στὸν ἀγαπημένο τοῦ μαθητῆ Τιμόθεο: «ἐγὼ ἤδη σπένδομαι καὶ ὁ καιρὸς τῆς ἐμῆς ἀναλύσεως ἐφέστηκε» (Β’ Τιμ.4,6-8). Οἱ διωγμοὶ κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ποὺ εἶχε κηρύξει ὁ παράφρονας Νέρων βρισκόταν σὲ πλήρη ἐξέλιξη. Ὁ Παῦλος κατέστη ὁ κύριος στόχος τῶν εἰδωλολατρῶν δημίων. Ἔτσι γύρω στὸ 67 μ.Χ. συνελήφθη καὶ ἀποκεφαλίσθηκε, σφραγίζοντας ἔτσι τὸ τιτάνιο ἱεραποστολικό του ἔργο μὲ τὸ μαρτύριό του.

Ὁ μεγάλος αὐτὸς Ἀπόστολος μᾶς ἄφησε καὶ δεκατέσσερις ἐπιστολές, οἱ ὁποῖες κατέχουν σπουδαία θέση στὸν Κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Αὐτὲς εἶναι: 1) Ἡ πρὸς Ρωμαίους, 2) πρὸς Κορινθίους Α’, 3) πρὸς Κορινθίους Β’, 4) πρὸς Γαλάτας, 5) πρὸς Ἐφεσίους, 6) πρὸς Φιλιππησίους, 7) πρὸς Κολασσαείς, 8) πρὸς Θεσσαλονικεῖς Α’, 9) πρὸς Θεσσαλονικεῖς Β’,10) πρὸς Τιμόθεον Α’, 11) πρὸς Τιμόθεον Β’, 12) πρὸς Τίτον, 13) πρὸς Φιλήμονα καὶ 14) πρὸς Ἑβραίους.

Ἡ σεπτή του μνήμη ἑορτάζεται ὁμοῦ μὲ τοῦ ἄλλου κορυφαίου Ἀπόστολου Πέτρου στὶς 29 Ἰουνίου.

 

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.

Οἱ τῶν Ἀποστόλων πρωτόθρονοι, καὶ τῆς Οἰκουμένης διδάσκαλοι, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων πρεσβεύσατε, εἰρήνην τῆ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

 

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.

Τοὺς ἀσφαλεῖς καὶ θεοφθόγγους κήρυκας, τὴν κορυφὴν τῶν Μαθητῶν σου Κύριε, προσελάβου εἰς ἀπόλαυσιν, τῶν ἀγαθῶν σου καὶ ἀνάπαυσιν, τοὺς πόνους γὰρ ἐκείνων καὶ τὸν θάνατον, ἐδέξω ὑπὲρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσιν, ὁ μόνος γινώσκων τὰ ἐγκάρδια.

 

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
29 Ιουνίου 2025 ἑορτάζουν:

Ἅγιοι Πέτρος καὶ Παῦλος Πρωτοκορυφαῖοι Ἀπόστολοι

Ἅγιος Κύριλλος μάρτυρας

Ἀνακομιδὴ Ἱερῶν Λειψάνων τῆς Ὁσίας Θεοκτίστης

Ἅγιοι Πάντες Ἱεράρχες ἐν Νόβγκοροντ τῆς Ρωσίας

Σύναξη τῶν Ἁγίων Νεομαρτύρων των μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως

Σύναξη τῆς Παναγίας της Μεγαλομάτας στὴν Σκιάθο

Συντάκτης

Σχολιάστε

Το email σας δεν θα δημοσιευθεί.Τα απαραίτητα πεδία είναι μαρκαρισμένα *