Ἡ Ποιμαντικὴ Διακονία τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ Ἀρχιεπισκόπου Συμφερουπόλεως καὶ Κριμαίας

«Ήταν πολύ ἀφοσιωμένος στήν ἀρχιερατική του διακονία. Λειτουργοῦσε πολύ συχνά, ὄχι μόνο τα σαββατοκύριακα. Ἐπισκεπτόταν τακτικά τίς ἐνορίες ἀκόμη καί τίς πιὸ ἀπομακρυσμένες. Εἶχε ἕνα παλιό αὐτοκίνητο καί μ’ ἔπαιρνε μαζί του. Μὲ εἶχε ὡς ὑποδιάκονο. Ήταν ἡ μεταπολεμική ἐποχή, τὰ μέσα συγκοινωνίας ἀνεπαρκῆ, ἐνῶ οἱ δρόμοι ἦταν κατεστραμμένοι, γι’ αὐτό καί δυσκολευόμασταν να φτάσουμε στά ἀπομακρυσμένα χωριά. Ὁ Ἅγιος ὅμως ἤθελε νὰ βλέπουν τὸν ἀρχιερέα ὄχι μόνο στή Συμφερούπολη. Στόν τοῖχο τῆς κρεβατοκάμαρας ὑπῆρχε ὁ χάρτης τῆς Κριμαίας καί μέ σταυρό εἶχαν σημειωθεῖ οἱ ἐνορίες που λειτουργοῦσαν. Στήν ἀρχή ἦταν πολλές, κάπου 90. Μέ τούς διωγμούς τοῦ Χρουστσώφ ἄρχισαν να κλείνουν. Ὁ μεγαλύτερος πόνος αὐτοῦ τοῦ γέροντα καί ἄρρωστου ἀνθρώπου ἦταν ἡ μείωση τῶν σταυρῶν πάνω στο χάρτη. Ὅταν ἔκλειναν μία ἐκκλησία, προσπαθοῦσαν νὰ μαζέψουν τις εἰκόνες καὶ τὰ ἱερά σκεύη στις ἄλλες ἐκκλησίες ἤ στήν ἐπισκοπή. Σ’ ἕνα δωμάτιο ἐκεῖ πού μέναμε, εἶχαν συγκεντρώσει πολλές εἰκόνες, βιβλία κ.ἄ. Ὁ ἐξουσιοδοτημένος ἐκπρόσωπος τοῦ κόμματος γιά τίς θρησκευτικές ὑποθέσεις ἁλώνιζε. Δημιουργοῦσε προβλήματα συνεχῶς, ἔκλεινε ἐκκλησίες, ἔστελνε ἀναφορές ἐναντίον τοῦ Ἁγίου στη Μόσχα. Πολύ στενοχωριόταν ὁ παππούς. Θυμᾶμαι ἕνα πρωί μᾶς εἶπε:

-Πάλι δέν κοιμήθηκα ὅλη τή νύχτα ἐξαιτίας τῶν προβλημάτων μέ τόν ἐξουσιοδοτημένο».

(Ν. Σιντόρκιν)

 

«Όταν λειτουργοῦσε βρισκόταν σε ἄλλο κόσμο. Λειτουργοῦσε πολύ ὡραῖα. Τὴν κάθε λέξη τήν ἔνιωθε. Ἤθελε να την κατανοεῖ, νὰ ἀκούγεται κάθε λέξη. Ὅταν ἔψαλλε τροπάρια με θέμα τή μετάνοια, τὰ ἔνιωθε πάρα πολύ καί μᾶς τὸ μετέδιδε. Ήμουν μικρό παιδί τότε, ἀλλά ἀκόμη καί σήμερα τὰ θυμᾶμαι ἔντονα. Ιδιαίτερη ἐντύπωση προξενούσε σ’ ὅλο τον κόσμο ὅταν ἔλεγε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ «πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες». Δέν τηροῦσε τό τυπικό. Ἔκανε μιά στροφή, ἔβγαινε στην ὡραία πύλη, κοίταζε τόν κόσμο καί μέ δυνατή, συγκλονιστική φωνή ἔλεγε: “πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτό ἐστι τὸ αἷμά μου, τὸ ὑπέρ ὑμῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν”. Δὲν μπορῶ νὰ τὸ ξεχάσω. Ήταν μιά φοβερή στιγμή καί μοῦ ἔχει ἀποτυπωθεῖ ἀνεξίτηλα.

«Ζοῦσε ἀκόμη πολύ ἔντονα τή Μεγάλη Εβδομάδα. Συγκλονιζόταν, ἔκλαιγε. Τα κηρύγματά του ἦταν πολύ δυνατά. Το ἴδιο καί στή γιορτή τῆς Ύψωσης τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Υψωνε τό σταυρό πολύ αργά, μὲ κατάνυξη. Ἀνυπομονούσαμε πότε θα τελειώσει. Μετά τή λειτουργία εὐλογοῦσε ἕναν ἕναν τούς πιστούς.

»Σιγά σιγά ἡ ὑγεία του ἐξασθενοῦσε. Ἦλθε καί ἡ τύφλωση τοῦ 1956. Καί ὅμως συνέχιζε να λειτουργεῖ καί νά κηρύττει. Ὅταν τὸν ὑπηρετοῦσα ὡς ὑποδιάκονος, ὑπῆρχαν στιγμές πού φοβόμουν, πάγωνε ἡ καρδιά μου. Ἀναρωτιόμουν τί θὰ γίνει ἄν χάσει τήν ἰσορροπία του ἤ σκοντάψει καί δέν προλάβω νά τόν συγκρατήσω;

Ἀκόμη καί τώρα βλέπω τὰ ἄσχημα αὐτά ὄνειρα. Πῶς ἔβρισκε τίς δυνάμεις να συνεχίζει νά λειτουργεῖ; Ὅταν φτάναμε στο σπίτι το πουκάμισό του ἦταν μούσκεμα, μποροῦσε νά τό στίψει κανείς. Ὅταν οἱ ἀκολουθίες ἦταν πολύωρες, ὅπως τὸ Πάσχα, ἔδεναν τα πόδια του μέ γάζες γιατί ἦταν γεμάτα πληγές. Μόνο ὁ Κύριος καί ἡ βαθιά του πίστη τόν βοηθοῦσαν στά χρόνια αὐτὰ νὰ ἀντέξει. Στό τέλος τῆς λειτουργίας, ὅταν τελείωναν οἱ δυνάμεις καί τῶν νέων ἀκόμη, ἐκεῖνος εἶχε τή συνήθεια να κάνει το κήρυγμα, ὅμως μέ τέτοια γαλήνη στο πρόσωπο καί τέτοιο ἐνθουσιασμό, ὥστε νά συνεπαίρνει ὅλους τούς πιστούς καί νὰ χάνεται κάθε ἴχνος κούρασης».

(Ν. Σιντόρκιν)

 

«Η μεγάλη του ἀγωνία ἦταν οἱ ἱερεῖς. Γνώριζε πολύ καλά τί σημαίνει ἕνας καλός ἱερέας καὶ τί ἕνας ἀνάξιος τῆς ἀποστολῆς του. Προσπάθησε νὰ βρεῖ καί νὰ χειροτονήσει εὐλαβεῖς ἱερεῖς ἢ νὰ φέρει ἀπὸ ἀλλοῦ. Ἔτσι ἔγινε μία περιορισμένη μέν, ἀλλὰ σημαντική ἀνανέωση τοῦ κλήρου τῆς Κριμαίας. Τότε εἶχαν ἐπιστρέψει στὴν Κριμαία πολλοί ἱερεῖς ἀπὸ ἐξορίες και φυλακές. Τούς θεωροῦσε ὁμολογητές τοῦ Χριστοῦ καί τούς δεχόταν με πολλή αγάπη. Τούς ἔστελνε σε ἐνορίες ποὺ δὲν εἶχαν πολλά προβλήματα, γιατί ἤδη ήταν ταλαιπωρημένοι. Ὅμως ὁ ἐπιτετραμμένος Ζντάνωφ ἀντιδροῦσε. Στό κόμμα τούς θεωροῦσαν προδότες, ἢ «ἐχθροὺς τοῦ λαοῦ» κι ἔτσι συχνά εἶχαν προστριβές.

Ἔριξε πολύ μεγάλο βάρος στην καλλιέργεια καί εὐαισθητοποίηση τῶν ἱερέων. Εἴτε μὲ τὰ συνέδρια εἴτε με τίς ἐγκυκλίους, ἄλλοτε παρακαλώντας, ἄλλοτε μὲ αὐστηρό τόνο προσπαθοῦσε νὰ τοὺς ξυπνήσει ἀπ’ τὴν πνευματική ραθυμία καὶ νὰ νιώσουν τίς εὐθύνες τους. Λυπόταν πολύ ὅταν ἔβλεπε πώς πολλοί κληρικοί δὲν ἦταν καλό παράδειγμα γιά τούς πιστούς καί γίνονταν σκάνδαλο ἀντί γιὰ φῶς. Συχνά τὸν ἄκουγαν νά λέει μέ παράπονο καὶ ἀγωνία:

-Τι λόγο θα δώσω γιὰ σᾶς στο Θεό;

Δὲν μποροῦσε νὰ ἀδιαφορήσει οὔτε νὰ ἡσυχάσει. Καὶ τοῦτο γιατί ἦταν πραγματικός ποιμένας καί ὄχι μισθωτός».

(π. Βασ. Μαρουσιάκ)

 

«Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Λουκᾶς ἦταν πολύ ἀγαπητός. Ὅλη ή ζωή του ἦταν ἀφιερωμένη στον Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Ἔδωσε ὅλο τὸν ἑαυτό του στόν Θεό καὶ στὸν ἄνθρωπο. Ἡ ζωή του ἦταν ἁγία. Χάρη σ’ αὐτόν ἐγώ προχώρησα στήν ἱερωσύνη καί χειροτονήθηκα ἀπό τὸν ἴδιο. Γι’ αὐτό καί τὸν ἀγαπῶ πολύ καὶ τὸν εὐχαριστῶ μέσα ἀπό τήν καρδιά μου. Ήμουν κοντά του καί τόν βοηθοῦσα στις λειτουργίες, εἰδικά τά τελευταῖα χρόνια πού εἶχε τυφλωθεῖ. Ἐγώ διάβαζα τό κείμενο τοῦ Εὐαγγελίου καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ἔκανε τὸ κήρυγμα. Δέν θά ξεχάσω τὸ πῶς λειτουργοῦσε. Κάθε κίνησή του, κάθε λόγος του καί κάθε ἐκφώνηση μαρτυροῦσαν ταπείνωση, εὐλάβεια, πίστη καί κατάνυξη. Δάκρυα ἔτρεχαν ἀπό τά μάτια του. Τότε μάλιστα πού ζοῦσε ὁ π. Τύχων καί ὁ π. Ἰλαρίων, ἡ θεία Λειτουργία ἦταν ἀληθινή μυσταγωγία. Λειτουργοῦσαν μέ δάκρυα.

»Στό “Πιστεύω” τὸ ἀντιμήνσιο γινόταν μούσκεμα ἀπὸ τὰ δάκρυά τους! Ἔπειτα ἀπό κάθε θεία Λειτουργία, ἕνα πλῆθος κόσμου τὸν περίμενε και τὸν συνόδευε ἀπό τό ναό στο σπίτι του. Ἐκεῖ γύριζε, τοὺς εὐλογοῦσε καὶ τοὺς ἀποχαιρετοῦσε. Ὅμως κανείς δὲν ἤθελε νὰ φύγει.

«Ήθελαν νὰ εἶναι πάντα κοντά του. Βοηθοῦσε ὅλους ὅσοι εἶχαν ἀνάγκη. Ἰδιαίτερα ἀγαποῦσε τούς ἱερεῖς του. Τοὺς εἶχε μέσα στην καρδιά του».

(π. Λεωνίδας Ντουνάεφ)

Στίς ἐγκυκλίους του πρὸς τοὺς ἱερεῖς φαίνεται ἡ ἀγωνία του καί ἡ προσπάθειά του νὰ ἀφυπνίσει τούς ράθυμους καί ἀδιάφορους.

«Έχουμε ναούς πού εἶναι ὅλη τὴν ἑβδομάδα κλειστοί, ἐκτός ἀπό τήν Κυριακή. Δέν πρέπει ἡ ἐκκλησία νὰ εἶναι ἀνοιχτή κάθε πρωί καί νά χτυπάει ή καμπάνα καλώντας τούς πιστούς, ἔστω καὶ γιὰ λίγο, νὰ μποῦν στο ναό πρίν πᾶνε στη δουλειά τους;

Ἂν ξέρει ὁ πιστός ὅτι κάθε πρωί ἡ ἐκκλησία εἶναι ἀνοιχτή, ἢ ὅτι ὁ ἱερέας διαβάζει τὸν ὄρθρο, τίς ώρες κ.λπ., ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ θά μιλήσει στὸν ἀδύνατο χριστιανό καί θά τόν προσελκύσει στο ναό, ὅπου θὰ δεῖ ὅτι ὁ ἱερέας του προσεύχεται γι’ αὐτόν στο ναό… Παρακαλῶ ὅλους τούς ἱερεῖς νὰ τηροῦν αὐτή τήν παράκλησή μου. Δέν εἶναι δύσκολο, ἀκόμη καί ὅταν εἶναι ὁλομόναχος ὁ ἱερέας, χωρίς ψάλτη, να διαβάζει τίς ἀκολουθίες.

«Ἔστω καὶ μὲ τὸ φῶς ἑνός κεριοῦ, πρωί-βράδυ. Θά εἶναι μεγάλη ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ γι’ αὐτόν τόν κληρικό, πού θυμᾶται ὅτι τὸν ἔβαλε ὁ Θεός να προσεύχεται γιά τό λαό…».

«Ἐάν εἶναι χλιαρή ή πίστη καί ἡ ψυχή τοῦ ἱερέα πῶς μπορεῖ αὐτὸς νὰ ἀνάψει τὸ φῶς τῆς πίστης στις ψυχές πού χάνονται, μή γνωρίζοντας τό Θεό στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων πού ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε να ποιμάνει καί νά προσεύχεται γι’ αὐτούς…».

«Τις προάλλες βρέθηκε στα χέρια μου ἕνα παλιό ψαλτήριο ἑνός ἱερέα, στο ὁποῖο ἔχουν λερωθεῖ ὅλες οἱ γωνιές στίς σελίδες. Ὦ Θεέ μου! Αὐτό σημαίνει πώς αὐτός ὁ ἱερέας χωρίς φόβο Θεοῦ ἔπαιρνε στα χέρια του τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ! Πῶς δὲν ντρέπονται οἱ ἱερεῖς νὰ εἶναι βρώμικα ντυμένοι, να στέκονται μπροστά στο ἱερό βῆμα μέ παλιοπάπουτσα… Στήν ἐπαρχία μας δὲν ὑπάρχουν πιά ξυρισμένοι ἱερεῖς, ἀλλά πόσοι τέτοιοι ὑπάρχουν σὲ ἄλλους τόπους. Πόσοι εἶναι πού ντρέπονται νά φορέσουν τά ράσα τους, πού εἶναι ντυμένοι σύμφωνα μέ τή μόδα καί πού δέν θέλουν να διαφέρουν σε τίποτα ἀπό τούς κοσμικούς! Χρόνια πρίν ὁ μεγάλος Ρώσος συγγραφέας τῆς χώρας μας Νικολάι Γκόγκολ ἔγραφε γιὰ τὴν ἐνδυμασία τοῦ κληρικοῦ: “Τό ἔνδυμά τους εἶναι ὑπέροχο καί μεγαλειώδες. Δέν ὑπόκειται στίς ἀλλαγές τῆς ἀνόητης μόδας”».

«Στὴν ἐποχή μας εἶναι ἰδιαίτερα βαρύς ὁ σταυρός νὰ ὑπηρετεῖ κανείς τό λαό τοῦ Θεοῦ. Το λαό αὐτό πού βασανίζεται ἀπό τήν πείνα καί δίψα να ἀκούσει τό λόγο τοῦ Κυρίου… Ἐσεῖς οἱ ἱερεῖς ἔχετε αὐτό τό σκοπό στη ζωή σας, νὰ θρέψετε δηλαδή τό λαό τοῦ Θεοῦ. Η μήπως βλέπετε τήν ἱεροσύνη σας σάν μέσο γιὰ νὰ μπορεῖτε νὰ τρῶτε; Μήπως βλέπετε τή διακονία σας σὰν μιὰ ἁπλὴ ἐργασία, σὰν ἕνα βιοποριστικό ἐπάγγελμα; Νά ξέρετε ὅτι ὁ λαός τέτοιους ἱερεῖς τούς καταλαβαίνει εὔκολα… Τί να κάνω μ’ αὐτόν τόν ἱερέα; Θα προσπαθήσω νὰ τὸν συνετίσω, νὰ τὸν κάνω να ντραπεῖ.

Θα μιλήσω στις πιό ευαίσθητες χορδές τίς καρδιᾶς του. Θα τον μεταθέσω σὲ ἄλλη ἐνορία μέ αὐστηρή προειδοποίηση πώς στην περίπτωση πού δὲν θὰ ἀλλάξει, θὰ τὸν ἀπολύσω καί θά περιμένω μήπως στείλει ὁ Θεός στη θέση του ἕναν καλό ποιμένα…

«Πολλά ἦταν τὰ χτυπήματα πού δέχθηκε ἡ Ἐκκλησία ὅλ’ αὐτά τά χρόνια, πολλές οἱ πληγές, μεγάλες οἱ καταστροφές. Φυσικά ὅλ’ αὐτὰ τὰ ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ μᾶς συνετίσει, γιατί φταίμε καί ἐμεῖς οἱ ἴδιοι. Χρειάζεται να μετανοήσουμε… Ὅλ’ αὐτά πού περάσαμε δὲν μᾶς ἔγιναν μαθήματα, δὲν μᾶς δίδαξαν τίποτα. Καί συνεχίζουμε νὰ ἐπαναλαμβάνουμε τὰ ἴδια λάθη, ἀκόμη καὶ χειρότερα ἀπό πρίν. Συμπεριφερόμαστε ὅπως οἱ μισθωτοί ἐργάτες. Γι’ αὐτό καὶ οἱ ἄνθρωποι ἀπογοητεύονται, ἀπομακρύνονται ἀπό τήν Ἐκκλησία και πέφτουν στα δίχτυα τῶν αἱρέσεων, μὲ ἀποτέλεσμα να χάνουν την ψυχή τους».

«Πόσοι ἀπό σᾶς μοιάζουν ἄραγε μὲ τοὺς συνεπεῖς καί σοβαρούς γιατρούς; Ξέρετε πόση δουλειά χρειάζεται καί πόση προσοχή δίνουν οἱ καλοί καὶ ἔμπειροι γιατροί στούς βαριά ἄρρωστους; Ἀλλά ὁ σκοπός τοῦ γιατροῦ εἶναι νὰ θεραπεύσει τίς σωματικές ἀσθένειες, ἐνῶ ὁ δικός μας σκοπός εἶναι ἀσυγκρίτως πιό σοβαρός. Μᾶς τοποθέτησε ὁ Θεός στο μεγάλο ἔργο τῆς θεραπείας τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν, γιὰ νὰ γλυτώσουν οἱ ἄνθρωποι ἀπό τὰ αἰώνια βάσανα τῆς κόλασης».

«Ἂν ὁ ἱερέας ζητεῖ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἂν ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιὰ τοῦ ἱερέα χορτάσει μέ τά λόγια τοῦ Θεοῦ, τότε το στόμα του θὰ μιλᾶ ἀπὸ καρδιᾶς. Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα πού κατοικεῖ στὴν καρδιά τοῦ ἱερέα, αὐτὸ θὰ κηρύττει μέ τό ταπεινό στόμα τοῦ ἱερέα».

«Στήν Ἁγία Γραφή εἶναι τόσα πολλά τὰ θέματα γιὰ κηρύγματα, πού εὔκολα μπορεῖ κανείς νὰ τὰ βρεῖ ἄν τή διαβάζει. Ἀλλά λίγοι τή διαβάζουν… Να θυμόμαστε, ἀδελφοί, καὶ τὸν ἅγ. Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, ὁ ὁποῖος κάθε ἑβδομάδα διάβαζε ὁλόκληρη την Καινή Διαθήκη…»

Στὰ πρῶτα χρόνια τῆς διακονίας του εἶχε πολύτιμο φίλο, συμπαραστάτη καί πνευματικό τόν ἀρχιμανδρίτη Τύχωνα Μπογκοσλάβετς, ὁ ὁποῖος ἦταν ἄνθρωπος μεγάλης πνευματικότητας καί διακριτικότητας. Χρημάτισε μοναχός στη μονή Ίνκερμαν καί ὅταν τό μοναστήρι ἔκλεισε, ἐγκαταστάθηκε στή Συμφερούπολη καί διακόνησε κυρίως ὡς πνευματικός.

Ὁ ἀρχιμανδρίτης Τύχων κοιμήθηκε στις 30 Ιανουαρίου 1950. Ὅταν τό ἔμαθε ὁ ἀρχιεπίσκοπος Λουκᾶς, ἔτρεξε στο ναό μέ δάκρυα στα μάτια.

Πλησίασε στο φέρετρο καί μέ πόνο ψυχῆς εἶπε:

-Γέροντα, γιατί μέ ἄφησες ἐδῶ μόνο;

Πράγματι στερήθηκε ἕνα σημαντικό συνεργάτη καί πνευματικό ἀδελφό. Στήν πρώτη ἐπέτειο ἀπό τήν κοίμησή του ὁ ἀρχιεπίσκοπος Λουκᾶς εἶπε μεταξύ τῶν ἄλλων:

«Εἶχα τη χαρά νὰ τὸν ἔχω φίλο μου καί πιό ἀκριβό καί κοντινό μου σύμβουλο στὰ πρῶτα χρόνια τῆς ἀρχιερατικῆς μου διακονίας στήν Κριμαία. Ὅλες οἱ συμβουλές του γιά τίς ὑποθέσεις καί τά προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας, τίς ὁποῖες εἶχα ἀνάγκη, ὄχι μόνο ἦταν πάντοτε σοφές, ἀλλά καί ἦταν διαποτισμένες ἀπό τὸ πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ. Μοῦ ἔδινε τίς συμβουλές πού θά μποροῦσε νὰ μοῦ δώσει ἕνας γνήσιος μαθητής τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ».

«Τὰ Σάββατα καί τις Κυριακές, καθώς ἐπίσης καί σὲ ὅλες τίς ἐκκλησιαστικές ἑορτές, τελοῦσε τή θεία Λειτουργία. Ὅταν γιόρταζαν οἱ (τοπικοί) προστάτες, ὁ Ἀρχιερέας πάντα πήγαινε σὲ ἄλλες πόλεις τῆς Κριμαίας, ὅπου τελοῦσε τὴ θεία Λειτουργία καὶ ἔκανε κήρυγμα. Αὐτό τό φορτίο δέν μπορεῖ νὰ σηκώσουν κἂν ὅλοι οἱ νέοι ἄνθρωποι, καί ὁ Ἀρχιερέας ήταν τότε πάνω ἀπό 70 χρονών. Καὶ αὐτὴ ἡ κατάσταση διατηρήθηκε σχεδόν μέχρι το θάνατό του.

»Παρὰ τὴν πολύ ἀσθενή του όραση, ὁ ἀρχιερέας διάβαζε καί ἔγραφε μόνος του, καὶ στη συνέχεια, ὅταν ἔχασε τὴν ὅρασή του, ἀντί γι’ αὐτόν ἔκανε τη δουλειά ή προσωπική του γραμματέας Εὐγενία Πάβλοβνα Λέικφελντ, ἡ ὁποία βρισκόταν διαρκώς στο πλευρό τοῦ Ἀρχιερέα ἀρχίζοντας καὶ τελειώνοντας τὴν ἐργάσιμη ἡμέρα μαζί του.

«Η Λέικφελντ κατέγραφε πρόχειρα στενογραφικά τά κηρύγματά του καὶ μὲ τὴ δακτυλογράφο κάθονταν τή νύχτα καί τά κατέγραφαν στή γραφομηχανή μέ κίνδυνο να τις συλλάβουν. Ἔτσι κατέγραψαν καὶ τὸ βιβλίο του Πνεῦμα, ψυχή, σῶμα.

«Καί κάτι ἄλλο πού δείχνει τήν ταπείνωσή του. Ὅταν ἑτοίμαζε ἕνα κήρυγμα, μᾶς συγκέντρωνε τὰ βράδυα καί μᾶς τὸ διάβαζε. Ζητοῦσε μετά να τοῦ κάνουμε κριτική, παρατηρήσεις καί σχόλια. Ὁ ἀδελφός μου ὁ Γιούρι, ὁ ὁποῖος εἶχε τελειώσει Πανεπιστήμιο, πάντα εἶχε να κάνει κάποιο σχόλιο. Ὁ Ἅγιος τὸν ἄκουγε με προσοχή καί, ἄν χρειαζόταν, διόρθωνε κάτι».

(Ν. Σιντόρκιν)

 

Πηγή: «Ἁγίου Λουκᾶ, Ἀρχιεπισκόπου Συμφερουπόλεως καὶ Κριμαίας – Ἀγάπησα τὸ μαρτύριο», ἐπιμέλεια Ἄρχιμ. Νεκταρίου Ἀντωνόπουλου, ἐκδ. Πορφύρα, σελ. 299-304

 

 

 

Συντάκτης

Σχολιάστε

Το email σας δεν θα δημοσιευθεί.Τα απαραίτητα πεδία είναι μαρκαρισμένα *