Γερόντισσα Γαλακτία: «Τὰ καθαρὰ χωράφια βγάζουν τὰ καλύτερα φυτά»

Ἕνα ὡραῖο παραμύθι μὲ ὁλοζώντανες ἱστορίες! Ὀνομάζεται Γαλακτία ἡ προορατικὴ καὶ διορατικὴ Γερόντισσα τῆς Κρήτης! Εὐχαριστῶ ποὺ μὲ ἔκανε κόρη της! Εὐγνωμονῶ ποὺ τὴν εἶχα καὶ τὴν ἔχω μάνα μου! Συναρπαστικὴ ἡ συντροφιά της σὰν παραμύθι! Πραγματικὴ σὰν ἐπιστημονικὸ ντοκιμαντέρ! Ζοῦσα τὸ ὑπερφυσικὸ κάθε μέρα καὶ σὰν ὑπνωτισμένη ἀπὸ τὴν Θεία Χάρη τὸ δεχόμουνα ὡς εὐχάριστη φυσικὴ ἔκπληξη. Περνοῦσα μαζί της παραδεισένια τὸν καιρό μου χωρὶς νὰ δημιουργεῖ ἡ λογικὴ ἀπορίες, οὔτε ἡ συντροφιὰ νὰ μοῦ φαίνεται ἀνόμοια γιὰ τὰ δικά μου ἁμαρτωλὰ δεδομένα! Τώρα τὰ ἀξιολογῶ ὅλα αὐτά, θαυμάζω, ἐκπλήσσομαι, ἀπορῶ, κατανύσσομαι, κλαίω καὶ συχνὰ μονολογῶ: «ἔζησα κάτω ἀπὸ τὴν σκιὰ μίας οὐράνιας, τόσο θαυμαστῆς γυναίκας καὶ τὸ ἄντεξα;». Ἡσυχία Θεοῦ ἦταν ἡ συναναστροφὴ μαζί της, ἀπόλαυση καρδιακῆς εἰρήνης, ἐσωτερικῆς πληρότητας, εὐεξίας ψυχικῆς, δὲν ξέρω ἂν ἔχω λέξεις κατάλληλες νὰ ἐκφρασθῶ.

Δὲν εἶχε εὐσεβιστικοὺς καθωσπρεπισμοὺς καὶ ἐπιτιμητικὲς κεραυνοβολήσεις, οὔτε «θεουσίστικους» καμουφλαρισμένους αὐτολιβανισμούς. Ἔλεγε «εἶμαι τὸ μηδὲν τοῦ κόσμου» καὶ τὸ ἐπικύρωνε ὁ τρόπος ζωῆς της! Δίδασκε ἐπαγωγικὰ σὰν παράδειγμα ζωῆς, πάντα τὴν συναντοῦσες μὲ τοὺς Χαιρετισμοὺς καὶ τὸ Ψαλτήρι στὰ χέρια, δίδασκε μὲ τὶς ὄμορφες διηγήσεις της ἀπὸ τὸν παπὰ Νικόλα τὸν ἁγιασμένο παππού της καὶ τὰ χαριτωμένα δρώμενα τῆς τοπικῆς λαϊκῆς εὐσέβειας καὶ ζωῆς.

Δίδασκε μὲ λεπτὲς ἐγχειρήσεις ποὺ ἔκανε, ἀργότερα τὶς ἀντιλαμβανόσουν γιατί σὲ χαλάρωνε ἐκείνη τὴν στιγμὴ τὸ ἀναισθητικό τῆς ἀγάπης της καὶ θαύμαζες γιὰ τὶς τόσο διακριτικὲς καὶ εὔστοχες ἐπεμβάσεις της…

Δεχόμουν, τότε τουλάχιστον, τὸ ξαναζύμωμα τῆς ὀντότητάς μου, χωρὶς νὰ ἐκπλήσσομαι καθόλου γιὰ τὶς παιδαγωγικὲς καὶ τὶς διορθωτικές της δεξιότητες. Γνώριζε τὰ πάντα, ἀπαντοῦσε ἄμεσα, χωρὶς δική μου πληροφόρηση στοὺς λογισμούς μου, στὰ προβλήματά μου ποὺ τῆς ἐξέθετα σχεδὸν πάντα, (ἂν καὶ δὲν εἶχε ἀνάγκη νὰ ἀκούσει καὶ κάποιες φορὲς ἐκείνη προέτρεχε στὸ λόγο) καὶ ἐνῶ χαιρόμουν, δὲν κομπίαζα κοντά της, δὲν ἀποροῦσα γιὰ τὰ χαρίσματά της ἀλλὰ δεχόμουν τὸ παράδοξο θαῦμα σὰν κοινότυπο πρᾶγμα μέσα στὴν ἁπαλὴ ἀτμόσφαιρα τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ. Πῶς γινόταν τότε ὅλα αὐτά, τώρα τὸ ἀναρωτιέμαι, ἀπορῶ πῶς κοίταζα ἕνα ἀτέρμονο οὐρανοξύστη καὶ δὲν σωριάστηκα ἀπὸ τὴν ἰλιγγιώδη αὐτὴ ἐνατένιση… Τώρα ζαλίζομαι γιατί βλέπω τὴν φοβερὴ ἀνισότητα τῶν μεγεθῶν καὶ τὴν, παρὰ ταῦτα, ἰσόρροπη κατάσταση τῶν μεγάλων αὐτῶν ἀντιθέσεων, δηλαδὴ τῆς δικῆς της μεγαλωσύνης καὶ τῆς δικῆς μου μηδαμινότητας! Τώρα μοῦ φανέρωσε ὁ Θεὸς ὁλόκληρες τὶς διαστάσεις τοῦ τότε χαρισματικοῦ περιβάλλοντος ποὺ ἔζησα μὲ ἁπλότητα καὶ ἄνεση καὶ μὲ κυριεύει θαυμασμός, δάκρυα καὶ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη.

Καμία διαχωριστικὴ γραμμὴ δὲν ὑπῆρχε πνευματικοῦ χαρακτήρα ποὺ νὰ σὲ κάνει νὰ τὴν βλέπεις ἀπόμακρη, μοναδική, στηλωμένη πάνω σ’ ἕνα βάθρο τελειότητας. Ὅλα τέλεια ὁμολογουμένως ἦταν κοντὰ της ἀλλὰ καὶ τόσο οἰκεία, ζεστά, γλυκά, ἁπλά, ποὺ ἔνοιωθες σὰν βρέφος ποὺ θηλάζει πνευματικὸ γάλα χωρὶς νοητικὴ ἔκπληξη ἢ τὴν παραμικρὴ στοχαστικὴ διερεύνηση γιὰ τὸ πῶς καὶ τὸ γιατί γίνεται αὐτό… Παράδεισος ἀνέκφραστος ἀλλὰ καὶ χῶρος ἀνθρώπινος καὶ βολικός… Πῶς βολεύονται τὰ παιδιὰ στὴν ἀγκαλιὰ τῶν γονιῶν; Κάπως ἔτσι ἂν καὶ ἀσυνήθιστο καὶ ἐκπληκτικὸ τὸ φαινόμενο. Δὲν τὸ εἶχα συναντήσει ποτὲ μέχρι τότε, οὔτε καὶ θὰ τὸ ξανασυναντήσω ποτέ. Εἶμαι σίγουρη! Ἀναρωτιέμαι: «Εἶχε τόσους κοντά της καὶ δινόταν σὲ ὅλους τὸ ἴδιο, μὲ τὸν ἴδιο θυσιαστικὸ τρόπο καὶ ἦταν γιὰ καθένα μας μοναδική! Πῶς τὰ κατάφερνε νὰ μοιράζεται ὅμοια μὲ ὅλους τὴν θυσιαστικὴ μητρικὴ ἀγάπη χωρὶς νὰ δαπανᾶται, νὰ κουράζεται καὶ ἐξαντλεῖ τὸ ἅγιο περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς της».

Ἦταν γιὰ ὅλους τὸ ἴδιο καὶ καθένας τὴν ἔνοιωθε μοναδικὰ δοσμένη σ’ αὐτόν, ἀποκλειστικὴ σκέπη ποὺ περιφρουροῦσε τὴν ὕπαρξή του… Ἐμένα τουλάχιστον μὲ ἀναγέννησε.

Ἦρθα νεαρὴ πρωτοδιόριστη δασκάλα στὸ Ζαρὸ τὸ 2011. Ἦρθα ἀπὸ τὸ νησὶ τοῦ Πανορμίτη στὴν Σύμη. Φαίνεται ὁ Ἀρχάγγελος ποὺ παρακαλοῦσα μὲ ὁδήγησε καὶ μὲ παρέδωσε στὸ πιὸ δικό του πρόσωπο. Τὴν Γερόντισσα Γαλακτία! Μία φίλη μου ἡ Κατερίνα Λενιδάκη-Ζωγραφάκη ἐνδιάμεσο πρόσωπο γιὰ τὴν γνωριμία. Αὐτὸ ἦταν! Ἡ γιαγιὰ μὲ υἱοθέτησε! Χόρτασα ἀνύστακτο ἐνδιαφέρον, μητρικὴ ἀγκαλιά, στέγη οἰκειότητας. Ἦρθα ξένη καὶ ἔγινα Κρητικιὰ ἐξ’ αἰτίας της! Χόρτασα σύνδεσμο μὲ παιδιὰ τοῦ Χριστοῦ, χόρτασα καὶ ὑλικὰ κοντά της, τρώγαμε, παίζαμε ἀκόμη μαζί, ψυχαγωγήθηκα ἀπὸ τὴν χαρούμενη συμπεριφορά της καὶ τὸ λεπτὸ χιοῦμορ της. Σὲ ἐκφόρτιζε, σὲ ἀνέβαζε, ἔχανες τὴν βαρύτητα τοῦ σώματος, καταλάβαινες τὸν ἔσω ἄνθρωπο νὰ σκιρτᾶ καὶ νὰ ἀναπαύεται, ἀλλὰ δὲν ἄφηνες περιθώριο νὰ τὴν ψηλώσεις στὰ μάτια σου καὶ νὰ τὴν μυθοποιήσεις…. Τὰ πάντα μοιραζόταν μαζί μου!

Δὲν εἶχε πατερναλισμοὺς καὶ γεροντισμικὲς ὑπεροψίες. Ἔνοιωθε τὸν ἑαυτὸ της ὑπὸ κάτω πάντων καὶ δημιουργοῦσε κλίμα εὐφορίας, ψυχικῆς ἀποφόρτισης, ταπείνωσης ἀλλὰ καὶ ἰσορροπημένης σκέψης καὶ συμπεριφορᾶς. Ἦταν ἀσύγκριτα μεγάλη γιὰ πολλὰ ἀλλὰ καὶ γιὰ ἕνα ἀκόμη λόγο. Μίκραινε πολὺ τὸν ἑαυτὸ της χωρὶς νὰ χάνει τὴν μεγαλωσύνη της, γιὰ νὰ κάνει νὰ νοιώθει κοντὰ της κάθε ἄνθρωπος, ὄχι ἁπλὰ μεγάλος ἀλλὰ καὶ γίγαντας!

Συνεχῶς τῆς τηλεφωνοῦσα. Ἤθελα νὰ τὴν ἀκούω γιὰ νὰ παίρνω δύναμη. Μαζὶ μεσημέρια, βραδινά, ἀπογευματινά. Τὸ σπίτι της πανδοχεῖο. Κέντρο ἀνεφοδιασμοῦ δύναμης, ἔμπνευσης, ἀντοχῆς, ἀνέλιξης πνευματικῆς. Ἔφερα τοὺς δικούς μου καὶ τοὺς υἱοθέτησε κι αὐτούς. Ὅλους μᾶς εἶχε ἔννοια.

Τηλεφωνοῦσε γιὰ νὰ χαρεῖ στὴ χαρά μας, γιὰ νὰ δώσει δύναμη στὸν πόνο μας. Καὶ σὲ μία θεία μου ἔγινε σκιά της. Ὅλη ἡ οἰκογένεια τὴν εἶχε ἀποκούμπι καὶ θεμέλιο. Ἡ διόραση δυνατή. Τὴν ἔκρυβε στὴν ἁπλότητα ἀλλὰ τὴν ἀποκάλυπτε στὴν ἀγωνία. Ὅταν καθυστεροῦσα νὰ ἐπιστρέψω στὸ δωμάτιό μου καὶ χασομεροῦσα μὲ κάνα δύο φίλες μου σὲ καμία καφετέρια, ἔπεφτε τηλεφώνημα: «Φωτεινούλα μου, ὥρα γιὰ τὸ σπίτι σου τώρα. Ἀρκετὰ καθίσατε…». Ἀποροῦσα ἀλλὰ καὶ διασκέδαζα τὴν ὑπερφυσικὴ δύναμη καὶ ἀγάπη τῆς γιαγιᾶς μας. Τώρα τὴν ἱερολογῶ αὐτὴ τὴν δυνατότητά της καὶ ἔχω τὴν ἀνάμνησή της κειμήλιο στὸ ἱστορικὸ ἀρχεῖο τῆς καρδιᾶς μου… «Τὸ δωμάτιό σου ἔχει αὐτὲς τὶς διαστάσεις. Ἕνας ἑνιαῖος χῶρος εἶναι, μεγάλο τετράγωνο ἰσομετρικὸ δωμάτιο. Τὸ ἔχεις διαρρυθμίσει ἔτσι, ἔτσι κι ἔτσι… κάνεις αὐτὸ κι αὐτὸ κι αὐτό… σὲ παρακολουθῶ μὲ ἀγάπη…».

Δὲν φαντάζεστε τί ἀσφάλεια ἐνοίωθα κάτω ἀπὸ τὸ ἄγρυπνο διορατικὸ μάτι τῆς γιαγιᾶς… οἱ συμβουλές της, καθοριστικὴ πυξίδα ζωῆς: «Ἄκου καμάρι μου… θέλω ἡ καθαρότητά σου νὰ ’ναι ἡ καλύτερη προίκα στὸ γάμο σου… τὰ καθαρὰ χωράφια βγάζουν τὰ καλύτερα φυτά! Τὰ χρησιμοποιημένα βγάζουν ἄρρωστες καὶ ἀνώφελες καλλιέργειες… ἕνα χρησιμοποιημένο θέλει λίπασμα, κοπριά, ξεκούραση καὶ πάλι δὲν γίνεται σὰν τὸ καθαρό. Ἔτσι καὶ ἡ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. Ἂν βρωμίσει μὲ ἁμαρτίες, βγάζει ἀνώφελα παιδιά, προβληματικά. Θέλει μετὰ ἐμπλουτισμὸ ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς μετάνοιας καὶ πάλι δὲν γίνεται σὰν τὸ καθαρό. Τὰ ἁμαρτήματα αὐτὰ δημιουργοῦν χάσματα μεγάλα καὶ θέλουν ἀγώνα μετὰ νὰ κλείσουν…»

«Φωτεινούλα μου, τὸν σύζυγό σου θὰ τὸν ζητᾶς ἀπὸ τὸν Ἀρχάγγελο. Θὰ σοῦ στείλει τὸ κατάλληλο γιὰ σένα παιδί, νὰ εἶσαι σίγουρη καὶ θὰ τὸ καταλάβεις τότε ἀπὸ ἕνα δυνατὸ σῆμα στὴν καρδιά. Ὄχι στὸν ἐγκέφαλο. Θὰ εἶναι ἠρεμία, σιγουριά, ἀποφασιστικότητα, ἀγάπη. Ὅλα μαζὶ θὰ ’ναι. Δὲν θὰ τὸ ἐξηγεῖς ἀλλὰ θὰ τὸ ζεῖς…».

«Θὰ καταλάβεις ἂν πραγματικὰ σὲ ἀγαπᾶ ὁ σύζυγός σου, ἂν σὲ σέβεται. Ἂν δὲν σὲ σέβεται, ἀγαπᾶ τὸν ἑαυτὸ του μόνο καὶ τὰ πάθη του καὶ ἐσὺ θὰ εἶσαι τὸ μέσον νὰ τὰ χορτάσει. Δὲν θὰ εἶσαι ἡ συμπληρωματική του ἀγάπη…».

«Θὰ προσέχεις ἀπὸ τὰ τρία θανάσιμα ἁμαρτήματα τῶν παντρεμένων γιὰ νὰ ζεῖς πάντα θεϊκά, ὄμορφα στὸ γάμο σου:

Ἄμβλωση (ἔκτρωση)

Ἀτιμία (μοιχεία)

Ἀνωμαλία (παρὰ φύση πράξεις). Καὶ θὰ προσέχετε τὰ Σαββατόβραδα, τὰ σκολόβραδα καὶ τὶς Ἅγιες μέρες… ».

Μοῦ ἔλεγε: «θὰ θυμιατίζεις κάθε μέρα γιὰ νὰ ἁγιάζεις τὸ σπίτι σου….». Καὶ μοῦ ὑπέδειξε πῶς νὰ προσεύχομαι καὶ νὰ ἀναπέμπω τὸ θυμίαμα στὸ Θεό. Ποτὲ δὲν φαντάστηκα ὅτι αὐτὸ θὰ ἦταν καθημερινότητα στὸν οἰκογενειακὸ βίο μου. Ἦρθε, ὅμως, φυσικὰ καὶ ἀβίαστα, σὰν αὔρα λεπτὴ αὐτὴ ἡ συνήθεια, ἀπὸ τὴν ἀλησμόνητη μαθητεία μου κοντά της.

Τὰ χρόνια πέρασαν ἀστραπή. Ἔφυγα ἀπὸ τὴν ἀγαπημένη Κρήτη. Γύρισα δασκάλα στὴ Σύμη. Τὰ τηλεφωνήματα καθημερινά. Τὰ ταξίδια συνεχῆ. Κυρίως γιὰ τὴν γλύκα μου, τὴν Γεροντισσούλα μου. Ὥσπου ἦρθε ἡ σωματικὴ πτώση. Μικροεγκεφαλικά. Σταδιακὴ ἀπώλεια τῆς μνήμης. Δὲν μὲ γνώριζε πιά. Τελευταία παρακαταθήκη. «Θὰ ἐξομολογεῖσαι πάντα στὸν π. Ἀντώνιο. Καὶ θὰ κάνεις ὅ,τι σοῦ λέει».

Τὸ 2017 γνώρισα τὸν ἄνδρα μου. Στρατιωτικό. Ἡ γιαγιὰ πλέον κατάκοιτη, δὲν θυμόταν κανένα, δὲν ἄκουε σχεδὸν τίποτα. Τὰ βιώματα ποὺ ἔνοιωσα στὴν γνωριμία μου μὲ τὸν μέλλοντα σύζυγό μου, ἦταν ἐκεῖνα πού μοῦ περιέγραφε ὅτι θὰ νοιώσω ὅταν τὸν συναντήσω, ἔπειτα ἀπὸ συνεχῆ προσευχή. Ὅμως ἤθελα τὴν ἐπικύρωσή της. Ἀδύνατη ὅμως ἡ ἐπικοινωνία μαζί της. Ἔκανα προσευχὴ καὶ τηλεφώνησα. Ἀπάντησε ἡ Ριρίκα.

Εἶπα ὅσα μὲ ἀπασχολοῦσαν. Κάποια στιγμή, ἔκπληκτες ἀκοῦμε τὴν φωνὴ τῆς γιαγιᾶς: «Ριρίκα, δῶσε μου τὸ τηλέφωνο»! Τὸ δίνει ἡ Ριρίκα ξαφνιασμένη. Καὶ ἀκούω τὴν γιαγιά, σὰν τὸν παλιὸ ἀλησμόνητο καιρό: «Ἄκου παιδί μου. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἄνδρας σου. Δὲν εἶχε καλύτερο νὰ σοῦ στείλει ὁ Ἀρχάγγελος. Προχώρα καὶ μὴ φοβᾶσαι»! Τί νὰ πῶ; Ὑπάρχουν λόγια; Δρομολογήθηκε μὲ τὴν εὐχὴ καὶ τὴν ἔγκρισή της ἡ καινούργια ζωή μου. Καὶ εἶναι ὄντως εὐλογημένη.

Λησμόνησα νὰ ἀναφέρω, ὅτι μοῦ τόνιζε πολὺ τὸν Κυριακάτικο ἐκκλησιασμό. Καὶ μάλιστα ἀπὸ τὸ πρωί, γιατί θὰ ἐμφανισθεῖ ὁ ἀναστημένος Χριστὸς μέσα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ θὰ βγάλει γιὰ προσκύνηση ὁ Ἱερέας. Ἂν δὲν εἴμαστε πρωί, θὰ στερηθοῦμε τὴν εὐλογία Του.

Μία Κυριακὴ δὲν ξυπνοῦσα. Ἕνα κατάλευκο μεγάλο περιστέρι τίναξε ἔντονα τὰ φτερά του στὰ πόδια μου. Ξύπνησα, τὸ χάζεψα ἀλλὰ τὸ ἔχασα… τί ἦταν αὐτὸ πάλι; Ἀναρωτήθηκα. Ἀργότερα, μοῦ ἐξήγησε αὐθόρμητα ἡ γιαγιά: «Βρὲ ὑπναρού! Πρέπει νὰ στέλνουμε περιστέρια καὶ ἀγγέλους νὰ σὲ ξυπνοῦνε;».

Ἡ μητέρα μου χρόνια ἔλεγε: «ἄντε νὰ πάω νὰ δῶ τὴ Γερόντισσα καὶ ἂς φύγει μετὰ μόνο νὰ τὴν προλάβω». Ἀξιώθηκε ἐπιτέλους κάποια φορὰ νὰ τὴν ἐπισκεφθεῖ καὶ ὅταν τὴν πρωτοαντίκρυσε τῆς κάνει μὲ νόημα ἡ γιαγιὰ νεῦμα μὲ τὸ χέρι νὰ πάει κοντά της. Τῆς εἶπε μὲ χαμόγελο: «ἦρθες καὶ μὲ εἶδες. Τώρα νὰ φύγω; Μ’ ἀφήνεις νὰ φύγω;». Ἔμεινε κόκκαλο ἡ μαμά μου γιατί εἶχε διαβάσει τὴ σκέψη της καὶ τὴν ἐπιθυμία της. Ἐπίσης μοῦ ἔλεγε ὅτι τὸ χρῶμα τοῦ οὐράνιου φωτὸς εἶναι σὰν ἕνα λουλουδάκι ποὺ ἔχει στὴν αὐλή της, γαλάζιο καὶ μὲ ἀπόχρωση μώβ. Μοῦ ’λεγε ἐπίσης, ὅτι νὰ ἔτσι ὅπως καθόμαστε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα περνᾶ ἀπὸ πάνω μας σὰν βοὴ βουητό. Ἐπίσης ἐκεῖ ποὺ καθόμασταν σταυροκοποῦσε τὸν οὐρανὸ γιατί ἔλεγε περνοῦσαν ἀπὸ πάνω ἀεροπλάνα καὶ μαχητικὰ κι ἐγὼ δὲν ἄκουγα τίποτα.

Εἶπε πάλι σ’ ἐμένα κάποτε: «Κρίμα νὰ ἀδικοῦν οἱ γονεῖς τὰ παιδιά». Δὲν κατάλαβα τί ἐννοοῦσε ἀλλὰ μὲ προσανατόλισε ἔπειτα σὲ κάποια συνάδελφό μου… Ἐγὼ τότε τὴν εἶχα γνωρίσει καὶ δὲν ἤξερα τὶς συνθῆκες ζωῆς της, οὔτε εἶχα τόσο ἀέρα νὰ ρωτήσω. Ὅταν τῆς τὸ εἶπα κάποια στιγμή, μοῦ ἐξήγησε ὅτι τὸ εἶπε, ἐπειδὴ ὁ πατέρας της δὲν τῆς εἶχε φερθεῖ ποτὲ καλά…

Ὅταν πάλι, ἔγιναν οἱ φονικὲς πλημμύρες στὴν Σύμη πρὶν τρία χρόνια, ἡ γιαγιὰ ἦταν κοντά μας. Καὶ ἐνῶ κινδυνεύσαμε, δὲν μᾶς συνέβη κακό. Κατάκοιτη ἦταν καὶ μὲ πλήρη ἀμνησία. Καὶ ὅμως φώναζε ἐκεῖνο τὸ πρωινὸ καὶ ἔκανε τὴ Ριρίκα νὰ ἀπορήσει:

«Παναγία μου! Ἡ Φωτεινή, ἡ δασκάλα…». Κατάλαβε τὸν κίνδυνο καὶ μᾶς εἶχε ἔγνοια.

Αὐτὲς εἶναι οἱ πτωχὲς καταθέσεις μου γιὰ τὴν νεοφανῆ μεγάλη Ἁγία τῆς Κρήτης. «Ἀκούραστη» καὶ τώρα θὰ προστρέχει δίπλα μας, ἀφοῦ στὴν οὐράνια κατοικία τὸ συνεχὲς ἔργο εἶναι ἀπαλλαγμένο ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τοῦ ἄγχους, τοῦ ἄχθους καὶ τοῦ μόχθου. Ἀκούραστη, χωρὶς τὸ παραμικρὸ ἴχνος δυσαρέσκειας, μᾶς συμπαραστάθηκε καὶ ὅταν ζοῦσε στὴ γῆ, σὰν ἀληθινὴ μάνα ποὺ ἔκανε ἀσκητικὴ διάνοιξη στὴν καρδιά της γιὰ νὰ χωρέσει μὲ ἀγαπητικὴ πρόσληψη ὅλο τὸν κόσμο.

Ἀλλὰ ἂς περατώσω τὸν λόγο. Εἶπα πολλὰ ἀλλὰ καὶ ἐλάχιστα γιὰ τὴν μεγαλειωδέστερη μορφὴ ποὺ σφράγισε τὴν ψυχή μου. Ἡ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τῆς Γερόντισσας μὲ λίγα λόγια, μᾶς γυρίζουν πίσω. Σὲ χρόνους ἀποστολικούς. Μᾶς ἀνοίγουν σελίδες τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων. Καὶ ξαναζωντανεύουν μορφὲς καὶ πράξεις ἀπὸ τὴν «Φαβιόλα» καὶ τὸ Συναξαριστή. Κάπου ἐκεῖ, στὶς στροφὲς τῶν κατακομβῶν καὶ στὶς λυχναψίες τοῦ ὄρθρου μᾶς καλεῖ ἡ πνευματοφόρος Γερόντισσα – τελευταῖο της ἀρχοντικὸ κάλεσμα «ἐν ὑπερώω τόπω». Τὸν π. Ἀντώνιο τὸ παιδί της, τὸν Ἀντώνη της, τὴ Σούλα της, τὸν Ἡρακλῆ της, τὴ Ριρίκα της, τὴν Ἀντωνία της, τὸν Ἀνδρέα καὶ τὴν Κατερίνα της, τὸν Γιώργη καὶ τὴ Λίτσα της καὶ ὅλα τὰ παιδιά της.

Πιστεύω, ἔσχατη πάντων «ὠσπερεῖ τῷ ἐκτρώματι» κι ἐμένα τὴν ἁμαρτωλή. Μᾶς καλεῖ γιὰ νὰ μᾶς μεταποιήσει καὶ νὰ μᾶς ἀφήσει ἐλεύθερους ἔπειτα νὰ περιπλανηθοῦμε μέσα σὲ φῶς ἱλαρό, δόξης ἁγίας. Αὐτὸ ποὺ ἔζησε καὶ ἐνθουσιωδῶς ἔψαλλε. Ἀμήν!

Φωτεινή Κρανίδη, ἐκπαιδευτικὸς

Πηγή: “Γερόντισσα Γαλακτία: «Τὰ καθαρὰ χωράφια βγάζουν τὰ καλύτερα φυτά»” Μέρος Γ’, εκδ. Αγαθός Λόγος, σελ. 7-16

 

Συντάκτης

Σχολιάστε

Το email σας δεν θα δημοσιευθεί.Τα απαραίτητα πεδία είναι μαρκαρισμένα *