ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ
Θεολόγου – Καθηγητοῦ
Μιὰ ἀπὸ τὶς συκοφαντίες τῶν μαινόμενων εἰδωλολατρῶν κατὰ τῆς Ἐκκλησίας στὰ πρωτοχριστιανικὰ χρόνια ἦταν ὅτι ἀπαρτίζονταν αὐτὴ ἀπὸ ἀγραμμάτους καὶ ἄσημους ἀνθρώπους. Ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς ἦταν ἡ θρησκεία τοῦ ἀπαίδευτου ὄχλου καὶ τῶν δούλων. Ἀλλὰ ἡ παρουσία σπουδαίων ἐκκλησιαστικῶν προσωπικοτήτων τους ἀποστόμωσε. Μιὰ ἀπὸ τὶς κορυφαῖες μορφὲς τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας εἶναι καὶ ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος ὁ Φιλόσοφος καὶ Μάρτυς. Ἕνας ἀπὸ τοὺς πλέον μορφωμένους ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς του, ἐφάμιλλος ἢ καὶ ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς ἐθνικοὺς φιλοσόφους τῆς ἐποχῆς του.
Γεννήθηκε στὴν πόλη Φλαβία Νεάπολη τῆς Παλαιστίνης περὶ τὸ 110 μ. Χ. ἀπὸ γονεῖς ἕλληνες εἰδωλολάτρες. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Πρίσκιος Βάκχιος, ἐνῷ τῆς μητέρας του ἀγνοοῦμε τὸ ὄνομα. Μεγάλωσε ὡς εἰδωλολάτρης. Ἦταν προικισμένος μὲ ἐξαιρετικὰ χαρίσματα καὶ φιλομάθεια.
Οἱ γονεῖς του φρόντισαν νὰ τοῦ παράσχουν ὑψηλὴ παιδεία. Σπούδασε φιλοσοφία στὶς ὀνομαστὲς σχολὲς τῆς Παλαιστίνης καὶ τῆς Συρίας. Ἐμβάθυνε στὴν στωική, στὴν ἐπικούρεια, στὴν περιπατητικὴ καὶ στὴν πυθαγόρεια φιλοσοφία. Ἰδιαιτέρως ἀσχολήθηκε μὲ τὶς ἀρχὲς τῆς ὀντολογίας του πλατωνισμοῦ. Τὸν ἀπασχολοῦσε ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, διότι ἐνωρὶς ἄρχισε νὰ διαπιστώνει πὼς οἱ ποικίλες δοξασίες καὶ πίστεις τῶν εἰδωλολατρικῶν θρησκειῶν τῆς ἐποχῆς τοῦ περὶ θείου ἦταν ὄχι μόνον ἀτελεῖς, ἀλλὰ καὶ ἀπαράδεκτες γιὰ μορφωμένους ἀνθρώπους. Ἄλλωστε βρισκόμαστε στὴν ἐποχή, ποὺ ἡ κατάρρευση τῆς εἰδωλολατρίας ἦταν ραγδαία.
Ἡ θεία πρόνοια βλέποντας τὶς ἀγαθὲς προθέσεις τοῦ νεαροῦ φιλοσόφου εὐδόκησε νὰ τοῦ φανερώσει τὴν πίστη στὸν ἀληθινὸ Θεό.
Περὶ τὸ 135 γνώρισε κάποιο σεβάσμιο Χριστιανό, ὁ ὁποῖος τὸν ἔπεισε ὅτι οἱ ἀνθρώπινες ἀντιλήψεις γιὰ τὸ Θεὸ εἶναι ἀτελεῖς καὶ γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς ἀποφάσισε νὰ ἀποκαλύψει τὸν ἑαυτό Του. Μελετῶντας τὴν Ἁγία Γραφὴ φωτίστηκε ὁ νοῦς του καὶ ἱκανοποιήθηκε ὁ πόθος του γιὰ τὴ γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Πέταξε τὸν φιλοσοφικὸ τρίβωνα καὶ ἄρχισε νὰ ζεῖ χριστιανικὴ ζωή, «τὴν μόνην φιλοσοφίαν τὴν ἀληθῆ καὶ ἀσύμφορον», ὅπως ἔγραψε ὁ ἴδιος ἀργότερα γιὰ τὴν μεταστροφὴ στὸ Χριστό, στὴν ὑπηρεσία τοῦ Ὁποίου ἀφιέρωσε τὴν ὑπόλοιπη ζωή του.
Ἀφοῦ βαπτίστηκε, ἀποφάσισε νὰ ἐγκατασταθεῖ στὴν πολυάνθρωπο Ρώμη, νὰ εἶναι κοντὰ στὰ κέντρα ἐκεῖνα ποὺ ἀποφάσιζαν καὶ κινοῦσαν τὸν ἀφανισμὸ τῆς νέας πίστης. Βρισκόμαστε ἄλλωστε στὸν 2ο αἰῶνα, ὅπου οἱ διωγμοὶ κατὰ τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τὴ ρωμαϊκὴ ἐξουσία βρισκόταν σὲ ἔξαρση. Πίστευε πὼς συντελοῦνταν μιὰ φρικτὴ ἀδικία εἰς βάρος τῶν διωκομένων Χριστιανῶν καὶ ἔπρεπε κάποιος νὰ τοὺς ὑπερασπίσει. Ἄνοιξε σχολή, στὴν ὁποία δίδασκε τὴν χριστιανικὴ πίστη. Ἔχοντας, ἐπίσης, καλὴ γνώση τῆς εἰδωλολατρίας, τῶν φιλοσοφικῶν ρευμάτων τῆς ἐποχῆς του καὶ τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ἀνάλαβε τὸ δύσκολο ἔργο τῆς ἀπολογίας κατὰ τῶν διωκτῶν. Ὁμιλεῖ μὲ θάρρος ἐνώπιον εἰδωλολατρῶν φιλοσόφων, τοὺς ὁποίους ἐλέγχει διότι πολεμοῦν τὸν Χριστιανισμὸ χωρὶς νὰ τὸν γνωρίζουν. Μὲ τὰ ἀκαταμάχητα ἐπιχειρήματά του καὶ τὴν εὐγλωττία τους ἀποστομώνει καὶ τοὺς καθιστᾶ ἀσόφους.
Στράφηκε ἐπίσης, νὰ δώσει λόγο ἀπολογίας, καὶ πρὸς τοὺς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι μάχονταν καὶ αὐτοὶ τοὺς Χριστιανοὺς παράλληλα μὲ τοὺς ἐθνικούς. Εἶχε κάποτε διήμερο θεολογικὸ διάλογο μὲ κάποιον Ἰουδαῖο Τρύφωνα, τὸν ὁποῖο καὶ κατατρόπωσε. Μάλιστα φρόντισε ὁ Ἰουστῖνος νὰ καταγράψει αὐτὸν τὴ συζήτηση, ἡ ὁποία διασώθηκε καὶ ἔφτασε ὡς ἐμᾶς. Εἶναι ὁ περίφημος «Διάλογος πρὸς Τρύφωνα».
Οἱ ἐπιτυχίες τοῦ Χριστιανοῦ φιλοσόφου δὲν ἄργησε νὰ γίνουν γνωστὲς στοὺς φιλοσοφικοὺς κύκλους τῆς Ρώμης. Οἱ ἀποστομωμένοι καὶ ταπεινωμένοι φιλόσοφοι καλλιέργησαν ἕνα ἀπίστευτο μῖσος κατὰ τοῦ Ἰουστίνου.
Ἐπειδὴ ἔχαναν συνεχῶς ἔδαφος καὶ τοὺς ἦταν ἀδύνατο νὰ τὸν ἀντιμετωπίσουν, ἀποφάσισαν νὰ τὸν καταδώσουν στὶς ρωμαϊκὲς ἀρχές, γιὰ τὶς ὁποῖες οἱ Χριστιανοὶ ἦταν παράνομοι. Ὁ κυνικὸς φιλόσοφος Κρήσκεντας τὸν κατάγγειλε στὸν αὐτοκράτορα Μᾶρκο Αὐρήλιο (Ι61-180), διότι τὸν μισοῦσε θανάσιμα ἐπειδὴ τοῦ ἐρήμωσε τὴ σχολή, μεταστρέφοντας τοὺς μαθητές του στὸν Χριστιανισμό. Συνελήφθη ὁ μαθητής του Πτολεμαῖος καὶ μαρτύρησε. Ὁ ἴδιος πρόλαβε νὰ φύγει προσωρινά, ὥσπου νὰ κοπάσει ὁ θόρυβος. Ἀργότερα ἐπέστρεψε γιὰ νὰ συγγράψει τὶς δύο περίφημες Ἀπολογίες του πρὸς τὴ ρωμαϊκὴ σύγκλητο, ὑπερασπίζοντας τὴν διωκόμενη χριστιανικὴ πίστη, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν ὑπέροχα δείγματα χριστιανικῆς γραμματείας καὶ ἀπολογητικῆς.
Οἱ ἀπολογίες του ὅμως οὐδόλως ἔπεισαν τὶς ρωμαϊκὲς ἀρχὲς γιὰ τὸν ἄδικο διωγμὸ τῶν φιλήσυχων Χριστιανῶν. Μάλιστα τὸν ἐντόπισαν οἱ ἀρχές, τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν νὰ ἀπολογηθεῖ ἐνώπιον τοῦ ἐπάρχου τῆς Ρώμης Ἰουνίου Ρουστικοῦ (162-167), πρώην διδασκάλου καὶ παιδαγωγοῦ τοῦ αὐτοκράτορα Μάρκου Αὐρηλίου. Ὁ Ἰουστῖνος ὁμολόγησε μὲ ἀπίστευτο ἡρωισμὸ καὶ σθένος τὴν πίστη του στὸ Χριστὸ καὶ στηλίτευσε τὴν εἰδωλολατρία ὡς πίστη σὲ ψευδεῖς καὶ ἀνήθικους «θεούς». Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ὁδηγήθηκε στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου, ὅπου ἀποκεφαλίστηκε, μαζὶ μὲ ὁμάδα ἀφοσιωμένων μαθητῶν του περὶ τὸ 165.
Τὸ λείψανό του θάφτηκε στὴν κατακόμβη τῆς Ἁγίας Πρισκίλλης, ὅπου βρέθηκε λίθος μὲ τὴν ἐπιγραφὴ ΜΧΟΥΣΤΙΝΟΣ, δηλαδὴ Μάρτυς Χριστοῦ Ἰουστῖνος. Ἡ μνήμη του τιμᾶται τὴν 1η Ἰουνίου.
Στὴν πρώτη τοῦ Ἀπολογία ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος, ἡ ὁποία στάλθηκε στὸν αὐτοκράτορα Ἀντωνίνο (138-161), γιὰ νὰ κάνει γνωστὴ τὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ ἀνασκευάζει τὶς κατηγορίες τῶν εἰδωλολατρῶν. Παραθέτοντας σὲ αὐτὴ πληροφορίες γιὰ τὴν χριστιανικὴ λατρεία, μᾶς παρέχει πολύτιμες πληροφορίες γιὰ τὴν λατρεία τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, καὶ κύρια τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους μεγάλους θεολόγους τῆς Ἐκκλησίας μας. Παρ’ ὅλο ποὺ δὲν εἶχαν διευκρινισθεῖ ἀκόμη οἱ βασικὲς ἀρχὲς τῆς χριστιανικῆς πίστεως, μπόρεσε νὰ διατυπώσει κατὰ τρόπο ὀρθόδοξο, πολλὲς ἀπὸ αὐτὲς καὶ κυρίως τὴ θεολογία τοῦ σαρκωμένου Λόγου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Φιλοσοφίας ταὶς ἀκτίσιν ἐκλάμπων, θεογνωσίας ὑποφήτης ἐδείχθης, σαφῶς παραταξάμενος κατὰ τῶν δυσμενῶν σὺ γὰρ ὠμολόγησας, ἀληθείας τὴν γνῶσιν, καὶ Μαρτύρων σύσκηνος, δι’ ἀθλήσεως ὤφθης, μεθ’ ὧν δυσώπει πάντοτε Χριστόν, ὢ Ἰουστίνε, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.
Κοντάκιον
Ήχος β’. Τους ασφαλείς
Τον αληθή, της ευσεβείας κήρυκα, και ευκλεή, των μυστηρίων ρήτορα, Ιουστίνον τον φιλόσοφον, μετ’ εγκωμίων ευφημήσωμεν δυνάμει γαρ σοφίας τε και χάριτος, τον λόγον κατετράνωσε της πίστεως, αιτούμενος πάσι θείαν άφεσιν.
ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
1 Ἰουνίου 2025 ἑορτάζουν:
Ἁγίων Τριακοσίων Δέκα Ὀκτὼ (318) Πατέρων τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου
Ἅγιος Ἰουστῖνος ὁ Ἀπολογητὴς καὶ φιλόσοφος
Ἅγιος Θεσπέσιος
Ἀνάμνηση τῆς ἀπαλλαγῆς τῆς νήσου Λευκάδας ἀπὸ τὴν ἀρρώστια πανώλη, τὸ ἔτος 1743
Ἅγιοι Ἰοῦστος, Ἰουστῖνος, Χαρίτων, Χαρίτω ἡ παρθένος, Εὐέλπιστος, Ἱέραξ, Παίων καὶ Λιβεριανός
Διήγηση ὠφέλιμη κάποιου γεωργοῦ Μετρίου ὀνομαζόμενου
Ἅγιος Νέων
Ὅσιος Πύρρος ὁ Ἐπίσκοπος ὁ Παρθένος
Ἅγιος Φίρμος
Ἅγιος Γεράσιμος
Ἅγιοι Δέκα Χιλιάδες Μάρτυρες
Ὅσιος Διονύσιος τοῦ Γλουσὲτσκ ὁ Θαυματουργός
Ὅσιος Ἀγαπητὸς ὁ ἐν τῷ σπηλαίῳ ὁ Ἀνάργυρος καὶ Ἰαματικὸς ὁ ἐκ Ρωσσίας
Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς
Ἅγιος Οὐϊστάν
Ὅσιος Καρπάσιος
Ἅγιοι Φελινὸς καὶ Γρατινιανὸς οἱ Μάρτυρες
Ἅγιοι Ρεβεριανὸς καὶ Παῦλος καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς
Ἅγιος Κρεσκεντιανὸς ὁ μάρτυρας
Ἅγιος Πρόκλος ὁ μάρτυρας
Ἅγιος Σεκοῦνδος ὁ Μάρτυρας
Ὅσιος Ρουαδανός της Κορνουάλης
Ἅγιος Φορτουνάτος
Ἅγιος Σίος ὁ ὁσιομάρτυρας ὁ ἐκ Γεωργίας
Ἅγιοι Δαβίδ, Γαβριὴλ καὶ Παῦλος οἱ ἐκ Γεωργίας
Ἅγιος Ἰσχυρίων ὁ μάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ
Βασίλειος, Παῦλος, Σέργιος, Νικόλαος, Λέοντας, Πέτρος, οἱ Πρεσβύτεροι, Ἰγνάτιος ὁ Μοναχός, Ἰωάννα οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς Μαρτυρίσαντες ἐν Πολωνίᾳ.
Ἅγιος Ἀγάθαρχος Ἐπίσκοπος Λευκάδας καὶ οἱ Πέντε Θεοφόροι Πατέρες