Ὁ παπα-Τύχων ἀπέφευγε ἐπιμελῶς τὴν κατάκριση. Ὅταν ἔστελνε τοὺς παραγυιούς του στὶς Καρυές, πήγαινε μαζί τους περίπου ἕνα χιλιόμετρο καὶ περνοῦσαν ἀπὸ ἕνα Καλύβι Ρώσσου γείτονά τους.
Ἐπειδὴ ἦταν λίγο εὐτραφὴς ὁ γείτονάς τους παπᾶς, γιὰ νὰ μὴν τὸν κατακρίνουν, τοὺς συμβούλευε πατρικά. «Ὅταν δῆτε τον παπα-Ε., νὰ πῆτε: “Αὐτὸς εἶναι ἅγιος ἄνθρωπος, τὴν εὐχή του νὰ ἔχουμε” καὶ νὰ τοῦ φιλήσετε τὸ χέρι».
Ὅταν ἐπέστρεφαν ἀπὸ τὶς Καρυές, τοὺς ἔλεγε νὰ μὴν τὸν ἐνοχλοῦν, ἀλλὰ μόνον νὰ χτυποῦν τὴν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του, γιὰ νὰ καταλαβαίνη ὅτι ἐπέστρεψαν, καὶ ὕστερα νὰ πᾶνε στὸ κελλί τους.
Κάποτε ὁ ἕνας ἀπὸ καλὴ περιέργεια κοίταξε ἀπὸ τὴν χαραμάδα τῆς πόρτας, γιὰ νὰ δὴ τί κάνει ὁ Γέροντας. Τὸν εἶδε νὰ κλαίη, νὰ σκουπίζη τὰ δάκρυά του μὲ μανδήλι καὶ νὰ θρηνῇ ραπίζοντας ἐλαφρὰ τὴν κεφαλή του.
Ἀγαποῦσε ὑπερβολικὰ τὴν μετάνοια, ἂν καὶ ἡ ζωή του ἦταν ἁγία, δοσμένη ἀπὸ νεότητος στὸν Θεό. Τὰ δάκρυά του ἦταν καθημερινὴ τροφή του. Εἶχε πολλὰ δάκρυα καὶ πολλὴ κατάνυξη.
Μὲ τὰ δάκρυά του μούσκευε τὰ πόδια τοῦ Ἐσταυρωμένου. Τὰ σκούπιζε μὲ τὰ μαλλιά του σὰν τὴν γυναῖκα τοῦ Εὐαγγελίου. Στὸ κελλί του ἔκανε ἐργασία πνευματικὴ καλλιεργῶντας τὴν μετάνοια καὶ τὸ χαροποιὸν πένθος.
Καὶ ὅταν ἐξωμολογοῦσε κατανυσσόταν, ἔκλαιγε συμπάσχοντας μὲ τὸν ἐξομολογούμενο. Ἕνας μαθητής της Ἀθωνιάδος ἐξωμολογεῖτο στὸν παπα-Τύχωνα. Ὕστερα ἔγινε παπᾶς καὶ ἔλεγε: «Αὐτὴ ἡ φαλάκρα μου εἶναι βρεγμένη μὲ τὰ δάκρυα τοῦ παπα-Τύχωνα».
Ὁ παπα-Τύχων λειτουργοῦσε συνήθως κάθε Κυριακή, ἀλλὰ εἶχε φυλαγμένο Ἅγιον Ἄρτο καὶ κοινωνοῦσε κάθε μέρα.
Στὴν Λειτουργία ἔβλεπαν νὰ ἀλλοιώνεται τὸ πρόσωπό του. Τὰ μάτια του μέσα στὸ σκοτάδι ἦταν πολὺ φωτεινά.
Πάντα λειτουργοῦσε μὲ κατάνυξη καὶ δάκρυα. Τὴν ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας τὸ Εὐαγγέλιο τὸ διάβαζε μὲ δάκρυα. Μὲ δάκρυα σήκωνε τὰ Ἅγια καὶ ἔκανε τὴν Εἴσοδο, ἐκτὸς βέβαια ἀπὸ τὶς ἁρπαγὲς καὶ τὶς θεῖες ὀπτασίες ποὺ εἶχε.
Τὸν παπα-Τύχωνα, ὅταν ἦταν μόνος του, τὸν ξελειτουργοῦσε καὶ ὁ γερω-Γερόντιος.
Τὸν πλήρωνε δέκα δραχμὲς γιὰ κάθε θεία Λειτουργία, τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ποὺ δίναν πέντε δραχμὲς στὸν παπᾶ.
Μιὰ φορὰ τὸν εἶδε ὑπερυψωμένο πάνω ἀπὸ τὴν γῆ.
«Πιὸ μεγάλο ἅγιο σ’ ὅλο τὸ Ἅγιον Ὅρος δὲν ἔχω δεῖ», ἔλεγε ὁ γερω-Γερόντιος.
Διηγήθηκε ὁ γέροντας Παΐσιος: «Ὁ παπα-Τύχων στὴν Λειτουργία, γιὰ νὰ μὴν ἀποσπᾶται, κλείδωνε τὴν πόρτα τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἐγὼ ἔλεγα τὸ Κύριε ἐλέησον ἀπ’ ἔξω ἀπὸ τὸν διάδρομο.
Μιὰ φορά, σὲ μία Λειτουργία κατὰ τὴν ὥρα τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν Τιμίων Δώρων, χάθηκε ἡ φωνή του. Περίμενα πέντε ὧρες περίπου καὶ δὲν τὸν διέκοψα γιατί δὲν εἶχα εὐλογία. Μετὰ ἀπὸ πέντε ὧρες συνέχισε μὲ τὸ “Ἐξαιρέτως…”. Ποῦ βρισκόταν τόσες ὧρες; Μᾶλλον ἡρπάζετο σὲ θεωρία. Τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἡ θεία Λειτουργία τελείωσε τὸ ἀπόγευμα».
Ἦταν τελείως ἀμέριμνος καὶ δὲν ἐνδιαφερόταν καθόλου γιὰ τὰ ἐξωτερικά. Τὸ κελλί του ποτὲ δὲν τὸ σκούπιζε. Στὸ πάτωμα τοῦ κελλιοῦ του τὰ χώματα καὶ οἱ τρίχες εἶχαν κάνει βουναλάκια ποὺ ἔμοιαζαν σὰν καύκαλα χελώνας.
Ἔκανε γύρω στὶς τρεῖς χιλιάδες μετάνοιες καὶ συμβούλευε κάποιον μοναχό: «Νὰ κάνης πολλὲς μετάνοιες, μέχρι νὰ μουσκέψη ἡ φανέλλα σου ἀπ’ τὸν ἱδρῶτα, μέχρι νὰ ἀλλάξης φανέλλα».
Ἀπὸ τὴν πολύωρη ὀρθοστασία, τὰ πόδια του ἦταν πάντα πρησμένα.
Νήστευε πολύ. Ἕνα ψωμὶ μπορεῖ νὰ τὸ ἔτρωγε καὶ σὲ ἕνα μῆνα.
Εἶπε κάποια μέρα στοὺς δύο μοναχοὺς νὰ μαζέψουν κούμαρα καὶ νὰ τὰ βράσουν στὴν κατσαρόλα. Ὅταν εἶδε τὸ κόκκινο ζουμί, τοὺς εἶπε ἄλλη φορὰ νὰ μὴν ξανακάνουν κούμαρα, γιατί ἔχουν πολὺ αἷμα.
Πηγή: “Ἀπὸ τὴν Ἀσκητικὴ καὶ Ἡσυχαστικὴ Ἁγιορείτικη παράδοση”, Ἅγιον Ὅρος 2011, σελ. 112