-Σ’ εὐχαριστῶ γέροντα γιὰ ὅλα. Συγχώρεσε µὲ ἔχω µία ἀπορία ἐδῶ καὶ πολὺ καιρό. Βλέπω ἐδῶ δίπλα στὸ κρεβάτι αὐτὴν τὴ µεγάλη ἁλυσίδα καὶ δὲν καταλαβαίνω σὲ τί σᾶς χρησιµεύει;
Ὁ γέροντας Βασίλειος ἔσκυψε τὸ κεφάλι. Χαµογέλασε µὲ ἐκεῖνο τὸ γλυκὸ του χαµόγελο, ποὺ φωτιζόταν ὅλο τὸ πρόσωπό του. Δὲν ξέρω Βαγγέλη ἂν ἔχεις δουλειά, ἐπειδὴ συνήθως ἔρχεσαι βιαστικός, γιατί εἶναι µεγάλη ἱστορία.
-Ἔχω χρόνο γέροντα καὶ τώρα µάλιστα µοῦ κέντρισες τὴν περιέργεια.
– Ὅταν πῆγα στὸ Ἅγιον Ὄρος γιὰ νὰ µείνω ὁριστικά, γιατί ἴσως δὲν ξέρεις ὅτι πολλὰ χρονιὰ πρίν, ὄντας νέος µπαινόβγαινα καὶ κυρίως πήγαινα στὰ Καυσοκαλύβια. Στὴν περιοχὴ τοῦ Ἁγίου Νείλου, εὑρίσκεται ἡ καλύβη τοῦ Ἁγίου Εὐθυµίου. Ἐκεῖ µόναζε ὁ θεῖος µου παπὰ-Νεκτάριος ὁ πνευµατικὸς µὲ τὴ συνοδεία του. Στὴ συνοδεία του ἦταν καὶ ὁ πολύπειρος ἀσκητικὸς γέρων παπὰ Ἰωακεὶµ (ἐκοιµήθη τὸ 2003). Ἡ περιοχὴ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νεῖλο µέχρι τὰ Κρύα Νερὰ λέγεται Στραβολαγγάδα. Περιβάλλεται ἀπὸ ἄγρια καὶ αἰχµηρὰ βράχια. Εἶναι ἀρκετά δύσβατη καὶ ἀπρόσιτη περιοχή. Αὐτὴ ἡ περιοχὴ ἔχει πολλὲς σπηλιές, στὶς ὁποῖες διέµειναν πολλοὶ ἐραστὲς τῆς ἐρήµου. Ὁ π. Νεκτάριος µιὰ ἡµέρα, µετὰ ἀπὸ ἔντονη βροχόπτωση ἐπισκέφθηκε τὴν ἐν λόγω περιοχὴ γιὰ νὰ µαζέψει σαλιγκάρια. Καθὼς µάζευε τὰ σαλιγκάρια βρέθηκε στὴν εἴσοδο µίας σπηλιᾶς. Μέσα ἀπ’ αὐτὴν ἔβγαινε µία ἔντονη εὐωδία ἐνῶ ὁ ἴδιος ἔνιωσε ἀγαλλίαση. Ἐπέστρεψε στὴν καλύβη του καὶ διηγήθηκε τὸ γεγονός. Πολλοὶ πατέρες τότε ζήτησαν νὰ πᾶνε µαζί του στὴ σπηλιά. Πῆγαν στὴν περιοχὴ, ἔψαξαν ἐκεῖ ποὺ τοὺς εἶπε ὅτι ἦταν ἡ σπηλιὰ, ἀλλὰ σπηλιὰ δὲν βρῆκαν.
Μία ἀπ’ αὐτὲς τὶς σπηλιὲς φιλοξένησε καὶ µένα γιὰ ἕνα διάστηµα, πρὶν κατοικήσω στὴν καλύβη µου στὰ Καυσοκαλύβια. Μεταξὺ τῶν ἐλαχίστων ἀποσκευῶν ποὺ εἶχα, δηλαδὴ τὰ βιβλία µου γιὰ προσευχή, ποὺ τὰ εἶχα πάντοτε στὸν τροβά µου, µία κουρελοῦ, ποὺ τὴν εἶχα γιὰ στρῶµα καὶ γιὰ σκέπασµα, ἕνα µπουκάλι νερὸ καὶ ἕνα ἀντίδωρο. Εἶχα κι αὐτὴ τὴν ἁλυσίδα.
Τὴν ἁλυσίδα τὴν χρησιµοποιοῦσα καθαρὰ γιὰ ἄσκηση. Μὲ τὸ βάρος ποὺ εἶχε ἦταν ἐπώδυνη ἡ κίνηση καὶ κούραζε τὸ σῶµα µου. Κι ἐπιπλέον ὅταν ξάπλωνα γιὰ νὰ κοιµηθῶ, ἐπειδὴ τὴν πλάκωνα, ἔκοβε τὸ σῶµα µου. Τὴν τύλιγα σταυροειδῶς στὸ γυµνό µου σῶµα καὶ µόνον στὰ ἀπόκρυφα εἶχα ἕνα πανὶ τρίγωνο, ὅπως οἱ µαντῆλες δεµένο. Κι αὐτὸ γιατί µερικὲς φορὲς εἶχα ξαφνικές, ἀπρόβλεπτες ἐπισκέψεις ἀπὸ διάφορους προσκυνητές, ποὺ ἔψαχναν νὰ βροῦν ἀσκητὲς καὶ γενικὰ γεροντάκια, ποὺ ἀποµονώνονταν γιὰ νὰ κάµουν τὴν µοναχικὴ ἄσκησή τους. Βέβαια δὲν µὲ βρῆκαν οὐδέποτε. Κι αὐτὸ γιατί χανόµουνα µέσα στὴ σπηλιά.
Ὁ Βαγγέλης συγκινηµένος εὐχαρίστησε τὸν γέροντα καὶ ἔφυγε γιὰ τὴν δουλειά του. Δράττοµαι τότε τῆς εὐκαιρίας κατόπιν τῆς ἀνωτέρω ἐξιστόρησης καὶ ἐπιζητῶ νὰ µάθω περισσότερα ἀπὸ τὸν γέροντα.
-Μετὰ τὴν ἀποχώρησή σου ἀπὸ τὸν κόσµο πῶς ἦταν ἡ ζωή σου γέροντα στὸ Ἅγιον Ὄρος;
-Ἡ ζωή µου Καλλιόπη στὴν ἀρχὴ ἦταν µαρτύριο. Περνοῦσα πολὺ δύσκολα. Τρέλα κόρη µου, σκέτη τρέλα. Εἶχα νὰ ἀντιµετωπίσω τὸν ἀντίπαλο (τὸν ἔξω ἀπὸ ἐδῶ), ὁ ὁποῖος ἤθελε νὰ µὲ διώξει ἀπὸ ἐκεῖ.
-Μιλᾶτε γέροντα γιὰ τὴ ζωή σας στὴ σπηλιά;
-Ναί, κόρη µου! Χρησιµοποιοῦσε κάθε µέσο καὶ τρόπο. Θέλεις ξύλο, θέλεις λογισµούς, θλίψεις, στεναχώριες… Τί νὰ σοῦ λέω! Ἐσὺ τὴ δουλειά σου τοῦ ἔλεγα κι ἐγὼ τὴ δική µου. Φαγητὸ καθόλου. Τὸ ἀντίδωρο τὸ εἶχα κόψει σὲ µικρὰ κοµµατάκια καὶ ἔτρωγα ἕνα τὴν ἐνάτη µὲ λίγο νερό. Κάθε Σάββατο ἕνας µοναχός µοῦ ἔφερνε ἕνα ἀντίδωρο καὶ νερό. Τὰ ἄφηνε ἔξω στὴν εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς κι ἔφευγε. Ἔξω ἀπὸ τὴ σπηλιὰ φύτρωναν κάτι χόρτα ποὺ ἔµοιαζαν µὲ βολβούς. Τὰ ἔτρωγα! Ἦταν πολὺ νόστιµα καὶ µὲ κρατοῦσαν.
Πολλὴ προσευχὴ κόρη µου, ἀσταµάτητη προσευχή. Ἡ ἁλυσίδα ποὺ βλέπεις ἔκανε καλὰ τὴ δουλειά της. Αἰσθανόµουν κόρη µου τὸ σῶµα µου πολὺ ἁµαρτωλό. Ξέρεις παιδί µου τὰ περισσότερα ἁµαρτήµατα εἶναι σαρκικά. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἔκανα τὰ πάντα γιὰ νὰ τὸ δαµάσω.
Ὅσο ὁ πειρασµὸς µὲ πολεµοῦσε, ἄλλο τόσο ἐγὼ ἀγωνιζόµουνα. Ἐν ὀλίγοις µέχρι νὰ τὸ συνηθίσω στὴν ἀρχὴ ἦταν πολὺ-πολὺ δύσκολα. Ἐὰν δὲν ἤµουν ἐξασκηµένος ἀπὸ τὸν κόσµο, δὲν θὰ ἄντεχα. Ἀπὸ τὸν κόσµο ἔκανα ἀλουσία. Ἔχω νὰ κάνω µπάνιο ἀπὸ τὸ στρατό. Τὸ κρέας µου τὸ εἶχε κόψει ὁ θεῖος µου ὁ παπὰ-Νεκτάριος. Ἔχω 60 χρόνια νὰ φάω κρέας.
Ἀξίζει νὰ σηµειωθεῖ ὅτι ὁ γέροντας Βασίλειος τὴν ἄσκηση µὲ τὴν ἁλυσίδα τὴν συνέχιζε κι ὅταν γιὰ λόγους ὑγείας ἀναγκάστηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀκολουθοῦσε ἐπίσης τὴν ἀλουσία καὶ τὴν ἀποχὴ ἀπὸ τὸ κρέας.
Μάλιστα ὅταν ἦταν στὸ Χαρίσειο συνήθιζε αὐτὲς τὶς περιόδους νηστείας, ὅπως τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς νὰ κλειδώνει τὴν πόρτα καὶ νὰ κάνει τὴν ἄσκηση µὲ τὴν ἁλυσίδα. Κάποτε οἱ νοσηλεύτριες µὲ πῆραν τηλέφωνο καὶ µοῦ εἶπαν ὅτι ὁ γέροντας ἔχει κλειδώσει καὶ δὲν ἀνοίγει τὴν πόρτα. Νοµίζαµε ὅτι κάτι ἔπαθε καὶ κοιτάξαµε ἀπὸ τὴν κλειδαρότρυπα, ὅπου τὸν εἴδαµε γυµνό, ἀπὸ τὴ µέση καὶ πάνω τυλιγµένο µὲ τὴν ἁλυσίδα νὰ πηγαινοέρχεται. Ὅταν ἐπέστρεψα στὴ Θεσσαλονίκη µετὰ πέντε ἡµέρες, πῆγα νὰ πάρω τὸν γέροντα ἀπὸ τὸ Χαρίσειο καὶ νὰ τὸν µεταφέρω στὸ σπίτι. Ἐκεῖνος τότε κατὰ τὴν ἐπιστροφή µας µοῦ εἶπε: «Τί ἔγινε Καλλιόπη, σὲ πῆραν τηλέφωνο γιατί δὲν τοὺς ἄνοιγα; Νόµιζαν ὅτι δὲν τοὺς ἔβλεπα πού κοιτάζανε ἀπὸ τὴν κλειδαρότρυπα;» Καὶ στὸ σπίτι µου τὴν πρώτη ἑβδοµάδα τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, τὴν καθαρὴ ἑβδοµάδα, κλεινόταν στὸ δωµάτιό του, ἔχοντας µαζί του µόνο ἕνα µπουκάλι νερό. Δὲν κατέβαινε γιὰ φαγητό, ἀρνιόταν νὰ φάει ὁτιδήποτε καὶ ἔκανε τὴν ἄσκηση τῆς ἁλυσίδας.
Πηγή: “Γέρων Βασίλειος Καυσοκαλυβίτης – Νουθεσίες – Διδαχές”, ἐκδ. Ἀγαθὸς Λόγος, τόμ. Β’, σέλ.85-89