
Ἡ χριστιανικὴ ζωὴ εἶναι ἕνας ἀγώνας. Ὁ πιστὸς Χριστιανὸς εἶναι ἀνάγκη νὰ μάθει νὰ πολεμᾶ, νὰ ἀγωνίζεται ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν του. Ἐχθροὶ του δὲν εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶναι γύρω του. Ἐχθρὸς κάθε χριστιανοῦ εἶναι ὁ διάβολος καὶ ὁ κόσμος μὲ τὸ ἁμαρτωλὸ φρόνημά του. Ἐχθρὸς τοῦ Χριστιανοῦ εἶναι ὁ ἑαυτός του μὲ τὶς ἀδυναμίες καὶ τὰ πάθη του. Αὐτὸν τὸν ἐχθρὸ καλούμαστε νὰ πολεμήσουμε ἄφοβα μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ ποὺ μᾶς εἶπε: «Ἰδοὺ δίδωμι ὑμῖν τὴν ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ, καὶ οὐδὲν ὑμᾶς οὐ μὴ ἀδικήσῃ» (Λουκ. ι’ 19).
Ἀτρόμητος πολεμιστὴς ἐναντίον τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους ὑπῆρξε καὶ ὁ Γέροντας Ἰάκωβος Βαλοδῆμος, ὁ Ἅγιος τῆς Βίτσας Ζαγορίου”, ὁ ὁποῖος θὰ μποροῦσε νὰ ἐπαναλαμβάνει τὰ λόγια τοῦ Ἱεροῦ Ψαλμωδοῦ: «Διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος καὶ ἐξήγαγες ἡμᾶς εἰς ἀναψυχήν» (Ψαλμ. 65, 12). Ταυτόχρονα θὰ μποροῦσε νὰ διασαλπίσει σὲ ὅλο τὸν κόσμο ὅτι «τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν» (Ῥωμ. η’ 28).
Μιὰ ἡμέρα κατὰ τὴν περίοδο τοῦ ἐμφυλίου, τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1948, ὁ πατὴρ Ἰάκωβος ἐπέστρεφε στὸ Μοναστήρι του ἀπὸ τὸ χωριὸ Σουδενά, ὅπου εἶχε πάει νὰ λειτουργήσει, ἀπὸ τὸ δρόμο τοῦ Ζαβρούχου. Ἡ πεζοπορία διαρκοῦσε περίπου δύο ὧρες. Ἐντῷ μεταξὺ ἄνδρες τοῦ στρατοῦ εἶχαν τοποθετήσει παγιδευμένες χειροβομβίδες στὸ δρόμο καὶ περίμεναν στὰ γύρω ὑψώματα. Ξαφνικά ἐμφανίσθηκε ἀπὸ μακριὰ ὁ πατὴρ Ἰάκωβος νὰ ἔρχεται, προσευχόμενος ὅπως πάντοτε, ἀφοῦ ἐφάρμοζε τὸ «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθαι» (Α’ Θεσ. ε’ 17). Ἄρχισαν ἐκεῖνοι νὰ φωνάζουν, μὰ ὁ πατὴρ Ἰάκωβος δὲν τοὺς ἄκουγε εὑρισκόμενος σὲ ὑψηλὲς θεωρίες καὶ ἔτσι προχωρώντας, ἔπεσε ἐπάνω σὲ τέσσερις παγιδευμένες χειροβομβίδες τύπου “Μίλς”, οἱ ὁποῖες καὶ ἐξερράγησαν. «Πάει ὁ παππᾶς», εἶπαν ὅλοι καὶ περίμεναν νὰ φύγουν οἱ καπνοὶ καὶ οἱ σκόνες καὶ νὰ δοῦν τὸ ἀνατριχιαστικὸ θέαμα τοῦ διαμελισμοῦ του. Ἔκπληκτοι, ὅμως, ἀντίκρισαν τὸν Γέροντα Ἰάκωβο κάτασπρο ἀπὸ τὶς σκόνες, νὰ τινάζει τὰ ράσα του, χωρὶς νὰ ἔχει πάθει τὴν παραμικρὴ ἀμυχή.
Τὸ θαῦμα ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς νὰ γίνει, γιὰ νὰ κερδηθοῦν ψυχές, ἀφοῦ βλέποντας αὐτὸ πολλοὶ στρατιῶτες ζήτησαν νὰ ἐξομολογηθοῦν κοντά του καὶ τὸν πλησίασαν μὲ δέος καὶ θαυμασμὸ λέγοντας: -Παπούλη, δὲν ἔπαθες τίποτα;
-Πῶς νὰ πάθω παιδιά μου, ἀφοῦ ἔλεγα τὴν προσευχή μου! Καὶ ἐσᾶς δὲν θὰ σᾶς ἀφήσει ὁ Θεὸς νὰ πάθετε τίποτα. Θὰ σᾶς φυλάξει νὰ γυρίσετε στὰ σπιτικά σας. Μονάχα νὰ βαδίζετε στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ. Νὰ καθήσω, παιδιά μου, νὰ σᾶς ἐξομολογήσω καὶ νὰ σᾶς λειτουργήσω, γιὰ νὰ μεταλάβετε;
-Ναί, Παπούλη, ἀπάντησαν ὅλοι συνεπαρμένοι ἀπὸ τὸ ἐξαίσιο θαῦμα.
Τὴ μοναδικὴ αὐτὴ εὐκαιρία δὲν τὴν ἄφησε νὰ πάει χαμένη ὁ Γέροντας. Ἡ διαρκὴς μέριμνά του ἦταν ἡ σωτηρία τῶν ψυχῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ πάντοτε εἶχε μαζί του ἕνα παληὸ πετραχήλι. Τὸ ἔβγαλε κάθησε σὲ μία πέτρα κάτω ἀπὸ ἕνα δένδρο καὶ παρὰ τὸ κρύο τοῦ χειμῶνος ἐξομολογοῦσε ἕναν-ἕναν τοὺς στρατιῶτες. Ὁ πονηρὸς, ὅμως, θέλησε νὰ ταράξει τὴν ὄμορφη, κατανυκτική, γεμάτη ἀπὸ εὐλάβεια αὐτὴ στιγμή.
Ἕνας λοχίας, ποὺ ἦταν δάσκαλος στὴν πολιτική του ζωή, προσπαθοῦσε νὰ ἐμποδίσει τοὺς στρατιῶτες νὰ ἐξομολογηθοῦν. Ὁ πατὴρ Ἰάκωβος ποὺ τὸν ἄκουσε, τὸν προέτρεψε νὰ ἐξομολογηθεῖ καὶ αὐτός, μὰ ὁ λοχίας ἦταν τελείως ἀρνητικός. Καὶ ὄχι μόνο δὲν δέχθηκε τὴν πρόταση τοῦ Γέροντος, ἀλλὰ καὶ παίρνοντας ἐπιδεικτικὰ μερικοὺς ἄνδρες, πῆγε πιὸ πέρα στὸ δάσος, νὰ μαζέψει ξύλα. Ἐκεῖ, ὅμως, καθὼς ἀνέβηκε πάνω σὲ ἕνα δένδρο, γιὰ νὰ κόψει μερικὰ κλωνάρια ἔσπασε ἕνα ἀπὸ αὐτὰ καὶ πέφτοντας κάτω τὸν καταπλάκωσε καὶ τὸν σκότωσε.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ τραγικὸ συμβὰν δὲν ἔμεινε στρατιώτης ἀνεξομολόγητος. Ὁ Γέροντας, ὅμως, καὶ γι’ αὐτοῦ τὴν ψυχὴ προσευχήθηκε καὶ μάλιστα ὁ ἴδιος ἔψαλε καὶ τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία του.
Πηγή: “Διορατικοί Σύγχρονοι Ἀσκητές” Δρος Χαραλάμπους Μ. Μπούσια, εκδ. Αγαθός Λόγος, σελ. 97-100
