
Ὁ πρώην μουσουλμᾶνος Γιουσοὺφ Ἄμπντοὺλ Ὀγκλὶ εἶχε μιὰ περιπετειώδης ζωή. Τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ τὸν καθοδηγεῖ ὅταν τὸ σπίτι του τον ἀποκήρυξε καὶ τὸν πρόδωσε, ἡ πατρίδα του Τουρκία τον καταδίωξε καὶ ἡ νέα του πατρίδα Ρωσία τὸν εἶδε μὲ καχυποψία. Ἡ ἀναζήτηση καὶ ἡ εὕρεση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἕνας σταυρός, μὲ πολλὰ βασανιστήρια, κινδύνους καὶ δοκιμασίες. Ἀξιώθηκε ὄχι μόνο νά γνωρίσει τήν ἀληθινή πίστη καί νά βαπτισθεῖ, ἀλλά ἐπιπλέον ἀξιώθηκε νά ἐνδυθεῖ τό ἀγγελικό σχῆμα καί μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ δεῖ καί νά γευθεῖ «ὀπτασίας καί ἀποκαλύψεις Κυρίου». Ὅπως ὁ ἀπόστολος Παῦλος, στο τέλος τῆς ζωῆς του «ἡρπάγη εἰς τόν παράδεισον καί ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, ὅ οὐκ ἐξόν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι», ἐμπειρίες καί καταστάσεις που τόσο λίγοι ἔχουν ζήσει. Μία ἀκόμα τρανή ἀπόδειξη «ὅτι οὐκ ἔστι προσωπολήπτης ὁ Θεός, ἀλλ ἐν παντί ἔθνει ὁ φοβούμενος αὐτόν καί ἐργαζόμενος δικαισύνην δεκτός αὐτῷ ἐστι».
Μοναχὸς Νικόλαος τῆς Ὄπτινα:
Την Πέμπτη, 13 Μαΐου, γύρω στίς τρεῖς τή νύχτα, ἄρχισα νά διαβάζω τούς χαιρετισμούς τοῦ ἁγίου Νικολάου τοῦ θαυματουργοῦ. Ὁ Κύριος μοῦ ἔστειλε τέτοια εὐλογία, πού εἶχα πολλά δάκρυα. Ὅλο το βιβλίο ἔγινε μούσκεμα ἀπό τά δάκρυά μου. Ὅταν τελείωσα τόν ὄρθρο, ἄρχισα να διαβάζω τόν 50ό ψαλμό «Ἐλέησόν με ὁ Θεός…» καί μετά το σύμβολο τῆς Πίστεως. Τό διάβασα ὅλο καί τό τελείωσα μέ τίς λέξεις «προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καί ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν».
Εκείνη τη στιγμή κάποιο ἀόρατο χέρι πῆρε τά δικά μου χέρια, τά σταύρωσε καί τό κεφάλι μου περικυκλώθηκε ἀπό φωτιά, πού ἔμοιαζε μέ τό κίτρινο χρώμα τοῦ οὐράνιου τόξου.
Αὐτή ἡ φωτιά δέν μέ ἔκαιγε, ἀλλά γέμιζε ὅλο το σώμα μου ἀνείπωτη χαρά, τέτοια χαρά, πού δέν εἶχα νιώσει ποτέ. Αυτή τή χαρά δέν μποροῦμε νά τή συγκρίνουμε με καμιά χαρά τοῦ κόσμου τούτου. Δέν θυμᾶμαι μάλιστα πότε καί πῶς εἶδα τόν ἑαυτό μου να μεταφέρεται σε κάποια ἄλλη, θαυμάσια και πανέμορφη περιοχή, σ’ ἕνα τοπίο γεμάτο φῶς. Δὲν ἔβλεπα σ’ αὐτή την περιοχή τίποτα ἀπ᾿ ὅσα ἔχω δεῖ στή γῆ. Ἔβλεπα μόνο μία χωρίς ὅρια θάλασσα φωτός.
Εκείνη τη στιγμή ἐμφανίστηκαν δίπλα μου, ἀπό τήν ἀριστερή πλευρά, δυό ἄνθρωποι. Ὁ ἕνας ἦταν νέο παλικάρι, ὁ ἄλλος ἦταν γέροντας. Πῆρα τότε τήν πληροφορία ὅτι ὁ ἕνας ἦταν ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ὁ διά Χριστόν σαλός καί ὁ ἄλλος ἦταν ὁ μαθητής του ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος. Καί οἱ δυό ἦταν ἀμίλητοι. Αμέσως εἶδα μπροστά μου ἕνα παραπέτασμα χρώματος μπορντό. Κοίταξα ψηλότερα πάνω ἀπό τό παραπέτασμα καί εἶδα τόν Κύριο Ιησοῦ Χριστό. Καθόταν σε θρόνο καί ἡταν ντυμένος μέ πολύτιμα ἄμφια, πού ἔμοιαζαν τοῦ ἀρχιερέως, καί στο κεφάλι φοροῦσε μίτρα. Δεξιά τοῦ Κυρίου στεκόταν ἡ Παναγία καί ἀριστερά ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, φορώντας ροῦχα πού ἔμοιαζαν μέ αὐτά τῶν εἰκόνων. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης κρατοῦσε στό ἕνα χέρι του τό Σταυρό τοῦ Κυρίου. ᾿Αριστερά καί δεξιά τοῦ Κυρίου εἶδα δυό πανέμορφους νέους, πού ἔλαμπαν ἀπό χαρά καί κρατοῦσαν ρομφαῖες ὅλο φῶς. Εκείνη τή στιγμή ἡ καρδιά μου γέμισε ἀπό ἀνείπωτη χαρά. Κοιτοῦσα τόν Σωτήρα καί ἔνιωθα ἀγαλλίαση, μόνο καί μόνο πού μποροῦσα να βλέπω το πρόσωπό Του. Ὁ Κύριος φαινόταν στην ἡλικία τῶν τριάντα περίπου χρόνων. Ἔτσι συνειδητοποίησα ὅτι ἐγώ, ὁ μεγαλύτερος ἁμαρτωλός, ὁ χειρότερος καί ἀπό σκύλο, ἀξιώθηκα ἀπό τόν Κύριο μιά τέτοια φιλανθρωπία, νά βρίσκομαι μπροστά στο θρόνο τῆς δόξας Του.
Ὁ Κύριος μέ κοίταζε μέ τρυφερότητα, λές καί ἤθελε νά μοῦ δώσει δύναμη. Μέ τό ἴδιο βλέμμα μέ κοιτοῦσε ἡ Παναγία καί ὁ ἅγιος Ιωάννης ὁ Πρόδρομος. Αλλά οὔτε ἀπό τόν Κύριο, οὔτε ἀπό τήν Παναγία, οὔτε ἀπό τὸν ἅγιο Ιωάννη τόν Βαπτιστή ἀξιώθηκα νὰ ἀκούσω ἔστω καί μία λέξη.
᾿Ακόμα, εἶδα μπροστά στον Κύριο Ἰησοῦ τὸν ἱερομόναχο τῆς σκήτης μας, τον π. Νικόλαο Λοπάτιν, ὁ ὁποῖος εἶχε πεθάνει ἀπό τό μεσημέρι τῆς 10ης Μαΐου καί δέν τὸν εἴχαμε ἀκόμη ἐνταφιάσει, ἐπειδή περιμέναμε να ρθεῖ ὁ ἀδελφός του ἀπό τή Μόσχα. Ὁ π. Νικόλαος ἔκανε μετάνοιες μπροστά στόν Κύριο, μά δέν φοροῦσε τά μοναχικά ρούχα, ἀλλά τὰ ροῦχα τοῦ δοκίμου. Στα χέρια του κρατοῦσε τό κομποσχοίνι καί ἡ κεφαλή του ἦταν ἀκάλυπτη. Αν τοῦ εἶπε κάτι ὁ Κύριος, ή Παναγία, ὁ ἅγιος Ἰωάννης καί οἱ δυό νέοι, δέν πρόσεξα.
Ἔπειτα κοίταξα δεξιά καί εἶδα πάρα πολλούς ἀνθρώπους να πλησιάζουν κοντά μου. Καθώς πλησίαζαν, ἄρχισα ν’ ἀκούω ὄμορφες, γλυκιές ψαλμωδίες, ἀλλά δέν μποροῦσα νά ξεχωρίσω τίς λέξεις καί τί ἀκριβῶς ἔψελναν. Ὅταν πλησίασαν κοντά μου, μποροῦσα νά τούς δῶ καλύτερα. Εἶδα τότε ὅτι μερικοί φοροῦσαν ἄμφια ἀρχιερέων, ἱερέων, μερικοί ἦταν μοναχοί, ἐνῶ ἄλλοι κρατοῦσαν κλαδιά. Εἶδα καί ἀρκετές γυναῖκες μέ πλούσια καί ὄμορφα ρούχα. Στά πρόσωπα αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων ἀναγνώρισα πολλούς ἁγίους πού ἤξερα ἀπό τίς εἰκόνες: τόν προφήτη Μωυσή, πού κρατοῦσε στο δεξί χέρι τίς ἐντολές, τόν προφήτη Δαβίδ, πού κρατοῦσε ἕνα μουσικό όργανο ὅμοιο μέ σαντούρι καί ἔπαιζε ὡραιότατες μελωδίες. Εἶδα καί το δικό μου ἅγιο, τόν ἅγιο Νικόλαο.
Μέσα σ’ ὅλους αὐτούς ἀναγνώρισα καί μερικούς στάρετς τῆς Ὄπτινα, πού εἶχαν ἤδη κοιμηθεῖ, ὅπως τόν Λεωνίδα, τόν Μακάριο, τόν Ἀμβρόσιο καί μερικούς γέροντες τῆς μονῆς πού ἀκόμη ἦταν ἐν ζωῇ. Ὅλοι αὐτοί οἱ ἅγιοι ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ μέ κοιτοῦσαν. Καί τότε φάνηκε μπροστά μου, ἀνάμεσα σε μένα καί τό παραπέτασμα, μιά μεγάλη, σκοτεινή καί βαθιά ἄβυσσος, σάν χαράδρα, ἀλλά το σκοτάδι αὐτῆς τῆς χαράδρας δέν μέ ἐμπόδιζε να διακρίνω στο βάθος τό βασιλιά τοῦ σκότους, ἔτσι ὅπως τόν ζωγραφίζουν στίς εἰκόνες. Στα χέρια του καθόταν ὁ Ιούδας, πού κρατοῦσε ἕνα σακούλι. Δίπλα του εἶχε τόν ψευδοπροφήτη Μωάμεθ, πού φοροῦσε ἕνα ράσο πράσινου χρώματος καί πάνω στο κεφάλι του ἕνα πράσινο τουρμπάνι. Γύρω ἀπό τό σατανά, ὁ ὁποῖος ἦταν στο κέντρο τῆς ἀβύσσου, είδα πάρα πολλούς ἀνθρώπους διαφόρων ἡλικιῶν, ἄνδρες και γυναίκες, ἀλλά δέν ἀναγνώρισα κανέναν ἀπό τούς γνωστούς.
Καί μέσα ἀπό τήν ἄβυσσο ἀνέβαιναν σε μένα φωνές ἀπελπισίας καί φρίκης, φωνές πού δέν μπορεῖς νά περιγράψεις μέ λόγια…
Αὐτό τό φρικτό ὅραμα τελείωσε. Ξαφνικά βρέθηκα σ’ ἕναν ἄλλο τόπο, πού ἦταν γεμάτος φῶς καί ἔμοιαζε μέ τόν τόπο πού εἶδα τήν πρώτη φορά. Τούς ἁγίους Ανδρέα καί Ἐπιφάνιο δέν τοὺς εἶχα πιά δίπλα μου. Εἶναι δύσκολο νά περιγράψω τί όμορφιά ὑπῆρχε σ’ αὐτή τήν τοποθεσία. Μιά ὀμορφιά πού δέν περιγράφεται καί δέν μπορεῖ νά ἐκφραστεῖ μέ λόγια. Ἐάν ἐμεῖς κάποιες φορές συναντᾶμε μεγάλη δυσκολία γιά νά περιγράψουμε τήν ὀμορφιά τῆς γῆς καί δέν βρίσκουμε λόγια, παίρνουμε τότε χρώματα καί ἤχους καί προσπαθοῦμε νά τήν περιγράψουμε μέ αὐτά τά μέσα. Πῶς λοιπόν ἐγώ ὁ φτωχός μπορῶ νά περιγράψω τίς ὀμορφιές τοῦ παραδείσου; Εἶναι ἐξαιρετικά φτωχή ἡ γλώσσα τοῦ ἀνθρώπου, γιά νά περιγράψει τή θαυμάσια αὐτή εἰκόνα.
Εἶδα ἐκεῖ μεγάλα, πανέμορφα δέντρα, γεμάτα καρπούς. Ήταν τό ἕνα πλάι στο ἄλλο σάν δεντροφυτευμένος δρόμος. Δέν μποροῦσα να διακρίνω ποῦ τελειώνει αὐτός ὁ δρόμος. Από πάνω τά δέντρα αὐτά ἕνωναν τά κλαδιά τους καί δημιουργοῦσαν ἕναν καταπράσινο θόλο. Ὁ δρόμος ήταν στρωμένος μέ κάτι πού ἔμοιαζε μέ καθαρό χρυσάφι. Ἡ γῆ ἔλαμπε. Στα δέντρα ήταν πολλά πουλιά, πού ἔμοιαζαν λίγο με τα πουλιά των τροπικών χωρῶν, ἀλλά ήταν πολύ πιό όμορφα. Το κελάηδημα αὐτῶν τῶν πουλιών ήταν πολύ αρμονικό και καμιά μουσική τῆς γῆς δέν μπορεῖ να συγκριθεῖ μέ τή γλυκύτητα αὐτῶν τῶν ἤχων. Κελαηδοῦσαν χωρίς λόγια.
Σ’ αὐτό τό μεγάλο κῆπο ὑπῆρχε κι ἕνας ποταμός. Το νερό ήταν πεντακάθαρο. Στό βάθος, ἀνάμεσα στα δέντρα, πρόσεξα όμορφες μονές. Ἔμοιαζαν μέ παλάτια. Θύμιζαν λίγο τα παλάτια πού εἶχα δεῖ στήν Κωνσταντινούπολη, μόνο πού αὐτές οἱ μονές ἦταν ἀπερίγραπτης ὀμορφιᾶς. Τό χρῶμα τῶν τοίχων ἦταν μώβ κι ἔμοιαζαν μέ τό ρουμπίνι. Ὁ παράδεισος μοῦ θύμιζε κάπως τή σκήτη μας στήν Ὄπτινα, ὅπου τά κελιά τῶν μοναχῶν βρίσκονται σε μικρή ἀπόσταση τό ἕνα ἀπό τό ἄλλο καί ἀνάμεσά τους ὑπάρχουν ὀπωροφόρα δέντρα. Ποιός ἔφτιαξε τή σκήτη μας μέ αὐτό τό σχέδιο, δέν ξέρω.
Ὁ παράδεισος ἦταν περιτριγυρισμένος ἀπό ἕναν τοῖχο. Ἐγώ εἶδα μόνον τή νότια πλευρά. Στόν τοῖχο διάβασα τά ὀνόματα τῶν 12 ἀποστόλων. Δέν θυμᾶμαι σε ποιά γλώσσα ἦταν γραμμένα.
Εἶδα ἐπίσης κι ἕναν ἄνθρωπο πού ἦταν ντυμένος μέ λαμπρά ροῦχα καί καθόταν σ’ ἕνα θρόνο λευκοῦ χρώματος. Ἦταν περίπου 60 χρονῶν, ἀλλά τό πρόσωπό του, παρόλο πού ἦταν ἄσπρα τά μαλλιά του, ἦταν σάν πρόσωπο ἑνός παλικαριοῦ. Γύρω του ἦταν πάρα πολλοί φτωχοί, στούς ὁποίους μοίραζε κάτι. Τότε μία φωνή μοῦ εἶπε ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἦταν ὁ ἅγιος Φιλάρετος ὁ Ἐλεήμων. Ἐκτός ἀπ᾿ αὐτόν, δέν ἀξιώθηκα νὰ δῶ κανέναν ἄλλον ἀπό τούς ἁγίους κατοίκους τοῦ παραδείσου.
Στή μέση τοῦ παραδείσου εἶδα τόν ζωοποιό Σταυρό μέ τόν ἐσταυρωμένο Κύριο. Ἕνα ἀόρατο χέρι μοῦ ἔδειξε να προσκυνήσω τό Σταυρό. Πράγματι γονάτισα μπροστά στό Σταυρό καί, καθώς προσκυνοῦσα, γέμισε ἡ καρδιά μου ἀπό οὐράνια γλυκύτητα. Σάν μιά θερμή φλόγα να γέμισε ὅλο τὸ σῶμα μου. Ύστερα ἀπ’ αὐτό εἶδα μιά μεγάλη μονή, πού ἔμοιαζε με τίς ἄλλες μονές τοῦ παραδείσου, μόνο πού ἦταν πολύ πιό ὅμορφη σε σύγκριση μέ τίς ἄλλες. Ἡ στέγη ἔμοιαζε μέ τό θόλο τῆς ἐκκλησίας καί ἦταν τόσο ψηλή, πού χανόταν στόν οὐρανό. Σ’ αὐτή τή μονή, σ’ ἕναν ἐξώστη εἶδα θρόνο περίλαμπρο, όπου καθόταν ή Βασίλισσα τῶν Οὐρανῶν. Γύρω της ὑπῆρχαν πολύ όμορφοι νέοι με λαμπρά, κατάλευκα ροῦχα καί κρατοῦσαν στα χέρια τους ἀντικείμενα πού ἔμοιαζαν με σκήπτρα, ἀλλά δέν ξεχώριζα τί ἦταν ἀκριβῶς. Ἡ Βασίλισσα τῶν Οὐρανῶν ἦταν ντυμένη μέ τά ἴδια ροῦχα πού συνήθως ζωγραφίζεται στις εἰκόνες, μόνον πού ἦταν πολύχρωμα. Στό κεφάλι της φοροῦσε στέμμα βασιλικό. Ἡ Βασίλισσα τῶν Οὐρανῶν μέ κοίταζε καί κάτι μοῦ ἔλεγε μέ τρυφερότητα, ἀλλά δέν ἀξιώθηκα ν’ ἀκούσω τά λόγια της.
Ἔπειτα κι ἀπ᾿ αὐτή τήν ὀπτασία ἀξιώθηκα να δῶ τήν Αγία Τριάδα, τόν Πατέρα, τόν Υἱό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἔτσι ὅπως ἀπεικονίζονται στίς ἅγιες εἰκόνες,
δηλαδή τόν Πατέρα σάν σεβάσμιο γέροντα, τόν Υἱό σάν νεότερο ἄνδρα πού κρατοῦσε στο δεξί χέρι τόν ζωοποιό Σταυρό καί τό ῞Αγιον Πνεῦμα πού ἔμοιαζε μέ περιστέρι. Τήν ὀπτασία τῆς Ἁγίας Τριάδος τήν εἶδα στόν ἀέρα. Μοῦ φάνηκε πώς περπατοῦσα πολύ χρόνο μέσα στόν παράδεισο ἀπολαμβάνοντας ὀμορφιές τοῦ παραδείσου, πού δέν χωρᾶνε στό μυαλό τοῦ ἀνθρώπου.
Ὅταν τελείωσε αὐτό τό ὅραμα καί ξαναβρέθηκα μόνος στό κελί μου, εὐχαρίστησα τόν Θεό γι’ αὐτή τή μεγάλη παρηγοριά καί χαρά πού ἀξιώθηκα νά δῶ, ἐγώ ὁ μεγάλος ἁμαρτωλός. Ὅλη τήν ὑπόλοιπη ἡμέρα ἤμουν ἐκτός ἑαυτοῦ, ἀπό τή μεγάλη χαρά πού γέμιζε την καρδιά μου. Τίποτα δέν μποροῦσε νά συγκριθεῖ μ᾿ αὐτή τή χαρά πού ἔνιωθα καί πού δέν ξαναέζησα στή ζωή μου.
Πηγή: “Μοναχὸς Νικόλαος τῆς Ὄπτινα, κατὰ κόσμον Γιουσοὺφ Ἄμπντοὺλ Ὀγκλί”, Στάρετς Βαρσανούφιου, ἐπιμέλεια ἐκδ. Ἄρχιμ. Νεκτάριος Ἀντωνόπουλος, ἐκδ. Ἀκρίτας, σελ. 99-104
