Ἡ Ἀργυρώ της Σπιναλόγκα!

Ἡ Ἀργυρὼ Στεφανάκη γεννήθηκε στὶς Βασιλειές, ἕνα χωριὸ ἔξω ἀπὸ τὸ Ἡράκλειο Κρήτης, στὶς 7 Δεκεμβρίου 1924. Οἱ γονεῖς της ἦταν φτωχοὶ ἀλλὰ εὐσεβεῖς ἄνθρωποι κι ἀπέκτησαν πέντε παιδιά: τὴν Ἀργυρώ, τὸν Ἀριστείδη, τὴν Ἰωάννα, τὴ Γεωργία καὶ ἕνα μικρὸ Βενιζελάκι ποὺ ἐκοιμήθη νήπιο.

Ἡ Ἀργυρὼ ἦταν μιὰ λεβέντισσα, ὄμορφη, καλοστημένη! Ἀγαπήθηκαν μ’ ἕναν νέο, ἀλλὰ πρὶν προλάβουν νὰ παντρευτοῦν κηρύχθηκε ὁ πόλεμος. Τὸ παλικάρι ἔφυγε καὶ πολέμησε στὴν Ἀλβανία τοὺς Ἰταλούς. Μετὰ τὴ συνθηκολόγηση κατέβηκε στὴν Κρήτη γιὰ νὰ ἀγωνιστεῖ κι ἐκεῖ ἐναντίον τῶν Γερμανῶν. Κάποια στιγμὴ βρίσκεται αἰχμάλωτος τῶν Γερμανῶν νὰ ὁδηγεῖται πρὸς ἐκτέλεση. Πληροφορεῖται ἡ Ἀργυρώ τα καθέκαστα καὶ τρέχει στὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσης. Δέκα Ἕλληνες εἶναι στημένοι στὸν τοῖχο καὶ ἀπέναντί τους δέκα Γερμανοὶ μὲ προτεταμένα τὰ ὅπλα τους περιμένουν τὴ διαταγὴ γιὰ νὰ πυροβολήσουν. Ἡ Ἀργυρὼ ἀγέρωχη, περήφανη, ὄμορφη σὰν θεὰ περνάει μπροστά τους καὶ μία – μία κατεβάζει τις κάνες τῶν ὅπλων. Ὅλοι σαστίζουν. Ὁ στρατιωτικὸς ὑπεύθυνος τῆς ἐκτέλεσης τὴ φωνάζει μπροστά του.

-Τί κάνεις ἐκεῖ; Τί θέλεις;

-Ὁ ἀρραβωνιαστικὸς μοῦ εἶναι ἐδῶ. Ἢ θὰ τὸν ἐλευθερώσεις ἢ χτύπα κι ἐμένα!

Ὁ ἄνθρωπος ὑποκλίνεται. Τέτοιο θάρρος, τέτοια ἀφοσίωση δὲν τὴν ἔχει ξαναδεῖ.

-Πάρ’ τον καὶ φύγε!, τῆς λέει.

Μὰ ἡ Ἀργυρὼ δὲν σταματᾶ ἐδῶ. Καὶ τὰ ἄλλα παλικάρια εἶναι Ἕλληνες, εἶναι χωριανοί της. Μὲ περίσσιο θάρρος ἀντιλέγει!

-Ὄχι! Ἢ ὅλους ἢ στῆσε μὲ κι ἐμένα στὸν τοῖχο!

Καὶ μὲ τὰ λόγια αὐτὰ προχωράει πρὸς τοὺς κατάδικους.

Ὁ διοικητὴς ἔχει μείνει ἄφωνος. Οἱ στρατιῶτες του τὸ ἴδιο. Στέλνει μήνυμα στὸν ἴδιο τόν Φύρερ, ὁ ὁποῖος ἐκφράζει τὸν θαυμασμό του καὶ τὴν ἐπιθυμία του νὰ γνωρίσει αὐτὴ τὴν ἡρωικὴ Ἑλληνίδα. Καὶ χαρίζεται ἡ ζωὴ σὲ ὅλους…

Μετὰ ἀπὸ αὐτό, ἡ Ἀργυρὼ καὶ ὁ ἀγαπημένος τῆς παντρεύονται. Ἀποκτοῦν ἕνα παιδάκι. Μετὰ τὴ γέννα ὅμως ἐκδηλώνεται ἡ φοβερὴ ἀρρώστια τῆς λέπρας στὴν Ἀργυρώ. Πρέπει νὰ ἀφήσει τὸν ἄντρα της, τὸ νεογέννητο ἀγγελούδι της, τὸ σπιτικό της, ὅλη τὴ ζωή της καὶ ν’ ἀπομονωθεῖ στὴ Σπιναλόγκα, τὸ νησὶ τῶν καταραμένων. Τὴν περιμένει ἡ κοινὴ μοῖρα αὐτῶν τῶν ἀπόκληρων…

Ὁ πατέρας μένει μ’ ἕνα λεχούδι στὰ χέρια. Ἀναζητάει τροφὸ γιὰ νὰ τοῦ τὸ ἀναστήσει καὶ βρίσκει βοήθεια ἀπὸ μιὰ γυναῖκα στὰ Χανιά, στὴν ἄλλη ἄκρη τῆς Κρήτης. Περνοῦν λίγοι μῆνες. Ἡ Ἀργυρὼ καίγεται ἀπ’ τὴ στέρηση τοῦ σπλάχνου της καὶ παίρνει μιὰ τρελὴ ἀπόφαση. Νύχτα βουτάει στὴ θάλασσα καὶ διασχίζει κολυμπῶντας τὴν ἀπόσταση μέχρι την ἀπέναντι στεριά. Ἔχει κάνει ἕναν μπόγο τὰ ροῦχα της καὶ τά ‘χει δέσει πάνω στὸ κεφάλι της. Περπατάει ἑφτὰ μερόνυχτα, μόνη, κρυπτόμενη γιὰ νὰ μὴν τὴν ἀντιληφθοῦν καὶ τὴν πετροβολήσουν, σχεδὸν ἄσιτη καὶ ἄποτη καὶ κάποια στιγμὴ φθάνει στὰ Χανιὰ καὶ βρίσκει τὸ σπίτι τῆς τροφοῦ -εἶχε πάρει τὶς πληροφορίες της ἀπὸ τὰ μηνύματα ποὺ τῆς ἔστελνε ὁ ἄντρας της. Τὸ βρίσκει ἔρημο. Κάθεται παράμερα στὴν αὐλὴ καὶ περιμένει. Κάποια στιγμὴ ἔρχονται κάποιοι, μιὰ γυναῖκα, δυό-τρεῖς γριές. Ἀπὸ μακριὰ τοὺς μιλάει, τοὺς συστήνεται.

-Μόνο νὰ μοῦ πεῖτε ἂν εἶναι καλὰ τὸ παιδί μου. Μόνο νὰ τὸ δῶ ἀπὸ μακριά!, τοὺς λέει.

-Τὸ παιδί σου πέθανε χθὲς τὸ βράδυ! Μόλις τὸ κηδέψαμε, ἐρχόμαστε ἀπὸ τὰ μνήματα…

Μαζεύει τὰ συντρίμμια της, τὸν πόνο της καὶ παίρνει τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς…

Περνοῦν λίγα χρόνια. Ἐκείνη πάντα στὴ Σπιναλόγκα. Παίρνει μήνυμα ἀπὸ τὸν ἄντρα της πὼς θέλει νὰ παντρευτεῖ. Ἐκεῖνος εἶναι νέος καὶ δὲν ὑπάρχει καμιὰ ἐλπίδα σωτηρίας καὶ ἐπιστροφῆς γιὰ τὴν Ἀργυρώ.

-Μὲ ὅλη μου τὴν καρδιὰ καὶ τὴν ἀγάπη μου!, τοῦ ἀπαντάει.

Καὶ τὴ μέρα τοῦ γάμου κάνει πάλι τὴν ἴδια παράτολμη ἐνέργεια. Βγαίνει κολυμπῶντας καὶ παρευρίσκεται στὸ γάμο, πάλι ἀπὸ μακριά. Κι ὅταν τελειώνει τὸ μυστήριο πλησιάζει τὴ νύφη καὶ τῆς φωνάζει:

-Ἔχεις καλὸν ἄντρα νὰ τὸν ἀγαπᾶς!

Καὶ τῆς ἀφήνει καὶ τὸ δῶρο της, ἕνα χρηματικὸ ποσὸ ποὺ τὸ μάζεψε ψίχουλο – ψίχουλο ἀπὸ τὸ ἐπίδομα ποὺ τῆς ἔδιναν. Καὶ σὲ κάθε παιδὶ ποὺ γεννοῦσε αὐτὴ ἡ γυναῖκα, ἔβγαινε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο στὴ βάφτισή του κι ἄφηνε ἕνα δῶρο, ὅ,τι μποροῦσε ἡ φτώχια τῆς νὰ προσφέρει…

Τὸ 1957 τὸ Λεπροκομεῖο της Σπιναλόγκα κλείνει. Ἔχει φθάσει κι ἐδῶ τὸ φάρμακο τῆς λέπρας. Ὅσοι εἶχαν τὴ νόσο σὲ πρώιμα στάδια θεραπεύθηκαν καὶ ἐπέστρεψαν στὰ σπίτια καὶ στὶς οἰκογένειές τους. Οἱ παλιοὶ ἀσθενεῖς, στοὺς ὁποίους εἶχαν προκληθεῖ ὁρατὲς ἀνεπανόρθωτες βλάβες καὶ οἱ ὁποῖοι ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον εἶχαν ξεχαστεῖ καὶ ἀπὸ τὶς οἰκογένειές τους, ἂν καὶ θεωροῦνταν ἀσφαλεῖς πλέον μὲ τὴ θεραπεία στὴν ὁποία εἶχαν καὶ αὐτοὶ ὑποβληθεῖ, μεταφέρθηκαν σὲ εἰδικὴ πτέρυγα τοῦ Νοσοκομείου Λοιμωδῶν Νόσων στὴν Ἁγία Βαρβάρα Ἀττικῆς.

Ἐδῶ ἡ Ἀργυρὼ θὰ γίνει μιὰ ταπεινὴ διάκονος τῶν πιὸ ἡλικιωμένων ἀσθενῶν. Θὰ γνωρίσει τὸν Ἅγιο Νικηφόρο τὸν λεπρὸ καὶ τὸν Ἅγιο Εὐμένιο Σαριδάκη καὶ θὰ βιώσει τὴν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Θὰ πάρει καὶ θὰ δώσει ἀγάπη καὶ προσφορά, θ’ ἁγιάσει μὲ τὴ ὕπαρξή της ἐκεῖνον τὸν ταλαίπωρο τόπο. Μαζὶ μὲ δυό-τρεῖς ἄλλες ὁμοιοπαθεῖς γυναῖκες ἔπλεναν, καθάριζαν, περιποιοῦνταν καὶ νεκροστόλιζαν, ὅταν ἐρχόταν ἡ ὥρα τους, τὶς λεπρὲς ἀδελφές.

Ἀξιοσημείωτο εἶναι καὶ τὸ τάμα ποὺ εἶχαν ἀπὸ παλιὰ κάνει: «Κάνε, Θεέ μου, νὰ βρεθεῖ τὸ φάρμακο γιὰ τὴ λέπρα, ὄχι γιά μας, γιὰ τοὺς νέους ποὺ χάνουν τὴν ἀξιοπρέπεια καὶ τὴ ζωή τους καὶ δὲν θὰ φᾶμε λάδι στὸν αἰῶνα».

Κι ἀφοῦ βρέθηκε τὸ φάρμακο ἔπρεπε νὰ κρατήσουν τὴν ὑπόσχεση. Καὶ τὴν κράτησαν. Καὶ δὲν ἔβαλαν λάδι στὸ στόμα τους. Καὶ τὸ Πάσχα γιὰ νὰ κάνουν κατάλυση βουτοῦσαν τὸ δάχτυλο, τὸ κολοβωμένο ἀπ’ τὴν ἀρρώστια, στὸ λάδι τῆς καντήλας καὶ τὸ ἀκουμποῦσαν στὰ χείλη τους γιὰ νὰ τιμήσουν τὴν ἡμέρα την Ἀνάστασης χωρὶς νὰ πατήσουν τὸν ὅρκο τους.

Αὐτὴ ἦταν ἡ Ἀργυρώ. Ποιός ξέρει πόσα ἄλλα διαμάντια ἔκρυβε ἡ μαρτυρικὴ ζωή της! Ἐκοιμήθη εἰρηνικὰ στὶς 12 Ἰουλίου 2014. Στὶς 26 Ἰουλίου 2017 ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων της ποὺ εὐωδίαζαν! Τὸ λείψανο αὐτῆς ποὺ ἐν ζωῇ ἔπρεπε νὰ περικρύπτει τὴν ἀσχήμια καὶ τὴν κακοσμία τοῦ λεπροῦ της σώματος!

Τὴ βιογραφία τῆς μακαρίας Ἀργυρὼς Στεφανάκη συνέθεσε ὁ π. Εὐάγγελος Παπανικολάου, ἱερέας καὶ ἰατρός, ἀπὸ τὶς διηγήσεις ποὺ ἄκουγε ἀπὸ τὴν ἴδια.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἀσκητὲς ἐν τῷ Κόσμω» ἐκδ. Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον «Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος»

Συντάκτης

Σχολιάστε

Το email σας δεν θα δημοσιευθεί.Τα απαραίτητα πεδία είναι μαρκαρισμένα *