Ὁ Ἅγιος παπά Νικόλαος Φουστανάκης, ὁ παππούς τῆς Γερόντισσας Γαλακτίας!

Ὁ παππούς μου, νυμφεύθηκε την γιαγιά μου, ὅταν ἐκεῖνος ἦταν 28 ἐτῶν. Ἦταν δάσκαλος. 29 ἐτῶν γέννησαν τὴν μάνα μου. 30 ἐτῶν ἔχασε τὴν σύζυγό του καὶ ἔμεινε ἐν χηρεία 66 ἔτη! Ὅταν λίγο ἀργότερα τοῦ πρότειναν τὴν Ἱερωσύνη, ἐκεῖνος δέχθηκε μὲ χαρά. Ἀντέδρασαν ὅμως κάποιοι χωριανοὶ ἐπειδὴ ἦταν χῆρος καὶ νέος στὴν ἡλικία. Ἐφοβοῦντο γιὰ τὴν ἐξέλιξή του.

Πήγαν στὸ Ἡράκλειο καὶ διαμαρτυρήθηκαν στὸν τότε Μητροπολίτη. Ἐκεῖνος τοὺς εἶπε αὐστηρά: «γιὰ κάνετέ μου τὴ χάρη… Δηλαδή ἂν ἦταν ἤδη Ἱερέας καὶ ἔφευγε ἡ πρεσβυτέρα του νωρίς, ἔπρεπε νὰ τὸν καθαιρέσω; Ἢ πιὸ σοφοὶ εἶστε ἐσεῖς ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἄφησαν τὰ Ἱερὰ Θεσπίσματα; (Ἱερούς Κανόνες)». Ἔφυγαν ντροπιασμένοι… Ὁ Μητροπολίτης τοῦ εἶπε: «δὲν ἔχω ἀντίρρηση νὰ σὲ χειροτονήσω. Θὰ πᾶς ὅμως στὸ Μοναστήρι τοῦ Κουδουμᾶ νὰ μοῦ φέρεις ἔγκριση ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ Γεροντάδες. Δὲν θέλω νὰ πέσει στὴν κεφαλή μου τυχόν ἁμάρτημά σου ποὺ ἐμποδίζει ἀπὸ τὴν χειροτονία. Μπορεῖ νὰ εἶμαι Μητροπολίτης ἀλλὰ γονατίζω μπροστὰ στὴν Ἁγιότητα»! Θαύμασε ὁ παππούς μου. Πῆρε ἕνα γρήγορο ψαρό ἄλογο καὶ κατέβηκε στὴν Μονή Κουδουμά. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἔξω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι μᾶλλον τόν περίμεναν. Ὁ Ὅσιος Παρθένιος καθάριζε κάτι χόρτα καὶ οἱ ὑπόλοιποι κάνανε κάτι ἄλλο, ὅλοι μαζί. Μόλις ἔφθασε, πρίν τοὺς χαιρετήσει, σηκώθηκε ὁ Ὅσιος Παρθένιος καὶ τὸν ἀγκάλιασε. Τοῦ εἶπε χαρούμενος: «Ξέρω γιατί ἦρθες παιδί μου δάσκαλε. Περίμενε να φωνάξω τὸν ἀδελφό μου». Έκανε νόημα στον Ὅσιο Εὐμένιο νὰ πλησιάσει. Ἔπειτα τοῦ εἶπε: «Τοῦτος ὁ φέρελπις νέος πρέπει νὰ ἱερωθεί! Ήταν καθαρώτατος πρὸ τοῦ γάμου, εἶχε ἀμίαντο κοίτη, ἐνάμιση χρόνο παντρεμένος, ἀπ’ ὅλες τις πλευρές. Καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ ζεῖ πιὸ καλὰ ἀπὸ καλόγηρος μετὰ τὴν χηρεία». Ἔγινε πνευματικός του ὁ Ὅσιος Εὐμένιος! Ὁ Ὅσιος Παρθένιος τὸν ἀποχαιρέτησε λέγοντάς του: «Σοῦ εὔχομαι παιδί μου νὰ μὴν χορτάσεις ποτὲ τὸν Χριστό! Νὰ γλυκαθεῖς καὶ νὰ Τὸν γυρεύεις ὅλο καὶ περισσότερο! Ταπεινός νὰ ‘σαι πάντα καὶ νὰ ἀγαπᾶς τοὺς ἀνθρώπους! Ὅλα τ’ ἄλλα θὰ ἔρχουνται μετά μοναχά ντός!». Δὲν ἔγινε, ὅμως, ἀμέσως Ἱερέας. Ἤθελε να δείξει πρῶτα δείγματα γραφῆς σὰν λαϊκός! Κόλλησε, ὅμως, σὰν τὸ στρείδι στούς Γεροντάδες του! Ποῦ τὸν ἔχανες, ποῦ τὸν ἔβρισκες, στὴ Μονή Κουδουμᾶ!

Ὁ παππούς μου ἀκολουθοῦσε τὴν γραμμὴ τῶν Γεροντάδων του. Τῶν Ὁσίων πατέρων Παρθενίου καὶ Εὐμενίου τῆς Μονῆς Κουδουμά.

Ὅταν κάποιοι εἶχαν προγαμιαῖες σχέσεις (ἔκλεβε ὁ γαμβρός τὴν κοπέλα γιὰ νὰ τὴν κατοχυρώσει ἢ συζοῦσαν πρὶν τὸν γάμο), δὲν τοὺς στεφάνωνε στην Ἐκκλησία ἀλλὰ στὸ σπίτι! Ρωτοῦσε πρῶτα καὶ κανεὶς δὲν τολμοῦσε νὰ τοῦ πεῖ ψέματα. Δὲν μπορῶ, ἔλεγε, νὰ λέω «ή παρθένος ἔσχες ἐν γαστρί…» καὶ νὰ χορεύω μία ἀγγιγμένη ἐνώπιον τῆς Ἀειπαρθένου Μαρίας παίζοντας τὰ μοῦτρα μου. Ὅταν καθυστεροῦσε νὰ κάνει παιδί ἕνα ζευγάρι, τοὺς ἔλεγε: «μήπως δὲν σᾶς δίδει ὁ Θεὸς ἢ ἐσεῖς εἶστε «ἐφευρέται κακῶν» καὶ βρίσκετε τρόπους να διώχνετε τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ; Ἂν συμβαίνει αὐτό, κόβω τὴν Θεία Κοινωνία». Τότε ὅλοι εἶχαν πολλά παιδιά…

Ὁ παππούς μου κάθε νέο ζευγάρι τὸ πήγαινε μὲ τὸ πετραχήλι στο σπίτι μετά την στεφάνωση. Ἄλοιφε με ἁγιασμένο λάδι τὸ ἀνώφλι τῆς πόρτας καὶ πετοῦσε ἁγιασμό στο σπίτι. Ἔλεγε: «καρπερό, ἀντρόπιαστο καὶ ἀμαγάριστο. Ἑκατοχρονίτικο καὶ αἰώνιο» (δηλαδή νὰ ζήσετε ἑκατὸ χρόνια καὶ νὰ προεκταθεῖ ἡ οἰκία σας στὴν αἰωνιότητα)!

Ὁ παππούς μου ἔλεγε: «Το σπίτι δὲν εἶναι πορνεῖο ἀλλὰ μαμουργειό (μαμμή, χώρος που γεννιῶνται καὶ μεγαλώνουν παιδιά). Ἀλλιῶς φεύγει ὁ Χριστὸς καὶ φουκαρώνει ὁ ἀντίδικος».

Ὁ παππούς μου ὁ παπά Νικόλας, δὲν ἤθελε τοὺς ἑφτάζυμους ἄρτους (μὲ ρεβύθι, χωρίς προζύμι) διότι ἄζυμα χρησιμοποιοῦν οἱ παπικοί. Ἔτσι τὸν εἶχαν συμβουλεύσει οἱ Γέροντές του, Ὅσιοι Παρθένιος καὶ Εὐμένιος. Ὅπως δὲν ἤθελε καὶ τὸ ρολόι ποὺ ἔγραφε ἐπάνω «ἄλα Φράγκα» που κυκλοφοροῦσε τότε. Τοῦ θύμιζε τοὺς Φράγκους ποὺ ρήμαξαν τὴν Κρήτη καὶ ἦταν πιὸ ἐπικίνδυνοι ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ὅπως ἔλεγε…

Κάποτε τὸ 1922, ἀρρώστησε βαριά, μικρό κοριτσάκι ἡ μεγάλη μου ἀδελφή. Ὁ πατέρας μου, ἦταν στρατιωτικός γιατρός στην Μικρασιατική ἐκστρατεία. Ὁ παππούς μου ἀπευθύνθηκε σὲ ἄλλο νεαρό τότε γιατρὸ τῆς Πόμπιας. Ήταν καὶ σύντεκνος τῶν γονέων μου. Ὁ γιατρὸς αὐτὸς ἦταν πολύ καλὸς ἄνθρωπος καὶ πολὺ ἐλεήμων ἀλλὰ πικραμένος. Θύμωνε ἐναντίον τοῦ Θεοῦ γιατί έχασε νωρίς την γυναίκα του. Εξέτασε το παιδί, τὴν ἀδελφή μου, καὶ εἶπε στην μάνα μου και στον παππού μου ὅτι ἡ ἐπιστήμη ἀδυνατεῖ νὰ βοηθήσει. Το μόνο ποὺ ἔχουν να κάνουν εἶναι, νὰ ἀποτανθοῦν στὸν Χριστό και στη μητέρα του (τούς κατονόμασε μὲ ὑβριστικά λόγια) καὶ ἂν ὑπάρχουν, νὰ ἐπέμβουν καὶ νὰ βοηθήσουν. Ὁ παππούς μου κατελήφθη ἀπὸ ἱερὴ ἀγανάκτηση. Τὸν πέταξε έξω βίαια και τοῦ εἶπε: «Τί εἶπες μωρέ; Ἔκανα πολλά χρόνια με την Τουρκιὰ καὶ τέτοια λόγια δὲν ἄκουσα γιὰ τὸν Κύριο καὶ τὴν Θεοτόκο. Καὶ ἐσὺ βαπτισμένος καὶ μυρωμένος λές τέτοια λόγια; Αὐτὴ μωρέ ἡ Παναγία θὰ κάνει καλά το παιδί μας! Ἀλλὰ ἡ ἀσθένεια θὰ πέσει πάνω σου γιὰ νὰ παιδαγωγηθεῖς!». Ἡ μάνα μου τοῦ φώναξε: «μὴ πατέρα! Εἶναι σύντεκνός μας». Καὶ ὁ παππούς μου, τῆς ἀπάντησε αὐστηρά: «αὐτὸς μωρέ βρίζει Αὐτὸν ποὺ κρύβεται στὸ Ἅγιο Μύρο καὶ ἐσὺ σκᾶς γιὰ τὴν συντεκνιά;». Πῆρε τὸ μπαστουνάκι του καὶ ἀνηφόρισε στὸν ἱερὸ βράχο τῆς Πόμπιας στὴν Παναγία τὴν Καληωρίτισσα. Τὸν ἀκολούθησαν κρυφά κάποιες γειτόνισσες. Ἡ Κατερίνα ἡ Στεφανάκη καὶ ἄλλες. Γονάτισε στη μέση της Ἐκκλησίας καὶ μὲ λυγμούς εἶπε:

«Κυρία τῶν Ἀγγέλων! Πολλά χρόνια σὲ ὑπηρετῶ! Ρουσφέτι δὲν σοῦ ζήτησα ἀλλὰ σήμερα σοῦ ζητῶ! Γιάτρεψε τὸ παιδί μας γιὰ νὰ δείξεις ὅτι εἶσαι ἡ Ἀρχιγιάτρισσα. Γιὰ νὰ καταισχυνθοῦν οἱ ὑβρίζοντες σε καὶ νὰ χαρεῖ καὶ ἡ δική μου πονεμένη καρδιά…».

Ἔπειτα κατηφόρισε. Βρήκε τὸ παιδί, ζωογονημένο νὰ παίζει στὴν αὐλὴ! Ὁ γιατρὸς τὴν ἴδια μέρα ἀρρώστησε. Δὲν δέχτηκε τὸν παππού μου νὰ τοῦ διαβάσει συγχωρητική εὐχή. Δὲν ἐλευθερώθηκε, παρά μόνο ὅταν κάλεσε τὸν παππού μου καὶ ὁμολόγησε: «Γέροντα, προσκυνῶ Πατέρα, Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα Τριάδα Όμοούσιον καὶ Ἀχώριστον»! Εξομολογήθηκε καὶ ἔλαβε τὴν Θεία Κοινωνία!

Ὅταν ἔγινε το 1924 ἡ ἀλλαγὴ τοῦ ἡμερολογίου, προβληματίσθηκε πολύ νὰ ἀκολουθήσει το Νέο Ἡμερολόγιο. Αἰτία ἦταν μία παραγγελία τοῦ Ὁσίου Παρθενίου: «θά ἔρθουν Πατριάρχες καὶ Δεσποτάδες, ποὺ θὰ σᾶς ποῦν πώς ἡ Ἐκκλησία ἔχει τὸ ἴδιο κέντρο καὶ πολλές πόρτες. Κέντρο ἕνας Θεὸς καὶ μπασά (πόρτα) καὶ ἀπὸ τὴν μπάντα (πλευρά) τοῦ Πάπα, τοῦ Καλβίνου καὶ ὅλων τῶν αἱρετικῶν! Τὸ νοῦ σας να κρατήσετε τὴν μία καὶ μοναδική πόρτα! Τὴν Ἁγία Ὀρθοδοξία!».

Στὴν ἀνομβρία ἢ στὶς ἐπιδημίες εἴχαμε τὶς λιτανεῖες. Ἔδινε ἐντολὴ γιὰ αὐστηρή νηστεία μίας ἑβδομάδας, συμφιλιώνονταν ὅσοι εἶχαν ἔχθρα καὶ ἐξομολογοῦνταν ὅλο τὸ χωριό. Ἔπειτα γινόταν ἀγρυπνία. Το πρωὶ παίρνανε τὰ ἑξαπτέρυγα καὶ τὶς εἰκόνες. «Πήρατε καὶ ὀμπρέλες;» ρώταγε ὁ παππούς μου. «Ἂν δὲν πάρετε ὀμπρέλες δὲν ξεκινᾶμε. Ποῦ εἶναι ἡ πίστη σας;». Θυμᾶμαι μικρό παιδί κάποτε καὶ γονάτισαν γιὰ πρώτη φορά στην πρώτη μικρή πλατεία, ἐκεῖ ποὺ εἶναι τὰ καφενεῖα. Ὁ παππούς μου διάβασε εὐχές. Τὰ δάκρυά του ἔτρεχαν ποταμός. Στὴν πλατεία τοῦ Σταυροῦ ξαναγονάτισαν.

Μετὰ τὶς εὐχές, συναπαρμένος ὁ παππούς μου ἀπὸ ἱερὸ ζῆλο, ὕψωσε τὰ χέρια του καὶ φώναξε: «Σὲ ἱκετεύω Κύριε μὲ τοῦτα τὰ χέρια, ποὺ πενήντα χρόνια δὲν μαγάρισαν ἀπὸ τὶς ἡδονὲς τῆς γῆς»! Ἦταν σὲ χηρεία ἀπό 30 χρονῶν. Ἀμέσως, ἀπὸ τὸ πουθενά ξεπετάχτηκαν σύννεφα. Μαύρισε ὁ οὐρανός.

Ὅταν φθάσαμε στὴν Ἁγία Παρασκευή στο πανωχώρι, ἄρχισε κατακλυσμιαία βροχή! Ἡ φωνὴ τοῦ παπποῦ μου ἐπιτακτική: «μὴν κινηθεῖ κανείς! Θὰ ὁλοκληρώσουμε τὴν λιτανεία! Θὰ ἐπιστρέψουμε στην Εκκλησία να χτυπήσουμε χαρμόσυνα τις καμπάνες καὶ νὰ δοξολογήσουμε τον Θεόν! Σᾶς ἐγγυοῦμαι ὅτι δὲν θὰ κρυώσει κανείς».

Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἔδιωξαν καὶ τὸ 1919 τὴν φονική γρίπη ἀπὸ τὸ χωριό!

Κάποτε ὁ Δεσπότης ὁ Βασίλειος κήρυττε στον “Αη Γιώργη στο χωριό. Συλλειτουργοῦσε μὲ τὸν παππού μου. Σεβόταν πολύ τον παππού μου καὶ τοῦ φιλοῦσε τὸ χέρι. Ὁ παππούς μου ἀντιδροῦσε. Ὁ Δεσπότης ἔλεγε συχνά μαντινάδες καὶ στά κηρύγματα καὶ στις συζητήσεις. Εἶπε, κάποτε στον παππού μου, ὅταν ἀρνήθηκε νὰ τοῦ ἀφήσει τὸ χέρι γιὰ ἀσπασμό:

Δεσπότης κι ἂν ἐγίνηκα γι’ ἄνθρωπος δὲ βγατίζω, ἅμα θὰ δῶ τὴν ἀρετὴ καὶ δὲν θὰ γονατίζω!

Τὴν φορὰ ἐκείνη ἔλεγε γιὰ τὰ εὐλογημένα ἐλαιόδεντρα! Ρώτησε αὐθόρμητα: «εἶναι μπρὲ κιανεῖς ἐπαὲ ποὺ ἔχει φυτέψει πολλές ἐλιές;». Ὅλοι κοίταξαν ἕνα γέρο ἐνενηνταπεντάρη τὸν Ἀνδρέα τὸν Φουστανάκη ποὺ τὸν ἔλεγαν «Μαγλινό»! Ντράπηκε ὁ γέρος ἐκεῖνος καὶ δὲν μίλησε στὴν ἀρχή. Ἐπειδὴ τὸν ρώτησε εὐθέως ὁ Δεσπότης, ἀπάντησε: «ἐφύτεψα στη ζωή μου Θεοφιλέστατε πάνω ἀπὸ 1000 ἐλιές». Ὁ Δεσπότης ἀπάντησε ἐνθουσιασμένος: «τὴν εὐχή μου νὰ ‘χεις! Καὶ ὅταν πεθάνεις, νὰ βρεθεῖ Δεσπότης νὰ σὲ θάψει»! Πέρασε καιρός. Ὁ γέρος ἐκεῖνος πέθανε πάνω ἀπὸ 100 ἐτῶν. Στὴν κηδεία του ἔβρεχε πολύ. Πέρασε μὲ τὰ ἄλογα ὁ νέος τότε Δεσπότης τῆς Ἀρκαδίας Εὐγένιος Ψαλλιδάκης μὲ τὸν διάκο του. Πήγαιναν στὴν Μονὴ Ὁδηγήτριας. Σταμάτησαν λόγω βροχῆς σὲ κάποιο σπίτι. Ἄκουσαν τὴν πένθιμη καμπάνα καὶ εἶπε ὁ Δεσπότης στο Διάκο. «Πήγαινε φέρε μου τὰ Ἱερά μου, νὰ πᾶμε νὰ κηδεύσουμε τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχει κηδεία τὸ χωριό, νὰ βρεθῶ ἐδῶ καὶ νὰ μὴν συμμετέχω;».

Έτσι πραγματοποιήθηκε ἡ εὐχὴ τοῦ Δεσπότη Βασιλείου στὸν μπάρμπα Ἀνδρέα τὸν «Μαγλινό»!

Θυμᾶμαι ὁ παππούς μου ὁ παπά Νικόλας, δὲν ἔβαζε «εὐλογητός» εἰδικὰ τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα, ἂν δὲν ἐρχόταν καὶ ὁ τελευταῖος χωριανός. Ἔβγαζε την Μεγάλη Πέμπτη τὸ βράδυ τὸν Ἐσταυρωμένο μὲ δάκρυα καὶ λυγμούς.

Συνέπαιρνε ὅλο τὸ ἐκκλησίασμα. Ἐρχόταν οἱ ξωμάχοι τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστή στὰ ἀπόδειπνα μὲ τὰ ροῦχα τῆς δουλειᾶς, βρακοφόροι, μὲ τὰ στιβάνια, τὰ σαρίκια καὶ τὰ μεϊτανογέλεκα. Κάνανε μετάνοιες. Ὅταν κοινωνοῦσαν ζητοῦσαν συγχώρηση ἀπ’ ὅλο τὸ ἐκκλησίασμα. Ὁ παππούς μου παρατήρησε μία Μεγάλη Παρασκευή βράδυ ὅτι σείσθηκε μὲ βοὴ ἡ Ἐκκλησία, ὅταν δρασκέλισε κάποιος τὸ κατώφλι της. Ὁ κόσμος δὲν κατάλαβε. Νόμισαν πὼς ἦταν σεισμός. Ἔγινε ὀχλοβοὴ καὶ ἀναστάτωση. Ὁ παππούς μου κατάλαβε. Καθησύχασε τὸν κόσμο. Ἔστειλε τὰ παιδιὰ τοῦ Ἱεροῦ, τὸν Βαγγέλη Φουστανάκη νομίζω, νὰ ποῦν διακριτικὰ στὸν ἄνθρωπο νὰ πάει στὸ Ἱερό. Ὅταν πῆγε, τὸν ρώτησε: «τί ἔκανες σήμερα καὶ διαμαρτυρήθηκε ὁ Ἄη Γιώργης στή μπασά σου;». Ὁμολόγησε ὅτι μόλυνε τὴ γυναίκα του. Τοῦ εἶπε: «ἡ μέρα αὐτὴ εἶναι ἀσάλευτη καὶ ἱερή. Μία ἁμαρτία αὐτῆς τῆς φοβερῆς μέρας ἰσοδυναμεῖ μὲ ὅλες τὶς ἁμαρτίες τῆς χρονιᾶς. Μοῦ μαγάρισες τὸ χωριό. Θὰ φύγεις ἀπόψε ἐκτὸς χωριοῦ. Θὰ γενεῖς ξοῖκος (ἔξω οἰκισμοῦ). Θὰ πᾶς στοὺς Καλούς Λιμένες πενήντα ἡμέρες. Μέχρι νὰ περάσει τὸ Πεντηκοστάριο.

Θα κάνεις τὸν κανόνα ποὺ θὰ σοῦ πῶ. Τοῦ χρόνου θα κοινωνήσεις. Το κάνω γιὰ νὰ προστατεύσω ἀπὸ τὴν κακή ἐνέργεια το σπίτι σου καὶ τὸ χωριό…». Έσκυψε το κεφάλι καὶ εἶπε: «εὐλογημένο Γέροντα»! Καὶ ἔκανε ὅ,τι τοῦ εἶπε …

Σαν νὰ ἀκούω, μᾶς ἔλεγε ἡ Γερόντισσα, τὸν παππού μου να παραγγέλνει ἀπὸ τὴν Ωραία Πύλη τὴν βραδιά τῆς Τυρινῆς: «Συγχωρεθεῖτε ὅλοι μεταξύ σας. Να ‘χετε τὴν εὐχή μου καὶ νὰ σθὲ συχωρεμένοι κι ἀπὸ μένα. Ἀλαδία νὰ κρατήσετε ἐκτὸς Σαββατοκύριακου. Ἑξαιροῦνται οἱ ἡλικιωμένοι,οἱ ἔγκυες καὶ αὐτοὶ ποὺ ἔχουν ἀσθενική κράση. Καὶ χώρια οἱ παντρεμένοι ὅλη τὴν Σαρακοστή». Τὴν τελευταία Τυρινή Κυριακή τῆς ζωῆς τοῦ παπποῦ μου, τότε ποὺ ἦταν 96 ἐτῶν, τὸν ἀνάγκασε ὁ πατέρας μου (ἰατρός) νὰ καταλύσει λίγη κοτόσουπα. Ἦταν πολύ ἡλικιωμένος καὶ ἄρρωστος. Ὁ παππούς μου ἔκλαιγε σὰν μικρό παιδί. Ἔλεγε: «μέ τουρκέψατε! Τώρα οὔτε παπάς εἶμαι, οὔτε χριστιανός»!

Ὅταν ἔφυγε ὁ παππούς μου ὁ παπά Νικόλας γιὰ τὸν οὐρανό, ἤμουν δίπλα του 23 ἐτῶν κοπέλα. Εἶδε τὸν Μέγα Ἀρχιερέα τὸν Βασιλέα τῶν βασιλευόντων καὶ Κύριο τῶν κυριευόντων! Ἄστραψε ὁ κόσμος, ὅπως μᾶς εἶπε. Τοῦ ζήτησε τὰ διαβατήριά του καὶ τριῶν ἀνδρῶν ἀκόμη. Τοῦ εἶπε ὅτι κατά «την 3ην μεταμεσονύχτιον θὰ ἀναχωρήσει ὁ γέρων»!

Ὄντως ἔτσι ἔγινε! Γλυκόφθογγες ἀγγελικές σάλπιγγες ξύπνησαν τὸ χωριό. Τὶς ἄκουσα κι ἐγὼ καὶ ἡ μικρὴ ἀδελφή μου ἡ Ἐλισάβετ. Μᾶς εἶπε ὁ παππούς μου ὅτι τὸ σημεῖο τοῦ θανάτου του, θὰ τὸ δοῦμε μέσα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ὁ ναός φωταγωγήθηκε ἔντονα, τότε τὸ σκοτάδι ἦταν πυκνό, ρεῦμα δὲν ὑπῆρχε, ἀπὸ μία λαμπάδα που βρέθηκε ἀναμμένη! Ἀπ’ αὐτὴ τὴν λαμπάδα ἀνάψαμε τὰ κεριὰ στὸ σπίτι. Μία γριά γειτόνισσα τῆς Ἐκκλησίας, εἶδε τὴν νύχτα ἐκείνη φωταγωγημένο ἔντονα τὸν Ἅη Γιώργη καὶ ξεσήκωσε τὸ χωριό. Νόμιζε πώς καιγόταν ἡ Ἐκκλησία. Ὁ παππούς μου ἔλαμπε καὶ προφήτευε. «Θὰ δεῖτε, εἶπε, μία μεγαλόπρεπη Ἐκκλησία νὰ κτίζεται κάτω ἀπὸ τὴν ἤδη ὑπάρχουσα τοῦ Ἄη Γιώργη. Ἐκεῖ ποὺ εἶναι τώρα ἡ ἀστυνομία. Θα ‘ναι Ἅγιος Γεώργιος καὶ αὐτή. Καὶ στὸ ἐνδιάμεσο τῶν δύο Ἐκκλησιῶν ἕνα ψηλό κτήριο μὲ πατώματα πατώματα… δὲν ξέρω τί εἶναι».

Ἔβλεπε τὸ κτίσμα που στεγάζει τὸ ψηλό ρολόι τῆς Πόμπιας.

Ὅταν ἔγινε ἡ ἐκταφή τοῦ παπποῦ μου, τοῦ παπᾶ Νικόλα, εὐωδίαζε πολύ. Πήραν οἱ χωριανοί τὰ μικρά τεμάχια τῶν λειψάνων του. Άφησαν μόνο την κάρα του καὶ τὰ μεγάλα όστα.

Πηγή: “Γερόντισσα Γαλακτία-Ἕνα ἀστέρι πολύφωτο μέσα στὸ νεοεποχίτικο σκοτάδι”, Μέρος Β’, ἐκδ. Ἀγαθὸς Λόγος, σέλ.11-20

 

«Ἀλλοίμονο στὸ βέβηλο καὶ προδότη ἱερωμένο…»

7 Φεβρουαρίου 2022

Περιστατικὸ ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ ὁσίου γέροντα, ἱερέα της Πόμπιας, παπᾶ Νικόλα Φουστανάκη, ὅπως το ἄκουσα ἀπὸ τὴν ἐγγονή του, τὴν γερόντισσα Γαλακτία.

Ὁ παπᾶ Νικόλας Φουστανάκης ἦταν ἅγιος. Παπποῦς ἀπὸ τὴν μητέρα τῆς γερόντισσας Γαλακτίας. Ἔφυγε γιὰ τὸν οὐρανὸ 97 ἐτῶν στὶς 7-7-1949. Λειτουργοῦσε μέχρι τὰ 92 χρόνια του. Τότε οἱ ἱερεῖς δὲν ἔβγαιναν στὴ σύνταξη. Ἦταν ἄμισθοι καὶ κολλημένοι ἰσοβίως στὴν Ἁγία Τράπεζα.

Κάποτε, στὰ βαθειὰ γεράματα τοῦ παπᾶ Νικόλα πῆγε μιὰ γριούλα μὲ πρόβλημα στὴ μνήμη, τύπου ἄνοιας, νὰ κοινωνήσει. Ἔκανε μιὰ ἀπότομη κίνηση καὶ ἔριξε κάτω τὴ θεία κοινωνία. Ὁ παπᾶ Νικόλας ἔντρομος, ἔσκυψε μὲ δάκρυα καὶ λυγμοὺς καὶ καθάρισε μὲ τὴ γλῶσσα του ἀπὸ τὸ πάτωμα τοῦ παλαιοῦ Ἀη Γιώργη, τὸ μέρος τῆς θείας κοινωνίας ποὺ ἔπεσε.

Μετὰ τὴν ὁσιακὴ κοίμηση τοῦ παπᾶ Νικόλα, πρὶν τελεσθεῖ τὸ 40 ἥμερο μνημόσυνό του, τὸν εἶδε στὸν ὕπνο της, ὁλοζώντανο καὶ χαρούμενο ἡ Σφηνιάδαινα, η μητέρα τῆς μεγαλύτερης σήμερα ἡλικιακὰ Πομπιανὴς Ἑλένης Πεδιαδιτάκη. Τὸν εἶδε νὰ περνᾶ, στολισμένος, χαρούμενος καὶ ὁλόλαμπρος ἀπὸ τὴ γειτονιά της. Τὸν προσκάλεσε γιὰ καφὲ ἀλλὰ ἀπάντησε ὅτι δὲν εἶχε χρόνο.

Ἔπειτα τῆς εἶπε:

-Σήμερα παιδί μου εἶχα δικαστήριο.

-Δικαστήριο, θεῖε παπᾶ ἐσύ, ἱερωμένο πρόσωπο; παρατήρησε ἡ Σφηνιάδαινα.

-Θυμᾶσαι, παιδί μου, ὅταν μοῦ ἔριξε ἡ Τιτάκαινα τὰ Ἅγια;

-Τὸ θυμᾶμαι θεῖε.

-Ε… Σήμερα εἴχαμε τὴ δίκη.

-Καὶ τί ἀπόγινε θεῖε Παπᾶ;

-Ἀθωοθήκαμε καὶ οἱ δύο. Οὔτε καὶ ἐγὼ ἔφταιγα, δὲν πρόλαβα νὰ στηριχθῶ, οὔτε καὶ ἐκείνη γιατί δὲν ἦταν καλὰ στὸ μυαλό. Μόνο θέλω νὰ πᾶς νὰ πεῖς στὴ κόρη μου (μητέρα τῆς γερόντισσας) νὰ βάλει θυμίαμα καὶ νὰ δοξολογήσει τὸ Θεό. Αὐτὴ μόνο τὴ δυσκολία πέρασα. Ξέρεις, ἐμεῖς οἱ ἱερεῖς, δίνουμε λόγο ἐκεῖ πάνω γιὰ τὴν παρακαταθήκη τοῦ Χριστοῦ ποὺ πιάσαμε στὰ χέρια μας. Πὼς τὴν διαχειριστήκαμε μὲ τὰ λόγια μας, τὰ χέρια μας καὶ μὲ ὅλη τὴν ζωή μας. Ἀλλοίμονο στὸ βέβηλο καὶ προδότη ἱερωμένο. Μὴ τὰ ρωτᾶς παιδί μου τί παθαίνει ἐκεῖ ποὺ εἶμαι τώρα…

Νά ‘χουμε τὴν εὐχὴ καὶ τοῦ ἁγιασμένου παπποῦ παπᾶ Νικόλα Φουστανάκη καὶ τῆς ἁγιασμένης ἐγγονῆς Γαλακτίας Κανακάκη, ποὺ ἔδωσε ἡ ἠρωοτόκος καὶ ἀγιατόκος Πόμπια (γενέτειρα τοῦ ἀπελευθερωτὴ τῆς Κρήτης ἀπὸ τοὺς Τούρκους Καπετὰν Μιχάλη Κόρακα καὶ τοῦ στενοῦ ἐπιτελείου του) στὴν Κρήτη, στὴν Ἑλλάδα καὶ στὴν Ὀρθοδοξία!!!

Ἀπὸ Εὔα Τορνεσάκη

 

Συντάκτης

Σχολιάστε

Το email σας δεν θα δημοσιευθεί.Τα απαραίτητα πεδία είναι μαρκαρισμένα *