Μία νεαρὴ κοπέλα ἀπὸ τὴν Καρδίτσα πρίν ἀπό μερικά χρόνια μὲ μία παρέα φίλων της ἀποφάσισαν νὰ ἐπισκεφθοῦν τὴν περιοχὴ τῶν Ἀγράφων καὶ νὰ δοῦν ἀπὸ κοντὰ τὸ φράγμα τοῦ Πλαστήρα. Πέρασαν τό φράγμα καί ἔστριψαν πρός Κραβασαρά. Ἐν συνεχείᾳ μπῆκαν στο χωματόδρομο γιά τὰ Βραγιανά. Ρώτησαν ποῦ θά μποροῦσαν να σταθμεύσουν, γιά νά τσιμπήσουν κάποιους μεζέδες ποὺ κουβαλοῦσαν μαζί τους. Ἕνας γέροντας τούς πρότεινε νά μεταβοῦν στὸ πάλαι ποτὲ μοναστήρι τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, ὅπου στεγαζόταν καὶ ἡ Μεγάλη Σχολὴ τοῦ Γένους καί εἶχε καί νερό.
Ὅταν ἔφθασαν, εἶδαν τήν κυρα-Ἰφιγένεια, τήν ἀδελφὴ τοῦ παπα-Παναγιώτη Τσιώλη, ἡ ὁποία μένει κοντά, νά ἀνάβει τὰ καντήλια! Ὅπως τοὺς εἶπε, σὲ λίγο θὰ ἐρχόταν ὁ παπὰς νὰ τελέσει τὸν Ἑσπερινό.
Τὰ παιδιὰ μαζὶ μὲ τὴν κοπέλα προσκύνησαν τὶς ἱερὲς εἰκόνες καὶ μετὰ τὴν προτροπὴ τῆς κ. Ἰφιγένειας ἀποφάσισαν νὰ περιμένουν νὰ παρακολουθήσουν καὶ τήν Ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ. Καθὼς ὅμως περίμεναν μέσα στὸ ναὸ, ἡ κοπέλα παρουσίασε ἔντονο πονοκέφαλο. Γύρισε νὰ δεῖ τὴν κ. Ἰφιγένεια γιά νὰ τῆς ζητήσει ἕνα παυσίπονο. Μὲ τὸ ποὺ γύρισε ὅμως, εἶδε νὰ μπαίνει στὴν Ἐκκλησία ἕνας ψηλὸς ρασοφόρος. Νόμιζε ὅτι ἦταν ὁ παπὰς καὶ γι’ αὐτὸ δίστασε νὰ τὴν φωνάξει. Ὁ ψηλὸς ρασοφόρος μπῆκε μέσα καὶ περνώντας ἀπὸ κοντὰ της τὴν χάιδεψε στὸ κεφάλι καὶ τῆς χαμογέλασε. Ἀμέσως ἔνιωσε τὸν πόνο νὰ ἐξαφανίζεται ἐντελῶς.
Στὴ συνέχεια παρατήρησε πὼς ὁ ψηλός αὐτός ρασοφόρος ἀσπάστηκε τὶς ἱερὲς εἰκόνες καὶ μετέβη στὸ Ἀναλόγιο, ὅπου ἄρχισε νὰ προετοιμάζει τὰ βιβλία.
Δὲν πέρασαν λίγα λεπτὰ καὶ μπῆκε στὸ ναὸ ὁ π. Παναγιώτης συνοδευόμενος καὶ ἀπὸ ἕνα λαϊκό. Τοὺς καλωσόρισε καὶ ἀφοῦ ἀσπάστηκε τὶς ἱερὲς εἰκόνες μπῆκε στὸ Ἱερὸ Βῆμα καὶ ἔβαλε τὸ “Εὐλογητὸς ὁ Θεός”! Ὁ λαϊκὸς μαζὶ μέ τὸν ἄλλο ρασοφόρο ἄρχισαν νὰ ψάλλουν. Ἦταν ὅλα πολὺ ὄμορφα καί κατανυχτικά! Μετὰ τὸ τέλος τῆς ἀκολουθίας εἶδε τὸν ψηλὸ παπὰ νὰ μπαίνει μέσα στὸ Ἱερὸ Βῆμα ἀπό τήν κεντρική πύλη καί νά ἀσπάζεται τήν Ἁγία Τράπεζα.
Περίμενε, λοιπόν, νὰ βγεῖ γιά νὰ τὸν εὐχαριστήσει γιὰ τὴν εὐλογία ποὺ τῆς ἔδωσε καὶ πέρασε ὁ πονοκέφαλος. Ἀπὸ τὸ Ἱερὸ Βῆμα, ὅμως, βγῆκε μόνο ὁ π. Παναγιώτης μὲ τὴν κάρα τοῦ Ἁγίου Ἀναστασίου, ποὺ εὐωδίαζε. Περίμενε τελευταία νὰ προσκυνήσει. Ζήτησε ἀπὸ τὸν γέροντα νὰ φωνάξει τὸν ἄλλο παπὰ ποὺ ἔψαλλε ἔξω γιά νὰ τὸν εὐχαριστήσει. Ἐκεῖνος ἔδειξε νὰ ξαφνιάζεται.
– Κοπέλα μου, δὲν ὑπάρχει ἄλλος παπάς. Μόνος μου εἶμαι… Δὲν σὲ καταλαβαίνω, εἶπε ἀμήχανα.
Ἐκείνη ἐπέμενε πὼς ὑπῆρχε καὶ πώς καθ’ ὅλην τὴ διάρκεια τῆς Ἀκολουθίας ἔψαλλε μὲ μία γλυκύτατη φωνή. Ἀκούγοντας τὸ διάλογο οἱ ὑπόλοιποι γύρισαν καὶ τὴν κοιτοῦσαν μ’ ἀπορία. Ἐκείνη τότε ἀποβλέποντας στὴ στήριξη τῶν λεγομένων της τοὺς εἶπε:
– Δὲν εἴδατε τὸν ψηλὸ παπὰ πού ἔψαλλε; Δὲν εἴδατε ὅτι μπαίνοντας στὸν ναὸ μὲ χάιδεψε στὸ κεφάλι καὶ μὲ σταύρωσε;
– Ὄχι, ἀπάντησαν οἱ ὑπόλοιποι μὲ μία φωνή…
– Μὰ τόση ὥρα δὲν τὸν ἀκούγατε; Θὰ μὲ τρελάνετε… Μόνο ἐγὼ τὸν ἔβλεπα καὶ τὸν ἄκουγα;
– Μᾶλλον, ἐπανέλαβαν. Μήπως σὲ πείραξε ὁ πονοκέφαλος!
– Μὰ εἶναι δυνατὸν νὰ τὸν ἔβλεπα μόνο ἐγώ; μονολόγησε.
Ὁ π. Παναγιώτης κατάλαβε ἀμέσως τὶ εἶχε συμβεῖ.
– Καλή μου κοπέλα, πῶς ἦταν αὐτὸς ὁ παπὰς ποὺ εἶδες;
– Ἦταν ψηλὸς καὶ ἔμοιαζε λίγο σὰν τὸν Παπαδιαμάντη.
Τότε ὁ π. Παναγιώτης ἔβγαλε τὴ μικρὴ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Ἀναστασίου ποὺ κουβαλοῦσε μαζί του καὶ τῆς τὴν ἔδειξε.
– Αὐτὸς ἦταν, ἀναφώνησε μὲ χαρὰ ἐκείνη.
Ὁ γέροντας κατάλαβε ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ ἄλλη μία θαυματουργικὴ ἐμφάνιση τοῦ Ἁγίου Ἀναστασίου τοῦ Γόρδιου. Ἐξήγησε τότε στὰ ὑπόλοιπα παιδιὰ ποὺ παρακολουθοῦσαν ἔκθαμβοι τὴ συνομιλία ποιὸς ἦταν ὁ Ἅγιος. Τοὺς εἶπε ἀκόμη πὼς λίγα λεπτὰ πρὶν εἶχαν ἀσπαστεῖ τὴν ἁγία κάρα του. Ἡ κοπέλα παρακάλεσε τὸν π. Παναγιώτη νὰ τὴν προσκυνήσει καὶ πάλι. Ὁ γέροντας εἰσῆλθε στὸ Ἱερὸ Βῆμα καὶ τὴν ἔφερε. Τὰ παιδιὰ προσκύνησαν καὶ πάλι μὲ εὐλάβεια. Ἀπὸ τότε πηγαίνουν τακτικὰ στὰ Ἄγραφα.
Ἡ κοπέλα αὐτὴ ἐνθουσιασμένη ἐξιστοροῦσε σὲ ὅλους τοὺς φίλους της στὴν Καρδίτσα τί τῆς συνέβη. Ἕνας ἐξ αὐτῶν τότε θεώρησε καλὸ νὰ προτείνει στὸν Ι. Π., ἰδιωτικὸ ὑπάλληλο ἀπὸ τὴν Καρδίτσα, ποὺ ταλαιπωροῦνταν ἀπὸ φρικτοὺς καθημερινοὺς πονοκεφάλους νὰ πάει στὰ Ἄγραφα. Πράγματι, ἐκεῖνος μία Κυριακὴ ἀνέβηκε στὰ εὐλογημένα βουνά. Ὅπως ὁ ἴδιος μᾶς διηγήθηκε ἀργότερα ὕστερα ἀπό προτροπὴ τοῦ π. Παναγιώτη, καθὼς πλησίαζε στὰ Βραγγιανὰ οἱ πονοκέφαλοι ἔγιναν ἀκόμη πιὸ ἔντονοι…
«Ὁ π. Παναγιώτης ἦταν στὸ Βαλάρι (χωριὸ λίγων κατοίκων ποὺ ἀπέχει πέντε χιλιόμετρα ἀπὸ τὰ Βραγγιανά). Μέχρι νὰ φθάσουμε στὸ Βαλάρι ἔνιωθα πολὺ-πολὺ ἄσχημα! Εἶχα τὴν αἴσθηση ὅτι ἤμουν βαριὰ ἄρρωστος καὶ θὰ πέθαινα. Ὁ Κ. Μ. ποὺ μὲ συνόδευε δὲν ἤξερε τὶ νὰ κάνει. Πρὸς στιγμὴ ἤθελε νὰ γυρίσει στὴν Καρδίτσα καὶ νὰ μὲ μεταφέρει στὸ νοσοκομεῖο. Τοῦ εἶπα ὅμως νὰ συνεχίσει. Ὡστόσο ὁ δρόμος μοῦ φαινόταν ἀτέλειωτος. Ξαφνικά, λίγο ἔξω ἀπὸ τὸ Βαλάρι ἄρχισα νὰ οὐρλιάζω. Ὅπως ἀργότερα μοῦ εἶπε ὁ Κ. Μ., ἄρχισα νὰ βρίζω ἄσχημα. “Μὴν μὲ πᾶς στὸν … παπά. Γύρισε πίσω ἀμέσως”! Ἔβριζα καὶ τὸν ἴδιο. Ἤμουν ἐκτὸς ἑαυτοῦ… Ὁ φίλος μου ἀνησύχησε. Δὲν ἤξερε τί ἔπρεπε νὰ κάνει. Ἀποφάσισε νὰ μεταβεῖ στὸ Βαλάρι, τά πρῶτα σπίτια ἤδη φαίνονταν, καὶ νὰ ζητήσει βοήθεια ἀπὸ τὸν παπά.
Μόλις φθάσαμε στὸ ναὸ τῆς Παναγίας καὶ εἶδα τὸν παπὰ ἄρχισα νὰ φωνάζω πιὸ πολύ. Ἐκεῖνος μὲ σταύρωσε καὶ μὲ πῆρε μέσα στὸ ναό.
Ἄρχισε ἀμέσως νὰ διαβάζει κάτι εὐχές. Ἀπὸ τὸν παρευρισκόμενο φίλο μου ἔμαθα ἀργότερα τί ἔλεγα. Εἰλικρινὰ δὲν θυμόμουν τίποτε μόλις συνῆλθα: “Βρωμόπαπα, ἀνακάλυψες τὸν Ἀναστάσιο ποὺ τὸν ἔκρυβα τόσα χρόνια γιά νά μέ ἐξευτελίσει! Ἀλλὰ μὴν νομίζεις πὼς θὰ σ’ ἀφήσω νὰ διαδώσεις τὴ φήμη του. Θὰ σοῦ βάλω τόσα ἐμπόδια, θὰ σὲ καταστρέψω, θά κάψω καὶ σένα καὶ ὅλους αὐτοὺς ποὺ μαζεύονται γι’ αὐτόν”.
Ἀπειλοῦσα τοὺς πάντες. Ὁ παπὰς δὲν μιλοῦσε. Συνέχιζε νὰ διαβάζει. Μόλις τελείωσε, ἔφερε ἀπὸ τὸ ἱερὸ τὴν κάρα τοῦ Ἁγίου Ἀναστασίου τοῦ Γόρδιου. Νόμιζα πὼς πῆρα φωτιά. Ἔπεσα κάτω καὶ κτυπιόμουν σὰν χταπόδι, μοῦ εἶπε ὁ φίλος μου. Ὡς ἐνθύμιο τῆς πρώτης αὐτῆς ἐπίσκεψης μοῦ ἔμειναν κάποιοι μώλωπες πού ἔφερα γιά πολλές ἡμέρες στό σῶμα μου. Κάποιες γρατζουνιὲς ποὺ ἔκανα στὸ φίλο μου θύμιζαν τί ἀκριβῶς εἶχε συμβεῖ. Ὁ π. Παναγιώτης μοῦ ἔδωσε λάδι ἀπὸ τὴν Παναγία μας, νὰ βάζω ὅταν μοῦ πονάει τὸ κεφάλι. Μὲ προέτρεψε νὰ βρῶ ἀμέσως πνευματικὸ καὶ νὰ ἐξομολογηθῶ. Μετὰ λίγες ἡμέρες ἀνέβηκα καί πάλι στὰ Ἄγραφα μὲ τὴ γυναίκα μου. Καὶ πάλι ἐνέργησα, σχεδόν ὅπως τὴν πρώτη φορά. Τώρα οἱ πονοκέφαλοι ἔχουν ὀπισθοχωρήσει. Ἀπὸ τὶς συζητήσεις ποὺ ἀκολούθησαν μὲ τὸν παπὰ κατανόησα ὅτι αἰτία τοῦ δαιμονισμοῦ ἀποτέλεσε στενό συγγενικό μου πρόσωπο ποὺ ἀσχολεῖτο μὲ τὴ Σολομωνική καί τή Μαγεία συστηματικά».
Ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα ὁ Ι. Π. ἐπικαλεῖται συνεχῶς τὸν Ἅγιο Ἀναστάσιο, ὅταν προκύψει κάποια δυσκολία. Καὶ ὁ Ἅγιος πάντα τοῦ δίδει τὴν ἀπαραίτητη λύση.
Τὰ Ἄγραφα σήμερα εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἀποτελοῦν ἕνα ὀρθόδοξο μετερίζι. Εἶναι ἡλίου φαεινότερο ὅτι στὸ διάβα τῆς ἱστορίας μας συνιστοῦσαν, λόγῳ τῶν πολλῶν Ἁγίων (Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, Ἅγιος Σεραφείμ Ἐπίσκοπος Φαναρίου, Ἅγιος Εὐγένιος ὁ Αἰτωλός, Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Γόρδιος κ.ἄ.), ἕνα ἰσχυρὸ πνευματικὸ ὁπλοστάσιο! Ἀκόμη καὶ σήμερα ἡ πνευματικότητα ποὺ ἀναδύεται ἀπὸ τὶς εὐλογημένες κορυφές τους στρέφουν σὲ ἄτακτη φυγὴ τοὺς δαίμονες καὶ τοὺς «καλικατζάρους» τῆς σύγχρονης ἐποχῆς. Ἐπιβεβαιώνουν, μέ λίγα λόγια, ὅσα προφήτευσε ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς, ὅτι δηλαδὴ τὰ Ἄγραφα Ὄρη στὶς δύσκολες μέρες θὰ σώσουν πολὺ κόσμο ἀπό τήν ἀποστασία.
Πηγή: “Άγιος Αναστάσιος ο Γόρδιος – Ο φύλακας Άγγελος και η ψυχή των Αγράφων”, Δρ. Χαράλαμπος Μ. Μπούσιας, Διονύσιος Α. Μακρής, εκδ. Αγαθός Λόγος, σελ. 26-32