Οἱ διαβολὲς καὶ ἡ δύναμη τῆς ἀγάπης

Ὁ Γιάννης καὶ ἡ Μαρία, παιδιὰ προσφύγων καὶ οἱ δύο, γνωρίστηκαν, παντρεύτηκαν καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὴν Καλαμαριὰ Θεσσαλονίκης. Ἀπὸ τὸν γάμο τους αὐτὸν ἀπέκτησαν δύο ἀγόρια, τὸν Νίκο καὶ τὸν Σάββα. Τὰ παιδιὰ μεγάλωσαν, τελείωσαν τὸ ἑξατάξιο γυμνάσιο καὶ λόγω οἰκονομικῶν προβλημάτων δὲν συνέχισαν τὶς σπουδὲς στὴν τριτοβάθμια ἐκπαίδευση, ἀλλὰ καὶ οἱ δύο τους ἀποφοίτησαν ἀπὸ μιὰ τεχνικὴ σχολὴ μαθαίνοντας τὴν τέχνη τοῦ μηχανουργοῦ αὐτοκινήτων.

Ὁ Γιάννης ἔτρεξε, δανείστηκε καὶ ἄνοιξε στὰ παιδιά του ἕνα συνεργεῖο. Ἡ τιμιότητα τῶν παιδιῶν καὶ οἱ γνωριμίες τοῦ Γιάννη ὡς καλοῦ καὶ τίμιου ἀνθρώπου τοὺς ἔφερε πολλοὺς πελάτες. Πρῶτα ὁ Νίκος καὶ μετὰ ὁ Σάββας γνώρισαν δύο κοπέλες καὶ τὶς παντρεύτηκαν. Τὰ οἰκονομικά τους ὅμως δὲν τοὺς ἐπέτρεπαν νὰ ἀνοίξουν δικά τους σπιτικὰ καὶ ἡ Μαρία τοὺς εἶπε: «Παιδιά, μέχρι νὰ μπορέσετε νὰ ἀνοίξετε δικά σας σπιτικά, μπορεῖτε νὰ μείνετε στὸ σπίτι μας, ποὺ ἂν ὑπάρχει ἀγάπη, ὅλους σας χωράει καὶ μόλις ἀναλάβετε, νοικιάζετε ἢ ἀγοράζετε καὶ μὲ τὴν βοήθειά μας τὰ δικά σας σπίτια».

Ἡ Μαρία ἀληθινὴ μάνα καὶ γιὰ τὶς δύο νύφες. Ἡ γυναίκα τοῦ Νικόλα δεχόταν τὶς ἐξυπηρετήσεις τῆς πεθερᾶς της ὡς δῶρο Θεοῦ. Ἡ ἴδια μεγαλωμένη μὲ χριστιανικὲς ἀρχὲς σὲ παραδοσιακὴ ἑλληνικὴ χριστιανικὴ οἰκογένεια. Ἡ Ἄννα, ὅπως λεγόταν ἡ γυναίκα τοῦ Νίκου, ἐργαζόταν ὡς πωλήτρια σὲ κάποιο κατάστημα παιδικῶν ἐνδυμάτων. Ἡ Χρυσή, ἡ γυναίκα τοῦ Σάββα, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ δὲν μποροῦσε νὰ προσαρμοστεῖ στὰ δεδομένα τῆς νέας της οἰκογένειας. Ἡ Βασιλική, ἡ νύφη τῆς Χρυσῆς ἀπὸ ἀδελφό, στὶς ἐπισκέψεις της στὸ σπίτι τῆς κουνιάδας της (Χρυσῆς) συνεχῶς ἔχυνε τὸ δηλητήριό της. «Βρὲ Χρυσή, ἐσὺ δὲν ἄνοιξες σπίτι; Ἐσὺ μένεις σὲ κοινόβιο; Ἡ πεθερά σου μοιάζει σὰν κουκουβάγια, ἡ συννυφάδα σου τί κατηχητούρα εἶναι βρὲ ἀδελφή»; Σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐπισκέψεις τῆς Βασιλικῆς ἡ Μαρία, μόλις κάθισαν ἡ Χρυσὴ μὲ τὴν Βασιλικὴ νὰ συζητήσουν, ἔτρεξε καὶ ρώτησε: «Κορίτσια μου, μήπως θέλετε νὰ σᾶς κάνω ἕναν καφέ;». Ἡ Βασιλικὴ ἔριξε ἕνα βλέμμα στὴν Χρυσὴ καὶ ἡ Χρυσὴ βρῆκε τὴν ἀφορμὴ νὰ σπάσει τοὺς δεσμοὺς μὲ τὴν οἰκογένεια τοῦ Σάββα. Ἡ ἀπάντησή της ἦταν: «Ἐγὼ ἂν θέλω, θὰ κάνω καφέ. Σ’ αὐτὸ τὸ σπίτι δὲν μπορεῖ κανεὶς οὔτε καὶ τοὺς δικούς του νὰ δεχθεῖ» καὶ ἔκτοτε ἄρχισε ἡ γκρίνια στὸν Σάββα. «Κόρη μου» τῆς εἶπε ἡ Μαρία «δὲν σὲ πείραξε κανείς, ποιός δικός σου ἦλθε καὶ δὲν σὲ ἄφησαν νὰ τὸν δεῖς μόνη σου; Ἐγὼ σᾶς ρώτησα νὰ σᾶς κάνω καφέ, τίποτε ἄλλο δὲν σᾶς εἶπα».

Μιὰ μέρα ὁ Σάββας βρῆκε ἕνα διαμέρισμα κοντὰ στὸ σπίτι τοῦ κουνιάδου του τοῦ Μιχάλη καὶ τὸ νοίκιασε. Σύντομα ἀνακοίνωσε τὴν ἀπόφασή του στὸν πατέρα του καὶ μετακόμισε ἢ μᾶλλον ἐγκαταστάθηκε στὸ νέο του σπιτικό.

Ἡ Βασιλικὴ στὶς ἐπισκέψεις της στὸ σπίτι τοῦ Σάββα καὶ τῆς Χρυσῆς συνεχῶς ἔλεγε στὴν Χρυσή: «Ὁ Νίκος ἐκμεταλλεύεται τὸν Σάββα. Ἂν ἄνοιγε μιὰ δουλειὰ μὲ τὸν ἀδελφό σου, θὰ ἔβλεπες πὼς θὰ ἦταν πολὺ καλύτερα. Τὰ οἰκονομικὰ θὰ αὔξαναν, θὰ ἀγοράζατε καὶ ἐξοχικὸ στὴν θάλασσα». Ἡ Χρυσὴ ἄρχισε τὴν γκρίνια καὶ πάλι: «Τόσα χρόνια δουλεύεις μὲ τὸν ἀδελφό σου, δὲν ἔκανες τίποτε στὴν ζωή σου, ὁ ἀδελφός σου σὲ ἐκμεταλλεύεται, ὁ ἀδελφός σου εἶναι μοῦργος».

Ἑπόμενο βῆμα τοῦ Σάββα ἦταν νὰ ἀνακοινώσει στὸν ἀδελφό του πὼς θέλει νὰ πάρει τὸ μερίδιό του καὶ νὰ ἀποχωρήσει ἀπὸ τὴν κοινή τους ἐργασία. Ὁ Νικόλας ἐκνευρίστηκε ἀλλὰ κατάλαβε καὶ δὲν μίλησε. Τὸ μόνο ποὺ τοῦ εἶπε ἦταν: «Ἀδελφέ, θὰ δανειστῶ, θὰ ἐκτιμήσουμε τὰ μηχανήματα καὶ θὰ σοῦ δώσω τὸ μερίδιό σου». Ἡ ἐκτίμηση ἔγινε ἀπὸ κάποιους συναδέλφους τους μὲ τὴν παρουσία καὶ τῶν δύο. Ἡ ἀξία τῶν μηχανημάτων 40.000 εὐρώ. Ὁ Νικόλας τοῦ κατέβαλε τὴν ἀξία τοῦ μεριδίου του καὶ ὁ Σάββας ἄνοιξε δική του ἐργασία παίρνοντας ὡς συνέταιρό του τὸν Μιχάλη. Ἡ Βασιλικὴ ἄρχισε πολὺ τακτικὲς ἐπισκέψεις στὸ σπίτι τῆς κουνιάδας της μὲ τὶς φίλες της. Ἡ Χρυσὴ ἄρχισε τὶς συχνὲς ἐξόδους καὶ τὴν ποκίτσα. Ὅλες οἱ κυρίες τῆς Θεσσαλονίκης παίζουν λίγο χαρτάκι.

«Σάββα μου» ἔλεγε στὸν ἄνδρα της «ἐσὺ δὲν παντρεύτηκες κατηχητούρα ὅπως ἡ νυφούλα σου, ἐσὺ παντρεύτηκες μία καλὴ καὶ σύγχρονη γυναικούλα».

Ὁ Νικόλας δὲν μπόρεσε νὰ ἀντεπεξέλθει στὶς ὑποχρεώσεις τοῦ μαγαζιοῦ του μόνος του, πούλησε τὴν ἐπιχείρηση καὶ βρῆκε δουλειὰ στὸ συνεργεῖο τοῦ Δήμου Καλαμαριᾶς ὡς μόνιμος ὑπάλληλος τοῦ Δήμου. Ἡ Χρυσὴ ἔμαθε τὴν πώληση τῆς ἐπιχειρήσεως καὶ ἔλεγε στὸν Σάββα: «Ὁ ἀδελφός σου ἂν δὲν σὲ ἐκμεταλλευόταν, δὲν θὰ πουλοῦσε τὴν ἐπιχείρηση, ἀλλὰ θὰ τὴν κρατοῦσε, ὅπως καὶ ἐσὺ τὴν κράτησες καὶ πηγαίνουν οἱ δουλειές σου μιὰ χαρά». Στὸ συνεργεῖο τοῦ Σάββα ὅμως δὲν πατοῦσε ἄνθρωπος λόγω τῆς ἀσυνέπειας τοῦ Μιχάλη καὶ λόγω τῶν μικροκομπινῶν ποὺ σκαρφιζόταν σὲ βάρος τους. Οἱ ἐπιταγὲς δὲν πληρώθηκαν, ὁ Σάββας ὁδηγήθηκε στὰ δικαστήρια καὶ τελικὰ καταδικάστηκε σὲ συνολικὴ ποινὴ φυλάκισης πέντε ἐτῶν γιὰ τριάντα συνολικὰ ἐπιταγές. Ἡ ἐπιχείρηση ἔκλεισε καὶ ὁ Σάββας ὁδηγήθηκε στὶς φυλακές. Ἡ Χρυσὴ δυστυχῶς στὸν κόσμο της συνέχισε τὸ χαρτάκι της, τὶς παρέες της μὲ τὴν Βασιλικὴ καὶ τὶς φίλες της καὶ τὶς κατηγορίες σὲ βάρος τῶν συγγενῶν τοῦ ἀνδρός της. Τὴν πείραζε τὸ κάθε τί, ἡ σχέση τῆς Ἄννας μὲ τὴν ἐκκλησία, ὁ τρόπος ποὺ ντυνόταν ἡ πεθερά της, τὸ ὕφος τοῦ Νικόλα, τοῦ πεθεροῦ της. Στὸ πίσω μέρος τοῦ μυαλοῦ της ἦταν ἡ τελεία ἀπομάκρυνση τοῦ Σάββα ἀπὸ κάθε τί σχετικὸ μὲ τὴν πατρική του οἰκογένεια.

Ὁ Γιάννης ἐπισκέφθηκε τὸ σπίτι τοῦ γιοῦ του Σάββα κατὰ τὴν διάρκεια κρατήσεως τοῦ Σάββα στὶς φυλακές.

Τὴν ἡμέρα ποὺ ἐπισκέφθηκε ὁ Γιάννης τὸ σπίτι τοῦ Σάββα ἐκεῖ βρισκόταν καὶ ἡ Βασιλική, ἡ ὁποία καὶ ἄνοιξε τὴν πόρτα. Στὸ ἄνοιγμα τῆς πόρτας ἡ Βασιλικὴ καὶ ἡ Χρυσὴ δὲν τοῦ εἶπαν οὔτε νὰ περάσει, ἀλλὰ τοῦ ἀνακοίνωσαν πὼς ὁ γιός του ἦταν φυλακή, γιατὶ ἔφταιγαν ὁ ἴδιος, ἡ γυναίκα του ἡ Μαρία καὶ ὁ γιός του ὁ Νίκος. Ὁ Γιάννης μὲ δυσκολία συγκρατήθηκε καὶ δὲν εἶπε τίποτε. Τὸ ἑπόμενο βῆμα τοῦ Γιάννη ἦταν νὰ ἐπισκεφθεῖ μὲ τὸν Νίκο τὸν Σάββα στὴν φυλακή. Ὁ Σάββας ἐκνευρίστηκε ποὺ τοὺς εἶδε μπροστά του, γιατὶ τὴν ψυχή του εἶχαν δηλητηριάσει ἡ Χρυσὴ καὶ ἡ Βασιλικὴ περισσότερο παρὰ ὁ Μιχάλης, ποὺ οὐσιαστικὰ ἦταν ἕνα κατασκεύασμα τῆς Βασιλικῆς. Ὁ Γιάννης μὲ τὸν Νίκο δανείστηκαν καὶ ἔσπευσαν νὰ καλύψουν τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Σάββα καὶ νὰ ἐξοφλήσουν τοὺς κομιστὲς αὐτῶν. Κατόπιν μὲ γνωστοὺς καὶ φίλους πῆγαν στὸν Εἰσαγγελέα Πλημμελειοδικῶν καὶ προσδιόρισαν σύντομα ἐντὸς τεσσάρων μηνῶν τὸ Ἐφετεῖο τοῦ Σάββα. Στὸ Ἐφετεῖο οἱ δανειστὲς δήλωσαν πὼς ἱκανοποιήθηκαν ἀπὸ τὶς ἐπιταγὲς καὶ ἔτσι τὸ Τριμελὲς Πλημμελειοδικεῖο ἐξέδωσε ἀθωωτικὴ γιὰ τὸν Σάββα ἀπόφαση. Ὁ Σάββας δὲν πίστευε αὐτὸ ποὺ ζοῦσε. Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ δικηγόρου του ἔμαθε πὼς αὐτοὶ ποὺ κάλυψαν τὶς ἀπαιτήσεις τῶν δανειστῶν του ἦταν ὁ πατέρας καὶ ἀδελφός του.

Ἡ Χρυσὴ δὲν συμπονοῦσε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἦταν γύρω της ἀλλὰ ὅ,τι ἔβλεπε στὴν τηλεόραση ἢ στὰ περιοδικὰ καὶ τὶς ἐφημερίδες.

Ἡ Χρυσὴ γιὰ τὰ προβλήματα ὑγείας τῆς πεθερᾶς της ἢ τῆς συννυφάδας της ποτέ της μέχρι τότε δὲν εἶχε ἐκδηλώσει τὸ παραμικρὸ ἐνδιαφέρον καὶ συμπόνια. Ἡ Χρυσὴ μεγαλοποιοῦσε τὰ προβλήματα τῶν δικῶν της καὶ προσπαθοῦσε νὰ μηδενίσει ἢ νὰ ἐλαχιστοποιήσει τὰ προβλήματα τῶν συγγενῶν τοῦ Σάββα. Ἡ πεθερά της ἔπασχε ἀπὸ ὀστεοαρθρίτιδα, ἰλίγγους καὶ ἀπὸ πολὺ χαμηλὴ ὅραση, ἐνῶ ἡ Ἄννα, ἡ γυναίκα τοῦ Νικόλα, ἀπὸ αἱματολογικὰ προβλήματα, τὰ ὁποῖα τῆς δημιουργοῦσαν σοβαρὲς καταστάσεις στὴν ὑγεία της. Μετὰ ἀπὸ τὴν ἀποφυλάκισή του ὁ Σάββας μὲ τὴν Χρυσὴ ἐπισκέφθηκαν τὸ πατρικό του σπίτι γιὰ νὰ εὐχαριστήσουν τὸν πατέρα του καὶ τὸν ἀδελφό του. Ὁ Γιάννης μόλις εἶδε τὸν Σάββα στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του, ἔτρεξε, φώναξε τὴν Μαρία καὶ ὅλοι μαζὶ τοὺς καλοδέχθηκαν. «Παιδί μου, τί θὰ πεῖ εὐχαριστῶ σὲ ἕναν πατέρα»; Τὸ ἴδιο εἶπε καὶ ὁ Νικόλας καὶ ἡ Ἄννα: «Παιδιά, εἴμαστε ἀδέλφια καὶ μεταξὺ ἀδελφῶν δὲν ὑπάρχει εὐχαριστῶ». Ἡ ἀνυπόκριτη ἀγάπη δὲν ἄφησε ἀσυγκίνητη καὶ τὴν Χρυσή. Στὴν φυλακὴ εἶχε ὁδηγηθεῖ ὁ Σάββας ἐκτὸς τῶν ἀκάλυπτων ἐπιταγῶν καὶ ἀπὸ κάποιο θαλασσοδάνειο τοῦ Μιχάλη, ὁ ὁποῖος δῆθεν δανείστηκε γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς ἐπιχείρησής τους μὲ τριτεγγύηση τοῦ Σάββα, ἀλλὰ τὰ χρήματα τοῦ δανείου χρησιμοποιήθηκαν γιὰ ἐκδρομὲς τῆς Βασιλικῆς. Ἡ Ἄννα παρὰ τὶς εἰρωνεῖες τῆς Χρυσῆς τὴν ἀγαποῦσε σὰν ἀληθινὴ ἀδελφή. Γιατὶ θυμόταν ἀπὸ τὰ παιδικά της χρόνια πὼς κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ εἶναι δυνάμει ἅγιος καὶ σεσωσμένος καὶ εἶναι εἰκόνα Χριστοῦ. Σελίδες ἄγνωστες μέχρι τότε γιὰ τὴν Χρυσὴ καὶ οἱ ὁποῖες εἶχαν ξεχαστεῖ καὶ ἀπὸ τὸν Σάββα, γιατὶ ἔτσι εἶχε μεγαλώσει ὁ Σάββας, ἀλλὰ ἐπέτρεψε καὶ φώλιασε προσωρινὰ στὴν καρδιά του μίσος καὶ ἀντιπάθεια γιὰ ὅλα τὰ παλιά. Ἡ Ἄννα ἔτρεξε καὶ ἑτοίμασε κάτι γιὰ τὸ βράδυ. «Γιὰ τὸ καλό, Χρυσή μου, ἕνα οὐζάκι, ἔτσι γιὰ εὐλογία», ὅπως συνήθιζε νὰ λέει. Φεύγοντας ἀπὸ τὸ σπίτι ὁ Σάββας μὲ τὴν Χρυσὴ ψέλλισαν τὴν λέξη «συγγνώμη».

Ὁ Νίκος τοὺς εἶπε: «Τὴν συγγνώμη τὴν εἴπαμε μία φορά, τώρα δὲν πρέπει νὰ ἐπανερχόμαστε στὰ παλιὰ ἀλλὰ νὰ βλέπουμε μπροστά».

Ὁ Γιάννης δυσκολεύτηκε πολὺ νὰ μπορέσει νὰ βρεῖ μία δουλειὰ καὶ στὸν Σάββα ἀλλὰ τελικὰ τὰ κατάφερε. Ὁ Γιάννης διόρισε ὡς κλητήρα τὸν Σάββα στὴν Διεύθυνση Γεωργίας. Ἡ Χρυσὴ ἄλλαξε συνήθειες, διέκοψε τὶς σχέσεις της μὲ τὶς φίλες τῆς Βασιλικῆς καὶ τὸ χαρτάκι, τὸ ὁποῖο δὲν ἦταν γιὰ τὶς κυρίες τῆς Θεσσαλονίκης, ὅπως ἔλεγε, ἀλλὰ γιὰ τὴν καταστροφὴ τῶν σπιτικῶν τους. Ἡ Χρυσὴ ζήτησε ἀπὸ τὴν Ἄννα νὰ πηγαίνει καὶ αὐτὴ νὰ βοηθᾶ ἀνθρώπους ποὺ εἶχαν ἀνάγκη μὲ κυρίες τῶν χριστιανικῶν κύκλων καὶ τῆς ἐνορίας.

Ἡ Χρυσὴ κατάλαβε πὼς πονοῦμε πρῶτα αὐτοὺς ποὺ ἔχουμε δίπλα μας, κοντά μας καὶ δι’ αὐτῶν καὶ τοὺς ἄλλους. Ἂν δὲν μπορέσουμε νὰ πονέσουμε τὸν διπλανό μας, δὲν πονοῦμε καὶ τοὺς ἄλλους καί, ἂν πρὸς στιγμὴ νομίζουμε πὼς τοὺς συμπονοῦμε, αὐτὴ ἡ συμπόνια εἶναι ὑποκριτικὴ καὶ ἐπιφανειακή. Ἡ ζωὴ τῆς Χρυσῆς καὶ τοῦ Σάββα ἄλλαξαν ριζικὰ μετὰ τὴν ἐκδήλωση τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης τῆς Ἄννας κυρίως, τοῦ Νικόλα καὶ τῶν γονιῶν τους, τοῦ Γιάννη καὶ τῆς Μαρίας.

Πηγή: “Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, σὲ δικαστικὲς ὑποθέσεις”, Ἠλίας Νικ. Σεφερίδης (Ε.τ Εἰσαγγελέας Ἐφετῶν), ἐκδ. Ἀγαθὸς Λόγος, σέλ.64-70

Συντάκτης

Σχολιάστε

Το email σας δεν θα δημοσιευθεί.Τα απαραίτητα πεδία είναι μαρκαρισμένα *