Πόσο ὡραία, πόσο εὐχάριστη, πόσο χαριτωμένη εἶναι ἡ εἰκόνα ἐκείνου ποὺ ἐλπίζει στὸν Θεὸ ποὺ σώζει, στὸν Θεὸ τῶν οἰκτιρμῶν, τὸν Θεὸ τοῦ ἐλέους, τὸν ἀγαθὸ καὶ φιλᾶνθρωπο Θεό.
Ἀληθινὰ μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐλπίζει στὸν Θεό! Ὁ Θεὸς εἶναι πάντα βοηθός του καὶ δὲν φοβᾶται ὅ,τι κακὸ κι ἂν τοῦ προξενήσει ἄνθρωπος. Ἐλπίζει στὸν Κύριο καὶ πράττει τὰ ἀγαθά! Κάθε του ἐλπίδα τὴν ἔχει ἐναποθέσει σ’ Αὐτόν, καὶ σ’ Αὐτὸν ἐξομολογεῖται μὲ ὅλη του τὴν καρδιά. Εἶναι τὸ καύχημά του, εἶναι ὁ Θεός του καὶ Τὸν ἐπικαλεῖται μέρα καὶ νύχτα. Τὸ στόμα του ὡραῖο, ἀναπέμπει αἴνους στὸν Θεό, τὰ χείλη του, πιὸ γλυκὰ ἀπὸ μέλι καὶ κερὶ σὰν ἀνοίγουν γιὰ νὰ ψάλλουν στὸν Θεὸ· ἡ δὲ γλὼσσα τοῦ γεμάτη χάρη, κινεῖται πρὸς δοξολογία Θεοῦ.
Ἡ καρδιά του εἶναι ἕτοιμη νὰ Τὸν ἐπικαλεσθεῖ, ἡ διάνοια τοῦ ἕτοιμη νὰ ἀνυψωθεῖ πρὸς Αὐτόν, ἡ ψυχή του εἶναι προσηλωμένη στὸν Θεὸ καὶ «ἡ δεξιὰ τοῦ Κυρίου ἀντελάβετο αὐτοῦ». «Ἐν τῷ Κυρίω ἐπαινεθήσεται ἡ ψυχὴ αὐτοῦ». Ζητᾶ καὶ λαμβάνει ἀπὸ τὸν Θεὸ αὐτὸ ποὺ ζητᾶ ἡ καρδιά του. Ζητᾶ καὶ βρίσκει ὅσα ποθεῖ. Κρούει καὶ τοῦ ἀνοίγονται οἱ θύρες τοῦ ἐλέους.
Αὐτὸς ποὺ ἐλπίζει στὸν Κύριο ἐπαναπαύεται σὲ ἥσυχα νερά. Ὁ δὲ Κύριος τοῦ δίνει πλούσια τὰ ἐλέη του. Ἡ δεξιὰ τοῦ Κυρίου κατευθύνει τὴν πορεία του καὶ δάκτυλος Κυρὶου τὸν καθοδηγεῖ στοὺς δρόμους του.
Αὐτὸς ποὺ ἐλπίζει στὸν Κύριο δὲν ἀστοχεῖ. Ἡ ἐλπίδα του δὲν πεθαίνει ποτέ. Ὁ Θεὸς εἶναι ἡ προσδοκία του, ἡ ἀκρότατη ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς του. Πρὸς Αὐτὸν στὲνάζει ἡ καρδιά του ὅλη τὴν ἡμέρα: «Κύριε μὴν ἀργήσεις, σήκω, κάνε γρήγορα, ἔλα καὶ ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὴν ψυχή μου κάθε ἀνάγκη, ἐξάγαγε ἐκ φυλακῆς τὴν ψυχή μου! Θὰ σὲ δοξολογήσω μὲ ὅλη μου τὴν καρδιὰ Κύριε. Σὲ Σένα θὰ ἀπευθύνεται κάθε λόγος ποὺ θὰ βγαίνει ἀπ’ τὸ στόμα μου».
Αὐτὸς ποὺ ἐλπίζει στὸν Κύριο, εὐλογεῖ τὸν Ὕψιστο, τὸν λυτρωτή του καὶ ἁγιάζει «τὸ ὄνομα τὸ ἅγιον αὐτοῦ». Ἐλπὶζει καὶ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του κραυγάζει πρὸς τὸν Θεό: «Κύριε πότε ἤξω καὶ ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ σου;».
Αὐτὸς ποὺ ἐλπίζει στὸν Κύριο, θὰ ἐπικαλεσθεῖ τὸν Ὕψιστο γιὰ νὰ εἰσέλθει στὸ ἁγιαστήριό Του, γιὰ νὰ δεῖ καὶ νὰ χαρεῖ τὰ θαυμάσια Του· καὶ ὁ Κύριος θὰ ἀκούσει τὴ φωνὴ τῆς δέησής του.
Αὐτὸς ποὺ ἐλπίζει στὸν Κύριο, ἀπολαμβάνει ἄκρα εἰρὴνη· γαλήνη ἐπικρατεῖ στὴν καρδιά του καὶ στὴν ψυχή του βασιλεύει πλήρης ἀταραξία. Ὅταν ἔχει βοηθό του τὸν Θεό, ἀπὸ τί νὰ φοβηθεῖ; Ἀπὸ τί νὰ δειλιάσει; Ἂν ξεσηκωθεῖ ἐναντίον του πόλεμος, δὲν πτοεῖται, γιατί ἐλπίζει στὸν Κύριο. Ἂν τὸν καταδιώξουν πονηροὶ δὲν φοβᾶται, γιατί ξέρει ὅτι ὅλα εἶναι ὑπὸ τὸν ἔλεγχο τοῦ Κυρίου. Δὲν ἐλπίζει στὸ τόξο του οὔτε στὴ φαρέτρα του· οὔτε ἐξαρτᾶ τὴ σωτηρία του ἀπὸ τὴ ρομφαία, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ Θεό του, ποὺ μπορεῖ νὰ τὸν γλιτώσει ἀπὸ τὰ χέρια αὐτῶν ποὺ τὸν πολεμοῦν, ἀπὸ τὴν παγίδα τοῦ ἁμαρτωλοῦ καὶ ἀπὸ τὴν καταιγίδα. Εἶναι πεπεισμένος γιὰ τὴ δύναμη τοῦ Κυρίου καὶ «ἐπί τον βραχὶονα τὸν ὑψηλὸν αὐτοῦ καὶ ὁ Κύριος σώσει αὐτόν».
Αὐτὸς ποὺ ἐλπίζει στὸν Κύριο, βαδίζει ἤρεμος στὸν ἀγῶνα τῆς ζωῆς του καὶ διανύει τὸν δρόμο αὐτὸ δίχως τὸ ἄγχος των μερίμνων. Ἐργάζεται ἀκατάπαυστα τὸ ἀγαθό, τὸ εὐάρεστο καὶ τέλειο, τὰ δὲ ἔργα του τὰ εὐλογεῖ ὁ Θεός. Σπέρνει εὐλογημένα καὶ λαμβάνει πλούσιους τοὺς καρποὺς τῶν κόπων του. Ἔχει θάρρος στὸν Κύριο καὶ δὲν παρεκτρέπεται ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς ποὺ τὸν κυκλώνουν. Στὶς δοκιμασίες τῆς ζωῆς δὲν παραιτεῖται, ἀλλὰ ἐλπίζει, διότι ἐκεῖ ποὺ τὰ πράγματα φαίνονται ἀδύνατα, ὁ Θεὸς φὰνερώνει τὴ διέξοδο. Μέσῳ τῆς πίστης προσδοκᾶ καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς δικαιοσύνης.
Αὐτὸς ποὺ ἐλπίζει στὸν Κύριο δὲν ἐλπίζει σὲ χρήματα, οὔτε στὸ μέγεθος τῆς δύναμής του, ἀλλὰ ἐπαναπαύεται στὴ βοήθεια ποὺ θὰ τοῦ παράσχει ὁ Θεός.
Αὐτὸς ποὺ ἐλπίζει στὸν Κύριο, εἶναι γεμᾶτος πίστη καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, ζεῖ ἔχοντας θάρρος στὴν ἀγαθή του συνείδηση, ἐμφανίζεται μὲ τὴν παρρησία γιοῦ ἀπέναντι στὸν οὐράνιο Πατέρα του καὶ Τὸν ἐπικαλεῖται γιὰ νὰ ἔλθει ἡ βασιλεία Του στὴ γῆ καὶ τὸ θέλημά Του νὰ πραγματῶνεται στὴ γῆ ὅπως καὶ στὸν οὐρανό.
Αὐτὸς ποὺ ἐλπίζει στὸν Κύριο, εἶναι ἀφοσιωμένος ὁλοκληρωτικά σ’ Ἐκεῖνον καὶ ὑψώνει τὴν καρδιά του στὸν ἀγαθὸ καὶ ἀθάνατο Θεό. Ζητᾶ ἀπ’ Αὐτὸν τὸ ὕψιστο ἀγαθὸ καὶ τὴν ἀθανασία στὴ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, καὶ ὁ Θεὸς τὸν εἰσακούει.
Μακάριος ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐλπίζει στὸν Κύριο!
Πηγή: «Ἁγίου Νεκταρίου, Τὸ γνῶθι σαὐτόν», ἐκδ. Ἄθως, σελ.101-104