π. Εὐσέβιος Γιαννακάκης: «Χρόνια ἅγια νὰ λέμε, ὄχι χρόνια πολλά. Χρόνια ἅγια, ὁσιακά, ἀγωνιστικά, καὶ τότε εἶναι πολλά!»

Ὁ π. Εὐσέβιος μετέδιδε στὰ πνευματικά του παιδιὰ τὴν ἀγάπη γιὰ τὴ Λατρεία καὶ τὴν ἀδιάλειπτη ἐπικοινωνία μὲ τὸ Θεό. Ἐπιδίωκε ἐξαρχῆς νὰ τὰ συνδέσει μὲ τὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι τὸ Θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, μὲ κεφαλή της τὸν ἴδιο τὸ Χριστὸ καὶ ζωντανὰ μέλη της ὅλους τοὺς Ἁγίους. «Έξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει σωτηρία» ἔλεγε, ἐπαναλαμβάνοντας τὴν ἀρχὴ τοῦ Ἁγίου Κυπριανοῦ, περὶ τῆς ἀποκλειστικότητας τῆς σωτηρίας μέσα στὴν Ἐκκλησία.

«Ὁ ἄνθρωπος, τόνιζε, σώζεται μόνο μέσα στὴν Ἐκκλησία, μὲ τὴ συμμετοχή του στὶς λατρευτικές συνάξεις τῶν πιστῶν. Ἀκόμη καὶ ἡ ἀτομική προσευχὴ δὲν εἰσακούεται, ἂν ὁ πιστὸς δὲν λαμβάνει μέρος στὴν κοινὴ Λατρεία στὸ Ναὸ τοῦ Θεοῦ».

Συνιστοῦσε στοὺς ἐξομολογουμένους του, μόλις σηκωθοῦν τὸ πρωί, νὰ προσφέρουν στὸ Θεὸ τὴν πρώτη σκέψη τους, λέγοντας τὴ δοξολογία καὶ τὸν πεντηκοστό Ψαλμό, ἕως ὅτου έτοιμασθοῦν. Κατόπιν νὰ διαβάζουν τὸ «ἐξεγερθέντες» (Προοιμιακή προσευχὴ τῆς ὅλης ἡμερονυκτίου ἀκολουθίας), τὸ «Πιστεύω» καὶ τὶς εὐχὲς τοῦ Μεσονυκτικοῦ, τὸν ἑξάψαλμο, τὴν ὠδὴ τῆς Θεοτόκου καὶ πάλι τὴ δοξολογία. Ἔπειτα νὰ κάνουν προσευχὴ μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά τους.

«Πρῶτα νὰ δοξολογοῦμε τὸν παντοδύναμο καὶ πολυέλεο Κύριο, ἔπειτα νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε γιὰ τὶς ἄπειρες πρὸς ἡμᾶς εὐεργεσίες Του καὶ τέλος νὰ Τὸν παρακαλοῦμε ταπεινά, πρῶτα γιὰ τὶς πνευματικὲς καὶ ἔπειτα γιὰ τὶς ὑλικές μας ἀνάγκες… Κάθε πρωὶ νὰ Τοῦ ζητοῦμε αὐτὰ τὰ δύο πράγματα: “Κύριε, κάνε νὰ ἀρέσω σὲ Σένα· ὅ,τι θὰ κάνω καὶ ὅ,τι θὰ πῶ σήμερα, νὰ εἶναι δικό Σου. Νὰ οἰκοδομοῦμαι καὶ νὰ οἰκοδομῶ”».

Μὲ ὑπομονὴ καὶ ἀγάπη συμβούλευε κάθε νέο πνευματικό του τέκνο:

«Νὰ βάλεις ἕνα καλό πρόγραμμα. Μετὰ τὴν πρωινή προσευχή, ἀνάγνωση ἀπὸ τὴν Καινή Διαθήκη. Νὰ παίρνεις ἕνα σύνθημα, ποὺ θὰ τὸ ἔχεις στὸ νοῦ σου καὶ θὰ προσπαθεῖς νὰ τὸ ἐφαρμόζεις ὅλη τὴν ἡμέρα. Νὰ λές: “ἐδῶ θὰ σταθῶ· θὰ τὸ τηρήσω σήμερα”. Τὸ ὕψωμα νὰ τὸ χρησιμοποιεῖς μετὰ τὴν πρωινή προσευχή. Πρὶν ἀπὸ τὸ Ἀπόδειπνο καὶ τὴ βραδινὴ προσευχή, νὰ διαβάζεις λίγο ἀπὸ ἕνα πατερικό βιβλίο· προδιαθέτει καλῶς.

Νὰ λέμε κάθε βράδυ, τί ἔκανα σήμερα; Πόσα εἶπα καὶ πόσα δὲν ἔπρεπε νὰ πῶ; Πόσες φορές νευρίασα; Τί μποροῦσα νὰ κάνω, καὶ δὲν τὸ ἔκανα; Τὸν βάζουμε τὸν ἑαυτό μας το βράδυ στο σκαμνί; Ἔτσι ἀναζωπυροῦται τὸ χάρισμα καὶ ἀνανεώνεται. Κι ἔτσι ἀγωνίζεται κανείς».

Προέτρεπε τὰ τέκνα του νὰ λένε τὴν εὐχή· «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν» ἢ «ἐλέησον ἡμᾶς».

«Νὰ λὲς τὴν εὐχή, συμβούλευε, καὶ νὰ ζεῖς τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὸ δρόμο, στὸ λεωφορεῖο, στὴν ἐργασία, ὅπου βρίσκεσαι καὶ τοὺς Χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας. Τὰ λὲς ἀπὸ μέσα σου, καὶ δὲν καταλαβαίνει κανεὶς τί κάνεις. Καὶ ὅταν προσεύχεσαι γιὰ τὸν ὁδηγό, γιὰ τοὺς συνεπιβάτες, τὶς οἰκογένειες καὶ τὰ προβλήματά τους, τότε νιώθεις πολὺ ὡραῖα. Ἡ μεγαλύτερη μορφὴ ἀγάπης εἶναι νὰ προσεύχεσαι γιὰ κάποιον ποὺ δὲν τὸ ξέρει…

Ἔχει μεγάλη ἀξία ἡ προσευχή, ὅταν ἐπεκτείνεται καὶ σὲ ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔχουν γιὰ μᾶς καλὴ γνώμη δυνατὸν νὰ μᾶς ἀντιπαθοῦν εἴτε ἀπὸ ἄγνοια εἴτε γιατὶ ζοῦν μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό. Καὶ ὄχι ἁπλῶς νὰ λέει κανεὶς δυὸ λόγια, ἀλλὰ μὲ τὴν καρδιά του, μὲ πραγματικὴ ἀγάπη. Ὁ πιστὸς ποὺ φεύγει ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωή, πόση χαρὰ θὰ νιώθει γιὰ τὸ ὅτι προσευχόταν γιὰ κάποιον ποὺ δὲν τοῦ φέρθηκε καλά!».

Χάριζε κομποσχοίνι στὰ πνευματικοπαίδια του καὶ τοὺς δίδασκε πῶς νὰ τὸ χρησιμοποιούν:

«Στὴν ἀρχὴ θὰ λέμε λίγα λόγια ὅπως: “Κύριε, ἔχω ἐλλείψεις, ἐλαττώματα. Πάρ’ τα ἀπὸ μένα”. Καὶ ὕστερα: “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλό. Κύριε, ἐλέησέ με. Κύριε, ἐλέησέ με”. Καὶ ὅταν θέλεις νὰ κάνεις κομποσχοίνι γιὰ κάποιον ἄλλον, θὰ λές: “Παρακαλῶ, Κύριε, νὰ ἁγιάζεις αὐτὸ τὸ πρόσωπο, νὰ τὸ σκεπάζεις πάντα μὲ τὴ χάρη καὶ τὴν εὐλογία Σου”. Καὶ στὴ συνέχεια: “Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον τὸν δοῦλον Σου. Κύριε, ἐλέησέ τον…”».

«Τὸ κομποσχοίνι, ἔλεγε, εἶναι ἐργαλεῖο προσευχῆς». Ὡς ἐκ τούτου, ἤθελε νὰ χρησιμοποιεῖται ὄχι μὲ ἐπιπολαιότητα καὶ γιὰ ἐπίδειξη, ἀλλὰ μὲ συναίσθηση καὶ ἐπίγνωση.

Κάποτε τὸν ρώτησε πνευματικό του τέκνο:

– Γέροντα, πενηντάρι κομποσχοίνι νὰ κάνω ἢ κατοστάρι;

– Πενηντάρια, κατοστάρια, ὅ,τι να ‘ναι! Ἡ ζωή μας ὁλόκληρη νὰ εἶναι ἕνα κομποσχοίνι. Τὴν εὐχή, τὴν εὐχὴ νὰ λές. Καὶ ὅλα κάτω ἀπὸ τὴν παρακολούθηση τοῦ Κυρίου νὰ τὰ θέτουμε…

Καλλιεργοῦσε στὰ πνευματικά του τέκνα τὸ πνεῦμα τῆς εἰρήνης, τῆς αἰσιοδοξίας καὶ τῆς χαρᾶς. Καθημερινὰ τὸν ἀπασχολοῦσαν πολλὲς καὶ σοβαρές εὐθύνες. Ἔχοντας ὅμως ὁ ἴδιος εἰρήνη μὲ τὸ Θεό, ἀκτινοβολοῦσε καὶ πρὸς τὰ ἔξω τὴν ἐσωτερική του εἰρήνη. Τὸ βλέμμα του, ἡ ὁμιλία του, οἱ κινήσεις του, ὅλα μαρτυροῦσαν πὼς ὁ «Ἄρχων τῆς εἰρήνης» ἀναπαυόταν στὴν καρδιά του.

Εἶχε τὴ δύναμη νὰ παραμένει ἀκλόνητος στὶς δοκιμασίες, καὶ νὰ παρηγορεῖ καὶ νὰ ἐμψυχώνει τὰ πνευματικά του παιδιά. «“Μὴ ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία”. Οὐδεμία ἀνησυχία» συνήθιζε νὰ λέει. «Μὴν ἀνησυχεῖς, ὅλα καλὰ θὰ πᾶνε». Ἡ χάρη καὶ ἡ δύναμη τῶν λόγων του κόπαζαν τὸν σάλο τῆς ψυχῆς. Γνώριζαν ὅτι πράγματι ὅλα θὰ πήγαιναν καλά, ὅταν τὸ ἔλεγε ὁ Γέροντας. Ἔγραφε σὲ ἐπιστολές του:

«Τὸν δὲ φόβον αὐτῶν μὴ φοβηθῆτε, μηδὲ ταραχθῆτε».

Τὸν πολὺν κόσμο, ποὺ εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὸ Φῶς καὶ τὸν Χριστόν, τὸν διακατέχει φόβος. Ὅμως τὸν ἄνθρωπον ποὺ εἶναι κοντὰ στὸν Χριστὸ οὐδεὶς φόβος τὸν πλησιάζει.

Ἔτσι νὰ νιώθῃς κι ἐσύ, παιδί μου. Οὐδόλως νὰ ἐπιτρέπῃς στὸν ἑαυτό σου φόβον. Αντίθετα, ἀπέραντη έμπιστοσύνη στὸν Κύριο καὶ ἄκρα ἀσφάλεια. Ὅλα νὰ τὰ κατευθύνῃ ὁ Κύριος, ποὺ σὲ ἀγαπάει τόσο πολύ, κατὰ τὸν καλύτερον τρόπον…

…Εὐλογημένο μου παιδί. Νὰ μὴν σοῦ ἀφαιρῇ τίποτε μὰ τίποτε ἀπολύτως τὴ γαλήνη σου καὶ τὴν εἰρήνη σου καὶ τὴν πνευματική σου ἰσορροπίαν. Νὰ εἶσαι πάντοτε βράχος, ποὺ νὰ κτυποῦν τὰ κύματα καὶ νὰ σπᾶνε. Νὰ εἶσαι Χελμὸς καὶ Ταΰγετος, ποὺ δὲν φοβοῦνται ἀπὸ χειμῶνες καὶ χιόνια… Θὰ εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἐπιτυχία στὴ ζωή σου…

Ἤθελε τὰ πνευματικά του τέκνα νὰ εἶναι χαρούμενα. «Πῶς θὰ νικήσει κανεὶς τὸν πειρασμὸ καὶ τὴ δυσκολία, ἂν δὲν εἶναι εἰρηνικὸς καὶ χαρούμενος;» ἔλεγε. Συνήθιζε νὰ χαιρετᾶ μὲ τὰ παρακάτω λόγια: «Χαῖρε, παιδί μου! Χαῖρε καὶ ἀγάλλου. Χαῖρε, καὶ πάλιν ἐρῶ χαῖρε!». Στενοχωριόταν, ὅταν ἔβλεπε κάποιον σκυθρωπὸ ἢ λυπημένο. Ἀντίθετα, ὅταν τὰ πνευματικά του τέκνα ἦταν χαρούμενα καὶ αἰσιόδοξα, ὁ Γέροντας εὐφραινόταν. «Ἂ μπράβο, παιδί μου! Μοῦ δίνεις πολλὴ χαρά. Νὰ σ᾽ εὐλογήσω! Γιατί νὰ μὴν εἴμαστε χαρούμενοι, ἀφοῦ εἴμαστε κοντὰ στὸ Θεό; Μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεὸ εἶναι ἡ δυστυχία!»

Τις λέξεις «καημένος», «κακομοίρης», «ἄχ», «ἄγχος» δὲν τὶς χρησιμοποιοῦσε ποτέ· οὔτε ἤθελε νὰ τὶς ἀκούει. Ἔλεγε χαρακτηριστικά:

«Καημένος; Ὁ πιστός, ὁ Χριστιανὸς δὲν εἶναι καημένος, δὲν εἶναι κακομοίρης. Εἶναι εὐλογημένος. “Ὁ εὐλογημένος” νὰ λέτε. Κακομοίρης εἶναι ὁ διάβολος».

«Δὲν θέλω ν’ ἀκούω “ἄχ”. Μᾶς στέρησε τίποτα ὁ Θεός; “Δόξα Σοι ὁ Θεός” νὰ λέμε. Καὶ μὲ χαρούμενη διάθεση νὰ σηκώνουμε τὸ σταυρὸ τοῦ καθημερινοῦ μας ἀγώνα… Τὸ ἄγχος εἶναι ἀπαράδεκτο, ἰδιαίτερα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας. Ἄγχος ἴσον ὀλιγοπιστία, ἴσον ἐγωισμός».

Ἕνα πρωί κτύπησε το τηλέφωνο στο γραφεῖο του. Ἀφοῦ ἄκουσε γιὰ λίγο αὐτὸν ποὺ τοῦ μιλοῦσε, ἀπάντησε:

«Προβλήματα! Προβλήματα! Μαζί θὰ τὰ λύσουμε… Ἂν ὅμως στρέψουμε τοὺς ὀφθαλμούς μας λίγο πρὸς τὰ ἐπάνω, θὰ δοῦμε ὅτι ἕνα μόνο πρόβλημα ὑπάρχει: ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας».

Ἄλλοτε ἔλεγε: «Οἱ Χριστιανοὶ δὲν ἔχουν προβλήματα τὰ ἔχει λύσει ἡ Σταυρικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ».

Ὁ ἴδιος ζοῦσε τὴ διαρκή παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ βεβαιότητα τῆς Ἀγάπης Του. Μὲ τὸ «δόξα Σοι ὁ Θεός» ἀπαντοῦσε στη χαρὰ καὶ τὸν πόνο, διότι τὰ ἀπέδιδε ὅλα στὴ δική Του πρόνοια καὶ τὸ ἅγιο θέλημά Του.

«Ἐκ γὰρ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας λαλεῖ τὸ στόμα» (Λουκ. ς’, 45)

Ὁ π. Εὐσέβιος μιλοῦσε ἐκ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδιᾶς του, ἀπὸ τὴν ὁποία ἔρρεαν «ποταμοὶ ὕδατος ζῶντος» (πρβλ. Ἰωάν. ζ’, 38). Οἱ εὐχὲς ποὺ ἔδινε ἀποτελοῦσαν ἔκφραση τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας του καὶ τῆς ἄμετρης πατρικῆς του ἀγάπης.

-Τὴν εὐχή σας, Γέροντα.

-Πλουσία, πλουσιωτάτη ή πατρική μου εὐχή. Ὁ Κύριος νὰ σ’ εὐλογεῖ. Καὶ ἐπανελάμβανε:

-Ὁ Κύριος νὰ σ’ εὐλογεῖ καὶ νὰ σὲ ἁγιάζει. Αὐτὸ ἦταν τὸ ξεχείλισμα τῆς καρδιᾶς του.

Οἱ εὐχές του ήταν συγχρόνως σύνθημα γιὰ πνευματικό ἀγώνα:

«Η ζωή σου νὰ εἶναι ὁλόκληρη μέσα στὸ θέλημα τοῦ Κυρίου».

«Η καρδιά σας, ὁ νοῦς σας, ἡ ψυχή σας, τὸ εἶναι σας ὁλόκληρο, κάθε κύτταρο, ὅλα νὰ εἶναι διαποτισμένα μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ».

«Νὰ κλείνεις μέσα στὴν καρδιά σου, στὸ νοῦ σου, ὁλόκληρο τὸν οὐρανό, τὴ ζωὴ τοῦ οὐρανοῦ. Αὐτὸ τὸ σύνθημα σοῦ δίνω».

«Στὸν ἀγώνα τὸν καλὸ καὶ τὸν ἅγιο, παιδί μου».

«Δύναμη, δύναμη! Ἴσχυε καὶ κραταιοῦ».

«Ἡ ζωή σου νὰ εἶναι νόστιμη στὴν ἔκφραση, στὴ διακονία, στὸν κανόνα, στὴν προσευχή».

«Τὰ χρόνια ὅλων μας νὰ εἶναι μεστὰ ἀπὸ χάρη Θεοῦ… Χρόνια ἅγια νὰ λέμε, ὄχι χρόνια πολλά. Χρόνια ἅγια, ὁσιακά, ἀγωνιστικά, καὶ τότε εἶναι πολλά».

Ὁ λόγος του εἶχε πνευματικὴ δύναμη. Ἡ εὐχὴ τοῦ Γέροντα «ἔπιανε». «Ὅλα καλὰ νὰ πᾶνε σὲ σταυρώνω» ἔλεγε, καὶ μὲ τὴν εὐχή του ὅλα «πήγαιναν πολύ καλά».

Πνευματικό του τέκνο, γράφει:

«Θὰ πήγαινα σὲ μιὰ δύσκολη ἀποστολή, γι’ αὐτὸ θέλησα νὰ πάρω πρῶτα τὴν εὐχὴ τοῦ Γέροντα. Μὲ εὐλόγησε. “Νὰ σὲ συνοδεύουν Ἄγγελοι” μοῦ εἶπε. Ἐνῶ ἔφευγα, ἐκεῖ στὴν πόρτα μοῦ ἐπανέλαβε: “Δὲν τὸ λέω ἔτσι, τὸ ἐννοῶ! Ἄγγελοι νὰ σὲ συνοδεύουν”.

»Στὸ δρόμο ἔνιωθα εἰρηνικὴ καὶ χαρούμενη. Ὅταν ἔφθασα στὸν προορισμό μου, ὅλοι μὲ δέχθηκαν εὐμενέστατα καὶ ἡ ἔκβαση τῆς ὑποθέσεως ἦταν ἀπίστευτα καλή, πέρα ἀπὸ κάθε προσδοκία. Καὶ τότε θυμήθηκα τὴν εὐχὴ τοῦ ἁγίου Γέροντά μου: “Ἄγγελοι νὰ σὲ συνοδεύουν”».

Ὁ π. Εὐσέβιος συνήθιζε σὲ διάφορες περιστάσεις νὰ δίνει στὰ πνευματικά του τέκνα ἕνα γραπτὸ σύνθημα, ὅπως αὐτὰ ποὺ ἀκολουθοῦν, γιὰ νὰ τὰ ἐνισχύει στὸν ἀγώνα τους.

29.1.1983, ὥρα 6.15’, πρωΐ.
«Καὶ ἁγιασθήσεσθε καὶ ἅγιοι ἔσεσθε» (Λευιτ. ια’, 44).

Ὁλοψύχως σοῦ τὸ εὔχομαι, εὐλογημένο μου παιδί, νὰ ἐπιτύχῃς τὴν ἁγιότητα. Καὶ δὲν εἶναι δύσκολο. Λίγο νὰ προσέξουμε τὸν ἑαυτόν μας, θὰ τὸ πετύχουμε. Τὸ βλέμμα πάντα στὸν οὐρανό. Ἡ σκέψις μας πάντα ἁγνή. Ἡ κουβέντα μας πάντα ἅλατι ἠρτυμένη. Τὰ νευράκια πάντα ξένα. Ὁ ἑαυτός μας συνέχεια ἤρεμος. Ὁ ἀγώνας μας συνεχὴς καὶ ἀδιάκοπος. Ἡ πίστις μας δυνατή. Ἡ προσευχή μας καυτή. Στὸ Ποτήριο τῆς Ζωῆς πάντα ἑτοιμασμένοι καὶ πρόθυμοι. Νά, ἡ ἁγιότης. Ἕτοιμη πέρα ὣς πέρα.

Ὁ πνευματικός σου πατέρας

«Ἡμῶν γὰρ τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει, ἐξ οὗ καὶ σωτῆρα ἀπεκδεχόμεθα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν» (Φιλιπ. γ’, 20).

Παιδιά μου …,

Σᾶς δίδω τὸ σύνθημα τῆς ἡμέρας. Ἀνήκομεν εἰς τὸ κράτος τοῦ οὐρανοῦ. Τὸ βασίλειον τὸ ὑπερκόσμιον καὶ πνευματικόν. Ἐκεῖνο εἶναι τὸ ἰδικόν μας πολίτευμα. Εὑρισκόμεθα εἰς τὴν γῆν καὶ εἴμεθα πολιτογραφημένοι εἰς τὸν οὐρανόν. Ἁγία, λοιπόν, καὶ ἀγγελικὴ ἡ ζωή μας.

(+ π. Εὐσέβιος Γιαννακάκης 19 Ιουνίου 1995)

Πηγή: “ Ἱερομόναχος Εὐσέβιος Γιαννακάκης – Ἐπίγειος ἄγγελος και οὑράνιος ἄνθρωπος ”, εκδ. Ι. Μ. Ἁγίου Ἱωάννου του Θεολόγου Αἱγιαλείας, σελ. 267-274

Συντάκτης

Σχολιάστε

Το email σας δεν θα δημοσιευθεί.Τα απαραίτητα πεδία είναι μαρκαρισμένα *