Ὅσιος Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης: «Ἀνοίγονται τὰ μάτια τῆς ψυχῆς διαβάζοντας τὰ Πατερικὰ βιβλία καὶ τὴ Θεία Γραφή»

Αὐτὸ ποὺ λένε, ἀνοίγονται τὰ μάτια τῆς ψυχῆς, ξέρουν τί λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, ἤξεραν τί λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες. Γι’ αὐτὸ νὰ διαβάζουμε καὶ τὰ Πατερικὰ βιβλία καὶ τὴ Θεία Γραφή. Μὰ δὲν ἀδειάζεις; Ἔστω μισὴ ὥρα κάθε μέρα νὰ διαβάζεις. Αὐτὴ ἡ κάθαρση, αὐτὸς ὁ φωτισμός, τὸν ὁποῖον θὰ πάρεις διαβάζοντας τὴ Θεία Γραφή, θὰ σοῦ κρατήσει ὅλη τὴν ἡμέρα καὶ τὴ νύχτα.

-Καὁ Θεός μας δοκιμάζει καμιὰ φορὰ νὰ μᾶς ξυπνήσει, νὰ ποῦμε. Σοῦ στέλνει ἕναν πειρασμὁ Θεός, ὁ Θεὸς θέλει νὰ σὲ ξυπνήσει, μὴν κοιμᾶσαι· μὴν κοιμᾶσαι, λέγε τὴν εὐχούλα.

-Ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἐπαινεῖ τον πλησίον του καὶ κατακρίνει τὸν ἑαυτό του, φθάνει σὲ μέτρα ἁγιότητος. Ἂν ζητᾶς ἐσὺ ἀπὸ τὸν ἄλλονε, ἐπειδὴ σὲ λύπησε, νὰ σοῦ βάλει μετάνοια, δὲν εἶσαι καλά, δὲν εἶσαι ἐντάξει, δὲν βαδίζεις στὸν δρόμο τῆς καλογερικῆς.

Ἡ δικαιολογία δὲν εἶναι γραμμένη στὴ Γραφή. Οἅγιοι ὄχι μόνο δὲν δικαιολογοῦνται, ἀλλὑποφέρουν ἑκουσίως γιὰ τοὺς ἄλλους.

-Δὲν σὲ κατηγορῶ ὅτι ἔκανες ἁμαρτίες πολλὲς καὶ σοβαρές, ὄχι, ἄνθρωπος εἶσαι. Σὲ κατηγορῶ, γιατί δὲν ἐξομολογεῖσαι. Αὐτὸ σὲ κατηγορῶ. Ἔπεσες; Στὸν πνευματικό. Ἔπεσες; Στὸν πνευματικό, ὅλα στὸν πνευματικό. Καὶ ἡ ὁσία Μαρία, πρῶτα ἐξομολογήθηκε.

Ἕνα πρᾶγμα, ἅμα σὲ κεντάει ἡ συνείδησή σου, πήγαινε καὶ βάλε μετάνοια: «Ἀδερφέ μου, εὐλόγησον, σὲ παρακαλῶ νὰ μὲ συγχωρέσεις, ἔσφαλα». Αὐτὸ διορθώνει τὸ λάθος σου. Μὴν παραβλέπεις τὴ συνείδησή σου. Ἄνθρωποι εἴμεθα, ἕνας στὸν ἄλλον φταίει. Ἢ σοῦ εἶπε ἕναν λόγο εἴτε δὲν ἔκανε ἐκεῖνο τὁποῖο εἶπες, καὁπότε κατόπιν ἡ συνείδηση ἔρχεται ἐλέγχουσα. Μὴν τὴν παραβλέπεις, πήγαινε ταπεινώσου καὶ πὲς τὸ “εὐλόγησον” εἰς τὸν ἀδελφἢ εἰς τὸν Γέροντα.

-Πόσο, μὰ πόσο γλυκὺς εἶναι ὁ Ἰησοῦς! Ὅλος χαρά, ὅλος ἀγάπη, ὅλος εἰρήνη, ὅλος γαλήνη, ὅλος ἀγαλλίαση, ὅλος σκιρτήματα. Μὰ πόσο γλυκὺς εἶναι ὁ Ἰησοῦς!

Ὁ Σταυρὸς δὲν λείπει. Γιατί; Γιατί ἐφόσον κι Ἀρχηγός μας ἀνέβηκε στὸν Σταυρό, κι ἐμεῖς θ’ ἀνεβοῦμε, νὰ ποῦμε. Ἀλλἀπ’ τὴ μιὰ πλευρὰ εἶναι γλυκὺς καἐλαφρός, ἀπ’ τὴν ἄλλη μεριὰ εἶναι πικρὸς καὶ βαρύς. Κατὰ τὴν προαίρεσή μας. Ἂν πάρεις μἀγάπη τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, εἶναι πολἐλαφρός, εἶναι σφουγγάρι, φελλός. Ἂν τὸ πάρεις, δηλαδή, ἀπ’ τὴν ἄλλη πλευρά, τότες εἶναι βαρὺς καἀσήκωτος.

-Ὦ! χάρις, χάρις! Ἔλα καὶ σὲ μᾶς, ἔλα γρήγορα, ἔλα. Πόσον ἀλλάζει ὁ ἄνθρωπος, πὼς μεταβάλλεται, πὼς γίνεται ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος ὅταν τὸν ἐπισκιάσει ἡ θεία χάρις! Αὐτὴ ἡ θεία χάρις ἔκανε τοὺς μάρτυρας ὄχι μόνον νὰ μὴν αἰσθάνονται τοὺς πόνους τοῦ μαρτυρίου των, ἀλλὰ καὶ νὰ χαίρονται ποὺ μαρτυροῦν διὰ τὸν Χριστόν. «Ἕνεκὰ Σοῦ θανατούμεθα ὅλην τὴν ἡμέραν, ἐλογίσθημεν ὡς πρόβατα σφαγῆς» (Ψάλμ. 43:23). Ἄλλο νὰ αἰσθάνεσαι καὶ ἄλλο νὰ διαβάζεις ἢ νὰ ὁμιλεῖς περὶ θείας χάριτος.

Ἡ χάρις διατηρεῖται μὲ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν εὐχαριστία εἰς τὸν Θεό.

-Ἡ ταπείνωσις ὅτι «ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄξιος κληθῆναι υἱός Σου, ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν δούλων σοῦ» (Λούκ. 15:19).

ἶναι ὄντως λυπηρό, ὅτι τὸν μέγα θησαυρὸν ποὺ πήραμε στἅγιο Βάπτισμα, δηλαδὴ τὴν υἱοθεσίαν, καὶ κατέχουμε αὐτόν, κατὰ τὸν Ἀπόστολον (Β’ Κόρ. 4:7), ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσι, ἀγνοοῦμε. Καὶ γι’ αὐτὸ εὔκολα ραθυμοῦμε, εὔκολα ἀδιαφοροῦμε, εὔκολα καταφρονοῦμε, καὶ μ’ ἕναν λόγο εὔκολα πίπτομεν.

-Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἔλαβε τὴν χάρη καὶ ἀπέθανε μὲ αὐτήν. Μακαριότερος εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἔζησε καὶ τὴν ἠύξησε, τὴν ἐμεγάλωσε καὶ ἔπειτα ἐκοιμήθη.

ἶδα ἕνα ὄνειρο ὅτι πῆγα στὸ χωριό μου, ἐκεῖ ποὺ γεννήθηκα. Καὶ δὲν πῆγα στὸ πατρικό μου σπίτι, ἀλλὰ πῆγα στὴν ἐκκλησία. Μπῆκα στὴν ἐκκλησία, προχώρησα καὶ μπῆκα στἹερό. Ἐκεῖ εἶδα την κολυμβήθρα, ἐκεῖ ποὺ βαπτίσθηκα, ἐκεῖ ποἦρθε ἡ χάρις. Γονάτισα, τὴν ἀγκάλιασα, τὴ φίλησα, τὴ φίλησα, τὴ φίλησα μὲ πολλὰ δάκρυα.

Πηγή: «Γέροντας Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης», Ἔκδοση Ι. Ἤσυχ. «Ἅγιος Ἐφραίμ», Κατουνάκια Ἁγίου Ὅρους 2000 (ἀποσπάσματα)

Συντάκτης

Σχολιάστε

Το email σας δεν θα δημοσιευθεί.Τα απαραίτητα πεδία είναι μαρκαρισμένα *