Ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου: Ὁ μεγάλος ἀντιαιρετικὸς πατέρας (12/5/2025)

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ
Θεολόγου – Καθηγητοῦ

Ὁρισμένοι ἀπὸ τοὺς ἁγίους μᾶς χαρακτηρίζονται ὡς Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας. Κι’ αὐτὸ διότι διακρίθηκαν, πέρα ἀπὸ τὴν ἁγιότητά τους, καὶ γιὰ τὴν μεγάλη προσφορά τους στὴν Ἐκκλησία. Ἔχοντας τεράστια μόρφωση, θεολογικὴ παιδεία καὶ ποιμαντικὴ ἱκανότητα, σημάδεψαν τὴν ἐποχή τους, ἀλλὰ καὶ παραμένουν στοὺς αἰῶνες αὐθεντίες καὶ πρότυπα ἀληθινῶν ποιμένων. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ὑπῆρξε καὶ ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος Ἐπίσκοπος Κωνσταντίας τῆς Κύπρου.

Εἶχε ἰουδαϊκὴ καταγωγή. Οἱ γονεῖς του ἦταν πάμφτωχοι ἀγρότες Ἰουδαῖοι. Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Βησανδούκη (ἢ Βησανδοὺκ) κοντὰ στὴν Ἐλευθερούπολη τῆς Παλαιστίνης περὶ τὸ 315. Σύμφωνα ὅμως μὲ κυπριακὴ παράδοση, γεννήθηκε στὸ χωριὸ Καλοπαναγιώτης, Μαραθάσας τῆς Κύπρου, καὶ μεγάλωσε στὴ Βησανδούκη. Εἶχε ἕνα ἀκόμη ἀδελφό τον Καλλίτροπο καὶ μιὰ ἀδελφή.

Ἂν καὶ μεγάλωσε σὲ ἰουδαϊκὸ περιβάλλον, μιὰ ἐσωτερικὴ δύναμη τὸν ἔσπρωχνε νὰ ἀναζητήσει τὴν ἀλήθεια ἐκτὸς τῆς ἰουδαϊκῆς θρησκείας. Αὐτὸ ἔγινε ὅταν ἦταν σὲ ἡλικία δώδεκα ἐτῶν. Ἀφοῦ πέθαναν οἱ γονεῖς του καὶ γνώρισε, δυὸ ὀνομαστοὺς ἁγίους καὶ σοφοὺς ἀσκητές, τὸν Λουκιανὸ καὶ τὸν Ἰλαρίωνα, οἱ ὁποῖοι τοῦ μίλησαν γιὰ τὸν Χριστιανισμὸ καὶ τὸν κατήχησαν στὴν χριστιανικὴ πίστη.

Ἐπιφάνιος κατηχήθηκε γιὰ ὅσο καιρὸ ἀπαιτοῦνταν, ἀπὸ τοὺς δύο σεβάσμιους καὶ ἔνθερμους μοναχοὺς καὶ ἔγινε γνώστης τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας. Κατόπιν ἔλαβε τὸ ἅγιο Βάπτισμα.

Ἑπτὰ ἡμέρες μετὰ πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ ἀφιερωθεῖ ψυχή τε καὶ σώματι στὸ Χριστό, στὴν πίστη τοῦ Ὁποίου βρῆκε αὐτὸ ποὺ ζητοῦσε: τὴν ἀλήθεια καὶ τὴ σωτηρία. Τακτοποίησε τὴν ἀδελφή του σὲ κάποιο γυναικεῖο μοναστήρι καὶ ἔφυγε γιὰ τὴν ἔρημο τῆς Παλαιστίνης. Πῆγε νὰ γνωρίσει ἁγίους ἀσκητὲς καὶ νὰ ζήσει μαζί τους τὴν ἁγία καὶ ἰσάγγελη ζωὴ τῆς ἐρήμου. Συνάντησε τοὺς πλέον ἐπιφανεῖς καὶ ἁγίους ἀσκητές, μὲ τοὺς ὁποίους συγκατοίκησε, ἔχοντας τοὺς ὡς διδάσκαλους καὶ καθοδηγητές του στὸν πνευματικό του ἀγῶνα, γιὰ τὴν τελείωσή του.

Προσευχόταν ἀδιάκοπα, νήστευε, ἀγρυπνοῦσε, μελετοῦσε τὶς ἅγιες γραφὲς καὶ ὑπακούοντας στὶς προτροπὲς τῶν Γερόντων πρόκοβε στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἁγιότητα. Σύντομα ἔγινε ὁ ἴδιος παράδειγμα γιὰ ἄλλους ἀσκητές. Ἡ φήμη του διαδόθηκε σὲ ὅλη τὴν περιοχή.

Τὸν ἀπασχολοῦσε ἔντονα ἡ δράση τῶν αἱρετικῶν, τοὺς ὁποίους θεωροῦσε ὡς ὄργανα τοῦ διαβόλου, γιὰ τὴ ματαίωση τοῦ σχεδίου τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου.

Γιὰ νὰ μάθει περισσότερα γιὰ τὶς πλάνες τους συναναστρέφονταν μαζί τους, ἀποκομίζοντας ἔτσι πλούσια ἐμπειρία, τὴν ὁποία χρησιμοποίησε στὴ συνέχεια γιὰ τὴν ἀντιμετώπισή τους.

Λίγο μετὰ πῆγε στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου φοίτησε στὶς ἐκεῖ ὀνομαστὲς σχολές, ἀποκτῶντας σημαντικὴ θεολογικὴ κατάρτιση καὶ κλασσικὴ παιδεία. Σπούδασε θεολογία καὶ φιλοσοφία καὶ ἔμαθε πέντε γλῶσσες (Ἑλληνικά, Ἑβραϊκά, Λατινικά, Συριακὰ καὶ Κοπτικά).

Ἀργότερα γύρισε στὴν Παλαιστίνη, ὅπου ἵδρυσε μοναστήρι, συγκέντρωσε μεγάλη ἀδελφότητα καὶ τὴν ποίμανε γιὰ τριάντα περίπου χρόνια, ἀποκτῶντας φήμη ἁγίου.

Τὸ 367 μπῆκε σὲ κάποιο πλοῖο νὰ ταξιδέψει σὲ κάποιο τόπο. Ὅμως, κατὰ θαυματουργικὸ τρόπο, ἐγέρθηκε μεγάλη θαλασσοταραχή, ἡ ὁποία ὁδήγησε τὸ πλοῖο στὴν Κύπρο.

Προσάραξε στὴν πόλη Σαλαμῖνα, ἡ ὁποία εἶχε μετονομασθεῖ σὲ Κωνσταντία, διότι τὴν ἀνοικοδόμησε, μετὰ ἀπὸ κάποιο καταστροφικὸ σεισμό, περὶ τὰ μέσα τοῦ 4ου αἰῶνα, ὁ αὐτοκράτορας Κωνστάντιος (339-361), παίρνοντας ἔτσι ἀπὸ αὐτὸν τὸ ὄνομά της.

Ἡ Κωνσταντία ἦταν ἡ ἕδρα τοῦ ἀρχιεπισκόπου Κύπρου, ἡ ὁποία ἦταν κενὴ ἐκείνη τὴν περίοδο. Οἱ κάτοικοι ὑποδέχτηκαν μὲ τιμές τον Ἐπιφάνιο, διότι ἡ φήμη του εἶχε φτάσει ὡς ἐκεῖ καὶ τοῦ ζήτησαν νὰ καταστεῖ ποιμενάρχης τους.

Ἐκεῖνος, παρ’ ὅλες τὶς ἀντιρρήσεις του, δέχτηκε καὶ χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Κωνσταντίας. Θεώρησε τὴν θαυματουργική του ἀκούσια μετάβαση στὴν Κύπρο, ὡς κλήση ἀπὸ τὸ Θεό, γιὰ νὰ ὑπηρετήσει τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

Ἀπὸ τὴν θέση του αὐτὴ ὁ ἅγιος Ἐπίσκοπος ξεκίνησε ἕνα τεράστιο ποιμαντικὸ καὶ φιλανθρωπικὸ ἔργο. Ἡ πρώτη του ἐνέργεια ἦταν νὰ ἀποδευσμεύσει τὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία της Ἀντιόχειας καὶ νὰ τὴν προσδέσει στὴν Ἐκκλησία της Ἀλεξάνδρειας, διότι πίστευε πὼς ἡ δεύτερη ἐξέφραζε καλλίτερα τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, τὸν ὁποῖο θαύμαζε καὶ εἶχε ὡς πρότυπό του. Ἀντίθετα, θεωροῦσε πὼς ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας εἶχε παρεκκλίνει σὲ πλάνες καὶ ἰδιαίτερα πρὸς αὐτὲς τοῦ Ὠριγένη, τὸν ὁποῖο θεωροῦσε ὡς μέγα αἱρετικὸ καὶ ἀγωνίστηκε γιὰ τὴν καταδίκη τῶν δοξασιῶν του. Μάλιστα δὲ δίστασε νὰ ἔρθει σὲ ρήξη μὲ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἱεροσολύμων Ἰωάννη, ὁ ὁποῖος συμπαθοῦσε τὸν ἀρχαῖο αὐτὸ ἐκκλησιαστικὸ συγγραφέα. Λόγῳ δὲ τῆς πολεμικῆς τοῦ πρὸς τὸν Ὠριγένη τήρησε μιὰ ἐπιφυλακτικὴ θέση πρὸς τὴν φιλοσοφία καὶ τὴν κλασσικὴ παιδεία.

Ἔστρεψε μὲ ἰδιαίτερο ζῆλο τὴν προσοχή του καὶ τὴ μέριμνά του στὴ διαφύλαξη τῆς ὀρθοδόξου πίστεως ἀπὸ τὶς αἱρέσεις, οἱ ὁποῖες ταλάνιζαν τὴν Ἐκκλησία τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ὅπως οἱ ἀρειανοί, οἱ πνευματομάχοι, οἱ ὠριγενιστές, ἀλλὰ καὶ οἱ εἰδωλολάτρες. Ὁ Ἐπιφάνιος, ἐκφράζοντας τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, πίστευε πὼς ἡ ἀλήθεια εἶναι συνώνυμη μὲ τὴ σωτηρία, πὼς οἱ πλάνες, οἱ αἱρέσεις καὶ οἱ κακοδοξίες, ὄχι μόνο δὲν σώζουν, ἀλλὰ ὁδηγοῦν στὴν ἀπώλεια. Εἶναι τὰ ὀλέθρια σπέρματα καὶ ζιζάνια τοῦ διαβόλου στὸν ἀγρὸ τοῦ Κυρίου, τὰ ὁποῖα τείνουν νὰ καταπνίξουν τὸν ἀγαθὸ σπόρο (Μάτθ.13,2). Γι’ αὐτὸ καὶ ἀγωνίστηκε μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις γιὰ τὴν προάσπιση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Κατέστη ἕνας ἀπὸ τοὺς πλέον γόνιμους ἀντιαιρετικοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ὡς ἄριστος γνώστης τῶν Ἁγίων Γραφῶν καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν συγγραμμάτων, ἀντιμετώπισε μὲ ἀποτελεσματικότητα τοὺς αἱρετικοὺς τῆς Μεγαλονήσου. Παράλληλα συνέγραφε στηλιτευτικοὺς λόγους κατὰ ὅλων τῶν αἱρέσεων.

Ἄσκησε ἐπίσης σημαντικὸ φιλανθρωπικὸ ἔργο, χάρις στὸ ὁποῖο βρῆκαν ἀγάπη καὶ στήριξη χιλιάδες ἀναξιοπαθοῦντες Κύπριοι. Ἐπίσης ἔκτισε πολλοὺς ναούς, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὴ μεγάλη βασιλική της Κωνσταντίας, τὴν ὁποία δὲν πρόλαβε νὰ ἀποπερατώσει καὶ τῆς ὁποίας σώζονται μέχρι σήμερα τὰ ἐρείπια. Ἀκόμα ἀξιώθηκε νὰ ἐπιτελέσει καὶ πολλὰ θαύματα. Θεράπευσε τὴν δαιμονισμένη κόρη τοῦ Πέρση Βασιλιᾶ καὶ ἀνάστησε τὸ νεκρὸ γιὸ ἑνὸς ἄλλου Πέρση ἄρχοντα. Ἀπάλλαξε ἀπὸ ἕνα φοβερὸ λιοντάρι μιὰ περιοχή, τὸ ὁποῖο κατασπάραζε ἀνθρώπους καὶ ζῶα. Ἀπάλλαξε ἀπὸ δαιμόνιο τὸ γιὸ ἑνὸς Ρωμαίου Ἔπαρχου, ὀνόματι Κάλλιστου καὶ ἐπίσης θεράπευσε καὶ αὐτὸν τὸν αὐτοκράτορα Μ. Θεοδόσιο (379-395), ἀπὸ σοβαρὴ πάθηση τῶν ἄκρων.

Ἦταν ἄνθρωπος ἀγαθῶν προαιρέσεων καὶ εὐκολόπιστος. Αὐτὸ τὸν ὁδήγησε νὰ προβεῖ σὲ κάποιες λανθασμένες ἐπιλογές του, γιὰ τὶς ὁποῖες ἀργότερα μετανόησε.

Κυριότερο λάθος του ἦταν νὰ συνταχθεῖ μὲ τὸν κακεντρεχῆ ἀρχιεπίσκοπο Ἀλεξανδρείας Θεόφιλο (385-412), ἐναντίον τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου (354-307). Περισσότερο ἀπ’ ὅλα ἐπηρεάστηκε ἀπὸ τὸ γεγονός, ὅτι κάποιοι ὠριγενιστὲς Ἀλεξανδρινοί, διωγμένοι ἀπὸ τὸ Θεόφιλο, βρῆκαν καταφύγιο στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἀρχιεπίσκοπος ἦταν ὁ Χρυσόστομος.

Τὸ 402 μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἦρθε σὲ ρήξη μὲ αὐτόν, κατηγορῶντας τον ὡς αἱρετικό. Γιὰ νὰ πετύχει τὴν καταδίκη των ὠριγενιστὼν συμμάχησε μὲ τοὺς ἀντιπάλους τοῦ Χρυσοστόμου, ἀλλὰ ἐκεῖνοι ἐκμεταλλεύτηκαν αὐτὴ τὴ συμμαχία. Ὁ Χρυσόστομος τοῦ ζήτησε νὰ φύγει. Τελικὰ ὁ Ἐπιφάνιος κατάλαβε τὸ λάθος του, ζήτησε συγνώμη καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὴν Κύπρο. Ἀλλὰ κατὰ τὴν ἐπιστροφή του, στὶς 12 Μαΐου 403, κοιμήθηκε ξαφνικὰ ἐν πλῷ, ὕστερα ἀπὸ τριάντα ἕξι χρόνια ἀρχιερατείας. Τὸ τίμιο λείψανό του τὸ εἶχε μετακομίσει στὴν Κωνσταντινούπολη ὁ αὐτοκράτορας Λέων ΣΤ’ ὁ Σοφὸς (866-912). Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στὶς 12 Μαΐου.

Ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος κατατάσσεται στοὺς μεγάλους Πατέρες καὶ Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας μας. Μᾶς ἄφησε ἕνα τεράστιο καὶ ἀνεκτίμητο συγγραφικὸ ἔργο, ἀντιρρητικὸ κατὰ τῶν μεγάλων αἱρέσεων τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Γνωστὸ εἶναι τὸ ἔργο του «Πανάριον», ὅπου ἀποκρούει ὅλες τὶς κακοδοξίες τῆς ἐποχῆς του. Ὁ «Ἀγκυρωτὸς» (σὲ 120 παραγράφους ἐπιτομὴ τῆς Θεολογίας), τὸ «Περὶ τῶν δώδεκα λίθων τῶν ὄντων ἐν τοῖς στολισμοῖς του Ἀαρῶν» καὶ ἄλλα πολλά.

 

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Τοὺς διττοὺς ὑποφήτας τῆς ἄναρχου θεότητας, τῶν θεοτυπώτων δογμάτων, τοὺς πανσόφους ἐκφάντορας, σὺν τῷ Ἐπιφανίῳ τῷ κλεινῷ, ὑμνήσωμεν τὸν θεῖον Γερμανῶν ὡς λαμπροὶ γὰρ τῶν ἀρρήτων μυσταγωγοί, πυρσεύουσι τοὺς κράζοντας δόξα τῷ στεφανώσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ μεγαλύναντι, δόξα τῷ βεβαιούντι δι’ ὑμῶν, πίστιν τὴν Ὀρθόδοξον.

 

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθείς.

Ἱεραρχῶν τὴν θαυμαστὴν ξυνωρίδα, ἀνευφημήσωμεν πιστοὶ κατὰ χρέος, σὺν Γερμανῷ τὸν θεῖον Ἐπιφάνιoν, οὖτοι γὰρ κατέφλεξαν, τῶν ἀθέων τὰς γλώσσας, δόγματα σοφώτατα, διαθέμενοι πᾶσι, τοῖς ὀρθοδόξως μέλπουσιν ἀεί, τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριoν.

 

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
12 Μαΐου 2025 ἑορτάζουν:

Ἅγιος Ἐπιφάνιος Ἐπίσκοπος Κωνσταντίας καὶ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου

Ἅγιος Γερμανὸς Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης

Ὅσιος Θεόδωρος ὁ ἐν Κυθήροις ἀσκήσας

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βλάχος

Ἅγιος Φίλιππος ὁ Ἀργύριος

Ἅγιος Εὐθύμιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων

Ὅσιος Νικήτας ὁ Σιναΐτης

Εὕρεσις τῶν τιμίων λειψάνων τῆς Ἁγίας Εἰρήνης της Παρθενομάρτυρος

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Νεομάρτυρας ἐκ Σερρῶν

Ὁσία Καλλίτροπος

Ἁγία Δομιτίλλα ἡ Μάρτυρας

Ἅγιος Παγκράτιος ὁ Μάρτυρας

Ἅγιος Θεοφάνης Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου

Ὅσιος Λέων ἐν Μεθώνῃ

Ἅγιοι Μάρτυρες εἰς Μπούτοβο τῆς Ρωσίας

Ὅσιος Νεκτάριος τῆς Ὄπτινα

Ὅσιος Ἀντώνιος τοῦ Ραντονέζ

Ὅσιος Διονύσιος τοῦ Ραντονέζ

Ἅγιος Ἐρμογένης ὁ Ἱερομάρτυρας Πατριάρχης Μόσχας

Συντάκτης

Σχολιάστε

Το email σας δεν θα δημοσιευθεί.Τα απαραίτητα πεδία είναι μαρκαρισμένα *