Mεγάλο θαῦμα τοῦ Ταξιάρχη σὲ ἀνάπηρη-ἑτοιμοθάνατη γυναῖκα, ξημερώματα τῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων

Ἤτανε μία Κυριακὴ τοῦ Ἰουλίου. Τὸ παλλεσβιακὸ προσκύνημα τῶν Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν δεχόταν ἀπὸ πολὺ πρωὶ τοὺς προσκυνητές του. Μία λαοθάλασσα τὰ προαύλιά του. Ἀπὸ τοὺς ἀριθμοὺς τῶν αὐτοκινήτων διαπίστωνες ὅτι οἱ περισσότεροι προσκυνητὲς ἦταν ἀπὸ ἄλλα διαμερίσματα τῆς χώρας μας.

Ἡ Κυριακάτικη λειτουργία προχωροῦσε. Οἱ καλλίφωνοι ἱεροψάλτες τοῦ Προσκυνήματος μὲ τὶς μελωδικές τους ψαλμωδίες, ξεκούραζαν τὴν ἄκρη τοῦ ἐκκλησιάσματος καὶ τὸ ἐνίσχυαν στὴν πνευματική του ἀνάταση. Ἦταν ὅλοι συνεπαρμένοι ἀπὸ τὴ θεία λειτουργία καὶ ὁ καθένας ξεχωριστά, ἀφοσιωμένος στὶς ἐνδόμυχες προσευχές του.

Ξαφνικά, μία γυναῖκα προσπαθοῦσε μὲ κόπο νὰ παραμερίσει τὸν κόσμο καὶ νὰ φτάσει μπροστὰ στὴν θαυματουργὸ εἰκόνα τοῦ Ἀρχαγγέλου, κρατῶντας στὴν ἀγκαλιά της ἕνα ἀρνί. Ὅταν ἔφτασε μπροστὰ στὴν εἰκόνα ἀναλύθηκε σὲ δάκρυα.

-“…Ταξιάρχη μου! Σωτῆρα μου! Ἐπιτέλους μὲ ἀξίωσες νὰ ἔρθω νὰ σὲ προσκυνήσω καὶ νὰ σὲ εὐχαριστήσω, χωρὶς βοήθεια, μόνη μου!”

Σὲ λίγο στὰ σκαλιὰ τοῦ γραφείου, διστακτικὴ φάνηκε ἡ γυναῖκα.

“Πάτερ μου, σήμερα εἶμαι πολὺ εὐτυχισμένη. Εὐχαριστῶ τὸν Μεγαλοδύναμο καὶ τὸν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ, ποὺ μὲ ἀξίωσαν νὰ βρίσκομαι ἐδῶ γιὰ νὰ ἐκπληρώσω τὸ τάμα μου. Ἀλλὰ καλύτερα νὰ σᾶς τὰ πῶ ἀπὸ τὴν ἀρχή.

Λέγομαι Παντελίδου Νίκη καὶ μένω στὴν ὁδό… στὸν Εὔοσμο Θέσ/νίκης. Πάνω ἀπὸ δέκα χρόνια ἤμουν παράλυτη καὶ τελευταῖα ἀπὸ τὴν στεναχώρια ἀρρώστησα βαρειὰ καὶ ἀπὸ τὴν καρδιά μου. Οἱ γιατροὶ εἶπαν στὸν ἄντρα μου ὅτι οἱ μέρες μου εἶναι μετρημένες. Περίμενα τὸ τέλος καρφωμένη παράλυτη στὸ κρεββάτι μου, κάτω ἀπὸ τὶς στοργικὲς περιποιήσεις τοῦ ἀνδρός μου.

Γιὰ τὸν Ταξιάρχη ἔμαθα ἐδῶ καὶ δύο χρόνια, ἀπὸ τὸ περιοδικὸ “Ὁ ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ”. Σᾶς ζήτησα, ἂν θυμᾶστε μὲ ἐπιστολή μου, μία εἰκόνα τοῦ Ἀρχαγγέλου καὶ σεῖς μοῦ στείλατε μία μικρὴ ἀνάγλυφη. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ πῆρα τὴν εἰκόνα αὐτὴ στὰ χέρια μου, πίστεψα ἀκράδαντα ὅτι θὰ γίνω καλά. Προσευχόμουν νύχτα καὶ μέρα καὶ ὅσο περνοῦσε ὁ καιρός, τόσο καὶ περισσότερο ἡ πίστη μου αὐτὴ μεγάλωσε σὲ σημεῖο ποὺ νὰ θεωρῶ πιὰ βέβαιο, ὅτι θὰ γίνω καλά.

Ἦταν παραμονὴ τῆς γιορτῆς τοῦ Ἀρχαγγέλου. Ὄχι στὶς 8 Νοεμβρίου, ἀλλὰ τῶν Μυροφόρων, στὶς 15 τοῦ Πάσχα ποὺ γιορτάζετε τὴν μεγάλη πανήγυρή Του, τὰ ἐγκαίνια τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ Του. Ἤμουν μόνη στὸ δωμάτιο μοῦ καὶ μὲ πολὺ θέρμη παρακαλοῦσα την χαρη Του. Τὰ μάτια μου ἦταν βουρκωμένα… Ὅταν ω Ταξιάρχη μου, Ταξιάρχη μου!!!

Ἀπέναντι στὸ κρεβάτι μου, ὑπάρχει μία ντουλάπα. Αὐτὴ ἡ ντουλάπα σιγά-σιγά, ἄρχισε νὰ μεταβάλλεται σὲ ἀνάγλυφη εἰκόνα, ὅπως ἐκείνη ποὺ μοῦ εἴχατε στείλει. Σκούπισα τὰ μάτια μου νὰ βεβαιωθῶ. Μπροστά μου, πράγματι ὑπῆρχε μία πελώρια ἀνάγλυφη εἰκόνα τοῦ Ταξιάρχη μὲ τὸν Ἀρχάγγελο ἕτοιμο νὰ μοῦ μιλήσει.

Μὲ συναισθήματα ἀνάμεικτα, χαρᾶς ἐλπίδας καὶ δέους, ἀσυναίσθητα, προσπάθησα νὰ σηκωθῶ. Ὅμως ἡ ἀρρώστια μὲ κρατοῦσε γερὰ καρφωμένη στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου μου. Ἄρχισα νὰ φωνάζω δυνατά, ξέροντας ὅτι τὴ στιγμὴ αὐτή, μὲ ἀκούει ὁ Μεγαλόχαρος:

Ταξιάρχη μου, Ταξιάρχη μου, σῶσε με, λυπήσου με, συγχώρα με, σπλαχνίσου με, κάνε τὸ θαῦμα Σου!!!”

Τότε ὁ Ἀρχάγγελος μοῦ χαμογέλασε μέσα ἀπὸ τὴν εἰκόνα. Τὸ χαμόγελο Τοῦ ἄρχισε νὰ μὲ ἠρεμεῖ. Ἄρχισα νὰ νοιώθω βαριὰ τὰ βλέφαρα μοῦ καὶ σιγα σιγὰ μὲ πῆρε ὁ ὕπνος. ΄Ὅταν ἦρθαν οἱ δικοί μου, μὲ βρῆκαν νὰ κοιμᾶμαι ἥσυχα.

Τὰ ξημερώματα, ἡμέρα τῆς γιορτῆς Του, Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων, ξύπνησα ἥσυχη καὶ τί βλέπω πάτερ μου; Βλέπω στὸ δωμάτιό μοῦ τὸν Ἀρχάγγελο Μιχαὴλ ὁλόσωμο!!! Ἡ πανοπλία Του ἦταν χρυσῆ, λαμπερὴ καὶ ἀκτινοβολοῦσε! Τὰ φτερά του κάτασπρα. Μὲ κοιτοῦσε καὶ χαμογελοῦσε.

“…Ταξιάρχη μου, σῶσε με, βοήθησε με, γιάτρεψε με λυπήσου με…”

Ἐκεῖνος συνέχιζε νὰ μοῦ χαμογελᾶ καὶ θαρρεῖς πὼς μία ἀνεπαίσθητη πνοὴ ἔκανε τὰ φτερά Tου νὰ ἀνατριχιάζουν. Ξαφνικὰ μοῦ ἔδωσε τὸ χέρι Του καὶ μοῦ εἶπε:

-“…ΣΗΚΩ ΚΑΙ ΠΗΓΑΙΝΕ ΣΤΟ ΝΑΟ ΜΟΥ, ΣΤΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙ ΠΟΥ ΣΗΜΕΡΑ Λειτουργεῖται ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΗΣΕ ΤΑ ΑΧΡΑΝΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ…”

Ἔδωσα τὰ χέρια μου καὶ μὲ τὴ βοήθεια Τοῦ σηκώθηκα. Ὅταν στάθηκα στὰ πόδια μου, ἐκεῖνος ἐξαφανίστηκε. Κάτι πολὺ παράξενο μοῦ συνέβαινε. Ἀντὶ νὰ βάλω τὶς φωνὲς καὶ νὰ ξεσηκώσω τὸν κόσμο ὅλο, νὰ ξυπνήσω τοὺς δικούς μου, ἔνοιωθα μία γαλήνη, μία ἠρεμία σὰ νὰ μὴν ἤμουν ποτὲ ἄρρωστη. Ἄρχισα νὰ ἑτοιμάζομαι καὶ σὲ λίγο ξεκινοῦσα γιὰ τὴν Ἐκκλησία.

Λειτουργήθηκα καὶ κοινώνησα, ὅπως μοῦ εἶχε πεῖ ὁ Ἀρχάγγελος καὶ ἐπέστρεψα σπίτι μου.

Τότε μόνο σκέφτηκα τοὺς δικούς μου καὶ τὴν ἀνησυχία τους ὅταν δὲν θὰ μὲ ἔβρισκαν στὸ κρεβάτι μου. Μόλις μὲ εἴδανε νὰ μπαίνω μέσα, ἔμειναν ὅλοι ἄφωνοι καὶ χρειάστηκε πολὺ ὥρα γιὰ νὰ συνέλθουν καὶ νὰ ἀρχίσουν τὶς ἐρωτήσεις.

Ζοῦσα ἕνα ὄνειρο. Δὲν εἶχα ἀκόμα συνειδητοποιήσει τὴν κατάστασή μου. Πολλὲς φορὲς σηκωνόμουν ἀπ’ τὸ κρεβάτι καὶ περπατοῦσα γιὰ νὰ βεβαιωθῶ ὅτι δὲν ἔβλεπα ὄνειρο. Τὶς πρῶτες μέρες ἔνοιωθα μία ἐξάντληση, σιγά-σιγά ὅμως καὶ μὲ τὶς περιποιήσεις τῶν δικῶν μου, ἄρχισα νὰ συνέρχομαι.

Τώρα τελευταῖα ποὺ ἔνοιωθα ἀρκετὰ καλά, ἀποφάσισα νὰ ἐκπληρώσω τὸ τάμα μου. Ἔτσι εἶμαι ἐδῶ σήμερα μὲ τὸ τάμα μου, ἕνα ἀρνί, γιὰ νὰ εὐχαριστήσω τὸ Σωτῆρα μου.

Καὶ λέγοντας αὐτά, σηκώθηκε πάλι καὶ ἔκανε πολλὲς φορὲς τὸ σταυρό της.

Πηγή: “ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΑΙ ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΑΞΙΑΡΧΗ ΜΑΝΤΑΜΑΔΟΥ”, Πρωτοπρεσβυτέρου Εὐστρατίου Δήσσου, Τόμος Α’

Συντάκτης

Σχολιάστε

Το email σας δεν θα δημοσιευθεί.Τα απαραίτητα πεδία είναι μαρκαρισμένα *