Επίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης: Ἂν διαβάζαμε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ πρὸ παντὸς ἂν τὸ ἐφαρμόζαμε, ἡ Ἑλλάδα θὰ ἦταν παράδεισος!

Δὲν πρόκειται, ἀγαπητοί μου, νὰ μιλήσω ἀπόψε ἐκτενῶς (Μεγάλη Πέμπτη βράδυ). Ἐὰν θέλῃ ὁ Θεός, αὔριο στὴν πρωινὴ ἀκολουθία τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς θὰ τολμήσω νὰ πῶ μερικὰ λόγια. Εἶπα θὰ τολμήσω, γιατὶ ποιός εἶνε ἄξιος νὰ ὑμνήσῃ πρεπόντως τὸν Ἐσταυρωμένο;

Τώρα θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε, σύντομα, νὰ σᾶς ἀπασχολήσω μὲ λίγα λόγια μὲ ἀφορμὴ τὴν ἀνάγνωσι τῶν Δώδεκα Εὐαγγελίων.

Ὑπάρχουν, ἀγαπητοί μου, πολλὰ περιττὰ πράγματα πού, ἂν λείψουν, ἡ ζωή μας θὰ γίνῃ πιὸ ἤρεμη, πιὸ εὐτυχισμένη. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ μερικὰ ἄλλα, τὰ ὁποῖα εἶνε ἀναγκαιότατα· εἶνε, ὅπως λένε αὐτοὶ ποὺ φιλοσοφοῦν, «ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ», πράγματα ποὺ δὲν μποροῦν νὰ λείψουν· εἶνε, ὅπως λέμε, ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιὰ τὴ ζωή μας.

Αὐτὰ ποιά εἶνε· ἕνα, δύο, τρία, τέσσερα. Τὸ ἕνα εἶνε ὁ ἀέρας, ἀναγκαῖο – ἀναγκαιότατο. Ἄλλο εἶνε τὸ νερό. Ἄλλο ἀναγκαῖο εἶνε τὸ φῶς. Ἅλλο ἀναγκαῖο εἶνε ἡ τροφή. Χωρὶς ἀέρα ποιός μπορεῖ νὰ ζήσῃ; χωρὶς νερὸ ποιος μπορεῖ νὰ ζήσῃ; χωρὶς ἥλιο – χωρὶς φῶς μπορεῖ κανεὶς νὰ ζήσῃ; χωρὶς τροφή, ἀδύνατον. Αὐτὰ εἶνε τὰ ἀπολύτως ἀναγκαῖα. Ἀναγκαῖα γιὰ τὴ σωματική μας ὕπαρξι· καὶ ὅπως σ ̓ ἐμᾶς ἔτσι εἶνε ἀναγκαῖα καὶ στὰ ζῷα.

Ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος εἶνε κάτι ἀνώτερο· εἶνε πνεῦμα, εἶνε ψυχή! Καὶ ἔτσι σ ̓ ἐμᾶς, ὅπως ὑπάρχουν ἀναγκαῖα γιὰ τὴ σωματική μας ζωή, ἔτσι ὑπάρχουν καὶ ἀναγκαῖα γιὰ τὴν πνευματική μας ὕπαρξι καὶ ζωή, ἂν θέλουμε νὰ ζοῦμε ὡς πνευματικοὶ ἄνθρωποι. Τὰ ἀπαριθμῶ.

Τὸ πρῶτο ἀναγκαῖο, τὸ ἅγιο βάπτισμα. Εἶνε ἡ εἴσοδος στὴν Ἐκκλησία. Ὅποιος δὲν βαπτίζεται «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος», δὲν εἶνε Χριστιανός. Ὁ ἀβάπτιστος εἶνε κάτι τρομερό, τόσο σὰν κατάστασι ὅσο καὶ σὰν λέξι.

Τὸ δεύτερο, ποὺ εἶνε ἀναγκαῖο ὅσο καὶ τὸ βάπτισμα, –τὸ εἶπα καὶ δὲν θὰ πάψω νὰ τὸ ἐπαναλαμβάνω– εἶνε ἡ μετάνοια καὶ ἐξομολόγησις στὸν πνευματικὸ πατέρα, γιὰ νὰ λάβῃ κανεὶς ἄφεσιν ἁμαρτημάτων. Ἔτσι ἀνακαθαίρεται ὁ πιστός, ἀναβαπτίζεται, συμφιλιώνεται μὲ τὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον του, εἰρηνεύει. Ὁ ἀμετανόητος καὶ ἀνεξομολόγητος εἶνε κάτι τρομερὸ καί σὰν κατάστασι καί σὰν λέξι. Νὰ παρακαλοῦμε, νὰ μὴν ἐπιτρέψῃ ὁ Θεὸς νὰ φύγουμε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸν ἀμετανόητοι καὶ ἀνεξομολόγητοι.

Πολλοὶ ἀπὸ σᾶς, ἐνῷ σᾶς καλέσαμε νὰ ἐξομολογηθῆτε, ἀμελήσατε· ἕως τώρα δὲν ἔχετε ἐξομολογηθῆ. Σᾶς περιμένουμε. Πέντε πνευματικοὺς ἔχει ἡ πόλις μας, ὁ ἕνας λαμπρότερος τοῦ ἄλλου. Ἐλπίζω νὰ πᾶτε.

Τὸ τρίτο ἀναγκαῖο πρᾶγμα εἶνε ὁ ἐκκλησιασμός. Ὅποιος ἀπουσιάζει τὴν Κυριακὴ συνεχῶς, ἀδικαιολόγητα, χωρὶς ἀποχρῶντα λόγο, ἀπὸ τὴν θεία λειτουργία, καὶ περιμένει μόνο κάποιο μνημόσυνο, ἀπὸ κοινωνικὴ ἡποχρέωσι, ἢ τὴ Μεγάλη Πέμπτη καὶ τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ νὰ κάνῃ τὴν ἐμφάνισί του στὸ ναό, δὲν εἶνε Χριστιανός· εἶνε ἀλειτούργητος – ἄλλη τρομερὴ λέξι καὶ κατάστασι.

Ἕνα ἀκόμα, τέταρτο ἀναγκαῖο, ἀπαραίτητο γιὰ τὴν ψυχοσωματική μας ὕπαρξι τόσο ὅσο ἡ τροφὴ γιὰ τὸ σῶμα καὶ κάτι ἀνώτερο. Ποιό εἶνε; Εἶνε τὸ φάρμακο κατὰ τοῦ αἰωνίου θανάτου, τὸ «ἀντίδοτον τοῦ μὴ ἀποθανεῖν», ὁ οὐράνιος ἄρτος· δηλαδή, τὸ νὰ λάβουμε τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας, ἡ θεία κοινωνία.

Ὅποιος δὲν κοινωνήσῃ τῶν ἀχράντων μυστηρίων, δὲν μεταλάβῃ, καὶ φύγῃ ἀκοινώνητος –ἄλλη τρομερὴ λέξι καὶ κατάστασι–, πῶς θὰ σωθῇ;

Προσθέτω τέλος ἀπόψε καὶ τὸ πέμπτο ἀπαραίτητο· κάτι στὸ ὁποῖο ὑστεροῦμε πολὺ οἱ Χριστιανοὶ Ἕλληνες. Ποιό εἶνε αὐτό; Εἶνε ἡ μελέτη τῆς Γραφῆς. Δὲν τὸ λέω ἐγώ, τὸ λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος (βλ. Εἰς τὸν Λάζαρον λόγ. τρίτος, α ́· PG 48,992-993). Εἶνε ἀδύνατον, λέει, νὰ σωθῇ κανεὶς χωρὶς τὴ μελέτη αὐτή, ποὺ εἶνε ἡ τροφὴ τῆς ψυχῆς, ἡ καθημερινὴ τροφοδοσία της (βλ. καὶ τὸ εἰδικὸ βιβλίο μας Κηρύξατε τὸ Εὐαγγέλιον, Ἀθῆναι 1986).

Πρέπει νὰ κλάψω, ἀδελφοί μου. Ἀκούσατε τί εἶπε τὸ 8ο εὐαγγέλιο; Ἐπάνω στὸ σταυρό ἡ ἐπιγραφὴ ἦταν γραμμένη «γράμμασιν ἑλληνικοῖς καὶ ῥωμαϊκοῖς καὶ ἑβραϊκοῖς» (Λουκ. 23,38). Ἡ ἐπιγραφή του ἦταν σὲ ὅλες τὶς γλῶσσες· ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἦταν ἐπάνω στὸ σταυρό· καὶ πρῶτα τὰ ἑλληνικά, μετὰ τὰ ῥωμαϊκά, καὶ τελευταῖα τὰ ἑβραϊκά.

Εἶνε ἀναγκαῖο νὰ διαβάζουμε τὴ Γραφή, τὸ Εὐαγγέλιο. Ὅποιος δὲν διαβάζει Γραφή, δὲν εἶνε Χριστιανός. Τρομερὸς λόγος αὐτὸς ἀλλὰ ἀληθινός. Γιατὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλο βιβλίο ἀνώτερο στὸν κόσμο. Δὲν τὸ λέμε μόνο ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί· τὸ λένε καὶ οἱ ἄπιστοι καὶ οἱ ἄθεοι, τὸ ὁμολογοῦν ὅλοι, ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε ὅλο διαμάντια, τὸ ἀνώτερο βιβλίο τοῦ κόσμου, ὁ βασιλεὺς τῶν βιβλίων.

Τί λέει τὸ Εὐαγγέλιο, τί περιέχει; Ἀπαντᾷ σὲ ὅλα τὰ μεγάλα ἐρωτήματα· τί εἶνε Θεός, τί  ̓νε Χριστός, τί  ̓νε ἄνθρωπος, τί  ̓νε κόσμος, τί  ̓νε ζωή, τί  ̓νε θάνατος· ποιός εἶνε ὁ προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς, ποιά καθήκοντα ἔχουμε ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, ἀπέναντι τοῦ πλησίον μας, ἀπέναντι τοῦ ἑαυτοῦ μας.

Αὐτὸ εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο. Ἀξίζει λοιπὸν νὰ τὸ διαβάσουμε, εἶνε ἀνάγκη νὰ τὸ γνωρίσουμε· αὐτὴ εἶνε ἡ ἀπαραίτητη γνῶσι γιὰ ἐμᾶς.

Ὁ λόρδος Βύρων εἶνε ὁ ποιητὴς ποὺ ἦρθε στὸ Μεσολόγγι καὶ πέθανε νεώτατος ἐκεῖ. Ἦταν μορφωμένος, διάβασε καὶ γνώρισε πολλὰ βιβλία. Ὅταν λοιπὸν πέθανε, βρέθηκε στὶς τσέπες του ἕνα σημείωμα ποὺ ἔγραφε τὸ ἑξῆς· Ὅποιος πέρασε τὴ ζωή του χωρὶς νὰ διαβάσῃ τὸ Εὐαγγέλιο, τὴν ἁγία Γραφή, μάταια πέρασε ἀπ ̓ αὐτὸ τὸν κόσμο. Καὶ κάποιος ἄλλος φιλόσοφος προσθέτει· Ὅποιος διάβασε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ δὲν τὸ ἐφάρμοσε, ὅποιος μάλιστα δὲν ἔζησε τὴ μεγάλη ἐντολή του, τὸ «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰω. 13,34· 15,12,17· βλ. Α ́ Ἰω. 3,11,23· 4,7· Β ́ Ἰω. 5), αὐτὸς προτιμότερο ἦταν νὰ μὴν εἶχε γεννηθῆ στὸν κόσμο.

Καὶ τώρα γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· διαβάζουμε ἐμεῖς τὸ Εὐαγγέλιο; Μέσα στοὺς χίλιους ἕνας, ἂν τὸ διαβάζῃ. Ὦ κόσμε, ντουνιᾶ ψεύτη· ἀνοίγεις τὴν τηλεόρασι καὶ βλέπεις μιὰ ὥρα, δυὸ ὧρες, τρεῖς ὧρες· καὶ κάθεσαι κι ἀκοῦς ὅλες τὶς βλαστήμιες τοῦ ῥαδιοφώνου καὶ ὅλα τὰ αἰσχρὰ τῆς τηλεοράσεως. Καὶ ὅμως, κόσμε, ὑπάρχει ἡ ἄλλη τηλεόρασι, ἡ πολὺ ἀνώτερη. Ποιά εἶν ̓ αὐτή; Ἡ ἁγία Γραφή. Πάρ ̓ την στὰ χέρια σου, ἄνοιξέ την. Ὤ ἐκεῖ τί σπουδαῖα πράγματα θὰ δῇς! Γι ̓ αὐτὸ ἐπιμένω· κλεῖστε τὶς τηλεοράσεις –σᾶς μιλάω μὲ πόνο– καὶ ἀνοῖξτε τὴν ἁγία Γραφή!

Τώρα, ἀπόψε ποὺ μὲ ἀκοῦτε, σᾶς βάζω κανόνα, ἕνα πολὺ μικρὸ κανόνα. Νηστεία; Ὄχι. Ἐν ὀνόματι Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου τοῦ ἐσταυρωμένου καὶ Θεοῦ, ἀπὸ αὔριο ν ̓ ἀρχίσετε νὰ διαβάζετε τὴ Γραφή. Δὲν σᾶς λέω νὰ τὴ διαβάζετε δύο καὶ τρεῖς ὧρες, ὅπως κάνετε μὲ τὴν τηλεόρασι καὶ τὸ ῥαδιόφωνο· ἀφιερῶστε μισὴ ὥρα, ἕνα τέταρτο ἔστω. Μέρα χωρὶς φαγητὸ ἂς περνάῃ, ἀλλὰ χωρὶς Γραφὴ ὄχι.

Ἐὰν ἔχετε τὴ Γραφὴ στὸ σπίτι, ψάξτε τὰ ντουλάπια σας νὰ τὴ βρῆτε, ποῦ εἶνε καταχωνιασμένη. Βγάλτε την ἔξω, πάρτε την στὰ χέρια, καθῆστε καὶ ξεκινῆστε τὸ διάβασμα. Τί Χριστιανοί εἴμαστε; Ἀγνοοῦμε τὸ Εὐαγγέλιο. Τὸ βλέπουμε δυστυχῶς μόνο ὅταν μᾶς τρέχουν σὲ δικαστήριο, τὴν ὥρα ποὺ μᾶς βάζουν νὰ ὁρκιστοῦμε – ποὺ ὁ ὅρκος πρέπει νὰ λείψῃ· ὁ Χριστὸς μᾶς εἶπε καθόλου ὅρκο, «μὴ ὀμόσαι ὅλως» (Ματθ. 5,34). Δυστυχῶς πολλοὶ μόνο τότε βλέπουν τὸ Εὐαγγέλιο. Καὶ ἂν ῥωτήσῃς τοὺς δικηγόρους, Τὸ ἔχετε διαβάσει; Θὰ σοῦ ποῦν· Δὲν τὸ διάβασα. Τὸ ἴδιο ἂν ῥωτήσῃς καὶ τοὺς δικαστάς, τοὺς εἰσαγγελεῖς, τοὺς μάρτυρες. Οἱ πλεῖστοι δὲν τὸ ἔχουν διαβάσει.

Ἂν τὸ διαβάζαμε καὶ πρὸ παντὸς ἂν τὸ ἐφαρμόζαμε, ἡ Ἑλλάδα θὰ ἦταν παράδεισος. Γι ̓ αὐτὸ σᾶς βάζω ἀπόψε αὐτὸ τὸν κανόνα σὲ μικροὺς καὶ μεγάλους. Ἔχει δύο μέρη· τὸ ἕνα εἶνε· Κλεῖστε τὴν τηλεόρασι. Καὶ τὸ δεύτερο εἶνε· Μελετᾶτε τὴ Γραφή.

Ζῇ ἀκόμη ὁ ἐφευρέτης τῆς τηλεοράσεως καὶ βλέποντας τὴν κακὴ χρῆσι της, εἶπε· Ἀνάθεμα τὴν ὥρα ποὺ ἔκανα αὐτὴ τὴν ἀνακάλυψι. Ἐγὼ κοπίασα μὲ καλὸ σκοπό, ἀλλὰ τὴν ἀνακάλυψί μου τὴν πῆρε στὰ χέρια του ὁ διάβολος καὶ κυβερνᾷ αὐτός. Ὅπως εἶπε πρὶν διακόσα χρόνια ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὅτι, Θὰ βγῇ ἕνα κουτὶ ποὺ θὰ τρελάνῃ τὴν ἀνθρωπότητα, νάτο βγῆκε· εἶνε τὸ «χαζοκούτι». Γι ̓ αὐτὸ λέω· κλεῖστε τὴν τηλεόρασι τῆς γῆς κι ἀνοῖξτε τὴ Γραφή, τὴν τηλεόρασι τοῦ οὐρανοῦ· καὶ τότε «θὰ αἰσθανθῆτε κάθε εἴδους μεγαλεῖο».

Ἐὰν αὐτὰ δὲν τὰ πίστευα, δὲν θὰ σᾶς τὰ ἔλεγα. Ἀπὸ αὔριο ξεκινῆστε. Καὶ ἂν κανεὶς δὲν ἔχῃ ν ̓  ἀγοράσῃ Εὐαγγέλιο – Γραφή, νά  ̓ρθῃ στὴ μητρόπολι νὰ τοῦ δώσω δωρεάν. Κανένα σπίτι νὰ μὴ μείνῃ χωρὶς τὴν ἁγία Γραφή.

Επίσκοπος Αὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης

Πηγή: “Κυριακή – σύντομον κήρυγμα”, Περίοδος Δ’ –  Ἔτος ΜΒ’ Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2670

Συντάκτης

Σχολιάστε

Το email σας δεν θα δημοσιευθεί.Τα απαραίτητα πεδία είναι μαρκαρισμένα *