Γράφει ὁ Διονύσης Μακρής
Ἕνα καλοκαιρινὸ πρωινὸ ὁ γέροντας τῶν Ἀγράφων δέχθηκε ἕνα περίεργο τηλεφώνημα ἀπὸ μία γυναῖκα πoὺ ἔμενε στὴ Λάρισα, τὴν Κατερίνα Π… Ἦταν πλήρως ἀπεγνωσμένη καὶ ἀπογοητευμένη καὶ τοῦ ζήτησε ἐπειγόντως βοήθεια.
Ὁ γαμπρός τῆς παρουσίαζε μία ἀλλοπρόσαλλη συμπεριφορὰ καὶ φοβόταν γιὰ τὴν κόρη της καὶ τὰ ἐγγόνια της. Ὁ π. Παναγιώτης ἀμέσως μετὰ τὸ τηλεφώνημα μετέβη ἀπὸ τὸ σπίτι του στὸ Βαλάρι, στό Ἀρχονταρίκι ποὺ ἀπεῖχε μόλις 100 μέτρα καὶ εἶπε στὸν Κίμωνα νὰ ἑτοιμασθεῖ γιατί ἔπρεπε νὰ μεταβοῦν ἐπειγόντως στὴ Λάρισα.
Ξαφνιάστηκε ἢ γυναῖκα μόλις εἶδε ἔπειτα ἀπὸ δύο σχέδὸν ὧρὲς τὸν γέροντα στὸ σπίτι της. Δὲν περίμενε τόσο ταχεῖα ἄνταπόκριση.
-Πάτερ μοῦ δὲν μοῦ εἴπατε πῶς θὰ ἔρθετε; Δὲν σᾶς περίμενα. Περᾶστε νὰ ἑτοιμάσω ἕνα καφὲ καὶ ἕνα γλυκό.
-Καλή μου γυναῖκα εἶχα κάποια ἔργασία στὴ Λάρισα καὶ τὸ συνδύασα, ἀπάντησε ὁ γέροντας.
Διακριτικὰ ὁ Κίμωνας μετὰ τὸν καφὲ ἄφησε μόνους τὸν παππούλη μὲ τὴ κ. Κατερίνα νὰ μιλήσουν. Δὲν πέρασαν 15 λεπτὰ ὅταν πέρασε τὸ κατώφλι τῆς πόρτας ἕνας ἄνδρας.
-Εἶναι μέσα ἡ πεθερά μου; εἶπε στὸν Κίμωνα ποὺ στεκόταν δίπλα στὴν πόρτα.
-Ναί, εἶναι μὲ τὸν γέροντα, ἀπάντησε ἀσυναίσθητα ὁ Κίμων καὶ τοῦ ἄνοιξε τὴν πόρτα.
Τὴ συνομιλία τους ἄκουσε ἡ κ. Κατερίνα καὶ βγῆκε νὰ προϋπαντήσει τὸν γαμπρὸ τῆς Λάμπρο Κ. στὸν ὁποῖο μὲ προτροπὴ τοῦ παππούλη εἶχε προηγουμένως τηλεφωνήσει.
-Ἔλα Λάμπρο μέσα νὰ σοῦ γνωρίσω τὸν πάτερ. Πέρασε καὶ ἐσὺ Κίμωνα, εἶπε.
Ὁ Λάμπρος κάθισε ἀκριβῶς ἀπέναντι ἀπὸ τὸν γέροντα. Ἐκεῖ ὅπως λέει ὁ ἴδιος ἔνιωσε γιὰ πρώτη φορὰ τὸ διεισδυτικὸ βλέμμα τοῦ παππούλη.
-Πῶς σὲ λένε παλικάρι μου;
-Λάμπρο, παπᾶ.
-Τί δουλειὰ κάνεις;
Δουλεύω σὲ ἕνα ἔργοστάσιο, ἔξω ἀπὸ τὴ Λάρισα, ποὺ φτιάχνει…
-Καλή μου γυναῖκα φέρε στὸ γαμπρό σου ἕνα ποτήρι νερὸ νὰ πιεῖ. Φαίνεται διψασμένος.
-Ὄχι, ὄχι νερό. Βάλε μου νὰ πιῶ λίγη κόκα-κόλα… ἂν ἔχεις, εἶπε ὁ Λάμπρος.
-Δὲν ἔχω παιδάκι μου κόκα-κόλα, εἶπε ἡ πεθερὰ βάζοντας μπροστά του ἕνα κρύο ποτήρι νερό.
Ὁ παππούλης ἄπευθυνόμενος στὸ Λάμπρο τοῦ ζήτησε νὰ πιεῖ λίγο νερὸ ἀλλὰ ἐκεῖνος κατηγορηματικὰ ἀρνιόταν λέγοντας πὼς δὲν διψάει καθόλου.
-Λάμπρο πῖὲς ἔστω μία γουλιά, ἀφοῦ τὸ λέει ὁ παππούλης, τὸν παρότρυνε ἡ πεθερά του.
Μόλις ἤπιε μία γουλιὰ νερὸ ὁ Λάμπρος ἄρχισε νὰ σιγοψιθυρίζει. «Ἔβριζε χωρὶς κανένα λόγο, τὸν γέροντα. Φοβήθηκα πὼς θὰ τοῦ ἐπιτεθεῖ καὶ εἶχα τὸ νοῦ μου νὰ ἐπέμβω» ἐξιστορεῖ ὁ Κίμωνας!
-Κίμωνα φέρε ἀπὸ τὴ τσάντα τὸ πετραχήλι μου καὶ τὰ γεροντάκια (Λείψανα Ἁγίων).
-Δὲν σοῦ ‘φθανε τὸ χωριό σου ἦρθες καὶ στὴ Λάρισα τραγόπαπα νὰ ἁπλώσεις τὰ πλοκάμια σου, πετάχτηκε καὶ εἶπε μὲ ἀλλοιωμένη φωνή ὁ Λάμπρος!
-Τί εἶσαι ἐσὺ ρέ; Τσιράκι τοῦ τραγόπαπα, κάτσε κάτω καὶ μὴν πᾶς πουθενά, συμπλήρωσε ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν Κίμωνα.
Ὁ π. Παναγιώτης ἔγνεψε στὸν Κίμωνα νὰ μὴν τοῦ ἀπαντήσει. Ἔφερε γρήγορα τὴ τσάντα τοῦ γέροντα καὶ τὸν βοήθησε νὰ βγάλει τὸ πετραχήλι του καὶ τὸ εὐχολόγιό του.
Ὁ γέροντας φόρεσε τὸ πετραχήλι του καὶ ἄνοιξε τὸ εὐχολόγιο. Ἄρχισε νὰ διαβάζει δυνατά. Ἡ κ. Κατερίνα στεκόταν ἐμβρόντητη σὲ ὅλο αὐτὸ τὸ σκηνικὸ ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ βίωνε. Ἔβλεπε τὸν γαμπρό της νὰ χτυπᾶ μὲ δύναμη τὸ κεφάλι του στὰ πλακάκια καὶ νὰ ξεστομίζει τέτοιες βρισιὲς ποὺ δὲν εἶχε ἀκούσει ποτὲ στὴ ζωή της. Ἔκρυβε ἀπὸ ντροπὴ τὸ πρόσωπό της, ὅταν ἔβριζε αὐτὴν καὶ τὴν κόρη της. Ἐνῶ ὁ γέροντας συνέχιζε νὰ διαβάζει τὸν ἐξορκισμὸ ἄκουσε τὸν γαμπρό της μὲ χοντρὴ ἀλλοιωμένη φὼνὴ νὰ λέει στὸν παππούλη:
-Ρὲ τραγὶ ὅλους τοὺς κουβάλησες μαζί σου. Φοβήθηκες καὶ ἔφερες μαζί σου ὁλόκληρη στρατιά, τὸν Κοσμᾶ (Ἅγιο Κοσμᾶ), «ἀαα μὲ καῖς παλιόγερε», τὸν Χαράλαμπο (Ἅγιο Χαράλαμπο), «ἐγὼ τὸν ἔγδαρα ζωντανὸ τὸν παλιόγερο καὶ θὰ γδάρω καὶ σένα… ἄαα φύγε-φύγε παλιόγερε», φύγε ἄαα, ἀπὸ κοντὰ καὶ ὁ Σεραφείμ (Ἅγιος Σεραφεὶμ Φαναρίου)! Ὤχ! Ὢχ ἦρθαν καὶ ὁ Γεώργιος μὲ τὸν Δημήτριο καὶ ὁ Ἀναστάσης (Ἅγιοι Γεώργιος καὶ Δημήτριος, Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Γόρδιος) ἄαααα!
Ὁ Γέροντας κρατῶντας ἕνα ξύλινο χειροποίητο σταυρό, συνέχιζε νὰ τὸν σταυρώνει ἐνῶ ὁ Κίμωνας ἔκανε ἄπεγνωσμένες προσπάθειες νὰ τὸν συγκρατήσει γιὰ νὰ μὴν χτυπάει τὸ κεφάλι του στὸ πάτωμα.
Φεύγω φεύγω ἄααχ ἔρχεται καὶ ἡ Μαρία (ἡ Παναγία μας) μὲ τὸν Μιχάλη (Ἀρχάγγελο Μιχαήλ), εἶπε ὁ Λάμπρος καὶ ἔπεσε φαρδιά – πλατιὰ στὸ πάτωμα ἀναίσθητος! Χτυπιόταν σὰν τὸ χταπόδι.
Ἡ κ. Κατερίνα φοβήθηκε. Τὸν εἶδε λιπόθυμο καὶ νόμιζε πῶς πέθανε. Ἔτρεξε νὰ φέρει λίγο νερό. Μὲ ἕνα νεῦμα ὁ παππούλης τὴν καθησύχασε. Ὁλοκλήρωσε τὶς εὐχές. Ἔκανε τὸ σταυρό του καὶ ἔγνεψε στὸν Κίμωνα νὰ βοηθήσει τὸν Λάμπρο νὰ κάτσει στὴν καρέκλα. «Τὰ μάτια του ἦταν γουρλωμένα σὰν νὰ κοίταζε στὸ ὑπερπέραν καὶ ἀρχικὰ δὲν ὅριζε τὸ σῶμα του. Φαινόταν πῶς πονοῦσε φρικτά. Ἀγκομαχοῦσε. Σιγά-σὶγὰ ἐπανερχόταν. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση πὼς ὁ παππούλης τὸν βοήθησε καὶ ἤπιε ὅλο τὸ ποτήρι μὲ νερό», εἶπε ὁ Κίμων!
-Αὐτὴ ἦταν ἡ πρώτη ἐπαφὴ-γνωριμία μὲ τὸν γέροντα τῶν Ἀγράφων, τονίζει ὁ Λάμπρος. Ἀπὸ τότε, πήγαινα σὲ τακτὰ χρονικὰ διαστήματα στὰ Ἄγραφα καὶ ὁ παππούλης πάντα μὲ ἔβαζε στὸ ναὸ καὶ μὲ διάβαζε. Μακρυὰ ἀπὸ περίεγα βλέμματα.
Προερχόμουν –συνεχίζει- ἀπὸ μία οἰκογένεια παντελῶς ἀπομακρυσμένη ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ πολλὰ-πολλὰ σοβαρὰ προβλήματα. Μία οἰκογένεια ποῦ χρησιμοποιοῦσε τὴ μαγεία. Κυριολεκτικὰ ὀφείλω πολλὲς εὐχαριστίες στὸν παππούλη μου, ὁ ὁποῖος μὲ ἔμαθε νὰ ζῶ χριστιανικὰ καὶ μὲ βοήθησε νὰ ἀπαλλαγῶ ὄχι ἀπὸ ἕνα ἀλλὰ ἀπὸ λεγεῶνα δαιμονίων, ποῦ μοῦ στεροῦσαν τὸ χαμόγελο καὶ τὴν εὐτυχία. Ἄλλαξε ἡ ζωή μου καὶ ἔζησα πολλὰ θαύματα κοντὰ στὸν γέροντα. Γνώρισα φίλους ἀληθινούς, ποὺ μαζὶ μὲ τὸν γέροντα μὲ στήριζαν στὸ διάβα τῆς ζωῆς μου. Καὶ κυρίως μεγάλωσα χριστιανικὰ καὶ ὀρθόδοξα τὰ παιδιά μου. Ἡ γυναῖκα μου εἶχε πολλὴ ὑπομονὴ καὶ ἄντεχε ὅλα αὐτὰ ποὺ προκαλοῦσε ὁ Ἀντίδικος. Ἔτσι τὸν ὀνόμαζε ὁ παππούλης.
-Λάμπρο, στὰ χρόνια ποὺ πέρασαν ἔτυχε ἀρκετὲς φορὲς νὰ σὲ συναντήσω στὰ Ἄγραφα καὶ νὰ βιώσω ἴσως σὲ μικρότερο βαθμὸ τὰ ὅσα μοῦ ἐξιστορήσατε σήμερα μὲ τὸν Κίμωνα. Θυμᾶμαι ποὺ μᾶς εἶπες ὅτι ὁ σατανᾶς σὲ εἶχε δεμένο χειροπόδαρα στὴν κόλαση καὶ σοῦ ἐπέβαλλε ἀκόμη τί θὰ τρῶς καὶ τί θὰ πίνεις.
-Ἔτσι εἶναι Διονύση! Ὅπως ὁ διάολος ἀποφεύγει τὸ λιβάνι, ἀπέφευγα νὰ πιῶ νερὸ ἐπτὰ ὁλόκληρα χρόνια. Ἔπινα μόνο κόκα-κόλα. Εἶχα φθάσει στὸ σημεῖο νὰ πιῶ καὶ τέσσερα καὶ πέντε λίτρα τὴν ἡμέρα. Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ μοῦ ἔλεγε νὰ τρώω κρέας. Μοῦ μιλοῦσε καὶ μοῦ ἔδειχνε πράγματα σὲ ἄλλους. Μοῦ σύστηνε μὲ λίγα λόγια τοὺς δικούς του… Εἶχα φθάσει στὸ σημεῖο νὰ βλέπω τὰ δαιμόνια ποὺ εἶχαν παγιδεύσει τοὺς ἀνθρώπους.
-Γι’ αὐτὸ ἐπέμεινε ὁ γέροντας νὰ πιεῖς νερό;
Ὁ γέροντας ἔβλεπε. Τὰ μάτια του ἔβλεπαν τὴν ψυχή μου. Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ μὲ εἶδε μὲ πέρασε ἀκτινογραφία καὶ διαπίστωσε τὴ ζημιὰ ποῦ μοῦ εἶχε κάνει ὁ ἔξω ἀπὸ ἐδῶ. Ἡ κόκα-κόλα εἶναι τὸ ποτὸ τοῦ Ἀντιδίκου. Μόνο κακὸ προκαλεῖ στὸν ἄνθρωπο.
Πολλὲς φορὲς πῆγε νὰ μὲ σκοτώσει μὲ τὸ αὐτοκίνητο. Στὴ δουλειὰ ὅταν μιλοῦσα γιὰ πνευματικὰ θέματα ὃ Ἄντίδικός μοῦ ψιθύριζε. «Δὲν σοῦ εἶπα νὰ τὸ βουλώσεις καὶ νὰ μὴν μεταφέρεις αὐτὰ ποὺ σὲ διδάσκει ὁ τραγόπαπας; Τώρα θὰ δεῖς τί θὰ σοῦ κάνω». Δὲν περνοῦσαν δύο-τρία λεπτὰ καὶ ἐρχόταν ὁ προϊστάμενος νὰ μὲ ἐπιπλήξει ἢ γινόταν καυγᾶς μὲ ἄλλους συναδέλφους μου. Μία φορὰ θυμᾶμαι ἦρθε στὸ ἐργοστάσιο μία ὄμορφη νεαρὴ πωλήτρια. Κοιτοῦσα τὴ δουλειά μου καὶ δὲν ἔδωσα σημασία.
Ὁ διπλανὸς μοῦ μὲ σκούντηξε καὶ μοῦ λέει: «Δὲς ρὲ τί μπῆκε μέσα»! Ἔριξα μία κλεφτὴ ματιά. Ἡ κοπέλλα εἶχε ἔρθει σχεδὸν ἠμίγυμνη. Συνέχισα νὰ κάνω τὴ δουλειά μου. Τότε ἄκουσα πάλι τὸν Ἀντίδικο νὰ μοῦ λέει: «Αὐτὴ εἶναι δικιά μου καὶ ἀρνεῖσαι νὰ τὴ δεῖς. Γιὰ σένα τὴν ἔφερα βλᾶκα». Πῆρα τότε ἀμέσως τὸ κομποσχοίνι καὶ ἄρχισα νὰ προσεύχομαι, ὅπως μοῦ εἶχε ὑποδείξει ὁ γέροντας. Ἔλεγα συνεχῶς τὴν εὐχή, γιατί διαισθανόμουν ὅτι ὁ πονηρὸς κάτι θὰ ἑτοίμαζε. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Σὲ λίγο εἶδα τὸν προϊστάμενο μὲ τὴ νεαρὴ κοπέλα νὰ ἔρχονται πρὸς τὸ μέρος μας. Ἡ κοπέλα ἔδειξε ἀνάμεσα σὲ τρεῖς συναδέλφους ἐμένα. «Αὐτὸς Γιάννη μὲ κοιτοῦσε λὲς καὶ ἤμουν καμιὰ ξετσίπωτη»! «Ζῆτα συγγνώμη ρὲ Λάμπρο ἀπὸ τὴν κοπέλα. Τί νὰ πῶ καημένε εἶσαι καὶ παντρεμένος. Ἔχεις καὶ παιδιά»! Δάγκωσα τὴ γλῶσσα μου καὶ χαμηλώνοντας τὰ μάτια ζήτησα συγγνώμη σφίγγοντας κρυφὰ στὴ χούφτα μοῦ τὸ κομποσχοίνι. «Γιάννη ἀπαιτῶ νὰ τηλεφωνήσεις στὴ γυναῖκα του καὶ νὰ τῆς πεῖς τί φροῦτο ἔχει δίπλα της» συνέχιζε νὰ λέει φωναχτὰ ἢ κοπέλα. Πῆγα κάτι νὰ τῆς πῶ ἀλλὰ ὁ προϊστάμενος αὔστηρά μοῦ εἶπε νὰ μὴν μιλήσω. Μόλις ἀπομακρύνθηκαν, οἱ συνάδελφοί μου ἄρχισαν τὰ πειράγματα.
«Αὐτὴ ἢ σὲ πάει μὲ χίλια ἢ εἶναι τρελὴ» εἶπε ὁ Παντελής. «Ρὲ μήπως τὴ πείραξες καὶ δὲν σὲ πήραμε εἴδηση; Σιγανοπαπαδίτσα μᾶς βγῆκες Λάμπρο…», πρόσθεσε ὁ Κώστας χαμογελῶντας. Ἐπέλεξα νὰ μὴν μιλήσω. Μὲ κάθε λεπτομέρεια τὰ εἶπα ὅλα στὸν παππούλη στὸ τηλέφωνο. Τέτοια ἔπεισόδιά εἶχα πολλὰ κατὰ τὴ διάρκεια ποὺ ὁ παππούλης μὲ διάβαζε.
-Λάμπρο πὲς μας τί ἔβλεπες καὶ οὔρλιαζες τότε ποὺ πηγαίναμε οἱ τρεῖς μᾶς στὸ Βαλάρι, εἶπε ὁ Κίμων.
-Δὲν θυμᾶμαι! Τί ἔλεγα;
-Θυμᾶμαι ἐγὼ ποὺ σὲ εἶχα δίπλα μου ἀδελφὲ μου καὶ φοβόμουν μὴ τυχὸν καὶ μοῦ ἀστράψεις καμία, εἶπα τότε χαμογελῶντας!
-Τί ἔλεγα;
-Μόλις πλησιάζαμε τὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ ἄρχισες νὰ βρίζεις τὸν Χριστό, τὴν Παναγιὰ καὶ τοὺς Ἁγίους. Ἔβριζες καὶ τὸν γέροντα λέγοντας πὼς ἐκεῖνος τοὺς ἔστειλε γιὰ νὰ σὲ κάψουν… Τὰ ἄλλα δὲν μπορῶ κἂν νὰ τὰ ξεστομίσω! Σταμάτησες μόνο ὅταν ὁ Κίμων μοῦ ἔδωσε λίγο ἄγιασμό, ποὺ μᾶς εἶχε δώσει ἢ γυναῖκα σου καὶ σοῦ ἔριξα στὸ πρόσωπο. Πῆγα νὰ σοῦ δώσω νὰ πιεῖς κιόλας καὶ μούγκρισες λὲς καὶ ἤσουν λιοντάρι. Μόνο ποὺ δὲν κατουρήθηκα τότε ἀπὸ τὸ φόβο μου…
Πηγή: “Στῦλος Ὀρθοδοξίας” ἀρ. φύλλου 268, σελ. 14-15