Γέροντας Ἰάκωβος Βαλαδῆμος, ὁ πνευματικὸς τοῦ Ὁσίου Παϊσίου στὴν Κόνιτσα

Δύο μαγνῆτες ἁγιότητας στὴν ἐποχή μας εἶναι ὁ γέροντας Ἰάκωβος Βαλαδῆμος (ὁ Ἅγιος τῶν ἀνέργων της Βίτσας Ζαγορίου) καὶ ὁ ἤδη γραμμένος στὶς δέλτους τῶν Ἁγίων μας Ὅσιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης. Ὁ τελευταῖος τὰ νεανικά του χρόνια τὰ πέρασε στὴν Κόνιτσα καὶ ἀργότερα ὡς μοναχὸς ἀσκήτευσε καὶ στὸ ἱστορικὸ Μοναστήρι της, αὐτὸ τῆς Παναγίας τοῦ Στομίου, μακριὰ ἀπὸ τὴν κοσμικὴ τύρβη ἀκόμη καὶ σήμερα, ἀφοῦ δὲν εἶναι προσβάσιμο στὰ σύγχρονα μέσα κυκλοφορίας καὶ χρειάζεται ἀρκετὴ καὶ δύσκολη πεζοπορία γιὰ νὰ φτάσει κανεὶς ἐκεῖ.

Ὡς νεαρὸς Ἀρσένιος, ὁ Ὅσιος Παΐσιος, διψοῦσε γιὰ λόγο Θεοῦ καὶ γιὰ συναντήσεις μὲ ἀνθρώπους ποὺ βίωναν τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ζοῦσαν μὲν στὴ γῆ, ἀλλὰ εἶχαν τὸ πολίτευμα στὸν οὐρανό, ὅπως οἱ πραγματικοὶ Χριστιανοί, αὐτοὶ ποὺ περιγράφει ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν (Φιλιπ. γ’ 20). Ἡ φήμη τοῦ Ὁσίου Γέροντος τοῦ Μοναστηριοῦ τοῦ Προφήτη Ἠλία στὴ Βίτσα του Ζαγορίου, τοῦ πατρὸς Ἰακώβου τοῦ ἱεραποστόλου τῆς Ἠπείρου, εἶχε φτάσει καὶ στὰ αὐτιὰ τοῦ νεαροῦ τότε φερέλπιδος μοναχοῦ καὶ μετέπειτα Ὁσίου Παϊσίου, ἀφοῦ ὅλοι μιλοῦσαν γιὰ τὶς ἀρετές του, τὶς νουθεσίες του, τὰ θαυμάσιά του. Ἀψηφῶντας, λοιπόν, αὐτὸς τὴν μακριὰ πεζοπορία ἀπὸ τὴν Κόνιτσα στὴν Βίτσα, μαζὶ μὲ ἄλλους δύο νεαρούς, ποὺ εἶχαν τρωθεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο ἔρωτα τῆς μοναχικῆς ζωῆς καὶ ὡς πνευματικοὶ ἀδελφοὶ ἀλληλοστηρίζονταν «ὡς πόλις ὀχυρὰ (Πάρ.18, 19), ἐπισκεπτόταν, ὅταν ἔβρισκε εὐκαιρία, τὸν εὐλαβέστατο πατέρα Ἰάκωβο.

Καὶ μόνο τὸ παρουσιαστικὸ τοῦ Γέροντος, ἡ βιωματική του πτωχεία τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἡ ὁσιακὴ συμπεριφορά του συγκινοῦσε τοὺς νεαροὺς ὑποψήφιους μοναχοὺς καὶ τοὺς παρακινοῦσε σὲ μίμηση τῶν ἀσκητικῶν του παλαισμάτων. Ἡ διαπροσωπικὴ αὐτὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Γέροντα Ἰάκωβο τοὺς τόνωνε τὸ ἠθικό, τοὺς φυλάκιζε τὶς αἰσθήσεις καὶ τοὺς φτέρωνε τὸ νοῦ πρὸς τὶς ἐπάλξεις τοῦ οὐρανοῦ.

Ὡς πνευματικὸς διδάσκαλος λοιπὸν ὁ πατὴρ Ἰάκωβος σαφῶς ἐπηρέασε μὲ τὴν ὁσιακή του πολιτεία τὸν Ὅσιο Παΐσιο καὶ τὸν ἀνέδειξε ὄχι μόνο ἰσάξιο τῶν κατορθωμάτων του, ἀλλά, χάριτι θεία, πολὺ ἀνώτερο του, γιὰ νὰ φανεῖ ὅτι «τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ὅπου θέλει πνεῖ» (Ἰωάν. γ’ 8). Ἂν λοιπὸν σκεῦος εὔχρηστο τοῦ Παναγίου Πνεύματος φάνηκε ὁ Ὅσιος Παΐσιος, πόσο μᾶλλον εὔχρηστο, ἂν καὶ σὲ ἀφάνεια, ἦταν ὁ Γέροντας Ἰάκωβος, γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τὴν Ἁγία Γραφὴ ποὺ λέει ὅτι δὲν γίνεται νὰ εἶναι «μαθητὴς ἀνώτερος τοῦ διδασκάλου, οὐδὲ δοῦλος ἀνώτερος τοῦ κυρίου αὐτοῦ» (Ἰωάν. ἰδ’ 6, Μάτθ.ζ’ 14, κβ’14, Α’ Κόρ. α’ 26-27, Ἰωάν. στ’ 60).

Ἀποστάγματα σοφίας καὶ προφητειῶν τοῦ Ὁσίου Γέροντος Ἰακώβου

Ἀπευθυνόμενος κυρίως στὶς γυναῖκες ἔλεγε: «Νὰ ἔρχεσθε σεμνὰ ντυμένες στὴν Ἐκκλησία. Νὰ ἐξομολογεῖσθε. Νὰ μεταλαβαίνετε. Καὶ κάτι ἀκόμη. Νὰ μὴν καταριέστε. Εἶναι μεγάλη ἁμαρτία ἡ κατάρα. Ἂν εἶναι δίκαιη κολλάει σὰν ζυμάρι σὲ ἐκεῖνον πὸὺ ἀπευθύνεται. Ἂν πάθει κὰκὸ αὐτὸς ἐσεῖς φέρνετε τὴν εὐθύνη. Ἄν, ὅμως, εἶναι ἄδικη χτυπάει σὰν τὸ τόπι καὶ γυρίζει πίσω σὲ ἐσᾶς».

Ἡ συκοφαντία εἶναι ψευδὴς κατηγορία. Εἶναι διαβολή. Καὶ εἶναι βέβαιο ὅτι ὁ διάβολος εἶναι ὁ ἐφευρέτης της, ἀφοῦ εἶναι ὁ πατέρας τοῦ ψεύδους, ὁ δὲ συκοφάντης μὲ διαβολικὴ ἔπαρση κατ’ ἐξοχὴν ψεύδεται. Τὸ νὰ σηκώσει ὁ ἄνθρωπος τὴν συκοφαντία εἶναι μεγάλος ἄθλος. Δὲν ὑπάρχει τίποτε πιὸ ἀφόρητο γιὰ ὅσους ὑφίστανται τὴν ὀδύνη τῆς συκοφαντίας, γιατὶ αὐτὴ δαγκώνει τὴν ψυχή.

Μιλοῦσε καὶ προφητικὰ λέγοντας: «Μὴ χαίρεστε! Πίσω θὰ ἔρθουν χειρότερες ἡμέρες. Θὰ σφαγοῦμε μεταξύ μας.

Θὰ ἔρθει καιρὸς ποὺ ὁ ἕνας δὲν θὰ θέλει νὰ δεῖ τὸν ἄλλον. Θὰ ἀλλάξει ὁ κόσμος. Τὸ μεγάλο ποτάμι δὲν ἦρθε ἀκόμη, πίσω εἶναι. Γι’ αὐτὸ ἐξομολογηθείτε, κοινωνεῖστε. Δὲν ξέρουμε τὴν ὥρα μας. Θὰ ἔχετε ὅλα τὰ καλά, ἀλλὰ δὲν θὰ τὰ χαίρεστε».

Πηγαίνοντας κάποια κυρία στὸ Μοναστήρι μάζευε προσανάμματα στὸ δρόμο καὶ διευκόλυνε τὸ Γέροντα ποὺ τὰ εἶχε ἀνάγκη.
«Θὰ πληρωθοῦν αὐτά, τῆς ἔλεγε, ὅπως καὶ κάθε καλή μας πράξη. Ὁ Θεὸς καταγράφει τὰ ἔργα μας!».
Τὴν ἔπαιρνε μαζί του καὶ στὶς περιοδεῖες του στὰ χωριά.
Τὸν νοῦ σᾶς στὸν Θεό, τῆς ἔλεγε. Στὸ δρόμο, ὅταν γυρίζετε ἀπὸ τὰ χωράφια νὰ λέτε τὴν εὐχὴ «Κύριε, Ιησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Θὰ γίνουν πολλά. Ἐγὼ θὰ πεθάνω. Ἐσὺ θὰ τὰ δεῖς. Δὲν ἤλθαμε στὸν κόσμο αὐτὸ νὰ καζαντήσουμε. Νὰ φύγουμε μὲ καλὲς πράξεις. Νὰ δίνετε σὲ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκη. Μπορεῖς νὰ ἑνώσεις ἕνα ζευγάρι; Μεγάλη πράξη! Τὰ μνημόσυνα νὰ τὰ κάνετε τὸ Σάββατο. Ἕνα πιατάκι σιτάρι γιὰ τὸν κοιμηθέντα καὶ ἕνα πιατάκι σιτάρι νὰ κάνετε γιὰ τὸν Ἅγιο. Τὰ πρόσφορα νὰ εἶναι μικρὰ καὶ ἡ σφραγῖδα τους σωστή. Χωρὶς μαντήλι καὶ κάλτσες οἱ γυναῖκες δὲν πρέπει νὰ μπαίνουν στὴν Ἐκκλησία.

Ὄχι ἔργα γιὰ τὸ «θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις».

Ἡ Νίκη Μάνθου θυμᾶται τὸν παρακάτω διάλογο ποὺ εἶχε μὲ τὸ Γέροντα, ὅταν περνοῦσαν τὸ δρόμο τῆς Μητροπόλεως:
– Τί χτίζουν ἐδῶ;
– Μητροπολιτικὸ Μέγαρο, Πάτερ!
– Καμιὰ καλύβα γιὰ τὸν οὐρανὸ δὲν χτίζουν;

Τὸ βράδυ, ὅταν ἔμενε στὸ σπίτι μας, διηγεῖται ἢ Μ.Μ. τοῦ στρώναμε νὰ κοιμηθεῖ στὸν ξύλινο καναπὲ ποὺ εἴχαμε στὸ καθιστικὸ καὶ ἦταν σκληρός. Γιὰ μαξιλάρι ἔβαζε μὶὰ πέτρα. Δὲν ἤθελε καμιὰ ἀπολύτως ἄνεση. Καὶ στὸ κελλάκι του κατάχαμα κοιμόταν πάνω σὲ ἕνα χράμι ἀπὸ γιδόμαλλο μὲ μαξιλάρι τὴν πέτρα του. Μά, μήπως καὶ κοιμόταν! Ὅλὴ τὴ νύχτα προσευχόταν.

Τὴν χαμαικοιτία καὶ τὴν χρήση ἑνὸς κούτσουρου ἀπὸ τὸ Γέροντα γιὰ προσκεφάλι ὁμολογεῖ καὶ ὁ κ. Χριστόδουλος Παπαδημητρίου, ὁ ὁποῖος τὸν ἐξυπηρετοῦσε μὲ τὸ ὑποζυγιό του, ἰδίως τὰ τελευταῖα ἔτη τῆς ἐπίγειας ζωῆς του.

Δὲν ποτίζουμε τὴν αὐλὴ τοῦ γείτονα, ὅταν ἡ δική μας διψάει.

Ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι τὸ Ἄλφα καὶ τὸ Ὠμέγα τῆς σωτηρίας μας.

Ὅταν τὸν στενοχωροῦσε κάποιος ἢ ἀκόμη τὸν συκοφαντοῦσε δὲν ἔβαζε ποτὲ κὰκὸ λογισμό. Δὲν φταίει ὁ καϋμένος, ἔλεγε, ὁ δαίμονας εἶναι ποὺ τὸν πειράζει.

Στὸν ἐμφύλιο σπαραγμὸ τὸν ρωτοῦσαν:
Γέροντα, πόλεμος γίνεται, φονικὰ βλέπουμε, μὲ ποιὸν νὰ πᾶμε;
Μὲ αὐτὸν ποὺ ἔχει τὸν μικρότερο πειρασμό, ἀπαντοῦσε.

Ὅταν πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του ὁ Ὅσιος Γέροντας Ἰάκωβος βρισκόταν στὸ νοσοκομεῖο τῶν Ἰωαννίνων τον ἐπισκέφθηκε μιὰ λόγια καὶ εὐσεβὴς ψυχή, ἡ ὁποία ποθοῦσε νὰ γίνει καὶ νύμφη Χριστοῦ ἀκολουθῶντας τὴν μοναχικὴ πολιτεία. Ὁ Γέροντας κατὰ τὴν ψυχωφελῆ συζήτηση τὴν ρώτησε:
– Προσεύχεσαι καθημερινά, κόρη, στὸν γλυκύτατό μας Ἰησοῦ;
– Προσεύχομαι Γέροντα, τοῦ ἀπάντησε μὲ κατεβασμένο ἀπὸ συστολὴ κεφάλι.
– Τὴν εὐχὴ τὴν λές; Συνέχισε.
– Τὴν λέω Γέροντα!
– Πόσες φορὲς τὴν λές;
– Τὴν λέω, Γέροντα, ἐπανέλαβε ἀμήχανα.
– Ἄκου, κόρη μου, τῆς εἶπε. Τὴν λὲς μιὰ ἢ πολλὲς φορές; Γιατί μὲ μιὰ μπουκιὰ ψωμὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν χορταίνει καὶ ἡ εὐχὴ εἶναι ὁ ἄρτος τῆς ψυχῆς. Ὅσο περισσότερες φορὲς τὴν λές, τόσο ἡ γλυκύτητα μένει μόνιμα στὸ στόμα σου καὶ τόσο πιὸ πολὺ αἰσθάνεσαι τὸν τροφοδότη Χριστὸ νὰ σὲ γεμίζει μὲ τὴν Χάρη Του.
Καὶ μόνο αὐτὴ ἡ στιχομυθία δείχνει τὴν συνεχῆ τροφοδοσία τοῦ Γέροντος, ἀπὸ τὸν Ἄρτο τῆς Ζωῆς, τὸν ἄρτο «Ζωῆς της Αἰωνιζούσης» τὸν ἄρτο ποὺ δὲν ξεραίνεται οὔτε μουχλιάζει, τὴν μονολόγιστη εὐχὴ «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».

“Γέρ. Ἰάκωβος Βαλαδῆμος – Ὁ Ἅγιος τῶν ἀνέργων τῆς Βίτσας Ζαγορίου”, Δρὸς Χαραλάμπους Μ. Μπούσια, ἐκδ. Ἀγαθὸς Λόγος, σελ. 39-42, 63-64, 71-73

Συντάκτης

Σχολιάστε

Το email σας δεν θα δημοσιευθεί.Τα απαραίτητα πεδία είναι μαρκαρισμένα *