Μία φορὰ σ’ ἕνα ἐξωκκλήσι ἑνὸς χωριοῦ συνέβη τὸ ἑξῆς. Τὸ ἐκκλησάκι ἐτιμᾶτο εἰς τὸ ὄνομα τῆς Παναγίας καὶ ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς πῆγαν πολλοὶ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ γιὰ νὰ τὸ ἑορτάσουν.
Μία γριούλα πού δὲν μποροῦσε νὰ πάει, διότι ἦταν ἄρρωστη, ἔστειλε τὸν ἐγγονό της (Γέροντα Βασίλειο Καυσοκαλυβίτη) καὶ τοῦ λέγει:
– Πάρε αὐτὸ τὸ πρόσφορο, τὰ κεράκια, λαδάκι, κόλυβα καὶ τὸ κρασάκι, νὰ σελώσεις καὶ τὸ γαϊδουράκι για νὰ πᾶς στὸ ἐκκλησάκι, νὰ δώσεις τὰ πράγματα αὐτὰ εἰς τὸν ἱερέα γιὰ νὰ μνημονεύσει τὸν παπποῦ καὶ ὅταν σχολάσει ἡ ἐκκλησία νὰ μοῦ φέρεις ἀντίδωρο.
– Καλὰ γιαγιά. Θὰ τὰ πάω, ἀλλὰ δὲν ξέρω τί νὰ κάνω μέσα στὴν ἐκκλησία.
– Θὰ δεῖς τί κάνουν οἱ ἄλλοι καὶ νὰ κάνεις κι ἐσὺ τὸ ἴδιο.
Ὄντως, τὸ παιδὶ ξεκίνησε νὰ πάει ὅπως τοῦ εἶπε ἡ γιαγιά του. Ὅταν ἔφτασε στὴν ἐκκλησία καὶ μπῆκε μέσα, βλέπει τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἔχουν ὅλοι εἰς τοὺς ὤμους τους ἀπὸ ἕνα σαμάρι ἢ σέλλα. Βλέποντάς τους ἔτσι θέλησε νὰ κάμει καὶ αὐτὸς τὸ ἴδιο. Ἀλλά μὴν ἔχοντας σαμάρι γιὰ νὰ φορέση, ἔβγαλε τὴν σέλλα ἀπὸ τὸ γαϊδουράκι, τὴν φόρεσε καὶ μπήκε στὴν ἐκκλησία.
Μόλις ὅμως τὸν βλέπουν ἔτσι, ὅλοι ἔβαλαν τις φωνὲς καὶ τοῦ ἔλεγαν νὰ φύγει. Ὅταν ὁ Ἱερέας ἄκουσε τὴν ὀχλαγωγία, βγαίνει εἰς τὴν Ωραία Πύλη, τοὺς καθησυχάζει καὶ καλεῖ τὸ παιδί, λέγοντάς του:
– Ἔλα ἐδῶ Βασιλάκη. Γιατί παιδί μου μπῆκες μέσα στὴν ἐκκλησία μὲ τὴν σέλλα τοῦ ζώου φορτωμένος;
– Παππούλη ἡ γιαγιά μου, εἶπε νὰ κάμω ὅ,τι κάνουν ὅλοι οἱ ἄλλοι καὶ γι’ αὐτὸ τὸ ἔκαμα. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πού εἶναι ἐδῶ, φορᾶνε ὅλοι τους ἀπὸ ἕνα σαμάρι, ἄλλος μικρό, ἄλλος μεγάλο. Ἐσὺ ὅμως Παππούλη γιατί φορᾶς δύο; Τότε τοῦ λέγει ὁ Ἱερεύς:
– Καλὰ Βασιλάκη ἄφησε ἐκεῖ τὴ σέλλα σου καὶ ἔλα μέσα νὰ μὲ βοηθήσεις.
Ὁ παπάς κατάλαβε τί ἔβλεπε τὸ παιδί. Μέσα στὸ Ἱερὸ συνέβη κάτι ἄλλο. Τὴν ὥρα πού ὁ ἱερεας έπροσεύχετο γονατιστός στὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων Μυστήρια, τὸ παιδὶ ἔβλεπε Ἄγγελο Κυρίου νὰ ἀφαιρεῖ τὰ σαμάρια ἀπὸ τὸν ἱερέα καὶ νὰ τοῦ βάζει στοὺς ὤμους ἕναν Σταυρό. Τὸ παιδὶ ἤθελε νὰ μιλήσει γι’ αὐτὰ ποὺ ἔβλεπε, ἀλλὰ ὁ παπάς τοῦ ἔκανε νόημα νὰ σιωπήσει.
Ἀφοῦ τελείωσε ἡ ἐκκλησία, ὁ παπάς κάλεσε τὸ παιδὶ γιὰ νὰ τοῦ πεῖ τί ἔβλεπε καὶ πῶς τὰ ἔβλεπε; Ἐκεῖνο τὰ εἶπε ὅλα. Καὶ ὁ παπάς ἐξήγησε τό νόημα αὐτῶν πού ἔβλεπε ὁ μικρός.
Τὰ σαμάρια πού φοροῦσαν οἱ ἄνθρωποι, εἶναι οἱ ἁμαρτίες πού φέρει ὁ καθένας τους. Τὰ δύο πού εἶχε ὁ ἴδιος εἶναι, τὸ ἕνα γιὰ τὶς δικές του ἁμαρτίες καὶ τὸ δεύτερο γιά τίς ἁμαρτίες αὐτῶν πού ἐξομολογεῖ.
Τὶς παίρνει ἐπάνω του, συγχωρώντας τοὺς ἀνθρώπους καὶ μετὰ πού προσεύχεται στο Θεό, διασκορπίζονται. Ὁ δὲ σταυρός πού ἔβλεπε ὁ μικρὸς Βασίλης νὰ βάζει στούς ὤμους τοῦ ἱερέως ὁ Ἄγγελος Κυρίου, συμβολίζει ὅτι ὁ ἱερεὺς ἔχει νὰ κάνει ἀκόμα ἀρκετὸν ἀγώνα.
Πηγή: “Γέρων Βασίλειος Καυσοκαλυβίτης, Νουθεσίες – Διδαχές”, Διονύσιος Α. Μακρής, ἐκδ. Ἀγαθὸς Λόγος, τόμ. Β’, Ἀθήνα 2019, σελ. 43-45