Τιμόθεος: Μόλις εἶχα ἀπολυθεῖ ἀπὸ τὸ στρατὸ καὶ μὲ ἀπασχολοῦσε τὸ θέμα τῆς ἐργασίας. Νέος τότε ἔκανα διάφορες σκέψεις ἀκόμη καὶ νὰ φύγω ἀπὸ τὸ χωριὸ καὶ νὰ κατέβω στὴν Καρδίτσα ἢ στὸ Καρπενήσι γιὰ δουλειά. Ὁ παππούλης διάβαζε πάντα τὶς σκέψεις μας καὶ διακριτικὰ ἔδινε τὶς καλύτερες λύσεις. Μὲ φώναξε λοιπὸν νὰ ἐργαστῶ στὸ Βαλάρι στὸ ναό. Συγκεκριμένα ἤθελε νὰ φτιάξουμε τὶς πέτρινες σκάλες ποὺ ὁδηγοῦν ἀπὸ τὰ σημερινὸ Ἀρχονταρίκι στὴν Ἐκκλησία.
Ἕνα πρωί μου λέει: «Τιμόθεε ἔλα νὰ σοῦ δείξω ποὺ θὰ δουλέψεις σήμερα. Βρῆκα μιὰ μεγάλη πέτρα τὴν ὁποία θὰ τοποθετήσουμε στὸ σημεῖο αὐτὸ ποὺ θὰ γίνει πλατύσκαλο». Μὲ πῆγε πιὸ πάνω ἀπὸ τὸ ναό. Πράγματι εἶδα μία τεράστια ὀγκώδη πέτρα, τὴν ὁποία ἐπὶ ὁλάκερες ὧρες τὴ διαμόρφωνα γιὰ νὰ τὴ χρησιμοποιήσουμε στὸ πλατύσκαλο. Μόλις τελείωσα τὴν προεργασία ρώτησα τὸν παππούλη ἀσυναίσθητα πότε θὰ ἔρθει ὁ φορτωτὴς γιὰ νὰ τὴ μεταφέρει. «Ποιός φορτωτής; Πιάσε ἀπὸ ἐκεῖ νὰ τὴ σηκώσουμε μαζί»! «Γέροντα αὐτὴ εἶναι ἀσήκωτη. Εἶναι ἀδύνατον νὰ τὴν κουβαλήσουμε. Μόνο μὲ φορτωτὴ θὰ τὴν μετακινήσουμε» τοῦ ἀπάντησα.
Ἐκεῖνος μὲ κοίταξε. Ἔκανε τὸ σταυρό του. Σταύρωσε τὴν πέτρα καὶ τὴ σήκωσε μόνος του, τόσο ἁπλᾶ λὲς καὶ ἦταν πούπουλο!
Ἔκπληκτος τὸν κοιτοῦσα ποὺ τὴν εἶχε τοποθετήσει στὸν ὦμο του καὶ προχωροῦσε μπροστὰ ἐνῷ τὸν ἀκολουθοῦσα. Κάθε φορὰ ποὺ ἐπισκέπτομαι τὴν Παναγιά μας καὶ βλέπω τὸ πλατύσκαλο θυμᾶμαι τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ περιστατικό.
Διονύσης Μακρής: Κάτι ἀντίστοιχο εἶχε γίνει καὶ μὲ τὴν σιδερένια πόρτα. Ἕνα παρόμοιο περιστατικό μου διηγήθηκε καὶ ὁ Κίμωνας, ὁ ἀστυνομικὸς ποὺ πήγαινε πολὺ συχνὰ καὶ βοηθοῦσε τὸν Γέροντα. Εἶχε δυνατὴ πίστη ὁ παππούλης μας Τιμόθεε.
Τιμόθεος: Πολὺ δυνατή, πολὺ δυνατή. Τὸ ξέρω, τὸ ἔζησα πολλὲς φορές. Θυμᾶμαι πὼς κάποτε μὲ φώναξε νὰ ἀπομακρύνουμε κάποια μπάζα ποὺ εἶχαν πέσει δίπλα στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου καὶ γενικὰ νὰ καθαρίσουμε τὸν προαύλιο χῶρο ποὺ ἦταν στὸ μαῦρο του τὸ χάλι. Ἦταν ἀρκετὴ δουλειά. Ξεκινήσαμε τὸ πρωί. Δὲν εἴχαμε τελειώσει ὅταν ἄρχισαν νὰ μαζεύονται στὸν οὐρανὸ μαῦρα σύννεφα. «Πάτερ εἶναι ἀκόμη μία ὥρα δουλειά. Ἀρχίζει ἤδη νὰ βρέχει. Νὰ τὰ ἀφήσουμε γιὰ αὔριο…» τοῦ εἶπα.
Τότε ἐκεῖνος χωρὶς νὰ μοῦ ἀπαντήσει γονάτισε καὶ ὕψωσε τὰ χέρια του στὸν οὐρανό. «Ἅγιε Ἰωάννη μου βοήθησε νὰ καθαρίσουμε τὸ σπίτι σου» εἶπε.
Καὶ ἀμέσως μὲ πρόσταξε νὰ συνεχίσουμε τὴν ἐργασία μας. Γύρω-γύρω ἀπὸ τὸ ναὸ ἔπεφταν στὴν κυριολεξία τουλούμια. Ἔβρεχε πολὺ δυνατὰ καὶ εἶχαν δημιουργηθεῖ ποταμάκια… Στὸ ναὸ καὶ τὸν προαύλιο χῶρο του δὲν ἔπεφτε οὔτε μία σταγόνα βροχῆς. Ἀσυναίσθητα ἔνιωσα τὴν ἀνάγκη νὰ κάνω τὸ σταυρό μου. Δὲν εἶχα ξαναδεῖ κάτι τέτοιο. Μία ἀόρατη ὀμπρέλα προστάτευε τὸ ναὸ ἀπὸ τὴ βροχή… Ὁ παππούλης μοῦ χαμογέλασε καὶ ἔγνεψε νὰ συνεχίσουμε. Ἔβρεχε σχεδὸν ἐπὶ μία ὥρα. Σταμάτησε δέκα λεπτὰ πρὶν ὁλοκληρώσουμε τὴν ἐργασία μας. Τέτοια ἦταν ἡ πίστη του παππούλη μας. Ὁ Χριστός, ἡ Παναγία καὶ οἱ Ἅγιοὶ μᾶς ἐκπλήρωναν ἄμεσα τὰ αἰτήματά του. Ἔβλεπε μὲ ἄλλα μάτια ὁ Γέροντας Παναγιώτης!
Πηγή: “Ὁ Γέροντας τῶν Ἀγράφων – π. Παναγιώτης Τσιώλης”, Διονύσιος Α. Μακρής, ἐκδ. Ἀγαθὸς Λόγος, Ἀθήνα 2022, σελ. 23-25