Φεύγω –φεύγω ἀ..ἀ..ἄχ ἔρχεται καὶ ἡ Μαρία ( ἡ Παναγία μας)!

Γράφει ὁ Διονύσης Μακρῆς

Θεολόγος-Δημοσιογράφος

Ἕνα καλοκαιρινὸ πρωινὸ ὁ γέροντας τῶν Ἀγράφων δέχθηκε ἕνα περίεργο τηλεφώνημα ἀπὸ μία γυναίκα ποὺ ἔμενε στὴ Λάρισα, τὴν Κατερίνα Π..  Ἦταν πλήρως ἀπεγνωσμένη καὶ ἀπογοητευμένη καὶ τοῦ ζήτησε ἐπειγόντως βοήθεια. Ὁ γάμπρος της παρουσίαζε μία ἀλλοπρόσαλλη συμπεριφορά καὶ φοβόταν γιὰ τὴν κὸρη της καὶ τὰ ἐγγόνια της.  Ὁ π. Παναγιώτης ἀμέσως μετά τὸ τηλεφώνημα μετέβη ἀπὸ τὸ σπίτι του στὸ Βαλάρι, στὸ Ἀρχονταρίκι ποὺ ἀπεῖχε μόλις 100 μέτρα καὶ εἶπε στὸν Κίμωνα νὰ ἑτοιμασθεῖ γιατί ἔπρεπε νὰ μεταβοῦν ἐπειγόντως στὴ Λάρισα.

Ξαφνιάστηκε ἡ γυναίκα μόλις εἶδε ἔπειτα ἀπὸ δύο σχεδὸν ὧρες τὸν γέροντα στὸ σπίτι της. Δὲν περίμενε τόσο ταχεία ἀνταπόκριση.

-Πάτερ μου δὲν μοῦ εἴπατε πώς θὰ ἔρθετε; Δὲν σᾶς περίμενα. Περάστε νὰ ἑτοιμάσω ἕνα καφὲ καὶ ἕνα γλυκό.

-Καλή μου γυναίκα εἶχα κάποια ἐργασία στὴ Λάρισα καὶ τὸ συνδύασα, ἀπάντησε ο γέροντας.

Διακριτικὰ ὁ Κίμωνας μετὰ τὸν καφὲ ἄφησε μόνους τὸν παππούλη μὲ τὴ κ. Κατερίνα νὰ μιλήσουν. Δὲν πέρασαν 15 λεπτὰ ὅταν πέρασε τὸ κατώφλι τῆς πόρτας ἕνας ἄνδρας.

-Εἶναι μέσα ἡ πεθερά μου, εἶπε στὸν Κίμωνα ποὺ στεκόταν δίπλα στὴν πόρτα.

-Ναί, εἶναι μὲ τὸν γέροντα, ἀπάντησε ἀσυναίσθητα ὁ Κίμων καὶ τοῦ ἄνοιξε τὴν πόρτα.

Τὴ συνομιλία τους ἄκουσε ἡ κ. Κατερίνα καὶ βγῆκε νὰ προϋπαντήσει τὸν γαμπρὸ της Λάμπρο Κ. στὸν ὁποῖο μὲ προτροπή τοῦ παππούλη εἶχε προηγουμένως τηλεφωνήσει.

-Ἔλα Λάμπρο μέσα νὰ σοῦ γνωρίσω τὸν πάτερ. Πέρασε καὶ ἐσὺ Κίμωνα, εἶπε.

Ὁ Λάμπρος κάθισε ἀκριβῶς ἀπέναντι ἀπὸ τὸν γέροντα. Ἐκεῖ ὅπως λέει ὁ ἴδιος ἔνιωσε γιὰ πρώτη φορὰ τὸ διεισδυτικὸ βλέμμα τοῦ παππούλη.

-Πῶς σὲ λένε παλικάρι μου;

-Λάμπρο, παπά.

-Τί δουλειὰ κάνεις;

– Δουλεύω σὲ ἕνα ἐργοστάσιο, ἔξω ἀπὸ τὴ Λάρισα, ποὺ φτιάχνει…

-Καλή μου γυναίκα φέρε στὸ γαμπρό σου ἕνα ποτήρι νερὸ νὰ πιεῖ. Φαίνεται διψασμένος.

-Ὄχι, ὄχι νερό. Βάλε μου νὰ πιῶ λίγη κόκα-κόλα… ἂν ἔχεις, εἶπε ὁ Λάμπρος.

-Δὲν ἔχω παιδάκι μου κόκα-κόλα, εἶπε ἡ πεθερὰ βάζοντας μπροστά του ἕνα κρύο ποτήρι νερό.

Ὁ παππούλης ἀπευθυνόμενος στὸ Λάμπρο τοῦ ζήτησε νὰ πιεῖ λίγο νερὸ ἀλλὰ ἐκεῖνος κατηγορηματικὰ ἀρνιόταν λέγοντας πὼς δὲν διψάει καθόλου.

-Λάμπρο πιὲς ἔστω μία γουλιά, ἀφοῦ τὸ λέει ὁ παππούλης, τὸν παρότρυνε ἡ πεθερά του.

-Μόλις ἤπιε μία γουλιὰ νερὸ ὁ Λάμπρος ἄρχισε νὰ σιγοψιθυρίζει. «Ἔβριζε χωρὶς κανένα λόγο, τὸν γέροντα. Φοβήθηκα πὼς θὰ τοῦ ἐπιτεθεῖ καὶ εἶχα τὸ νοῦ μου νὰ ἐπέμβω» ἐξιστορεῖ ὁ Κίμωνας!

-Κίμωνα φέρε ἀπὸ τὴ τσάντα τὸ πετραχήλι μου καί τὰ γεροντάκια (Λείψανα Ἁγίων).

– Δὲν σοῦ  ‘φθανε τὸ χωριό σου ἦρθες καὶ στὴ Λάρισα τραγόπαπα νὰ ἁπλώσεις τὰ πλοκάμια σου, πετάχτηκε καὶ εἶπε μὲ ἀλλοιωμένη φωνὴ ὁ Λάμπρος!

-Τί εἶσαι ἐσὺ ρέ; Τσιράκι τοῦ τραγόπαπα, κάτσε κάτω καὶ μὴν πᾶς πουθενά, συμπλήρωσε ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν Κίμωνα.

Ὁ π. Παναγιώτης ἔγνεψε στὸν Κίμωνα νὰ μὴν τοῦ ἀπαντήσει. Ἔφερε γρήγορα τὴ τσάντα τοῦ γέροντα καὶ τὸν βοήθησε νὰ βγάλει τὸ πετραχήλι του καὶ τὸ εὐχολόγιό του.

Ὁ γέροντας φόρεσε τὸ πετραχήλι του καὶ ἄνοιξε τὸ εὐχολόγιο. Ἄρχισε νὰ διαβάζει δυνατά. Ἡ κ. Κατερίνα στεκόταν ἐμβρόντητη σὲ ὅλο αὐτὸ τὸ σκηνικὸ ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ βίωνε. Ἔβλεπε τὸν γαμπρό της νὰ χτυπᾶ μὲ δύναμη τὸ κεφάλι του στὰ πλακάκια καὶ νὰ ξεστομίζει τέτοιες βρισιὲς ποὺ δὲν εἶχε ἀκούσει ποτὲ στὴ ζωή της. Ἔκρυβε ἀπὸ ντροπὴ τὸ πρόσωπό της, ὅταν ἔβριζε αὐτὴν καὶ τὴν κόρη της. Ἐνῶ ὁ γέροντας συνέχιζε νὰ διαβάζει τὸν ἐξορκισμὸ ἄκουσε τὸν γαμπρό της μὲ χοντρὴ ἀλλοιωμένη φωνὴ νὰ λέει στὸν παππούλη.

-Ρὲ τραγὶ ὅλους τοὺς κουβάλησες μαζί σου. Φοβήθηκες καὶ ἔφερες μαζί σου ὁλόκληρη στρατιά, τὸν Κοσμᾶ (Ἅγιο Κοσμᾶ), «ἀαα μὲ καῖς παλιόγερε», τὸν Χαράλαμπο (Ἅγιο Χαράλαμπο), «ἐγὼ τὸν ἔγδαρα ζωντανὸ τὸν παλιόγερο καὶ θὰ γδάρω καὶ σένα… ἀαα φύγε-φύγε παλιόγερε», φύγε ἀαα, ἀπὸ κοντὰ καὶ ὁ Σεραφεὶμ ( Ἅγιος Σεραφεὶμ Φαναρίου)! Ὤχ! Ὢχ ἦρθαν καὶ ὁ Γεώργιος μὲ τὸν Δημήτριο καὶ ὁ Ἀναστάσης (Ἅγιοι Γεώργιος καὶ Δημήτριος, ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Γόρδιος) ἀαααα!

Ὁ Γέροντας κρατώντας ἕνα ξύλινο χειροποίητο σταυρό, συνέχιζε νὰ τὸν σταυρώνει ἐνῶ ὁ Κίμωνας ἔκανε ἀπεγνωσμένες προσπάθειες νὰ τὸν συγκρατήσει γιὰ νὰ μὴν χτυπάει τὸ κεφάλι του στὸ πάτωμα.

-Φεύγω –φεύγω ἀααχ ἔρχεται καὶ ἡ Μαρία ( ἡ Παναγία μας) μὲ τὸν Μιχάλη (Ἀρχάγγελο Μιχαήλ), εἶπε ὁ Λάμπρος καὶ ἔπεσε φαρδιὰ –πλατιὰ στὸ πάτωμα ἀναίσθητος! Χτυπιόταν σὰν τὸ χταπόδι.

Ἡ κ. Κατερίνα φοβήθηκε. Τὸν εἶδε λιπόθυμο καὶ νόμιζε πὼς πέθανε. Ἔτρεξε νὰ φέρει λίγο νερό. Μὲ ἕνα νεῦμα ὁ παππούλης τὴν καθησύχασε. Ὁλοκλήρωσε τὶς εὐχές. Ἔκανε τὸ σταυρό του καὶ ἔγνεψε στὸν Κίμωνα νὰ βοηθήσει τὸν Λάμπρο νὰ κάτσει στὴν καρέκλα. «Τὰ μάτια του ἦταν γουρλωμένα σὰν νὰ κοίταζε στὸ ὑπὲρ-πέραν  καὶ ἀρχικὰ δὲν ὅριζε τὸ σῶμα του. Φαινόταν πῶς πονοῦσε φρικτά. Ἀγκομαχοῦσε. Σιγὰ-σιγὰ ἐπανερχόταν. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση πὼς ὁ παππούλης τὸν βοήθησε καὶ ἤπιε ὅλο τὸ ποτήρι μὲ νερό», εἶπε ὁ Κίμων!

-Αὐτὴ ἦταν ἡ πρώτη ἐπαφὴ-γνωριμία μὲ τὸν γέροντα τῶν Ἀγράφων, τονίζει ὁ Λάμπρος. Ἀπὸ τότε, πήγαινα σὲ τακτὰ χρονικὰ διαστήματα στὰ Ἄγραφα καὶ ὁ παππούλης πάντα μὲ ἔβαζε στὸ ναὸ καὶ μὲ διάβαζε. Μακρυά ἀπό περίεγα βλέμματα.

Προερχόμουν –συνεχίζει- ἀπὸ μία οἰκογένεια παντελῶς ἀπομακρυσμένη ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ πολλὰ-πολλὰ σοβαρὰ προβλήματα. Μία οἰκογένεια πού χρησιμοποιοῦσε τὴ μαγεία. Κυριολεκτικὰ ὀφείλω πολλὲς εὐχαριστίες στὸν παππούλη μου, ὁ ὁποῖος μὲ ἔμαθε νὰ ζῶ χριστιανικὰ καὶ μὲ βοήθησε νὰ ἀπαλλαγῶ ὄχι ἀπὸ ἕνα ἀλλὰ ἀπὸ λεγεώνα δαιμονίων, πού μοῦ στεροῦσαν τὸ χαμόγελο καὶ τὴν εὐτυχία. Ἄλλαξε ἡ ζωή μου καὶ ἔζησα πολλὰ θαύματα κοντὰ στὸν γέροντα. Γνώρισα φίλους ἀληθινούς, ποὺ μαζὶ μὲ τὸν γέροντα μὲ στήριζαν στὸ διάβα τῆς ζωῆς μου. Καὶ κυρίως μεγάλωσα χριστιανικὰ καὶ ὀρθόδοξα τὰ παιδιά μου. Ἡ γυναίκα μου εἶχε πολλὴ ὑπομονὴ καὶ ἄντεχε ὅλα αὐτὰ ποὺ προκαλοῦσε ὁ Ἀντίδικος. Ἔτσι τὸν ὀνόμαζε ὁ παππούλης.

–  Λάμπρο, στὰ χρόνια ποὺ πέρασαν ἔτυχε ἀρκετὲς φορὲς νὰ σὲ συναντήσω στὰ Ἄγραφα καὶ νὰ βιώσω ἴσως σὲ μικρότερο βαθμὸ τὰ ὅσα μοῦ ἐξιστορήσατε σήμερα μὲ τὸν Κίμωνα. Θυμᾶμαι ποὺ μᾶς εἶπες ὅτι ὁ σατανᾶς σὲ εἶχε δεμένο χειροπόδαρα στὴν κόλαση καὶ σοῦ ἐπέβαλλε ἀκόμη τί θὰ τρῶς καὶ τί θὰ πίνεις.

-Ἔτσι εἶναι Διονύση! Ὅπως ὁ διάολος ἀποφεύγει τὸ λιβάνι, ἀπέφευγα νὰ πιῶ νερὸ ἐπτά ὁλόκληρα χρόνια. Ἔπινα μόνο κόκα-κόλα. Εἶχα φθάσει στὸ σημεῖο νὰ πιῶ καὶ τέσσερα καὶ πέντε λίτρα τὴν ἡμέρα. Τετάρτη καὶ Παρασκευή μοῦ ἔλεγε νὰ τρώω κρέας. Μοῦ μιλοῦσε καὶ μοῦ ἔδειχνε πράγματα σὲ ἄλλους. Μοῦ σύστηνε μὲ λίγα λόγια τοὺς δικούς του… Εἶχα φθάσει στὸ σημεῖο νὰ βλέπω τὰ δαιμόνια ποὺ εἶχαν παγιδεύσει τοὺς ἀνθρώπους.

-Γι’ αὐτὸ ἐπέμεινε ὁ γέροντας νὰ πιεῖς νερό;

– Ὁ γέροντας ἔβλεπε. Τὰ μάτια του ἔβλεπαν τὴν ψυχή μου. Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ μὲ εἶδε μὲ πέρασε ἀκτινογραφία καὶ διαπίστωσε τὴ ζημιὰ πού μοῦ εἶχε κάνει ὁ ἔξω ἀπὸ ἐδῶ. Ἡ κόκα-κόλα εἶναι τὸ ποτὸ τοῦ Ἀντιδίκου. Μόνο κακὸ προκαλεῖ στὸν ἄνθρωπο. Πολλὲς φορὲς πῆγε νὰ μὲ σκοτώσει μὲ τὸ αὐτοκίνητο. Στὴ δουλειὰ ὅταν μιλοῦσα γιὰ πνευματικὰ θέματα ὁ Ἀντίδικος μοῦ ψιθύριζε. «Δὲν σοῦ εἶπα νὰ τὸ βουλώσεις καὶ νὰ μὴν μεταφέρεις αὐτὰ ποὺ σὲ διδάσκει ὁ τραγόπαπας; Τώρα θὰ δεῖς τί θὰ σοῦ κάνω». Δὲν περνοῦσαν δύο-τρία λεπτὰ καὶ ἐρχόταν ὁ προϊστάμενος νὰ μὲ ἐπιπλήξει ἢ γινόταν καυγᾶς μὲ ἄλλους συναδέλφους μου. Μία φορὰ θυμᾶμαι ἦρθε στὸ ἐργοστάσιο μία ὄμορφη νεαρὴ πωλήτρια. Κοιτοῦσα τὴ δουλειά μου καὶ δὲν ἔδωσα σημασία. Ὁ διπλανός μου μὲ σκούντηξε καὶ μοῦ λέει: «Δὲς ρε τί μπῆκε μέσα»! Ἔριξα μία κλεφτή ματιὰ. Ἡ κοπέλλα εἶχε ἔρθει σχεδόν ἡμίγυμνη. Συνέχισα νὰ κάνω τὴ δουλειά μου. Τότε ἄκουσα πάλι τὸν Ἀντίδικο νὰ μοῦ λέει: «Αὐτὴ εἶναι δικιά μου καὶ ἀρνεῖσαι νὰ τὴ δεῖς. Γιὰ σένα τὴν ἔφερα βλάκα». Πῆρα τότε ἀμέσως τὸ κομποσχοίνι καὶ ἄρχισα νὰ προσεύχομαι, ὅπως μοῦ εἶχε ὑποδείξει ὁ γέροντας. Ἔλεγα συνεχῶς τὴν  εὐχή, γιατί διαισθανόμουν ὅτι ὁ πονηρὸς κάτι θὰ ἑτοίμαζε. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Σὲ λίγο εἶδα τὸν προϊστάμενο μὲ τὴ νεαρὴ κοπέλα νὰ ἔρχονται πρὸς τὸ μέρος μας. Ἡ κοπέλα ἔδειξε ἀνάμεσα σὲ τρεῖς συναδέλφους ἐμένα. «Αὐτὸς Γιάννη μὲ κοιτοῦσε λὲς καὶ ἤμουν καμιὰ ξετσίπωτη»! «Ζήτα συγγνώμη ρὲ Λάμπρο ἀπὸ τὴν κοπέλα. Τί νὰ πῶ καημένε εἶσαι καὶ παντρεμένος. Ἔχεις καὶ παιδιά»! Δάγκωσα τὴ γλώσσα μου καὶ χαμηλώνοντας τὰ μάτια ζήτησα συγγνώμη σφίγγοντας κρυφὰ στὴ χούφτα μου τὸ κομποσχοίνι. «Γιάννη ἀπαιτῶ νὰ τηλεφωνήσεις στὴ γυναίκα του καὶ νὰ τῆς πεῖς τί φροῦτο ἔχει δίπλα της» συνέχιζε νὰ λέει φωναχτὰ ἡ κοπέλα. Πῆγα κάτι νὰ τῆς πῶ ἀλλὰ ὁ προϊστάμενος αὐστηρά μοῦ εἶπε νὰ μὴν μιλήσω. Μόλις ἀπομακρύνθηκαν οἱ συνάδελφοί μου ἄρχισαν τὰ πειράγματα. «Αὐτὴ ἢ σὲ πάει μὲ χίλια ἢ εἶναι τρελὴ» εἶπε ὁ Παντελής. «Ρὲ μήπως τί πείραξες καὶ δὲν σὲ πήραμε εἴδηση. Σιγανοπαπαδίτσα μᾶς βγῆκες Λάμπρο…», πρόσθεσε ὁ Κώστας χαμογελώντας. Ἐπέλεξα νὰ μὴν μιλήσω. Μὲ κάθε λεπτομέρεια τὰ εἶπα ὅλα στὸν παππούλη στὸ τηλέφωνο. Τέτοια ἐπεισόδια εἶχα πολλὰ κατὰ τὴ διάρκεια ποὺ ὁ παππούλης μὲ διάβαζε.

-Λάμπρο πὲς μας τί ἔβλεπες καὶ οὔρλιαζες τότε ποὺ πηγαίναμε οἱ τρεῖς μας στὸ Βαλάρι, εἶπε ὁ Κίμων.

-Δὲν θυμᾶμαι! Τί ἔλεγα;

-Θυμᾶμαι ἐγὼ ποὺ σὲ εἶχα δίπλα μου ἀδελφὲ μου καὶ φοβόμουν μὴ τυχὸν καὶ μοῦ ἀστράψεις καμία, εἶπα τότε χαμογελώντας!

-Τί ἔλεγα;

-Μόλις πλησιάζαμε τὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ ἄρχισες νὰ βρίζεις τὸν Χριστό, τὴν Παναγιὰ καὶ τοὺς Ἁγίους. Ἔβριζες καὶ τὸν γέροντα λέγοντας πὼς ἐκεῖνος τοὺς ἔστειλε γιὰ νὰ σὲ κάψουν… Τὰ ἄλλα δὲν μπορῶ κἄν νὰ τὰ ξεστομίσω! Σταμάτησες μόνο ὅταν ὁ Κίμων μοῦ ἔδωσε λίγο ἁγιασμό, ποὺ μᾶς εἶχε δώσει ἡ γυναίκα σου καὶ σοῦ ἔριξα στὸ πρόσωπο. Πῆγα νὰ σοῦ δώσω νὰ πιεῖς κιόλας καὶ μούγκρισες λὲς καὶ ἤσουν λιοντάρι. Μόνο ποὺ δὲν κατουρήθηκα τότε ἀπὸ τὸ φόβο μου…

 

 

Σταύρωσε τὴ φωτιὰ καὶ ἐκείνη ἔσβησε

Βιώματα μὲ τὸν παππούλη Παναγιώτη Τσιώλη. ( Μαρτυρία ἑνὸς φίλου).

Κάποιο καλοκαίρι πρὶν ἀπὸ 20 χρόνια περίπου πήγαμε στὸ Βαλάρι οἰκογενειακῶς γιὰ νὰ προσκυνήσουμε τὴν Παναγία καὶ νὰ συναντήσουμε τὸν ἀγαπημένο μας παππούλη. Σταθήκαμε τυχεροὶ γιατί δὲν ἦρθαν ἄλλοι προσκυνητὲς καὶ μπορούσαμε νὰ τὸν δοῦμε μὲ τὴν ἡσυχία μας. Μετὰ τὸν ἑσπερινὸ καθίσαμε στὴν αὐλὴ τῆς ἐκκλησίας, ὅταν ξαφνικὰ ἀντιληφθήκαμε ὅτι ἔπιασε φωτιὰ τὸ μαντρὶ ποὺ βρισκόταν πολὺ κοντὰ στὴν ἐκκλησία. Ἀμέσως ὁ παππούλης ἔτρεξε πρὸς τὴ φωτιὰ κι ἐγὼ τὸν ἀκολούθησα. Οἱ φλόγες δυνάμωσαν ἀστραπιαία διότι ἐκεῖ ὑπάρχουν πολλὰ δέντρα καὶ ὁ κίνδυνος νὰ καεῖ ἡ ἐκκλησία καὶ ὁ οἰκισμὸς ἦταν πολὺ μεγάλος. Μέσα στὴ στάνη ὑπῆρχαν κάποιες φιάλες ὑγραερίου τὶς ὁποῖες πέταξα μακριὰ γιὰ νὰ μὴν ἐκραγοῦν. Ἔξω ἀπὸ τὴ στάνη ὑπῆρχε μία βρύση ἀπὸ τὴν ὁποία ἔτρεχε ἐλάχιστο νερὸ καὶ μὲ τὸ λάστιχο προσπαθοῦσα νὰ σβήσω τὴ φωτιὰ ποὺ εἶχε γιγαντωθεῖ. Ὁ πάτερ βρισκόταν ἀπὸ πίσω μου καὶ μοῦ φώναζε συνέχεια: “Πὲς τὸ πάτερ ἡμῶν”. Ξαφνικὰ γυρίζω πίσω καὶ βλέπω τὸν παππούλη νὰ σταυρώνει τὴ φωτιὰ καὶ νὰ φυσάει ἁπαλὰ ἀπὸ τὴ μία ἄκρη της μέχρι τὴν ἄλλη. Τότε ἡ φωτιὰ ἔπεσε καὶ ἔσβησε! Τὸν κοιτάζω ἔκπληκτος καὶ τοῦ λέω: “Τί ἔκανες; “Τότε γελώντας μοῦ ἀπαντάει μὲ νόημα: “Ἐσὺ τὸ ἔκανες. Τὸ κατάλαβες; “Ἐγὼ προσπαθοῦσα νὰ καταλάβω τί εἶχε συμβεῖ καὶ τὸν ρωτοῦσα ἐπίμονα γιὰ ποιὸ λόγο ἅρπαξε φωτιὰ. Μοῦ εἶπε τὸ λόγο, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ τὸν ἀναφέρω γιατί ἀφορᾶ πρόσωπα ποὺ εἶναι ἐν ζωῇ. Πάντως τὸ σίγουρο εἶναι πὼς οἱ πνευματικοὶ νόμοι πάντα λειτουργοῦν. Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὴ ὥρα ἦρθε ἡ Π.Υ. καὶ ἁπλὰ κατέγραψαν τὸ γεγονὸς ἀπορώντας πὼς ἔσβησε μία τέτοια φωτιὰ χωρὶς νὰ ἐπεκταθεῖ στὸ δάσος.

ΠΗΓΗ ΣΤΥΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

ΤΕΥΧ 268 ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ -ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2024

 

Συντάκτης

Σχολιάστε

Το email σας δεν θα δημοσιευθεί.Τα απαραίτητα πεδία είναι μαρκαρισμένα *