῾Ὁ τρελογιάννης καί ὁ χούλιγκαν τῆς Θύρας 7 (Ὀλυμπιακοῦ)

«Ὀνομάζομαι Γιῶργος… Γεννήθηκα σέ ἕνα χωριό τῆς Μεσσηνίας, ἀλλά ἀπό τήν ἐφηβική σχεδόν ἡλικία ἦρθα στήν Ἀθήνα γιά νά δουλέψω. Μέ τό ζόρι τελείωσα τήν Γ’ τάξη Γυμνασίου. Δέν τά ἀγαποῦσα καί πολύ τά γράμματα. Ἕνας θεῖος μου εἶχε κατάστημα στήν κεντρική Λαχαναγορά στό Ρέντη καί μέ πῆρε στή δούλεψή του. Ἔπιανα δουλειά τά χαράματα καί σχολοῦσα πρίν τό μεσημέρι. Εἴχαμε εἴδη μαναβικῆς. Ἡ καθημερινή ἀσχολία μου, ἐκτός τῆς ἐργασίας ὅμως, ἦταν ἡ ὁμάδα τοῦ Ὀλυμπιακοῦ καί οἱ γυναῖκες.

Μέ τήν ποδοσφαιρική ὁμάδα τοῦ Ὀλυμπιακοῦ εἶχα ἀναπτύξει μία ψυχική σύνδεση πού ἐπηρέαζε σχεδόν ὅλη τή ζωή μου. Ἡ πορεία τῆς ὁμάδας κατά κάποιο περίεργο τρόπο ἔπαιζε οὐσιαστικό ρόλο στήν καθημερινότητά μου. Χαιρόμουν καί γλεντοῦσα μέ τίς νίκες. Ἔπινα, χόρευα, φώναζα. Ἔνιωθα εὐτυχής. Ἀπογοητευόμουν καί ἀπελπιζόμουν μέ τίς ἧττες καί τά ἔσπαγα. Τσακωνόμουν, ἀπομονωνόμουν ἀπ’ ὅλους. Καί μέ τό ζόρι πήγαινα ἀκόμη καί στή δουλειά.

Δέν σᾶς κρύβω πώς ἀρκοῦσε ἕνα ἁπλό πείραγμα γιά νά νευριάσω καί νά τσακωθῶ μέ πελάτες. Ἤμουν ἰδιόρρυθμος ἀλλά καμάρωνα, γιατί ἤμουν μέλος τῆς «Θύρας 7». Ἤμουν στό γήπεδο καί στή συγκεκριμένη θύρα στό παιχνίδι μέ τήν ΑΕΚ, πού ἔγινε ἡ αἰτία νά σκοτωθοῦν τόσα παιδιά, δυό ἐκ τῶν ὁποίων ἦταν κολλητοί φίλοι μου. Θά μποροῦσα καί ἐγώ νά ἤμουν νεκρός, ἄν δέν καθυστεροῦσα νά κατέβω. Καί ἡ καθυστέρησή μου ὀφείλεται σέ συζήτηση σχετική μέ τό παιχνίδι πού ἄνοιξα μέ ἕναν ἡλικιωμένο “βαμμένο Ὀλυμπιακό”, ὅπως λέμε στήν ποδοσφαιρική διάλεκτο τόν μπαρμπα-Μῆτσο ἀπό τήν Καστέλα. Οἱ κολλητοί μου ἔφυγαν καί τούς εἶπα πώς θά τούς συναντήσω ἔξω γιά νά πᾶμε μαζί νά κοντράρουμε τούς ἀντίπαλους ὀπαδούς. Αὐτό μέ γλύτωσε στήν κυριολεξία. Ὁ ἄδικος θάνατός τους μέ συγκλόνισε καί μέ ἔκανε νά ἀραιώσω λίγο ἀπό τό γήπεδο. Ἀλλά ὄχι γιά πολύ.

Ἤμουν στήν τάξη τῶν φανατικῶν ὀπαδῶν καί φρόντιζα καί στόν γιό μου νά ἐντρυφήσω αὐτό τό στοιχεῖο. Εἶχα θεοποιήσει τήν ὁμάδα. Ἤμουν χούλιγκαν, ὅπως λένε.

Εἶχα σπάσει βιτρίνες καταστημάτων. Συχνά στήναμε καρτέρι σέ ὀπαδούς ἀντιπάλων ὁμάδων καί δή τοῦ Παναθηναϊκοῦ γιά νά τούς ξυλοκοπήσουμε. Ἤμουν τόσο φανατικός, πού θά μποροῦσα ἀκόμη καί νά σκοτώσω γιά τήν ὁμάδα. Ἤμουν ἐξαρτημένος πλήρως ἀπό αὐτήν, ὅπως ὁ τοξικομανής ἀπό τίς ναρκωτικές οὐσίες.

Ἡ ἄλλη ἀσχολία μου ἦταν οἱ γυναῖκες. Ὅλα σχεδόν τά χρήματα τά σπαταλοῦσα ὡς ἔφηβος σέ ἐπισκέψεις σέ οἴκους ἀνοχῆς καί σέ μπάρ μέ γυναῖκες. Ὁ κοινωνικός περίγυρος τῶν φίλων μου μέ εἶχε κάνει νά βλέπω κάθε γυναίκα ὡς κινούμενο δοχεῖο ἡδονῆς. Τίς θεωροῦσα ἀδύναμες καί ὑποβαθμισμένες καί δέν σᾶς κρύβω πώς πολλές φορές βιαιοπραγοῦσα πάνω τους. Ἐπίκεντρο στίς σχέσεις πού δημιουργοῦσα ἦταν ἡ ἐπίδειξη δύναμης καί ἀνδρικοῦ ἐγωισμοῦ.

 

«Ἀντιπολίτευση»  ἡ  Ἐκκλησία

Ὅπως καταλαβαίνετε μ’ ὅλα αὐτά ἦταν φυσικό νά βλέπω τήν Ἐκκλησία ὡς «ἀντιπολίτευση» στήν ἄσωτη ζωή μου. Ἡ ὅποια σχέση μου μέ τήν Ἐκκλησία ὀφείλεται στή μάνα μου καί τή γυναίκα μου.

− Δέν φοβᾶσαι τό Θεό, βρέ παιδί μου; ἔλεγε ἡ καημένη ἡ μάνα μου, ὅταν καταλάβαινε πώς παραστρατοῦσα.

− Μεῖνε ἐσύ, ρέ μάνα, μία ζωή μέ τά παραμύθια τῶν παπάδων. Δέν βλέπεις πώς ἡ ζωή πάει μπροστά. Κοίταξε μωρέ νά γλεντήσεις καί νά περνᾶς καλά καί ἄσε τά περί τοῦ Θεοῦ. Τόν εἶδες μωρέ ποτέ τό Θεό; τῆς ἀπαντοῦσα.

Ἐκείνη κουνοῦσε τό κεφάλι καί δέν μιλοῦσε. Μόνο μέ σταύρωνε. Τό χαρακτήρα τῆς μάνας μου εἶχε καί ἡ γυναίκα μου. Τήν γνώρισα στή Λαχαναγορά. Συνόδευε μερικές φορές τόν πατέρα της, πού εἶχε μανάβικο στό Χαλάνδρι. Ὁ θεῖος μου μέ εἶδε πού τή γλυκοκοίταγα καί μοῦ εἶπε:

− Αὐτό εἶναι κορίτσι γιά οἰκογένεια καί μήν κάνεις ὄρεξη. Δέν εἶναι ἡ Οὐρανία γιά τά δόντια σου.

Μία μέρα ἕνας πελάτης τήν πείραξε πολύ ἄσχημα, ἐκμεταλλευόμενος τήν ἀπουσία τοῦ πατέρα της, πού ψώνιζε σέ ἄλλη ράμπα. Δέν ξέρω τί μέ ἔπιασε καί τόν ἅρπαξα ἀπό τό λαιμό. Τόν πέταξα κάτω καί ἄρχισε καυγᾶς μεγάλος. Χτύπησα καί ἐγώ στό κεφάλι, καθώς ἔπεσα μαζί του καί μέ πῆραν τά αἵματα. Ὁ θεῖος μέ πῆγε στό νοσοκομεῖο γιά τίς πρῶτες βοήθειες καί οἱ γιατροί ἔκριναν πώς ἔπρεπε νά μείνω μέσα γιατί φοβήθηκαν μήπως ἔπαθα μεγαλύτερη ζημιά.

Τό ἀπόγευμα τήν ἴδιας ἡμέρας ἦρθε ἡ Οὐρανία μέ τόν πατέρα της στό νοσοκομεῖο γιά νά μέ εὐχαριστήσουν. Ἡ Οὐρανία τοῦ εἶχε πεῖ τί ἀκριβῶς εἶχε συμβεῖ. Μέ κάλεσαν στό σπίτι τους γιά φαγητό. Αὐτό ἦταν ἡ ἀρχή. Μέσα σέ τρεῖς μῆνες παντρεύτηκα. Ὁ πεθερός μου, ἐκτός ἀπό τό μανάβικο, εἶχε καί ἕνα φορτηγό Δημοσίας Χρήσεως, τό ὁποῖο μοῦ ἔδωσε προίκα, ἔτσι ὥστε νά σταματήσω νά ἐργάζομαι νύχτα στή Λαχαναγορά. Χωρίς νά τό καταλάβω καλά-καλά ἔκανα οἰκογένεια. Ἡ μάνα μου χαιρόταν, γιατί ἡ Οὐρανία, πέραν τῆς καλοσύνης πού εἶχε, ἦταν καί κοντά στήν Ἐκκλησία. Δέν ἔλειπε ἀπό τήν Παναγία τή Μαρμαριώτισσα καί αὐτό ἀρκετές φορές γινόταν στοιχεῖο τριβῆς μας.

− Πότε θά ξυπνήσεις, βρέ Οὐρανία, ἀπό τό λήθαργο; τῆς ἔλεγα.

Ἐκείνη σάν τή μάνα μου σιωποῦσε. Εἶχε ὑπομονή καί ἄντεχε τίς παραξενιές μου καί τίς τρέλες μου. Μάλιστα μέ στήριζε στίς ἀπογοητεύσεις μου. Ἀποκτήσαμε δυό παιδιά μέ τήν Οὐρανία, ἕνα ἀγόρι καί ἕνα κορίτσι, τόν Ἀντώνη καί τή Θεοδώρα.

Βέβαια τό ὅλο σκεπτικό περί τῶν γυναικῶν μέ ἐμπόδιζε νά τῆς συμπεριφέρομαι ἰσότιμα. Πολλές φορές ξέφευγα καί τήν ἀπατοῦσα. Ἔφθασα στό σημεῖο νά δημιουργήσω ἐρωτική σχέση μέ τήν ξαδέλφη της, ἡ ὁποία ἦταν παντρεμένη!

Τά ἰσοπέδωνα ὅλα μπροστά στό πάθος καί τή νοοτροπία νά ἀντιμετωπίζω κάθε γυναίκα ὡς δοχεῖο ἡδονῆς. Αὐτή ἀκριβῶς τήν περίοδο ἄρχισαν καί τά οἰκονομικά προβλήματα στό σπίτι, μιᾶς καί ἡ ξαδέλφη ζητοῦσε συνεχῶς χρήματα, προκειμένου νά δικαιολογεῖται στόν ἄνδρα της ὅτι δῆθεν ἐργάζεται ὡς πλασιέ! Μέ μαθηματική ἀκρίβεια καταστρέφονταν δυό οἰκογένειες. Δέν σᾶς κρύβω πώς πέραν τῶν κινδύνων τῆς ἀποκάλυψης ἔνιωθα διαρκῶς νά μέ σφίγγει μία θηλιά στό λαιμό. Ἤμουν γιά πρώτη φορά στή ζωή μου σέ ἀδιέξοδο.

Καί δέν ἔφθαναν ὅλα αὐτά, ἦρθε καί ἡ ἀρρώστια τῆς κόρης μου, ἡ ὁποία ἐντελῶς ξαφνικά παρουσίασε φύσημα στήν καρδιά. Οἱ γιατροί στό Ὠνάσειο (νοσοκομεῖο) μᾶς ἔλεγαν πώς δέν θά ἀποφύγει τό χειρουργεῖο. Ἡ γυναίκα μου, ὅμως, εἶχε τήν ἐλπίδα της στόν Χριστό καί τήν Παναγία καί προσευχόταν νά μήν μπεῖ ἡ Θεοδωρίτσα μας σ’ αὐτή τήν περιπέτεια. Τελικά ἔγινε καλά πρός ἔκπληξη ὅλων, ἀκόμη καί τῶν γιατρῶν! Ἡ Οὐρανία μιλοῦσε γιά θαῦμα, ἀλλά ἐγώ ἀπέδιδα τή θεραπεία της στά φάρμακα πού τῆς ἔδωσαν… Τόσο μυαλό εἶχα τότε!

Ἔβλεπα τήν καλοσύνη τῆς Οὐρανίας καί ἔφτυνα τόν ἴδιο μου τόν ἑαυτό. Προσπαθοῦσα ἀπεγνωσμένα νά βρῶ ἐλαττώματα στή γυναίκα μου, γιά νά δικαιολογήσω τίς παράνομες πράξεις μου. Τήν ἄφηνα χωρίς λεφτά, λέγοντας πώς δέν πάει ἡ δουλειά καλά. Ξεσποῦσα στά παιδιά χωρίς νά φταῖνε σέ τίποτε. Καί ἐκείνη ἡ κακομοίρα ἔλεγε.

− Δέν πειράζει, Γιῶργο! Ὁ Θεός δέν θά μᾶς ἐγκαταλείψει. Θά δώσει ὁ Θεός! Ἐσύ νά εἶσαι καλά.

Ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ Ἰωάννης, ὁ  διά  Χριστόν  σαλός

Καί ὁ Θεός πράγματι ἔδωσε αὐτό τό εὐλογημένο δρομολόγιο στή γειτονιά τοῦ ἀγγέλου Ἰωάννη. Γιατί γιά μένα ὁ μακαρίτης ἦταν ὁ φύλακας ἄγγελος, πού μέ τράβηξε μέσα ἀπό τό βοῦρκο τῆς ἀκολασίας. Μόνο τρελός δέν ἦταν. Τετρακόσια τά εἶχε γιατί ἔβλεπε μέ ἄλλα μάτια. Ἡ μόνη τρέλα του ἦταν ἡ ἀγάπη του πρός τόν Χριστό.

Τά λόγια τότε πού μοῦ εἶπε γιά τή θαυμαστή γιατρειά τῆς κόρης μου μέ τάραξαν. Πῆρα τό φορτηγό νά γυρίσω σπίτι, ἀλλά στή σκέψη μου στριφογύρναγαν τά λόγια του μακαρίτη.

Σταμάτησα στόν Ἱερό Ναό τῆς Ἁγίας Ἄννας νά ἀνάψω ἕνα κερί στόν Χριστό γιά νά Τόν εὐχαριστήσω γιά τήν κόρη μου. Μπαίνοντας στό ναό λύγισα. Ἔβαλα σάν μικρό παιδί τά κλάματα καί τράβηξα σέ μία γωνιά νά μήν μέ βλέπουν. Εὐτυχῶς ἕνας γέρος καί τρεῖς γριές βρίσκονταν τότε στό ναό. Γινόταν Ἑσπερινός. Ἔκλαψα ἀρκετή ὥρα… Γύρισα καί εἶδα τόν Χριστό στήν εἰκόνα καί εἶπα:

− Μπάχαλο τά ἔκανα στή ζωή μου! Κοίταξε νά μέ βοηθήσεις, ἄν καί δέν ἀξίζω οὔτε μία τρύπια δεκάρα.

Ἔνιωσα ἕνα περίεργο συναίσθημα, μία ζεστασιά πού δέν εἶχα νιώσει ποτέ στή ζωή. “Ρέ, μπᾶς καί εἶχε δίκιο ἡ μάνα μου γιά τήν Ἐκκλησία;”, ἀναρωτιόμουν βγαίνοντας ἀπό τό ναό.

Ἀπέναντι, ἐκεῖ πού εἶχα παρκάρει τό φορτηγό εἶχε ἕνα ἀνθοπωλεῖο. Δέν ξέρω πώς μοῦ ἦρθε καί πῆγα καί ἀγόρασα τριαντάφυλλα γιά τήν Οὐρανία. Ἔφθασα στό σπίτι τελείως μεταμορφωμένος. Ἀγκάλιασα τήν Οὐρανία, φίλησα τά παιδιά. Τῆς εἶπα πώς ἄναψα ἕνα κεράκι στήν Ἁγία Ἄννα γιά τή γιατρειά τῆς Θεοδώρας. Τῆς μίλησα γιά τόν μακαρίτη καί γιά τά ὅσα μοῦ εἶπε γιά τή Θεοδώρα. Ἐκείνη ζήτησε νά τήν πάω νά τόν γνωρίσει. Τότε μέ ἔπιασε φόβος.

− Ἔ! τόν συνάντησα στήν ἄλλη ἄκρη τῆς Ἀθήνας. Καί ποῦ νά τόν βρῶ, δέν ξέρω ποῦ ἀκριβῶς μένει. Θά δῶ ὅμως, τί θά κάνω…, ἀπάντησα ἀμήχανα καί ἀπό φόβο μή μάθει ἡ γυναίκα μου τήν ἄσωτη ζωή μου…

 

Ζητιάνος  στή  Μαρμαριώτισσα

 

Τήν ἄλλη μέρα τό πρωί, ἦταν Σάββατο, ἄν θυμᾶμαι καλά, ἡ γυναίκα μου σηκώθηκε νά πάει στήν Ἐκκλησία. Μέ ἔπιασε καί ἐμένα ἡ ἐπιθυμία νά τήν ἀκολουθήσω, ἄν καί δέν ἦταν Πάσχα (γιατί μόνο Πάσχα συνήθιζα νά πηγαίνω τά τελευταῖα χρόνια). Δέν μπορεῖτε νά φανταστεῖτε τό πῶς ἔνιωσα, ὅταν εἶδα τόν μακαρίτη νά κάθεται ἔξω ἀπό τή Μαρμαριώτισσα καί νά ζητιανεύει!

− Καινούργιος ζητιάνος. Ποιός ξέρει ὁ καημένος τί ἀνάγκες ἔχει, γύρισε καί μοῦ εἶπε ἡ Οὐρανία.

Τή ρώτησα ἄν τόν γνωρίζει, ἄν τόν ἔχει ξαναδεῖ… Ἐκείνη μέ κοίταξε παράξενα. Δέν καταλάβαινε τίς ἐρωτήσεις μου. “ Ὄχι! ”, μοῦ ἀπάντησε ξερά. Ἡ Οὐρανία τοῦ ἔδωσε 100 δραχμές καί μπῆκε στό ναό. Ἔμεινα λίγο πίσω καί τόν κοιτοῦσα.

− Γιῶργο ἦρθα ἀπό τήν ἄλλη ἄκρη τῆς Ἀθήνας γιά νά σοῦ πῶ πόσο χαροποίησες τόν Χριστό χθές, ὅταν ἄναψες τό κεράκι στήν Ἁγία Ἄννα. Μήν φοβᾶσαι, ὁ Κύριος ἄκουσε τίς προσευχές τῆς μάνας σου καί τῆς Οὐρανίας καί σέ τράβηξε κοντά Του. Τώρα θά δεῖς πώς ὅλα θά γίνουν ὄμορφα. Κοίταξε μόνο νά βρεῖς ἕναν καλό παπά νά ἐξομολογεῖσαι.

Δέν σᾶς κρύβω πώς οἱ νέες ἀποκαλύψεις του μέ τρόμαξαν. Τί ἦταν αὐτός ὁ ζητιάνος καί ἀπό ποιό πλανήτη κατέβηκε; Τί νά θέλει ἀπό μένα πού μ’ ἀκολούθησε μέχρι καί τή γειτονιά μου; Μήπως μέ τιμωρεῖ ὁ Θεός γιά τίς ἁμαρτίες μου καί ἔστειλε κάποιον νά μέ βασανίζει; Μία πλειάδα τέτοιων σκέψεων περνοῦσαν ἀπό τό μυαλό μου καθώς ἀμήχανα τόν κοιτοῦσα. Ἐκεῖνος σάν νά κατάλαβε τούς λογισμούς μου καί γύρισε καί μοῦ εἶπε:

− Μή βασανίζεις Γιῶργο τό μυαλό σου. Οἱ ἀπαντήσεις πού ψάχνεις θά ‘ρθοῦν γρήγορα. Ἕνα τώρα χρειάζεται νά καταλάβεις καί αὐτό ἔχει νά κάνει μέ τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ γιά σένα καί γιά μένα καί γιά ὅλον τόν κόσμο… Πήγαινε τώρα στό γήπεδο τοῦ Χριστοῦ μας καί κάνε μία προσευχή νά πετύχεις πολλά γκόλ. Στό χέρι σου εἶναι νά γίνεις καλός γκολτζῆς.

Ἡ συζήτηση διακόπηκε ἀπότομα, γιατί ἡ Οὐρανία ἀνησύχησε πού δέν μπῆκα μαζί της μέσα καί βγῆκε νά δεῖ τί συμβαίνει. Μέ εἶδε νά μιλάω μέ τόν ζητιάνο καί παραξενεύτηκε.

− Ἔρχομαι, ἔρχομαι! τῆς εἶπα μόλις τήν εἶδα καί κίνησα πρός τό μέρος της.

Ὁ μακαρίτης τῆς χαμογέλασε δείχνοντας ὅτι ὅλα εἶναι καλά καί ἐκείνη ἐπέστρεψε στό ναό. Μ’ ὅλα αὐτά πού ἄκουγα μοῦ κόπηκε ἡ λαλιά. Ὅμως, τό μόνο πού ρώτησα τόν τρελο-Γιάννη ἦταν τό πού θά μποροῦσα νά τόν βρῶ.

− Ἔλα αὔριο στήν ὁδό Λένορμαν, τό ἀπόγευμα στίς 6:00 στόν Ἐσταυρωμένο, νά σοῦ γνωρίσω καί ἕναν καλό παπά πού θά σέ προπονήσει, ὥστε νά γίνεις καλός γκολτζῆς.

− Καί τί εἶναι ὁ Ἐσταυρωμένος; ρώτησα.

− Μία νέα ἐκκλησία πού τώρα χτίζεται.

Στή συνέχεια μπῆκα στό ναό. Ἄναψα κερί καί κάθισα δίπλα στήν Οὐρανία. Ἐκείνη μοῦ ὑπέδειξε εὐγενικά πώς οἱ θέσεις τῶν ἀνδρῶν εἶναι δεξιά. Ἤμουν ἄσχετος παντελῶς. Πῆγα καί κάθισα δίπλα σέ δυό τρεῖς ἄλλους ἄνδρες μεγαλύτερης ἡλικίας ἀπό μένα. Μέ ὅλα αὐτά πού συνέβαιναν, φανταστεῖτε τό πῶς ἔνοιωθα. Στεκόμουν ὄρθιος καί κοιτοῦσα τό ναό, τόν παπά, τόν ψάλτη. Ἀπό μικρό παιδί εἶχα νά κάτσω τόση ὥρα στήν Ἐκκλησία. Γιά πρώτη φορά ὅμως, δέν δυσαρεστήθηκα. Ὡστόσο, ἡ σκέψη μου ἦταν στόν περίεργο αὐτό τύπο, δηλαδή τόν τρελο-Γιάννη. Ἔτσι τόν ἔβλεπα τότε.

Βρέ, μπᾶς καί εἶναι κανένας ντετέκτιβ πού ἔβαλε ἡ γυναίκα μου καί ἔχει βαλθεῖ νά μέ τρελάνει; Στή σκέψη αὐτή τό μυαλό μου θόλωσε. Βγῆκα ἔξω νά τόν συναντήσω ἀλλά ἐκεῖνος εἶχε ἐξαφανιστεῖ.

“Δέν πειράζει θά ψαρέψω τήν Οὐρανία”, σκέφτηκα.

Ὁ λογισμός αὐτός ἐξαφανίστηκε, ὅταν ἡ Οὐρανία πρώτη, ἀμέσως μετά τήν Ἐκκλησία, ἄρχισε νά μέ ρωτᾶ τί συζητοῦσα μέ τόν ἄγνωστο ζητιάνο.

− Δέν πιστεύω νά τόν ἀποπῆρες τόν καημένο; Μοῦ φάνηκε καλός ἄνθρωπος…

Ἡ  πρώτη  προπόνηση… στό  γήπεδο  τοῦ  Χριστοῦ

Ἀπό τή συζήτηση διαπίστωσα πώς δέν εἶχε καμιά σχέση. Ἔτσι, τήν ἑπομένη βρέθηκα στόν Ἐσταυρωμένο τῆς ὁδοῦ Λένορμαν. Μπῆκα στό ναό καί ἄναψα ἕνα κερί. Εἶδα τόν μακαρίτη νά μιλᾶ μέ ἕνα ἡλικιωμένο παπά. Περίμενα νά τελειώσει. Ἐκεῖνος γύρισε καί μέ εἶδε.

− Καλῶς τό καλό παιδί! Ἔλα Γιῶργο νά σοῦ γνωρίσω τόν γέροντα. Θά σοῦ μάθει τόν τρό- πο νά βάζεις πολλά γκόλ στό γήπεδο. Εἶναι ἔμπειρος προπονητής. Ἄντε, θά σᾶς ἀφήσω γιά τήν πρώτη προπόνηση. Γυρνῶντας τότε πρός τόν παπά τοῦ εἶπε χαμογελῶντας:

 

− Ὁ Γιῶργος εἶναι νέο ἀπόκτημα τῆς ὁμάδας τοῦ Χριστοῦ. Ἔχει τά προσόντα νά γίνει ἄριστος γκολτζῆς.

Ὁ παπάς δέν ἔδωσε καί μεγάλη σημασία στά λόγια τοῦ μακαρίτη. Γύρισε πρός τό μέρος μου καί χαμογελῶντας εἶπε:

− Ἔλα, Γιῶργο, κάτσε νά τά ποῦμε.

Ἄν καί ὁ σκοπός τῆς ἐπίσκεψής μου ἦταν νά ἀνακρίνω τόν τρελο-Γιάννη, ἐν τούτοις κατέληξα νά ἐξομολογοῦμαι γιά πρώτη φορά στή ζωή μου. Ἡ πρώτη μου συμμετοχή στό μυστήριο τῆς θείας ἐξομολόγησης, ἡ πρώτη προπόνηση στό στίβο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὅπως τήν ἔλεγε ὁ μακαρίτης, ἦταν κάτι πού δέν θά λησμονήσω ποτέ.

Καί αὐτό, γιατί ὄχι μόνο ἔνιωσα ἀνάλαφρος, ἀλλά κυρίως γιατί εἰσῆλθα σέ ἕνα ἄλλο γήπεδο ἀπό τό Καραϊσκάκη πού συνήθιζα νά πηγαίνω. Ἦταν τό γήπεδο τοῦ Χριστοῦ.

Ὅταν βγῆκα ἔξω ἀπό τό ναό ἤμουν πολύ διαφορετικός. Εἶδα τόν ὑποτιθέμενο σαλό νά βγάζει ἕνα βιβλίο ἀπό μία νάυλον σακούλα. Μοῦ τό πρόσφερε ὡς δῶρο. Ἀφοροῦσε τή ζωή τοῦ γέροντα Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτη.

Τό βιβλίο μέ βοήθησε σημαντικά στή νέα σελίδα πού μόλις ἄνοιγα. Θυμᾶμαι πώς ὁ τρελο-Γιάννης μόλις πού μ’ ἀντίκρυσε ἄρχισε νά φωνάζει:

− Αὐτή εἶναι ἡ πιό καλή μετεγγραφή γκολτζῆ τά τελευταῖα δέκα χρόνια. Ἀστέρι τοῦ οὐρανοῦ ἀληθινό.

Μάλιστα ἔτρεξε πρός τό μέρος τῶν παιδιῶν πού ἔπαιζαν μπάλα στόν προαύλιο χῶρο τοῦ ναοῦ. Ἐκεῖνα αἰφνιδιάστηκαν ὅταν τόν εἶδαν νά παίρνει τήν μπάλα καί νά προσπαθεῖ νά τήν κλωτσήσει. Μέ τή φόρα πού εἶχε ἔπεσε κάτω καί τά παιδιά ἄρχισαν νά γελοῦν. Σηκώθηκε ἀμέσως καί γύρισε πρός τό μέρος μου.

− Δέν εἶμαι καλός μπαλαδόρος γιά νά βάζω γκόλ, εἶπε γελῶντας, ἐνῶ τίναζε τή σκόνη ἀπό τά ροῦχα του.

Ἐλπίζω, ὡστόσο, νά βρεθεῖ κανένας καλός χριστιανός νά μοῦ δώσει μία καλή καί δυνατή κλωτσιά. Γιατί μόνο ἔτσι ἐλπίζω νά καταφέρω νά μπλεχτῶ στά δίκτυα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἡ μπάλα.

Ἔλεγε πολλά ἀκαταλαβίστικα τότε γιά μένα καί γελοῦσε. Ἐκείνη τήν ἡμέρα τόν πῆγα στό σπίτι του. Μέσα στό φορτηγό φώναζε σάν νά ἦταν σέ γήπεδο.

− Γιῶργο ἀπό σήμερα φόρεσες γιά καλά τή φανέλα -ὄχι τοῦ Ὀλυμπιακοῦ- ἀλλά τοῦ οὐρανοῦ. Τό ἄν θά γίνεις καλός παίχτης καί βάζεις γκόλ, ἐξαρτᾶται ἀποκλειστικά ἀπό σένα. Νά, πάρε αὐτό τό χαρτί. Περιγράφει τό πρωτάθλημα τοῦ οὐρανοῦ. Κοίταξε νά παίζεις σ’ αὐτό καλά καί νά γεμίσεις τά δίκτυα μέ πολλά γκόλ.

Τό χαρτί ἔγραφε τίς δέκα ἐντολές.

− Νά ξέρεις ἀκόμη ὅτι τά πόδια σου γίνονται δυνατά καί ἄτρωτα μέ τήν ταπείνωση καί τή θυσία. Καί τήν ταπείνωση καί τή θυσία θά τή μάθεις ἀπό τόν γέροντα προπονητή στή θεία Ἐξομολόγηση καί στή θεία Κοινωνία. Πιστεύω πώς θά γίνεις πολύ δυνατός σεντερ- φόρ!…

Μοῦ εἶπε καί πολλά ἄλλα πού δέν θυμᾶμαι. Μέ ξάφνιαζαν οἱ γνώσεις του περί ποδοσφαίρου. Ἐκείνη τήν ἡμέρα ἔνιωθα πολύ ἄσχημα. Καί αὐτό, γιατί μπροστά στό φορτηγό εἶχα βάλει μέ τό πού ἔβαζα μπρός τή μηχανή νά σχηματίζονται οἱ φιγοῦρες δυό γυμνῶν γυναικῶν. Ντρεπόμουν πρώτη φορά γι’ αὐτό, ἐνῶ μέχρι τότε καμάρωνα. Μάλιστα, τό εἶχα ἀκριβοπληρώσει. Ὅταν ἐπέστρεψα στό σπίτι, τό πρῶτο πού ἔκανα ἦταν νά βγάλω τίς φιγοῦρες τῶν γυναικῶν καί νά τίς πετάξω. Πῆγα στή γυναίκα μου καί τῆς εἶπα πώς ἐξομολογήθηκα. Δέν πίστευε στ’ αὐτιά της καθώς τῆς μιλοῦσα γιά τόν τρελο-Γιάννη. Τήν ἀγκάλιασα καί τῆς ζήτησα συγνώμη. Μέ πῆραν τά δάκρυα. Ἔκλαψε καί ἐκείνη.

Ἀπό τότε ἀνέπτυξα μία πολύ καλή σχέση μέ τόν μακαρίτη. Γνώρισε τήν Οὐρανία καί τά παιδιά. Τόν εἶχα ρωτήσει μάλιστα πῶς γνώριζε ὅλα αὐτά πού μοῦ ἀποκάλυψε. Καί ἐκεῖνος ἐντελῶς φυσιολογικά ἀπάντησε.

– Νά, εἶδα τόν φύλακα ἄγγελό σου, πού στεκόταν ἀπόμερα καί ἔκλαιγε καί τόν ρώτησα γιατί κλαίει… Τώρα ὅμως εἶναι πολύ χαρούμενος!

Πηγαίναμε μαζί σέ διάφορα μέρη σέ προσκυνήματα, ὅπως στή Νέα Μάκρη στόν Ἅγιο Ἐφραίμ, στό Μήλεσι, στόν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς Βουλιαγμένης, στόν Καρέα, στόν Ὅσιο Μελέτιο. Τόν πήγαινα στά νοσοκομεῖα Εὐαγγελισμός, Παίδων, Ἱπποκράτειο κ.ἄ.

Αὐτό πού ξέρω εἶναι πώς μέ τόν ἄγγελο αὐτό πού μοῦ ἔστειλε ὁ Θεός ἔσωσα τήν οἰκογένειά μου. Δέν εἶχε περάσει μήνας ἀπό τή γνωριμία μου μαζί του καί ὅλα εἶχαν πάρει διαφορετική τροπή. Οἱ φίλοι μου νόμιζαν πώς παρασύρθηκα ἀπό κάποια αἵρεση.

− Ρέ, μήπως ἔγινες Χιλιαστής καί μπῆκες σέ καμιά περίεργη ὀργάνωση; ρωτοῦσαν.

Διαπίστωσα σιγά-σιγά πώς ἄλλαζαν ὅλα στό περιβάλλον. Ἐκεῖ πού ἔβριζα καί τό εὐχαριστιόμουν, τώρα δέν ἄντεχα νά ἀκούω βρισιές. Πέταξα ἀκόμη καί τίς κασέτες μέ τά «σκυλάδικα» (εἶδος τραγουδιῶν πού συνηθίζεται νά παίζεται σέ κακόφημα νυκτερινά κέντρα). Μίσθωσε ἀκόμη τό φορτηγό μου ἡ ΔΕΗ καί ἔτσι ἀπέκτησα πλέον ἕνα σταθερό εἰσόδημα. Ἐκεῖ πού δέν ἄντεχα νά ἀκούω ψαλμῳδίες, τώρα ἄρχισαν νά μ’ ἀρέσουν. Ἀκόμη καί ἡ μάνα μου ξαφνιάστηκε ἀπό τήν ἀπότομη αὐτή ἀλλαγή μου καί πῆγε ὁ νοῦς της στό κακό. Ἡσύχασε μόνο ὅταν τῆς εἶπα πώς ὁ Χριστός ἄκουσε τίς προσευχές της… καί μέ εἶδε νά πηγαίνω στήν Ἐκκλησία.

Τούς τελευταίους μῆνες ἦρθα σέ ἐπαφή μέ τόν Κωνσταντῖνο, ἀπ’ τόν ὁποῖο ζήτησα συγ- γνώμη, καί μέ τήν Κατερίνα. Γίναμε καλοί φίλοι. Μ’ ἔμαθε νά διαβάζω τό Ψαλτήριο καί μέ προμήθευε βιβλία μέ βίους ἁγίων. Ἀπό τό Ψαλτήριο μ’ ἄρεσε νά λέγω καθημερινά στήν προσευχή μου “τήν ἀνομίαν μου ἐγνώρισα, καί τήν ἁμαρτίαν μου οὐκ ἐκάλυψα. Εἴπα· Ἐξαγορεύσω κατ’ ἐμοῦ τήν ἀνομίαν μου τῷ Κυρίῳ, καί σύ ἀφῆκας τήν ἀσέβειαν τῆς καρδίας μου” (Ψαλμ. 31).

Τώρα πού κοιμήθηκε αὐτός ὁ ἄγγελος, τόν ὁποῖο μοῦ ἔστειλε στό δρόμο μου ὁ Θεός -γιατί αὐτός ἦταν ὁ φύλακας ἄγγελός μου- μόνο ἕνα παρακαλῶ στίς προσευχές μου τόν Χριστό. Νά τοῦ ἐπιτρέψει ἀπό ἐκεῖ ψηλά πού βρίσκεται στόν οὐρανό νά μοῦ χώσει μία γερή κλωτσιά μή τυχόν καί «μπῶ γκόλ» καί μπλεχτῶ στά δίκτυα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Γιατί, ὅπως ἔλεγε ὁ μακαρίτης, τό τέρμα εἶναι ὁ Παράδεισος καί ἡ αἰωνιότητα καί ἡ μπάλα εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή μας.

(Ἀπό το βιβλίο “Ὁ Τρελογιάννης  Τόμος Β’)  τοῦ Διονύση Μακρῆ Ἐκδόσεις Ἀγαθός Λόγος)

Συντάκτης

Σχολιάστε

Το email σας δεν θα δημοσιευθεί.Τα απαραίτητα πεδία είναι μαρκαρισμένα *