
Πρὶν ἀπὸ χρόνια κάλεσε τὸν Ἅγιο Νικόλαο τὸν Πλανᾶ μιὰ οἰκογένεια ἐδῶ στὴν Ἀθήνα, νὰ πάει νὰ τῆς κάνει Εὐχέλαιο.
Ἕνα δωμάτιο τῆς αὐλῆς τοῦ σπιτιοῦ της τὸ εἶχε νοικιάσει κάποιος ποὺ ἦταν ἄρρωστος σὲ προχωρημένο ἐπίφοβο βαθμό.
Ὅταν τελείωσε τὸ Εὐχέλαιο, τοῦ εἶπε ἡ οἰκοδέσποινα νὰ περάσει καὶ στὸν ἀσθενῆ νὰ τὸν μυρώσει.
Ἀφοῦ τὸν μύρωσε σταυροειδῶς μὲ τὸ λάδι τοῦ Εὐχελαίου, κάθισε κοντά, καὶ τὸν ρώτησε πῶς τὸν λένε κλπ.
Τοῦ λέει ὁ ἀσθενὴς ὅτι τὸν λένε Ἰάκωβο.
-Ἄαααα! Μπράβο, παιδί μου! Ἔχεις καὶ τ’ ὄνομα τοῦ Ἀδελφοθέου Ἰακώβου, ἀδελφοῦ τοῦ Κυρίου!».
Αὐτός, ὅμως, μὲ ἀρκετὴ ἀπιστία καὶ μὲ σχετικὴ εἰρωνεία, τοῦ εἶπε:
-«Μπααα! Εἶχε κι ἄλλα ἀδέλφια ὁ Χριστός;»
Κάθισε ὁ Παπποῦς καὶ τοῦ ἀνέπτυξε τὸ ζήτημα καὶ τοῦ ἐξιστόρησε ὅτι ὁ Ἰωσὴφ ὁ Μνήστωρ, πρὶν ἀκόμη μνηστευθεῖ τὴν Κυρία Θεοτόκο, εἶχε ἀπὸ νόμιμο γάμο πέντε παιδιά, γι αὐτὸ καὶ ὁ γιός του, ὁ Ἰάκωβος, ὀνομάσθηκε «Ἀδελφόθεος».
Τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ, τοῦ ἦρθε κατάνυξη ἀπὸ τὴν ἀφήγηση τοῦ Ἁγίου Πατέρα μας Νικολάου καὶ εἶπε:
-«Ἄχ, πάτερ μου! Παρακάλεσε τὸν Ἅγιο Ἰάκωβο νὰ γίνω καλὰ κι ἐγὼ θὰ τὸν γιορτάζω κάθε χρόνο, ὅσο πιὸ ἐπίσημα μπορῶ!»
Διηγεῖται τα περαιτέρω ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Πλανᾶς:
-«Ὅταν πῆγα στὸ σπίτι μου, ἔκαμα τὸ καθῆκον μου ὡς ἱερεύς…»
Ζήτημα δηλαδὴ εἶναι ἂν θὰ κοιμήθηκε ἐκεῖνο τὸ βράδυ ὁ Ἅγιος Πατέρας Νικόλαος. Γιατί, τὸ ἴδιο ἐκεῖνο βράδυ, βλέπει στὸν ὕπνο του, ὁ ἀσθενής, ἕναν μεγαλοπρεπῆ Ἀρχιερέα νὰ κρατᾶ στὰ χέρια του ἕνα κουτάκι μὲ ἀλοιφὴ καὶ νὰ τοῦ λέει:
-«Γύρισε μπρούμυτα νὰ σταυρώσω τὶς πλάτες σου!».
Γύρισε κι ὁ ἀσθενὴς καὶ μ’ αὐτὴ τὴν ἀλοιφή του σταύρωσε τὶς πλάτες.
Τὸν ρωτᾶ, μετὰ ὁ ἄρρωστος:
-«Ποιός εἶσαι σύ;»
Καὶ τοῦ ἀπαντᾶ:
-«Εἶμαι ὁ Ἰάκωβος, μ’ ἔστειλε ὁ παπα-Νικόλας!».
Μὲ τὸ ὅραμα αὐτὸ ἔγινε ὁ ἄνθρωπος σωματικὰ καλά, ἀλλὰ ἀναγεννήθηκε καὶ ψυχικὰ καί, ἀπὸ τὴν πλησμονή της χαρά του, παντρεύτηκε καὶ τὴν κόρη τῆς οἰκογένειας ὅπου ἔμενε.
Ἔκτοτε, ὁ ἄνθρωπος αὐτός, γιόρταζε τὸν Ἅγιο Ἰάκωβο τὸν Ἀδελφόθεο ἐπισημότατα, μὲ ἀρτοκλασία καὶ γλυκά. Μέχρι καὶ μπάντα μουσικῆς ἔφερε γιὰ νὰ παίξει ἑορταστικὸ ἐμβατήριο πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου του Ἀδελφοθέου.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ὁ Παπα-Νικόλας Πλανᾶς ἀπὸ τὴ νῆσο Νάξο», τοῦ Δρὸς Κλείτου Ἰωαννίδη
