Γέροντας Ἀμβρόσιος Λάζαρης: «Εἶδα νὰ κατεβαίνουν ἀπὸ τὸν τροῦλο ζωντανοὶ οἱ Ἅγιοι Ἀνάργυροι, Κοσμᾶς καὶ Δαμιανός!»

Κάτω ἀπὸ τὸ μοναστήρι (Μονὴ Κουτλουμουσίου Ἁγίου Ὅρους), 300 μέτρα καὶ λίγο, εἶχε ἕνα περιβόλι ὅλο συκιές. Ἦλθε ὁ Αὔγουστος. Μιὰ μέρα, μεσημέρι ἦταν… πάω νὰ μαζέψω σῦκα. Ἀνεβαίνω πάνω στὴν συκιά, κάνω νὰ πιάσω ἕνα κλαδί, σπάει τὸ κλαδὶ καὶ πέφτω κάτω. Ἦταν ἕνα ντουβάρι τόσο ψηλὰ καὶ πίσω ἀπ’ τὸ ντουβάρι αὐτὸ ἦταν φυτρωμένη ἡ συκιά. Πέφτω ἀπάνω στὸ ντουβάρι καὶ σπάζω τὸ πόδι ἐδῶ, στὸ μηρό, στὴ μέση, καὶ κόπηκε στὰ δύο. Βάζω τὶς φωνὲς ἐγὼ καὶ κλαίω. Φωνές!… Ποὺ ν’ ἀκούσουν! Ὥρα μεσημέρι, κοιμόταν οἱ καλόγεροι. Εἶχε σπάσει τὸ κόκαλο καὶ γύρισε τὸ πόδι… Εἶχα ἕναν πόνο φοβερό. Φώναζα, ἔκλαιγα…

Κατὰ καλή μου τύχη, εἶχε τὸ μοναστήρι ἕναν ἀγροφύλακα ποὺ ἦταν πιὸ κάτω, στὴν Σκήτη την Κουτλουμουσιανή, ἕνα χιλιόμετρο, κι αὐτὸς ἀνέβαινε ἀπὸ τὴν σκήτη στὸ Μοναστήρι… Ἀκούει τὴ φωνή μου, μὲ γνώρισε, καὶ ἀπ’ τὸν δρόμο ἦταν 100 μέτρα νὰ κατέβει ἐκεῖ κάτω. Λέει:

“Αὐτὴ ἡ φωνὴ εἶναι γνωστή. Τί γίνεται, γιατί φωνάζει;”. Ἔρχεται καὶ μὲ βρίσκει ξάπλα μέσα στὴν ἀγκάθια…

Ἐπῆγε στὸ Μοναστήρι καὶ τὸ ἀναφέρει στὸν ἡγούμενο. Αὐτὸ κι αὐτό:

“Ὁ Χαρίτος, Χαρίτων ἦταν τ’ ὄνομά μου, ἔπεσε κι ἔσπασε τὸ πόδι καὶ νὰ πᾶτε νὰ τὸν πάρετε”. Καὶ ξυπνάει ὁ ἡγούμενος 4 καλογέρια γερὰ καὶ παίρνουν ἕνα ράντζο… μιὰ ξύλινη πόρτα. Μὲ βάζουν στὸ φορεῖο αὐτὸ καὶ μὲ πᾶνε πάνω στὸ Μοναστήρι.

Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ δὲν ὑπῆρχε γιατρὸς στὸ Ἅγιον Ὅρος οὔτε φάρμακα. Ἦταν Κατοχή. Δὲν ἔβρισκες τίποτα ἀπὸ τέτοια πράγματα, ἐρημιὰ τὰ πάντα. Λοιπόν, εὐτυχῶς, ἐκεῖ στὴ Σκήτη την Κουτλουμουσιανὴ ἦταν ἕνας (Θεὸς σχωρεσ’ τονε), αὐτὸς ἤξερε ἀπὸ γόνατα σπασμένα καὶ τὰ ἔφτιαχνε. Καὶ πῆγε ἕνας καλόγερος, τὸν φώναξε νά ‘ρθει στὸ μοναστήρι, μὲ πήγανε στὸ νοσοκομεῖο τοῦ μοναστηριοῦ.

Ἔχει μιὰ πτέρυγα πίσω, ὅπου ἦταν τὸ νοσοκομεῖο, καὶ μπροστὰ ἦταν τὸ ἐκκλησάκι τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων. Φώναζα, τσίριζα ἐγώ, γιατί πονοῦσα πάρα πολύ, καὶ κάθισα ὅλο τὸ ἀπόγευμα καὶ τὸ βράδυ.

Κατὰ τὶς 12 τὴ νύχτα, τί γίνεται, λέτε; Εἶδα νὰ κατεβαίνουν ἀπὸ τὸν τροῦλο ζωντανοὶ οἱ ἅγιοι Ἀνάργυροι, Κοσμᾶς καὶ Δαμιανός, νὰ ἔρχονται, κι ἔλαμψε ὁ τόπος.

“Ἔ, τὸν κακομοίρη”, λέει ὁ Ἅγιος Δαμιανός, “πὼς τό ‘κανε τὸ πόδι!”.

Λοιπόν, ἔρχεται μπροστὰ στὴν κεφαλὴ ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς καὶ λέει στὸν Ἅγιο Δαμιανό:

“Πήγαινε ἐκεῖ, στὸ πόδι, καὶ πιὰσ’ τὸ μὲ τὰ χέρια καὶ τράβα τὸ πρὸς τὰ ἔξω”. Γιατί εἶχε στραβώσει, τὸ εἶχε καταπλακώσει μὲ τὸ ἄλλο πόδι. Καὶ πάει ὁ Ἅγιος καὶ τραβάει τὸ πόδι στὰ ἴσια. Ἕναν πόνο… δὲν λέγεται. Ἐκεῖνο τὸ τράβηγμα πό’ κανε, ἐκόλλησε τὸ πόδι. Νὰ δεῖτε τὸ θαῦμα τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων! Μεταξύ τους μιλοῦσαν, ἀλλὰ δὲν καταλάβαινα.

“Ἤλθαμε νὰ σὲ βοηθήσουμε”, λέει ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς, “μὴ φοβᾶσαι, θὰ περάσει”.

Καὶ τί γίνεται. Μὲ τὸ τράβα ποὺ ἔκανε πέρα, κόλλησε τὸ πόδι. Τὰ κόκαλα, τὰ κρέατα, ὅλο τὸ γύρω-γύρω, δὲν φαίνονταν τίποτα.

Ἐγὼ μόλις ἔγινε αὐτό, σταμάτησε ὁ πόνος καὶ σηκώνομαι ἀμέσως ἀπάνω καὶ χόρευα καὶ τραγουδοῦσα κι ἔψελνα, ἔκανα… οὔτε καταλάβαινα ἐκείνη τὴν ὥρα. Σηκωθήκανε οἱ καλόγεροι στὸ πόδι.

“Θὰ τρελάθηκε ἀπ’ τοὺς πόνους ὁ Χαρίτων. Τέτοια ὥρα νὰ τραγουδάει καὶ νὰ ψέλνει!”.

Ἔρχονται, λοιπόν, στὸ νοσοκομεῖο. “Μνήσθητί μου, Κύριε!”, λένε. Κι ἦταν ἡ ὥρα μιὰ μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Λένε τί σηκώθηκες; Κάτσε κάτω, θὰ σπάσεις καὶ τ’ ἄλλο τὸ πόδι!»

«Γιὰ κοιτᾶξτε νὰ ἰδεῖτε”, λέω. Μπροστὰ ἦταν τὸ παρεκκλήσιο τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων.

«Αὐτοὶ οἱ δύο, ποὺ εἶναι μέσα στὸ θρόνο τους ἐκεῖ, ἦλθαν πρὶν ἀπὸ ὥρα, ὁ ἕνας στὸ κεφάλι καὶ ὁ ἄλλος στὰ πόδια, τράβηξε τὸ πόδι καὶ τὸ ἔφτιαξε καὶ τώρα δὲν ὑπάρχει τίποτα».

Ὅλη τὴ νύχτα δὲν κοιμήθηκαν καὶ τὸ πρωὶ κάναν Λειτουργία. Πῆγα στὴ Λειτουργία κι ἐγώ. Τρεῖς μέρες κάνανε Λειτουργίες.

Ἀπὸ ἐκεῖ κάθισα 2-3 μέρες στὸ νοσοκομεῖο, γιὰ νὰ σιάξει, νὰ μὴν πονάει κιόλας λιγάκι, καὶ μετὰ ἔφυγα, πῆγα στὸ κελί μου, ποὺ λές…

Κι ὕστερα εἶχα γνωστοὺς ἀπὸ τὶς Καρυὲς μέσα, μάθανε πῶς ἔγινε κι ἔρχονταν οἱ καλόγεροι.

Αὐτὸ ἐδῶ τὸ θαῦμα εἶναι γραμμένο στὰ πρακτικὰ τῆς Μονῆς – τὴν τάδε μέρα ἔγινε.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Γέρων Ἀμβρόσιος Λάζαρης, Ὁ Πνευματικὸς τῆς Μονῆς Δαδίου στὸ Ἅγιον Ὅρος, Ἱερὰ Μονὴ Δαδίου «Παναγία ἡ Γαυριώτισσα», Ἐκδοτικὸς Ὀργανισμὸς Π. Κυριακίδη Α.Ε., σὲλ 26-28

Βυζαντινὴ ἁγιογραφία διὰ χειρὸς τῆς δούλης τοῦ Θεοῦ Παναγιώτας Χ”Μιχαήλ Μωυσῆ

Συντάκτης

Σχολιάστε

Το email σας δεν θα δημοσιευθεί.Τα απαραίτητα πεδία είναι μαρκαρισμένα *