
Τοῦ Λάμπρου Κ. Σκόντζου
Θεολόγου – Καθηγητοῦ
Μιὰ κατηγορία Νεομαρτύρων εἶναι καὶ τὰ νεαρὰ κορίτσια, τὰ ὁποῖα, παρὰ τὸ ἄωρο τῆς ἡλικίας τους, ὁμολόγησαν τὴν σώζουσα πίστη τους στὸ Χριστό, βασανίστηκαν καὶ ἔχασαν τὴ ζωή τους, ἀπὸ τὴν μανία τῶν ἀλλόθρησκων καὶ βαρβάρων τυράννων τούρκων. Μιὰ ἀπὸ αὐτὲς ὑπῆρξε ἡ ἁγία ἔνδοξος Νεομάρτυς Ἀκυλίνα ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη. Μιὰ πραγματικὰ πανέφημη νύμφη τοῦ Χριστοῦ. Ἕνα εὔοσμο ἄνθος τοῦ χριστιανικοῦ λειμῶνα.
Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Ζαγκλιβέρι τῆς Θεσσαλονίκης, στὴν ἐπαρχία Λαγκαδᾶ, τὸ 1745, ὅπου σώζεται ὡς τὰ σήμερα, τὸ ἐρειπωμένο σπίτι της. Ὁ πατέρας της ὀνομαζόταν Γεώργιος, ἐνῷ τῆς μητέρας της ἀγνοοῦμε τὸ ὄνομα. Ἦταν χριστιανοὶ καὶ ζοῦσαν μιὰ συνηθισμένη ἀγροτικὴ ζωή. Ἡ Κόρη τους Ἀκυλίνα ζοῦσε μαζί τους καὶ εἶχε ριζώσει στὴν παιδικὴ ψυχή της τὴν πίστη στὸ Χριστό. Εἶχε δὲ ἀσυνήθιστη σωματικὴ ὀμορφιά.
Ὅταν ἡ Ἀκυλίνα ἦταν 19 χρονῶν συνέβη ἕνα τραγικὸ γεγονός. Ὁ πατέρας της μάλωσε μὲ κάποιον τοῦρκο καὶ πάνω στὸν καυγᾶ τὸν σκότωσε. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἀναστατώθηκε ὅλο τὸ χωριὸ καὶ οἱ κάτοικοι ἔτρεξαν νὰ κρυφτοῦν, διότι τὰ ἀντίποινα ἀπὸ τοὺς τούρκους ἀναμένονταν νὰ εἶναι φοβερά. Σὲ τέτοιες περιπτώσεις οἱ βάρβαροι ἀσιᾶτες τύραννοι προέβαιναν σὲ μαζικὲς σφαγὲς ἀθώων, γιὰ παραδειγματισμό, νὰ μὴν ἐπαναληφθεῖ βιαιοπραγία ἐναντίον τούρκων.
Τουρκικὰ ἀποσπάσματα ἔψαχναν παντοῦ τὸ φονιᾶ Γιώργη, ὥσπου τὸν ἐντόπισαν, τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὶς τουρκικὲς ἀρχές. Τὸ τοπικὸς κατής, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν καὶ ἱεροδικαστής, διότι δίκαζε σύμφωνα μὲ τὶς διατάξεις τοῦ Κορανίου καὶ τῆς σαρία, δηλαδὴ τοῦ ἰσλαμικοῦ νόμου, ἀνάκρινε τὸ φονιᾶ καὶ μετὰ τὴν ὁμολογία του, τοῦ γνωστοποίησε τὶς συνέπειες τῆς πράξεις του, ἡ ὁποία ἦταν θάνατος διὰ ἀπαγχονισμοῦ. Τὸν ἐνημέρωσε ὅμως, ὅτι εἶχε τὴ δυνατότητα νὰ γλυτώσει τὴ ζωή του ἂν ἤθελε νὰ ἐξισλαμισθεῖ. Ὁ ἰσλαμικὸς νόμος παρεῖχε αὐτὴ τὴ δυνατότητα σὲ ἀλλοθρήσκους οἱ ὁποῖοι εἶχαν διαπράξει ἐγκλήματα, νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὶς συνέπειές τους, μὲ τὴν προσχώρηση στὴν μουσουλμανικὴ θρησκεία. Καὶ μάλιστα, ὄχι μόνον ἀπαλλάσσονταν οἱ ἐξωμότες ἀπὸ τὶς συνέπειες τῶν ἐγκληματικῶν τους πράξεων, ἀλλὰ καὶ ἐπιβραβεύονταν ἀπὸ τὸ ὀθωμανικὸ κράτος, μὲ φοροαπαλλαγές, κατάληψη ὑψηλῶν κυβερνητικῶν θέσεων καὶ ἀπόκτηση πλούτου.
Ὁ Γιώργης δείλιασε μπροστὰ στὴν ἀπειλὴ τοῦ θανάτου καὶ ἀποδέχτηκε νὰ ἀσπασθεῖ τὸ Ἰσλάμ, γιὰ νὰ γλυτώσει τὴ ζωή του. Ἐπίσης ὑποσχέθηκε στὸν κατὴ ὅτι μὲ τὸν καιρὸ θὰ ἔπειθε καὶ τὴν οἰκογένειά του νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Ἀμέσως παραδόθηκε στοὺς μουλάδες, οἱ ὁποῖοι τοῦ ἔκαμαν περιτομὴ καὶ τοῦ ζήτησαν νὰ κάνει τὸ λεγόμενο «σαλαβάτι», τὴν «ὁμολογία πίστεως» τοῦ Ἰσλάμ. Ἔτσι ἀθωώθηκε ἀπὸ τὴν κατηγορία τοῦ φόνου καὶ ἀφέθηκε ἐλεύθερος. Μάλιστα τοῦ ἔδωσαν ἀρκετὰ χρήματα καὶ τοῦ ὑποσχέθηκαν τιμὲς καὶ ἀξιώματα.
Ἡ φήμη ὅτι ὁ Γιώργης ἀλλαξοπίστησε καὶ τούρκεψε ἔπεσε σὰν κεραυνὸς στὴν εὐσεβῆ σύζυγό του καὶ στὴν ἁγνὴ καὶ πιστὴ κόρη του την Ἀκυλίνα. Τὸ ἴδιο καὶ στοὺς συγχωριανούς του, οἱ ὁποῖοι, μὲ θυσίες καὶ ταπεινώσεις κρατοῦσαν αἰῶνες τὴν ἀληθινὴ πίστη στὸ Σωτῆρα καὶ Λυτρωτὴ Χριστό. Στεναχωρήθηκαν πολὺ καὶ ἐπαναλάμβαναν ὅλοι, μικροὶ μεγάλοι, μὲ ἕνα στόμα, διερωτώμενοι: «Εἶναι δυνατὸν νὰ βρεθεῖ Ζαγκλιβερινὸς νὰ προδώσει τὴν Πίστη του;»!
Ἡ σύζυγός του καὶ ἡ κόρη του ἦταν ἀπαρηγόρητες γιὰ τὸ κακὸ ποὺ μπῆκε στὸ σπιτικό τους. Τὸν Γιώργη τὸν θεωροῦσαν πλέον «ξένο σῶμα» στὴν οἰκογένεια.
Ντύθηκαν μαῦρα ροῦχα, κλείστηκαν στὸ σπίτι τους καὶ ἔκλαιγαν ἀπαρηγόρητα, μέρα καὶ νύχτα γιὰ τὸ κατάντημα τοῦ συζύγου καὶ πατέρα, ὁ ὁποῖος ἔγινε προδότης τῆς Πίστεως. Ἡ καλὴ σύζυγος προσπαθοῦσε μὲ καλοσύνη καὶ ἀγάπη νὰ τὸν πείσει νὰ συνέλθει καὶ νὰ μεταστραφεῖ στὴν πίστη στὸν ἀληθινὸ Τριαδικὸ Θεό, νὰ μετανοήσει, νὰ ἐξομολογηθεῖ, νὰ χρισθεῖ μὲ τὸ Ἅγιο Μύρο καὶ νὰ ἐνταχθεῖ ξανὰ στὴν σωστικὴ ἀγκαλιὰ τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ ἐκεῖνος, τυφλωμένος ἀπὸ τὴ δαιμονικὴ ἐνέργεια, ἡ ὁποία τὸν εἶχε καταλάβει καὶ τὰ χρήματα καὶ τὰ δῶρα ποὺ τοῦ ἔδωσαν οἱ ἀλλόθρησκοι τύραννοι, δὲν ἤθελε νὰ ἀκούσει γιὰ μεταστροφή. Δὲν ἤθελε νὰ ἀκούει τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ! Ἄλλωστε σκεφτόταν πώς, ἂν ἀπαρνιόταν τὸ Ἰσλὰμ τὸν περίμενε βέβαιος θάνατος! Ἀντίθετα μάλιστα, προσπαθοῦσε νὰ τὶς μεταστρέψει καὶ αὐτὲς στὸ Ἰσλάμ, ὅπως εἶχε ὑποσχεθεῖ στὸν τοῦρκο κατή. Ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ὅρους τῆς ἀθώωσής του.
Βλέποντας ἡ εὐσεβὴς σύζυγός του ὅτι ἦταν μάταιο νὰ τὸν μεταπείσει, ἔπαψε νὰ ἀσχολεῖται μαζί του καὶ ἄρχισε νὰ φροντίζει τὴν ἀγαπημένη της κορούλα. Τῆς μιλοῦσε γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ τὴν νουθετοῦσε νὰ μὴν ἀπαρνηθεῖ ποτὲ καὶ γιὰ καμιὰ αἰτία τὴν πίστη της. Τῆς ἔλεγε πὼς ὁ μεγάλος μας θησαυρὸς ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν εἶναι ἡ ὀρθόδοξη πίστη μας. Ἡ συνετὴ ἐκείνη γυναῖκα ἤξερε πὼς οἱ τοῦρκοι κάποια στιγμὴ θὰ ἀπαιτοῦσαν καὶ τὸν δικό τους ἐξισλαμισμό. Διαισθάνονταν καὶ τὸ δικό τους ἐπερχόμενο μαρτύριο.
Τὸ κακὸ δὲν ἄργησε νὰ ἔρθει. Τὸ ἔτος 1764 ὁ γιὸς τοῦ πασᾶ τῆς Θεσσαλονίκης εἶδε τὴν Ἀκυλίνα στὴ βρύση τοῦ χωριοῦ, ἡ ὁποία ἔπαιρνε νερὸ καὶ θαμπώθηκε ἀπὸ τὴν ὀμορφιά της. Ζήτησε νὰ μάθει πιὰ ἦταν καὶ ἀνήγγειλε στὸν πατέρα του, ὅτι θέλει νὰ κάνει σύζυγό του τὴν ὄμορφη ρωμιά. Ἐκεῖνος ἔστειλε διαταγὴ στὸν ἐξισλαμισμένο Γιώργη νὰ δῶσε τὴν κόρη του στὸ γιό του, ἀφοῦ πρῶτα τὴν πείσει νὰ ἐξισλαμισθεῖ καὶ γίνει τουρκάλα. Ὁ ἐξωμότης πατέρας θεώρησε μεγάλη τιμή του νὰ συμπεθερέψει μὲ τὸν πασᾶ τῆς Θεσσαλονίκης καὶ γι’ αὐτὸ ἔτρεξε περιχαρὴς στὸ σπίτι του νὰ ἀναγγείλει τὸ «μεγάλο γεγονὸς» στὴν ἴδια καὶ τὴ σύζυγό του.
Οἱ δύο γυναῖκες πάγωσαν κυριολεκτικὰ ἀπὸ τὸ θράσος τοῦ ἐξωμότη Γιώργη. Χωρὶς κἂν τὸ σκεφτοῦν τὸν πέταξαν ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ τοῦ διαμήνυσαν ὅτι δὲν ἤθελαν πιὰ νὰ ἔχουν σχέσεις μαζί του, δὲν ἤθελαν νὰ τὸν ξαναδοῦν τὰ μάτια τους. Ἐκεῖνος δὲν ὑποχώρησε, ἄρχισε μὲ γλυκόλογα καὶ ταξίματα νὰ προσπαθεῖ νὰ πείσει την Ἀκυλίνα νὰ δεχτεῖ τὶς προτάσεις του. Ὅμως ἐκείνη παρέμενε ἀσυγκίνητη. Τότε ἔτρεξε στὶς τουρκικὲς ἀρχές ἀπὸ τὶς ὁποῖες ζήτησε νὰ ἀρχίσουν τὰ βασανιστήρια γιὰ νὰ κάμψει τὴν ἄρνησή της.
Πρὶν φτάσουν οἱ τοῦρκοι χωροφύλακες νὰ τὴ συλλάβουν, ἡ μητέρα της τὴν ἐμψύχωσε συμβουλεύοντάς την: «Παιδί μου πρόσεχε, μὴν ἀρνηθεὶς τὸ Χριστό. Αὐτὴ ἡ ζωὴ εἶναι πρόσκαιρη μπροστὰ στὸν Παράδεισο καὶ στὴν αἰωνιότητα τῆς μακάριας ζωῆς»! Οἱ βασανιστές της τὴν ἅρπαξαν καὶ τὴν ὁδήγησαν στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου, ἀρχίζοντας τὰ βασανιστήρια. Τὴ γύμνωσαν καὶ ἄρχισαν νὰ τὴ μαστιγώνουν ἀνελέητα μὲ βέργες καὶ συρμάτινα μαστίγια. Τὸ νεανικὸ κορμί της γέμισε πληγὲς καὶ τὸ αἷμα ἔτρεχε ποτάμι, ποτίζοντας τὴ μακεδονικὴ γῆ. Ἐκείνη ὑπόμεινε μὲ πρωτοφανῆ καρτερία τοὺς ἀφόρητους πόνους, ἔχοντας συνεχῶς τὸ κεφάλι της ὑψωμένο στὸν οὐρανὸ καὶ φωνάζοντας, μὲ ὅση δύναμη τῆς εἶχε ἀπομείνει, ἐπαναλαμβάνοντας ἀδιάκοπα: «Εἶμαι Χριστιανὴ καὶ Χριστιανὴ θὰ πεθάνω»! Μάλιστα ἤλεγχε τὴν πλάνη τῶν βασανιστῶν της.
Τρία ὁλόκληρα ἠμερονύχτια τὴ βασάνιζαν χωρὶς ἔλεος οἱ κτηνώδεις βασανιστές της. Τὸ ἀπόγευμα τῆς τρίτης ἡμέρας, πλημυρισμένη ἀπὸ τὰ αἵματα καὶ παραμορφωμένη ἀπὸ τὰ κτυπήματα, τὴν πῆγαν στὸ σπίτι της.
Πίστευαν πὼς ἂν τὴν ἔβλεπε σὲ αὐτὴ τὴ δεινὴ κατάσταση ἡ μητέρα της, θὰ τὴν ἔπειθε νὰ ἀλλαξοπιστήσει καὶ νὰ παντρευτεῖ τὸ γιὸ τοῦ πασᾶ. Ἀλλὰ συνέβη τὸ ἀντίθετο. Ἡ ἡρωικὴ μητέρα πῆρε στὴν ἀγκαλιά της τὸ σπλάχνο της καὶ ἀντὶ ἄλλων, τὴ ρώτησε: «Παιδί μου μήπως δείλιασες καὶ ἀρνήθηκες τὸ Χριστό;». Ἡ Μάρτυς της ἀπάντησε: «Μητέρα ἔκανα ὅπως μοῦ εἶπες. Τὸ διαμάντι ποὺ μοῦ ἐμπιστεύθηκες τὸ φύλαξα καθαρὸ καὶ ἀμόλυντο καὶ τώρα πάω κοντὰ στὸ Χριστὸ καὶ Θεό μου»! Ἀμέσως ξεψύχησε καὶ ἡ ἁγία ψυχή της πέταξε στὰ οὐράνια νὰ συναντήσει τὸ Νυμφίο της Χριστό. Ἦταν 27 Σεπτεμβρίου 1764, 19 ἐτῶν. Τὸ ἀμόλυντο καὶ ἅγιο λείψανό της ἄρχισε νὰ ξεχύνει μιὰ οὐράνια καὶ ἀνέκφραστη εὐωδία. Σὲ λίγο ἡ εὐωδία πλήρωσε ὅλο τὸ χωριό!
Οἱ τοῦρκοι, θέλοντας νὰ ἀποστερήσουν τὶς τιμὲς στὸ ἱερὸ λείψανό της, τὸ ἅρπαξαν καὶ τὸ ἔθαψαν σὲ τουρκικὸ νεκροταφεῖο, δίπλα στὴν πλατεῖα τοῦ χωριοῦ, θεωρῶντας την ὡς μουσουλμάνα! Ἤθελαν νὰ δείξουν μὲ αὐτὴ τὴν ἀπαίσια πράξη τους ὅτι τὴν ἔκαμαν μουσουλμάνα μετὰ τὸ θάνατό της! Οἱ δρόμοι, ἀπὸ ὅπου πέρασε τὸ ἅγιο λείψανο εὐωδίαζαν γιὰ μέρες! Τὸ ἴδιο βράδυ, μόλις σκοτείνιασε, ἕνα οὐράνιο φῶς, σὰν λαμπερὸ ἀστέρι, κατέβηκε καὶ στάθηκε πάνω ἀπὸ τὸν τάφο της, μένοντας ἐκεῖ γιὰ ὧρες!
Οἱ Χριστιανοὶ τοῦ Ζαγκλιβερίου δόξαζαν τὸ Θεὸ γιὰ τὴν τιμὴ καὶ τὴν εὐλογία, ἡ ὁποία ἐπισκέφτηκε τὸ χωριό τους, στὸ πρόσωπο τῆς ἡρωικῆς Μάρτυρος Ἀκυλίνας. Ἀλλὰ λυπόνταν ποὺ στερήθηκαν τὸ ἱερό της λείψανο. Ὅμως τρεῖς ἡρωικοὶ Χριστιανοὶ νέοι, σωστὰ ἡρωικὰ παλληκάρια τοῦ Χριστοῦ, ἀποφάσισαν κάποια σκοτεινὴ νύχτα, νὰ κάμουν κάτι ἐξαιρετικὰ παράτολμο, νὰ ξεθάψουν καὶ νὰ κλέψουν τὸ ἱερὸ λείψανό καὶ νὰ τὸ θάψουν σὲ ἀσφαλῆ τόπο. Κατὰ τὴν παράδοση, τὰ ὀνόματα τῶν τολμηρῶν αὐτῶν ἀνθρώπων ἦταν Τσόπλας, Καλημέρης καὶ Μπούκλας, οἱ ὁποῖοι λέγεται πὼς ἔκαναν ὅρκο νὰ μὴν μαρτυρήσουν ποτὲ σὲ κανέναν τὸ μυστικό, γιατί θὰ ὑπῆρχε ὁ φόβος νὰ βρεθεῖ τὸ ἅγιο λείψανο στὰ χέρια τῶν Τούρκων.
Ἡ μνήμη της τιμᾶται στὶς 27 Σεπτεμβρίου, τὴν ἡμέρα τοῦ ἡρωικοῦ της μαρτυρίου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀκυλίναν τὴν θείαν ἀνευφημήσωμεν, οἴα θεόφρονα κόρην καὶ Ἀθληφόρον Χριστοῦ, τὴ ἀγάπη γὰρ αὐτοῦ πίστει ἠνδρίσατο, καὶ καθεῖλε τὸν ἐχθρόν, δι’ ἀγώνων ἱερῶν καὶ δόξης τυχοῦσα θείας Χριστῷ τῷ Λόγῳ πρεσβεύει, ἐλεηθήναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α’. Τον συνάναρχον Λόγον
Ζαγκλιβέριον χαίρει εν τη αθλήσει σου, η σε βλαστήσασα κώμη ως άνθος εύοσμον, Ακυλίνα του Χριστού καλλιπάρθενε· συ γαρ ενήθλησας στερρώς, και εδέξω εκ Θεού το στέφος της αφθαρσίας, εκδυσωπούσα απαύστως, ελεηθήναι τας ψυχάς ημών.
ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
27 Σεπτεμβρίου 2025 ἑορτάζουν:
Ἅγιος Καλλίστρατος καὶ οἱ μαζὶ μ’ αὐτὸν Σαράντα ἐννέα Μάρτυρες
Ἅγιοι Μᾶρκος, Ἀρίσταρχος καὶ Ζήνων οἱ Ἀπόστολοι ἀπὸ τοὺς Ἑβδομήκοντα
Ἁγία Ἀκυλίνα
Ἁγία Ἐπίχαρις
Ὅσιος Ἰγνάτιος ἡγούμενος τῆς Μονῆς Σωτῆρος Χριστοῦ τῆς ἐπιλεγόμενης τοῦ Βαθέος Ρύακος
Ἅγιοι Φιλήμων ὁ Ἐπίσκοπος καὶ Φουρτουνιανός
Ἁγία Γαϊανή
Ἅγιοι Δεκαπέντε Μάρτυρες
Ἅγιος Πέτρος Πατριάρχης Μόσχας Ἱερομάρτυρας
Ὅσιος Σαββάτιος «ὁ ἐν Σολοβέτσκῃ»
Ἀνάμνηση τοῦ ὁράματος καὶ τῆς ἀφωνίας τοῦ Προφήτη Ζαχαρία
