
Τοῦ Λάμπρου Κ. Σκόντζου
Θεολόγου – Καθηγητοῦ
Ὁ μαρτυρικὸς Πόντος ἔδωσε καὶ αὐτὸς μιὰ σειρὰ ἀπὸ ἡρωικοὺς Νεομάρτυρες στὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ Ἔθνος, οἱ ὁποῖοι ὄρθωσαν τὸ ἀνάστημά τους στὸν βάρβαρο ἀλλόθρησκο Ὀθωμανισμὸ καὶ ὑπεράσπισαν τὴν ἅγια καὶ ἀμώμητη πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ ταυτόχρονα ἐξέφρασαν τὴν ἀντίσταση τῆς πονεμένης Ρωμιοσύνης. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ὑπῆρξε καὶ ὁ ἅγιος Νεομάρτυς Συμεῶν ὁ Τραπεζούντιος ὁ Χρυσοχόος.
Γεννήθηκε στὴν Τραπεζοῦντα τοῦ Πόντου στὶς ἀρχὲς τοῦ 17ου αἰῶνα ἀπὸ εὐσεβεῖς ὀρθοδόξους χριστιανοὺς γονεῖς, οἱ ὁποῖοι τοῦ ἐνέπνευσαν τὴν πίστη στὸ Σωτῆρα Χριστὸ καὶ τοῦ δίδαξαν τὴν ἀρετὴ καὶ τὸ ἀδούλωτο φρόνημα. Ἂς μὴ λησμονοῦμε πὼς ὁ Πόντος, ἡ πανάρχαια αὐτὴ κοιτίδα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, βρέθηκε στὸ στόχαστρο πολλῶν καὶ ποικίλων βαρβάρων. Ὁ Ἑλληνισμὸς τοῦ Πόντου εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ πονεμένα κομμάτια τοῦ ἐθνικοῦ μας κορμοῦ. Παρ’ ὅλες τὶς περιπέτειές τους ὅμως κράτησαν πεισματικὰ τὴν ἐθνική τους συνείδηση καὶ βέβαια τὴν πίστη τους στὸ Χριστό. Δημιούργησαν ἕναν καταπληκτικὸ πολιτισμό, ὁ ὁποῖος ἔχει γνήσιο ἑλληνορθόδοξο χαρακτῆρα.
Ὅταν ἐνηλικιώθηκε ἀποφάσισε νὰ πάει νὰ ζήσει στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἔμαθε τὴν τέχνη τοῦ χρυσοχόου καὶ λειτουργοῦσε δικό του ἐργαστήριο καὶ κατάστημα χρυσοχοΐας. Ἦταν ἄνθρωπος ἀγαθῶν προθέσεων. Ἀγαποῦσε πολὺ τὸ Θεὸ καὶ ἦταν πιστὸς χριστιανός. Ἐκτελοῦσε μὲ συνέπεια τὶς θρησκευτικές του ὑποχρεώσεις καὶ μελετοῦσε, τὶς ἐλεύθερες ὧρες του τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ προσπαθοῦσε νὰ ρυθμίσει τὴ ζωή του, σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο.
Ἦταν φιλάνθρωπος καὶ ἐλεήμων καὶ μέρος τοῦ εἰσοδήματός του τὸ ἔδινε ὡς ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχούς, στὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανὰ τῆς Πόλης.
Ὁ Συμεῶν κάποια μέρα βρέθηκε σὲ μιὰ διαμάχη. Τρεῖς Χριστιανοὶ εἶχαν σχολάσει ἀπὸ τὴν ἐργασία τους καὶ πήγαιναν στὰ σπίτια τους, στὴ συνοικία τοῦ Γαλατᾶ. Περνῶντας ἀπὸ τὴ συνοικία των Τουκοεβραίων τῆς Πόλης, συνάντησαν κάποιον μεγαλόσωμο Ἑβραῖο, ὁ ὁποῖος ἦταν μεθυσμένος, ἀσχημονοῦσε καὶ ἔβριζε τοὺς περαστικούς. Ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεῖς Χριστιανούς, ὁ πιὸ κοντός, παραξενεύτηκε ἀπὸ τὴ θέα τοῦ μεθυσμένου Ἑβραίου καὶ τὸν κοίταζε ἐπίμονα στὰ μάτια. Ἐκεῖνος δυσαρεστήθηκε ἀπὸ τὸ κοίταγμα τοῦ Χριστιανοῦ καὶ γι’ αὐτὸ ὅρμησε ἐναντίον του, τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὴ ζώνη καὶ τὸν σήκωσε στοὺς ὤμους του καὶ ἦταν ἕτοιμος νὰ τὸν ξυλοφορτώσει, ἴσως καὶ νὰ τὸν σκοτώσει. Τότε ὁ Χριστιανός, γιὰ νὰ ἀμυνθεῖ, ἔβγαλε ἕνα μαχαίρι καὶ τὸ κάρφωσε στὴν πλάτη τοῦ Ἑβραίου.
Ἀλλὰ ἦταν τόση σφοδρὴ ἡ μέθη του ὁ Ἑβραῖος, δὲν κατάλαβε τὴ μαχαιριὰ καὶ ἄφησε τὸν Χριστιανὸ νὰ φύγει. Ὅμως σὲ λίγη ὥρα ἄρχισε νὰ αἰσθάνεται νὰ τρέχει τὸ αἷμα του καὶ νὰ πονᾶ. Ἄρχισε νὰ φωνάζει καὶ νὰ ζητᾶ βοήθεια ἀπὸ τοὺς ἄλλους Ἑβραίους, οἱ ὁποῖοι ἔτρεξαν νὰ βοηθήσουν, ἐνῷ κάποιοι ἄλλοι κυνήγησαν τὸν δράστη, χωρὶς ὅμως νὰ μπορέσουν νὰ τὸν συλλάβουν. Ἐν τῷ μεταξὺ δημιουργήθηκε θόρυβος καὶ μαζεύτηκε κόσμος, ζητῶντας νὰ μάθει τί συνέβη. Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν καὶ ὁ χρυσοχόος Συμεῶν, ὁ ὁποῖος ρωτοῦσε γιὰ τί συνέβη. Κάποιοι τοῦ ἐξήγησαν τί εἶχε συμβεῖ καὶ ἐκεῖνος μέσα στὴν ἀφέλειά του εἶπε: «Ἔ, καὶ τί ἔγινε ἂν πεθάνει ἕνας Ἑβραῖος;». Αὐτὴ ἡ φράση ἦταν συνηθισμένη στοὺς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι βίωναν ἕνα φοβερὸ μῖσος ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους. Ἂς ρίξει κάποιος μιὰ ματιὰ στὴν ἱστορία τῶν χρόνων τῆς τουρκοκρατίας γιὰ νὰ δεῖ τις τεταμένες σχέσεις Ἑβραίων καὶ Χριστιανῶν.
Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ φράση του ἔφτασε στὰ ἀφτιὰ τῶν ἀγανακτισμένων Ἑβραίων, οἱ ὁποῖοι ὅρμισαν, τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν κατηγόρησαν ὅτι αὐτὸς ἦταν ποὺ μαχαίρωσε τὸν Ἑβραῖο. Τὸν πῆραν σέρνοντας καὶ ξυλοκοπῶντας τον, τὸν ὁδήγησαν στὸν βεζίρη, ψευδομαρτυρῶντας ὅτι τὸν εἶδαν νὰ μαχαιρώνει τὸν Ἑβραῖο.
Ὁ Συμεῶν μάταια προσπαθοῦσε νὰ πείσει τὸν βεζίρη ὅτι δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ μαχαίρωσε τὸν Ἑβραῖο καὶ πὼς βρέθηκε τυχαῖα στὸ σημεῖο ἐκεῖνο, μετὰ ἀπὸ τὸ συμβάν. Ἀλλὰ ὁ βεζίρης πίστεψε τοὺς Ἑβραίους συκοφάντες καὶ διέταξε νὰ τὸν κλείσουν φυλακὴ γιὰ σαράντα ἡμέρες. Ἄν, ἐν τῷ μεταξύ, ὁ τραυματίας Ἑβραῖος πεθάνει, νὰ θανατωθεῖ. Ἂν ζήσει, νὰ τοῦ καταλογισθοῦν τὰ ἔξοδα ἰατρικῆς καὶ νοσηλευτικῆς φροντίδας, καὶ νὰ ἐλευθερωθεῖ.
Πέρασε σαράντα φρικτὲς ἡμέρες στὴ φυλακὴ ὁ Συμεῶν. Ὁ Ἑβραῖος δὲν εἶχε πεθάνει καί, σύμφωνα μὲ τὴ διαταγή, ὁ Συμεῶν κατέβαλε τὸ ποσὸ τῶν διακόσια ὀγδόντα γροσιῶν, ὡς ἀποζημίωση καὶ ἀφέθηκε ἐλεύθερος. Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ δέκα ἡμέρες, καὶ παρὰ τὴν πρόσκαιρη βελτίωση τῆς ὑγείας του, ὁ Ἑβραῖος ὑπέκυψε στὸ τραῦμα του. Τότε οἱ Ἑβραῖοι ἔκαμαν συμβούλιο καὶ ἀποφάσισαν νὰ πᾶνε στοὺς τούρκους δικαστὲς νὰ ζητήσουν τὴν τιμωρία τοῦ Συμεῶν. Δίνοντας μεγάλο ποσό, ὡς δωροδοκία, στοὺς δικαστὲς ἀπαίτησαν τὴ θανάτωσή του.
Ἐκεῖνοι δέχτηκαν, ἔστειλαν ἀπόσπασμα, συνέλαβε τὸ Συμεῶν καὶ τὸν ὁδήγησε ἐνώπιών τους. Τοῦ ἀπάγγειλαν τὴν κατηγορία τοῦ φόνου καὶ τοῦ πρότειναν, ἂν ἤθελε νὰ ἀθωωθεῖ καὶ νὰ γλυτώσει τὴ ζωή του, νὰ ἐξισλαμισθεῖ. Αὐτὸ ἄλλωστε ὑπαγορεύει τὸ Κοράνιο, ὅποιος ἀσπασθεῖ τὸ Ἰσλάμ, τοῦ χαρίζεται ἡ ὁποιαδήποτε ποινή. Ἐπίσης τοῦ ἔταξαν χρήματα, ἀξιώματα καὶ τιμὲς ἂν ἀλλαξοπιστοῦσε. Ὅμως ἐκεῖνος ἔμεινε ἀμετάπειστος καὶ ἀπάντησε θαρραλέα: «Ἂν καὶ σὲ μύριους θανάτους μὲ καταδικάσετε, δὲ θὰ κατορθώσετε νὰ μοῦ σαλέψετε τὴν πίστη μου καὶ τὴν ἀγάπη μου γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Δὲ θὰ χωρίσω ἀπὸ τὸν Κύριό μου καὶ Θεό μου»!
Οἱ δικαστὲς ἔγιναν ἔξαλλοι ἀπὸ τὸ θυμό τους καὶ ἔβγαλαν τὴν ἀπόφαση: θάνατος διὰ ἀπαγχονισμοῦ! Τὸν παρέδωσαν στὸ ἀπόσπασμα, γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσει στὸ βεζίρη, γιὰ νὰ ἐκτελέσει τὴν ποινή. Ἐκεῖνος τὸν παρέδωσε στοὺς σκληροὺς καὶ ἀνελέητους δημίους, οἱ ὁποῖοι τὸν ἔσυραν δεμένο καὶ κακοποιῶντας τὸν μὲ πρωτοφανῆ βαναυσότητα, σὲ ἕνα μέρος ποὺ ὀνομαζόταν Μπεχτσέ-Καπὶ τῆς Πόλης, ὅπου τὸν κρέμασαν σὲ ἕναν πλάτανο. Ἦταν 14 Αὐγούστου τοῦ 1653. Οἱ Χριστιανοὶ πλήρωσαν καὶ παρέλαβαν τὸ τίμιο λείψανό του, τὸ ὁποῖο ἐνταφίασαν μὲ τιμές. Τὸ συναξάρι του ἔγραψε ὁ γνωστὸς λόγιος Ἰωάννης Καρυοφύλλης. Ἡ μνήμη του τιμᾶται στὶς 14 Αὐγούστου, τὴν ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου του. Θεωρεῖται δὲ ὁ προστάτης ἅγιος τῶν χρυσοχόων.
ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
14 Αὐγούστου 2025 ἑορτάζουν:
Προεόρτια τῆς κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου
Προφήτης Μιχαίας
Ἅγιος Μάρκελλος Ἱερομάρτυρας ἐπίσκοπος Ἀπαμείας
Ἅγιος Συμεῶν ὁ Τραπεζούντιος, ὁ χρυσοχόος
Ἀνακομιδὴ Τιμίου Σταυροῦ στὸ Παλάτι
Ἅγιος Οὐρσίκιος
Ἅγιος Λούκιος ὁ στρατιώτης
Ἀνακομιδὴ τῶν Ἱερῶν Λειψάνων τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου ἡγουμένου τοῦ Σπηλαίου
