
Ἄρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου
Θεολόγου – συγγραφέως
Ι. Μ. Κυθήρων καὶ Ἀντικυθήρων
Ἐν Κυθήροις τῇ 22α Δεκεμβρίου 2025
Ἡ ἐγγίζουσα μεγάλη Δεσποτικὴ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων, ἡ Μητρόπολη τῶν ἑορτῶν κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, ἀλλὰ καὶ ἡ ὅλη κατανυκτικὴ ἀτμόσφαιρα τῶν ἡμερῶν, ποὺ διανύουμε, μὲ τὰ προεόρτια τροπάρια καὶ τοὺς ὕμνους, στρέφουν καὶ πάλι τὴν προσοχή μας πρὸς τὸ μέγα γεγονός, τὸ γεγονὸς τῶν γεγονότων, τὴν σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου.
«Ἡ πρώτη καὶ ἡ μεγαλυτέρα χαρμόσυνος ἀγγελία, τὸ πιὸ μεγάλο εὐαγγέλιον, ποὺ ἦτο δυνατὸν νὰ δώση ὁ Θεὸς εἰς τὸν ἄνθρωπον καὶ ὁ οὐρανὸς στὴ γῆ εἶναι, ὅτι ‘ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο’», παρατηρεῖ ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους θεολόγους τῆς ἐποχῆς μας ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος ὁ Πόποβιτς. Καὶ συνεχίζει: «Ὁλόκληρο τὸ εὐαγγέλιο τοῦ οὐρανοῦ πρὸς τὴν γῆ συνοψίζεται στὶς τέσσερις αὐτὲς λέξεις. Ἔξω ἀπὸ αὐτὸ καὶ χωρὶς αὐτό, ἄλλος εὐαγγελισμὸς δὲν ὑπάρχει γιὰ τὸν ἄνθρωπο οὔτε σ’ αὐτὸν οὔτε στὸν ἄλλο κόσμο». Ὁ Θεὸς Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος «ἵνα Θεὸν τὸν Ἀδὰμ ἀπεργάσηται», κατὰ τὸν Μέγαν Ἀθανάσιον, δηλαδὴ γιὰ νὰ θεώση τὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ τὸν ἐπαναφέρει πρὸς τὸ ἀρχέτυπό του, πρὸς τὸν δημιουργόν του, πρὸς τὸν ἀρχικὸ προορισμὸ γιὰ τὸν ὁποῖον τὸν ἔπλασε. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, καθὼς ἐμβαθύνει στὸ μυστήριο τῆς σαρκώσεως παρατηρεῖ: «Αὐτὸς ποὺ παρήγαγε τὰ πάντα ἐκ μὴ ὄντων, ἐπίγεια καὶ ἐπουράνια, ὅταν εἶδε τὰ λογικὰ κτίσματά του νὰ ἀχρειώνονται ἀπὸ πόθο γιὰ τὰ μεγαλύτερα, τοὺς χαρίζει τὸν ἑαυτό του, τοῦ ὁποίου τίποτε μεγαλύτερο, οὔτε ἴσον, οὔτε πλησίον δὲν ὑπάρχει καὶ προβάλλεται γιὰ μέθεξη ἀπὸ τοὺς ἐπιθυμοῦντας, ἔτσι ὥστε νὰ μποροῦμε στὸ ἑξῆς νὰ χρησιμοποιοῦμε ἀκινδύνως τὴν ἐπιθυμία πρὸς τὴν θέωση, ἐξ’ αἰτίας τῆς ὁποίας στὴν ἀρχὴ καταντήσαμε στὸν ἔσχατο κίνδυνο, καί, ποθῶντας ὁ καθένας μας νὰ γίνει θεός, νὰ μὴν εἴμαστε μόνο ἀκατάκριτοι, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐπιτυγχάνωμε τὴν ἐπιθυμία. Μὲ τὴν κένωσή του δὲ καὶ τὴν ἑκούσια πτώχευσή του, ὑπέδειξε στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἀγγέλους τὴν μόνη ἀσφαλῆ ὁδὸ ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὴν θέωση.
Ἐξ’ αἰτίας αὐτῆς (τῆς σαρκώσεως) τώρα πλέον οἱ ἄγγελοι ἔλαβαν τὸ ἀπερίτρεπτον, ἀφοῦ ἔμαθαν ἐμπράκτως ἀπὸ τὸν Δεσπότη Χριστό, ὅτι ἡ ὁδὸς τῆς ὑψώσεως καὶ τῆς πρὸς αὐτὸν ὁμοιώσεως δὲν εἶναι ἡ ἔπαρσις, ἀλλὰ ἡ ταπείνωσις. Ἐξ’ αἰτίας αὐτῆς καὶ οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τὸ εὐκολοδιόρθωτο, ἀφοῦ πλέον ἀναγνωρίζουν ὅτι ἡ ταπείνωσις εἶναι ἡ ὁδὸς τῆς ἀνακλήσεως».
Ὅπως ἐπισημαίνει σύγχρονος ἁγιορείτης ἀσκητής: Ὁ Θεὸς ἐγνώριζε τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου προτοῦ ἀκόμη τὸν δημιουργήσει, δὲν τοῦ ἀφήρεσε ὅμως τὴν ἐλευθερία γιὰ νὰ μὴν μειώσει τὴν ἰδιότητά του ὡς λογικοῦ ὄντος, κατ’ εἰκόνα Θεοῦ δημιουργηθέντος. Ὡς ἄπειρη ὅμως ἀγάπη καὶ σοφία δὲν ἄφησε νὰ ματαιωθεῖ ἡ προαιώνια θέλησή του, νὰ χαρίσει δηλαδὴ στὸν ἄνθρωπο τὰ προητοιμασμένα γι’ αυτὸν ἀγαθὰ καὶ γι’ αυτὸ προώρισε ἐξ’ ἀρχῆς τὴν «φιλάνθρωπον οἰκονομίαν» τῆς σωτηρίας του. Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου ὑπῆρχε στὸ σχέδιο τῆς δημιουργίας αὐτοῦ καὶ ἑπομένως ἡ πτῶσις του δὲν ἐξένισε τὸν Θεόν. Πλὴν ὅμως, κατὰ τὸν μέγαν Δαμασκηνόν, δὲν θέλησε ἡ ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ πονηρία τοῦ διαβόλου νὰ ὑπερνικήσουν τὴν ἀγαθότητά Του. Γι’ αυτὸ οἰκονόμησε μεγαλύτερη φανέρωση τῆς ἀγάπης του. Ἔτσι ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία δὲν μπόρεσε νὰ καταστρέψη τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, διότι βρέθηκε ἔγκλειστη, τρόπον τινά, σ’ ἕνα ἄλλο εὐρύτερο πεδίο: Τὸ σχέδιο τῆς διὰ τῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου σωτηρίας καὶ θεώσεως τοῦ κόσμου. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐκδηλώνεται διὰ μέσου αὐτῆς, δὲν εἶναι ἕνα τυχαῖο γεγονὸς ἢ μικρᾶς τινὸς σημασίας, διότι ὁ σαρκωθεὶς Λόγος καθίσταται πλέον γιὰ μᾶς τὸ κέντρον τῆς ζωῆς μας καὶ ὁ σκοπὸς τῆς αἰωνιότητός μας. Γίνεται κατὰ τὸν Μέγαν Ἀθανάσιον καὶ ἅγιον Μάξιμον, τὸ κέντρον τῆς ἱστορίας, καὶ τῆς προϊστορίας καὶ τῆς μεταϊστορίας ἡμῶν.
Εἶναι φανερόν, ὅτι ἡ διὰ τῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου θεία οἰκονομία ἀποτελεῖ μεγαλύτερο καὶ βαθύτερο μυστήριο παρὰ ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου.
Τὸ μέγα αὐτὸ γεγονὸς δὲν ἀποτελεῖ μιὰ ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπον, γιὰ νὰ τὸν ἐπαναφέρει μηχανικῷ τῷ τρόπῳ, ἀπὸ ὅπου ἐξέπεσε, ἀλλὰ ἀποτελεῖ τὴν πραγματοποίηση τῶν ἀνερμηνεύτων βουλῶν τῆς σοφίας καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ πεπτωκὸς πλάσμα του: Νὰ ἀναπλάση δηλαδὴ καὶ καταστήση αὐτὸ υἱὸν τοῦ Πατρὸς καὶ κοινωνὸν τῆς θείας ζωῆς, διά της συνουσιώσεως αὐτοῦ μετὰ τοῦ Χριστοῦ. Ἰδοὺ τί ἦταν ἐκεῖνο ποὺ κατέπληττε τὸν Παῦλον, ὥστε νὰ λέγει «ὦ βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ» (Ρώμ.11,33). Τὴν συγκλονιστικὴ αὐτὴ ἀλήθεια ἐπισημαίνει καὶ ὁ μέγας τῆς Ἐκκλησίας φωστὴρ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Μεγάλα μέν τα δοθέντα, πολλῷ δὲ μείζονα γίνεται τῷ διὰ τοῦ Χριστοῦ δοθῆναι. Ὅτι οὐκ ἔπεμψε τινὰ τῶν δούλων πρὸς τοὺς δούλους, ἀλλ’ αὐτὸν τὸν μονογενῆ. Καὶ πάλιν οὐ μόνον ὅτι τὸν Υἱὸν ἔδωκε, θαυμαστόν, ἀλλ’ ὅτι καὶ τούτῳ τῷ τρόπῳ, ὥστε σφαγῆναι αὐτόν τον ἀγαπώμενον. Οὐδὲν γὰρ οὕτω μέγα ὡς τὸ αἷμα ἐκχυθῆναι τοῦ Θεοῦ ὑπὲρ ἡμῶν». Ὄντως καὶ τῆς υἱοθεσίας καὶ τῶν ἄλλων δωρεῶν τοῦτο ἀσυγκρίτως ὑπερέχει: τὸ ὅτι ὁ Θεὸς «τοῦ ἰδίου υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο» (Ρώμ.8,32).
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, στρέφοντας τὴν προσοχή του πρὸς τὸν τρόπον τῆς σαρκώσεως καὶ βλέποντας τὴν ἄκρα ταπείνωση, πτωχεία καὶ κένωση παρατηρεῖ γεμᾶτος θαυμασμό: Αὐτός, ποὺ κάθεται ἐπάνω στὰ χερουβὶμ εὑρίσκεται σήμερα ὡς βρέφος ἐπάνω στὴ γῆ. Αὐτὸς ποὺ εἶναι ἀθέατος ἀπὸ τὰ ἑξαπτέρυγα, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ἀτενίσουν ὄχι μόνο τὴν φύση του, ἀλλ’ οὔτε τὴν αἴγλη τῆς δόξης του, γι’ αυτὸ καὶ ἐπισκιάζουν τὰ μάτια μὲ τὶς πτέρυγες, βλέπεται αἰσθητῶς καὶ ὑποπίπτει στοὺς σαρκικοὺς ὀφθαλμούς, ἀφοῦ ἔγινε σάρκα. Αὐτὸς ποὺ ὁρίζει τὰ πάντα καὶ δὲν ὁρίζεται ἀπὸ κανένα περιλαμβάνεται σὲ μία πρόχειρη καὶ μικρὴ φάτνη. Αὐτὸς ποὺ κατέχει καὶ συσφίγγει τὸ πᾶν μὲ τὴν παλάμη του περιτυλίσσεται σὲ μικρὰ σπάργανα. Αὐτὸς ποὺ ἔχει τὸν πλοῦτο τῶν ἀκενώτων θησαυρῶν, τέτοια πτωχεία ὑφίσταται ἑκουσίως, ὥστε οὔτε τόπο νὰ μὴν εὑρίσκει στὸ κατάλυμα.
Ἂς στρέψουμε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς τοὺς νοεροὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς μας πρὸς τὸν ἐν σπηλαίῳ γεννηθέντα Κύριον καὶ ἂς διδαχθοῦμε ἀπὸ τὴν ἄκρα ταπείνωσή του. Ἂς τὸν δοξολογήσωμε μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ποιμένες, «δόξα ἐν ὑψίστοις λέγοντες τῷ σήμερον ἐν σπηλαίῳ τεχθέντι ἐκ τῆς παρθένου καὶ Θεοτόκου ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας».
