
Δυὸ εἶναι τὰ ἰσχυρότερα ὅπλα, μὲ τὰ ὁποῖα νικᾶμε ὅλες τὶς παγίδες καὶ τοὺς πειρασμοὺς τοῦ διαβόλου. Πρῶτο εἶναι ἡ ἱερὴ προσευχὴ καὶ ἔπειτα ἡ ταπείνωση.
Ἐμεῖς προσευχόμαστε ἀδιαλείπτως στὸν οὐράνιο Πατέρα λέγοντας: «καὶ μὴ εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ρύσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ» (Μάτθ. 6:13). Ζητᾶμε δηλαδὴ ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα νὰ μὴν μᾶς ἀφήσει σὲ πειρασμοὺς πάνω ἀπὸ τὶς δυνάμεις μας, καὶ νὰ μᾶς σώσει ἀπ’ ὅλες τὶς γεμᾶτες δολιότητα παγίδες τοῦ διαβόλου. Ἑπομένως σὲ κάθε ὥρα πειρασμοῦ πρέπει νὰ προσευχηθοῦμε ἐπίμονα, μὲ δάκρυα, μὲ νηστεία καὶ μὲ συντριβὴ καρδιᾶς. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μας συστήνουν νὰ λέμε διαρκῶς τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ, ἰδιαίτερα κατὰ τὴν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ, διότι τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου σὰν ξίφος βγάζει καὶ κόβει ἀπὸ τὶς καρδιές μας τοὺς πειρασμοὺς τοῦ ἐχθροῦ.
Τὸ δεύτερο πολὺ δυνατὸ ὅπλο ἐναντίον τῶν διαβολικῶν πειρασμῶν εἶναι ἡ ταπείνωση. Ὁ Δαβὶδ λέει: «ἐταπεινώθην, καὶ ἔσωσέ με» (Ψάλ. 114:6). Ὅταν περικυκλωνόμαστε ἀπὸ πειρασμοὺς καὶ πάθη, νὰ ταπεινωθοῦμε ἀπὸ τὴν καρδιά μας, δηλαδὴ νὰ θεωρήσουμε τὸν ἑαυτό μας τὸν πιὸ ἁμαρτωλό, λέγοντας ὅτι πειραζόμαστε λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τῆς ὑπερηφάνειάς μας, καὶ τότε θὰ φύγει ὁ διάβολος ἀπὸ μᾶς, διότι πάρα πολὺ καίγεται καὶ διώχνεται ἀπὸ τὴν ταπείνωση, ἀπὸ τὴν προσευχὴ μὲ δάκρυα καὶ ἀπὸ τὴ νηστεία. Ἄλλα ὅπλα στὸν καιρὸ τοῦ πειρασμοῦ εἶναι ἡ ἀνδρεία ὑπομονὴ τῶν πειρασμῶν, ἡ συχνὴ ἐξομολόγηση τῶν λογισμῶν, ἡ ἀνάγνωση τῶν ἱερῶν βιβλίων, ἡ ἀποφυγὴ τῶν εὐκαιριῶν γιὰ ἁμαρτία, ἡ θεία Κοινωνία, ἡ σιωπή, ἡ ἀποξένωση ἀπὸ τὰ γήινα κ.ἄ.
Ποιά εἶναι τὰ ὀφέλη τῶν πειρασμῶν στὸν ἀγῶνα μας μὲ τὸν ἐχθρὸ διάβολο;
Τὸ πρῶτο ὄφελος εἶναι ὅτι χωρὶς πειρασμοὺς καὶ χωρὶς πάλη μὲ τοὺς πειρασμοὺς δὲν μποροῦμε νὰ σωθοῦμε, οὔτε ἔχουμε λόγο γιὰ νὰ στεφανωθοῦμε. Χωρὶς πειρασμοὺς καὶ πνευματικὸ ἀγῶνα δὲν γίνεται δυνατὴ ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς. Γι’ αὐτὸ ἔλεγε ἕνας ἐρημίτης: «Ἀφαίρεσε τοὺς πειρασμοὺς καὶ δὲν σώζεται κανένας ἄνθρωπος».
Ἔπειτα, οἱ πειρασμοὶ μᾶς ἐξοικειώνουν μὲ τὴν τέχνη τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνα, μᾶς ἀτσαλώνουν στὴ ζωή, μᾶς βοηθοῦν νὰ προοδεύουμε ψυχικά. Οἱ πειρασμοὶ μᾶς αὐξάνουν τὴν πίστη, μᾶς διδάσκουν καὶ μᾶς ἀναγκάζουν νὰ προσευχόμαστε περισσότερο, νὰ ἔχουμε ἐγρήγορση καὶ ζῆλο στὴν ἐκκλησία, στὴ νηστεία, στὴν ἀνάγνωση ἱερῶν βιβλίων. Οἱ πειρασμοὶ μᾶς στέλνουν πιὸ συχνὰ γιὰ ἐξομολόγηση, γιὰ συμβουλὴ καὶ γιὰ θεία Κοινωνία. Οἱ πειρασμοὶ μᾶς ταπεινώνουν, μᾶς δείχνουν πόσο ἀσθενεῖς καὶ ἀδύνατοι εἴμαστε. Οἱ πειρασμοὶ αὐξάνουν τὴν ὑπομονή, τὴν προσευχή, τὰ δάκρυα, τὴν ταπείνωση καὶ τὴν πίστη μας. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος, ὁ σκοπὸς καὶ τὸ ὄφελος τῶν πειρασμῶν πάνω στὴ γῆ.
Ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «Ὅσιος Φιλόθεος τῆς Πάρου» τ. 8, Μάϊος-Αὔγουστος 2003, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, σελ. 17
