Πατέρας Ἑλλήνων: Βασιλέας Ἰωάννης Βατάτζης
Ὁ βασιλέας Ἰωάννης Γ’ Δούκας Βατάτζης γεννήθηκε τὸ 1193 μ.Χ. στὸ Διδυμότειχο. Ἔλαβε τὴν προσωνυμία ὁ ἐλεήμων ἢ ὁ ἐκ πενίας βασιλεὺς γιὰ τὶς ἱστορικὲς ἐλεημοσύνες του. Ὁ Βατάτζης ἦταν ὁ ἐγγονὸς τοῦ στρατηγοῦ Κωνσταντίνου Βατάτζη, κατοίκου τῆς Ὀρεστιάδας, ποὺ κατεῖχε τὸ ἀξίωμα τοῦ στρατοπεδάρχη τοῦ θέματος τῶν Θρακησίων ἐπὶ αὐτοκράτορα Μανουὴλ Κομνηνοῦ (1118-1180). Ἡ οἰκογένεια Βατάτζη ἦταν εὐγενεῖς τῆς αὐτοκρατορίας Ρωμανίας-Βυζαντίου. Εἶχε προγόνους τὴν περιφανὴ οἰκογένεια τῶν Δουκῶν, ἐνῶ ἀδελφός του ἦταν ὁ περίφημος σεβαστοκράτωρ Ἰσαάκιος Δούκας.
Στὰ 1222 μ.Χ. ὁ Βατάτζης διαδέχθηκε στὸ θρόνο τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Νίκαιας τὸν θεῖο του Θεόδωρο Λάσκαρη. Χάρη στὴν ἐξαιρετικὴ πολιτικὴ του ἱκανότητα καὶ στοὺς γεωστρατιωτικοὺς χειρισμοὺς του κατόρθωσε νὰ ἀναδιοργανώσει τὴ χώρα καὶ τὶς δυνάμεις κατὰ τὰ πρότυπα τῆς παλαιᾶς καὶ ἐκλαμπρότατης αὐτοκρατορίας. Ὁ Βατάτζης ἐπέδειξε τὶς ἐξαιρετικὲς ἰδιότητες ἑνὸς σπουδαίου πολιτικοῦ ἀρχηγοῦ ὅσο καὶ τὰ χαρίσματα ἑνὸς ἐνάρετου χριστιανοῦ καὶ εὐλαβέστατου ἡγεμόνα.
Ὁ Βατάτζης νυμφεύτηκε πρῶτα τὴν Εἰρήνη Λασκαρίνα, κόρη τοῦ αὐτοκράτορα Θεόδωρου Α’, καὶ μαζί της ἀπέκτησε ἕνα γιό, τὸν διάδοχό του Θεόδωρο Β’ Λάσκαρη-Βατάτζη. Ἡ Εἰρήνη κοιμήθηκε τὸ 1239, ἀφοῦ πρῶτα εἶχε ἀποσυρθεῖ σὲ ἱερὰ μονὴ μὲ τὸ ὄνομα Εὐγενία. Τὸ 1245 ὁ Βατάτζης ἔκανε δεύτερο γάμο μὲ τὴν Κωνσταντία Χοενστάουφεν, κόρη τοῦ πανίσχυρου Φρειδερίκου Β’ (1194 – 1250) βασιλιᾶ τῆς Γερμανίας, ἡ ὁποία ἄλλαξε τὸ ὄνομά της σὲ Ἄννα. Ὁ γάμος μὲ τὴν κόρη τοῦ Φρειδερίκου Β’ ἔκρυβε μέσα του καὶ μία συμμαχικὴ σκοπιμότητα.
Ὁ Βατάτζης συμμάχησε καὶ μὲ τὸν τότε ἰσχυρὸ ἄνδρα τῆς Βαλκανικῆς Χερσονήσου Βούλγαρο βασιλιὰ Ἰβᾶν Ἀσὲν Β΄. Κατὰ τὰ βασιλικὰ ἤθη τῆς ἐποχῆς, αὐτὴ ἡ συμμαχία ἐπισφραγίστηκε μὲ τὸν γάμο τοῦ γιοῦ τοῦ Βατάτζη Θεόδωρου Β’ μὲ τὴν κόρη τοῦ Ἀσὲν Β’, Ἐλένη. Μετὰ τὴν ὑπογραφὴ τῶν συμφωνιῶν οἱ δύο σύμμαχοι ἔφτασαν μέχρι τὰ τείχη τῆς Κωνσταντινούπολης τὴν ὁποία καὶ πολιόρκησαν ἀπὸ κοινοῦ τὸ 1235 καὶ τὸ 1236, χωρὶς ἐπιτυχία. Τὸ 1241, ὁ βασιλιὰς Ἀσὲν Β’ ἀπεβίωσε καὶ ἡ αὐτοκρατορία τῆς Νίκαιας ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ ἕναν ἀρκετὰ ἐπικίνδυνο ἀντίπαλο.
Τὸ 1246, ὁ Βατάτζης ἐπιτέθηκε κατὰ τῶν ἰσχυρῶν Βουλγάρων καὶ μέσα σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα εἶχε προσαρτήσει στὴν αὐτοκρατορία τῆς Νικαίας ὁλόκληρη τὴ νότια καὶ τὴ νοτιοδυτικὴ Βουλγαρία καὶ μεγάλα γεωγραφικὰ τμήματα τῆς Μακεδονίας. Ὁ Βατάτζης κατέλαβε ἐπίσης καὶ τὴ Θεσσαλονίκη καὶ ἔτσι κατάφερε καὶ ἑδραίωσε τὴ θέση του ὡς ὁ μόνος πιὰ κληρονόμος αὐτοκράτορας στὶς συνειδήσεις τῶν κατοίκων τῆς Ρωμανίας-Βυζαντίου.
Εἶναι σημαντικὸ νὰ τονισθεῖ ὅτι οἱ δύο ἐξ ἀγχιστείας «σύμμαχοι», βασιλιὰς Βατάτζης καὶ βασιλιὰς Φρειδερίκος Β’, εἶχαν ἐκείνη τὴν ἐποχὴ κοινὴ γεωθρησκευτικὴ θέση ὅσο καὶ σφοδρὴ σύγκρουση μὲ τὸν τότε ἰσχυρὸ Πάπα Ρώμης Ἰννοκέντιο Δ’. Ὁ ἐν λόγω Πάπας ἀφόρισε τὸν Φρειδερίκο Β’ στὴ Σύνοδο τῆς Λυὼν καὶ ἀποκήρυξε ἐπίσης καὶ τὸ ὁλόκληρο τὸ γένος τῶν Ρωμηῶν τῆς Ρωμανίας-Βυζαντίου.
Ὁ Βατάτζης εἶχε ἀπέναντί του τοὺς δύο πολὺ ἰσχυροὺς Πάπες: Τὸν Γρηγόριο Θ’ (1227 – 1241) καὶ τὸν Ἰννοκέντιο Δ’ (1243 – 1254), οἱ ὁποῖοι βοηθοῦσαν σθεναρὰ καὶ μὲ πολλοὺς τρόπους καὶ μέσα τοὺς Φράγκο-Λατίνους κατακτητὲς τῆς Ἁγίας Πόλης. Παρὰ τὶς συνεχεῖς προσπάθειες τοῦ Βατάτζη νὰ κρατοῦνται οἱ διπλωματικὲς ἰσορροπίες, οἱ σχέσεις μὲ αὐτοὺς τοὺς δύο πάπες ἦταν πολὺ τεταμένες κατὰ διαστήματα, διότι καὶ οἱ δύο αὐτοὶ Πάπες ἦταν φανατικοὶ ὑποστηρικτὲς τῆς Λατινικῆς αὐτοκρατορίας τῆς Κωνσταντινούπολης.
Ὁ Βατάτζης γνώριζε πολὺ καλὰ ὅτι ἡ αὐτοκρατορία τῆς Νίκαιας ἀποτελοῦσε πάντα ἕναν μόνιμο καὶ μεγάλο ἐχθρὸ τῶν Φραγκο-Λατίνων, ἕνα Ὀρθόδοξο «ἀγκάθι» στοὺς Πάπες καὶ μία ἀνοιχτὴ καὶ δυνητικὴ αἰτία μίας ἀκόμη Φραγκολεβαντίνικης σταυροφορίας, τὴν ὁποία οἱ πάπες ἐκείνης τῆς περιόδου ἦταν πολὺ πρόθυμοι νὰ κηρύξουν κατὰ τῆς Ἀνατολῆς. Σὲ ἱστορικὴ βάση, τόσο οἱ Λατινόφραγκοι ἡγέτες ὅσο ἐπίσης καὶ οἱ πάπες τοῦ Βατικανοῦ μισοῦσαν μὲ ἄσβεστο πάθος τὴν Ἁγία Ρωμαίικη Αὐτοκρατορία τῆς Ρωμανίας-Βυζαντίου καὶ τὴν Ἁγία Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Τὸ 1237, ὁ Πάπας Γρηγόριος Θ’ ἔστειλε μία ἐπιπληκτικὴ ἐπιστολὴ στὸν Βατάτζη, ἀπαιτώντας νὰ σταματήσει τὶς ἐχθροπραξίες ἐναντίον τῶν δυτικῶν κατακτητῶν καὶ νὰ βάλει ἐπίσης καὶ φρένο στὰ σχέδιά του γιὰ τὴν ἀνακατάληψη τῆς Βασιλεύουσας Πόλης. Σὲ αὐτὴ τὴν ἱστορικὴ ἐπιστολὴ-ἀπάντηση τῆς Ρωμηοσύνης, ποὺ ἐπιδείνωσε κατὰ πολὺ περισσότερο τὶς σχέσεις μεταξύ του Ποντιφικάτου καὶ τῆς Νίκαιας, ὁ Βατάτζης ἀνάμεσα στ’ ἄλλα ἀναφέρει:
«Μᾶς γράφεις ὅτι ἀπὸ τὸ δικό μας, τὸ Ἑλληνικό (!) Γένος, ἄνθησε ἡ σοφία καὶ τὰ ἀγαθά της καὶ διαδόθηκε στοὺς ἄλλους λαούς. Αὐτὸ σωστὰ γράφεις. Πῶς ὅμως ἀγνόησες ἢ καὶ ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι δὲν τὸ ἀγνόησες, πῶς ξέχασες νὰ γράψεις ὅτι, μαζὶ μὲ τὴ σοφία, τὸ Γένος μας κληρονόμησε ἀπὸ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο καὶ τὴ βασιλεία; Ποιὸς ἀγνοεῖ ὅτι τὰ κληρονομικὰ δικαιώματα τῆς διαδοχῆς πέρασαν ἀπὸ ἐκεῖνον στὸ δικό μας Γένος καὶ ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε οἱ νόμιμοι κληρονόμοι καὶ διάδοχοι;».
Σὲ ἄλλο σημεῖο ὁ Βατάτζης ὑπογραμμίζει: «Ἐμεῖς ἐξαναγκαστήκαμε ἀπὸ τὴν πολεμικὴ βία καὶ φύγαμε ἀπὸ τὸν τόπο μας ὅμως δὲν παραιτούμαστε ἀπὸ τὰ δικαιώματά μας τῆς ἐξουσίας καὶ τοῦ κράτους τῆς Κωνσταντινούπολης. Καὶ νὰ ξέρεις ὅτι αὐτὸς ποὺ βασιλεύει εἶναι ἄρχοντας καὶ κύριος ἔθνους καὶ λαοῦ καὶ πλήθους δὲν εἶναι ἄρχοντας καὶ ἀφεντικὸ σὲ πέτρες καὶ ξύλα, μὲ τὰ ὁποῖα χτίστηκαν τὰ τείχη καὶ οἱ πύργοι»…
Χάρη σὲ μία σειρὰ ἀπὸ ἀπανωτὲς στρατιωτικὲς κινήσεις καὶ λαμπρὲς νίκες, ὁ Βατάτζης ἐξασφάλισε μέσα σὲ λίγα χρόνια τὸν ἔλεγχο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ κατάφερε καὶ ἀνέκτησε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν ἐδαφῶν ποὺ βρίσκονταν στὰ χέρια τῶν κατακτητῶν Φράγκο-Λατίνων ἀπὸ τὸ 1204. Ὅταν πέθανε, τὸ 1254, ἡ αὐτοκρατορία τῆς Νικαίας περιελάμβανε ἐδάφη τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Ρωμανίας-Βυζαντίου πρὶν τὴν 4η Σταυροφορία τῶν Λατίνο-Φράγκων.
Δὲν ἀπέμενε πλέον παρὰ ἡ κατάληψη τῆς Βασιλίδας τῶν Πόλεων, ἡ ὁποία ἐπιτεύχθηκε ἀπὸ τὸν διάδοχό του, Μιχαὴλ 8ο τὸν Παλαιολόγο, τὸ ἔτος 1261 μ.Χ., τὴν ὁποία ἀνακατάληψη οἱ ἱστορικοὶ τὴν χρεώνουν στὸν Βατάτζη. Ἐὰν ὁ Μέγας Ἅγιος Κωνσταντῖνος εἶναι ὁ Γενάρχης καὶ ὁ «Πατέρας τῆς Ρωμηοσύνης», ὁ Ἅγιος Βασιλέας Βατάτζης εἶναι ὁ «Πατέρας τῶν Ἑλλήνων». Ἱστορικοὶ καὶ Ἕλληνες τὸν ἀποκαλοῦσαν «πατέρα». Ὁ Βατάτζης πάντα ἔβλεπε τὸ κράτος τῆς Νίκαιας ὡς ἕνα «μέσο» γιὰ τὴν ἐπάνοδο τῶν Ἑλληνο-Ρωμηῶν στὴ Βασιλεύουσα Πόλη.
Κατὰ κοινὴ ὁμολογία τῶν ἱστορικῶν, ἡ συνολικὴ ἀποτίμηση τοῦ ἔργου τοῦ Βατάτζη ἀποτελεῖ μία ἐξέχουσα περίπτωση. Στὴν περίπτωση τοῦ Βατάτζη ταιριάζουν ἀπολύτως τὰ λόγια τοῦ τελευταίου αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου ΙΑ’: «Ἀπὸ τὴν ἱστορία μας ἔχουμε τὸ δίδαγμα πὼς ὅσο κυβερνοῦσαν βασιλιάδες στρατιῶτες, ἡ Ρωμανία δοξαζόταν, ἐνῶ μόλις ἔπαιρναν τὴν ἀρχὴ οἱ εὐνοῦχοι, τὸ κράτος διαλυόταν» (παρατήρηση: διαβάστε το ξανὰ καὶ ξανά, λέει: «Ρωμανία» καὶ ὄχι «Βυζάντιο!).
Κάποια στιγμὴ τὸ Ἑλληνικὸ Κοινοβούλιο κάλεσε τὸν ἀκαδημαϊκὸ Κωνσταντῖνο Ἄμαντο (1874-1960) καὶ τὸν ρώτησε ποιὸν αὐτοκράτορα τῆς Ρωμανίας-Βυζαντίου προτείνει γιὰ νὰ ἀναρτηθεῖ τὸ πορτρέτο του στὴν Βουλή. Ὁ καθηγητὴς χωρὶς δισταγμὸ καὶ χωρὶς δεύτερη σκέψη ἀπάντησε: «Τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη Βατάτζη τοῦ ἐλεήμονος»! Ἦταν βλέπετε τόσο εὔκολη καὶ τόσο προφανὴς ἡ ἀπάντηση γιὰ τὸν μακαριστὸ καθηγητὴ Κ. Ἄμαντο.
Μά, «ποιὸς εἶναι αὐτός;» ρώτησαν οἱ ἐθνοπατέρες. Γιὰ νὰ λάβουν καὶ τὴ νέα ἀπάντηση τοῦ καθηγητῆ-ἀκαδημαϊκοῦ Κ. Ἄμαντου: «Ὁ Βατάτζης εἶναι ὁ πατέρας τῶν Ἑλλήνων»! Ἡ Βουλὴ ἐν τέλει δὲν ἀκολούθησε τὴν πρόταση τοῦ Κ. Ἄμαντου, διότι ἦταν πάρα πολὺ ψηλὰ καὶ πολὺ μακριὰ τὸ Χριστοκεντρικὸ καὶ ἡγετικὸ πρότυπο τοῦ Ἁγίου Βασιλέα Ἰωάννη γιὰ νὰ ἀκολουθηθεῖ καὶ ἐνσαρκωθεῖ.
Ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε τὸ ἑξῆς γεγονός ποὺ δεικνύει τὴν προσωπικότητα τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Ἁγίου. Ὁ Βατάτζης κάποια ἡμέρα ποὺ συνάντησε τὸν γιὸ του ντυμένο μὲ ἀκριβὰ ροῦχα νὰ πηγαίνει γιὰ κυνήγι, τὸν ἐπιτίμησε αὐστηρὰ λέγοντάς του: «Πῶς μπορεῖς νὰ ξοδεύεις ἔτσι τὸ χρῆμα τῶν ὑπηκόων σου, σὲ τέτοιες μάταιες ἀσχολίες; Δὲν γνωρίζεις ὅτι τὰ πολύτιμα τοῦτα ροῦχα μὲ τὰ χρυσὰ κεντήματα γίνονται ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν Ρωμηῶν, καὶ ὅτι πρέπει νὰ δίνεις σ’ αὐτοὺς λογαριασμὸ γιὰ ὅτι ξοδεύεις, ἀφοῦ ὁ πλοῦτος τῶν βασιλέων εἶναι πλοῦτος τῶν ὑπηκόων τους»;
Γιὰ τὴν ἱστορία ἀναφέρω ὅτι ὅταν ὁ ἔφηβος Βατάτζης ἔφυγε ἀπὸ τὸ φραγκοκρατούμενο Διδυμότειχο, ὄχι μόνον μοίρασε στοὺς φτωχοὺς τὴν περιουσία του, ἀλλὰ ὁ ἴδιος παρέμεινε καὶ στὴ συνέχεια τὸ ἴδιο καὶ ὡς αὐτοκράτορας, ἕνας ἤπιος χαρακτήρας, ἕνας συνετὸς ἄνθρωπος καὶ ἕνας καλοβαλμένος ἡγέτης γιὰ τὸν λαό του. Ὅλοι μποροῦσαν νὰ τὸν πλησιάζουν γιὰ νὰ βροῦν σὲ αὐτὸν στήριξη καὶ κατανόηση. Ὅλοι οἱ κάτοικοι μποροῦσαν νὰ ἀπευθυνθοῦν στὸν ἴδιο τὸν βασιλιά τους.
Ὁ Βατάτζης ἦταν ἔνθερμος προστάτης τῶν ἀδικημένων καὶ ἰδιαιτέρως τῶν ἀγροτῶν ποὺ καταπιέζονταν ἀπὸ τοὺς μεγάλους γαιοκτήμονες. Μάλιστα, ὁ ἴδιος καταπιάστηκε μὲ τὴν συστηματικὴ ἀναδιοργάνωση τῆς γεωργίας καὶ τῆς κτηνοτροφίας. Ὁ ἴδιος ἀσχολοῦνταν μὲ ἀγροτικὲς ἐργασίες στὰ δικά του κτήματα ὅταν τοῦ τὸ ἐπέτρεπαν οἱ κρατικὲς ὑποθέσεις. Στὴν ἱστορία ἔμεινε τὸ «ὠάτον» στέμμα ποὺ πρόσφερε ὁ Βατάτζης στὴν γυναίκα του, τὸ ὁποῖο χρηματοδοτήθηκε ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὶς πωλήσεις αὐγῶν τοῦ κτήματός του καὶ ἦταν κατασκευασμένο ἀπὸ μαργαριτάρια.
Στὶς 4 Νοεμβρίου τοῦ 1254 μ.Χ. ὁ εὐσεβὴς αὐτοκράτορας τῆς Νίκαιας Βατάτζης παρέδωσε ἐν εἰρήνη τὴν ψυχή του στὰ χέρια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Τὸ τίμιο λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸ Μοναστήρι τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, τὸ ὁποῖο εἶχε κτίσει ὁ ἴδιος στὸ Νυμφαῖο της Βιθυνίας. Στὰ ἑπόμενα χρόνια, διὰ ἀποκαλύψεως, ὁ ἴδιος ὁ Βατάτζης ζήτησε νὰ μεταφερθεῖ τὸ λείψανό του στὴ Μαγνησία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Τὸ 2010, στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του, τὸ Διδυμότειχο, κτίσθηκε ὁ πρῶτος ἱερὸς ναὸς ποὺ εἶναι ἀφιερωμένος στὸν Ἅγιο Ἰωάννη Βατάτζη.
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης γράφει γιὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Βατάτζη: «Ἀλλ’ ὁ πρὸ ἑπτὰ ἐτῶν ἐνταφιασθεὶς ἐφαίνετο ὡς ζωντανός, ἔχων μὲν εἰς τὰ μέλη του τὸ φυσικὸν αὐτῶν κίνημα, φέρων δὲ εἰς τὰς παρειᾶς τοῦ προσώπου τὸ φυσικὸν αὐτῶν κόκκινον χρῶμα. Ἀλλὰ καὶ αὐτὰ τὰ βασιλικὰ στρώματα τοῦ λειψάνου ἐφυλάχθησαν ἀδιάφθορα, ὡς ἂν ἤθελαν ραφὴ σήμερον. Ἀπὸ τότε δὲ καὶ ὕστερον ἐνήργει τὸ τίμιον λείψανον ἐν τῇ Μαγνησία θαύματα πάμπολλα, ἰατρεῦον ἀσθενείας, διῶκον δαίμονας καὶ ἄλλα πάθη θεραπεῦον».
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος συνέταξε ἀκολουθία πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Βασιλέα, ἐνῶ ὁ ἴδιος γράφει καὶ τὰ ἀκόλουθα γιὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Βατάτζη: «Ἦτον εὐκολοπλησίαστος εἰς ὅλους, πρᾶος, ἄκακος, γαληνὸς καὶ διαλεγόμενος εἰς ὅλους μὲ πρόσωπον ἥμερον· λοιπὸν διὰ τὰς ἀρετᾶς του ταύτας ἔλαβεν εἰς γυναῖκά του τὴν θυγατέρα τοῦ βασιλέως, Εἰρήνην ὀνομαζομένην, μετὰ ἀπὸ μονομαχίαν μὲ τὸν Λατίνον Κόρραδον, τὸν καυχώμενον εἰς τὴν δύναμίν του, τὸν ὁποῖον ἐνίκησεν εἰπῶν· Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, βοήθει μοι».
Θὰ κλείσω τὴν βιογραφία τοῦ Ἁγίου Βασιλέα Ἰωάννη μὲ τὰ λόγια αὐτῶν ποὺ ἐπαίνεσαν τὸ ἔργο του καὶ ἐξῆραν τὴν σπουδαία προσωπικότητα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη Βατάτζη τοῦ ἐλεήμονος. Ὁ καθηγητὴς καὶ ἀκαδημαϊκὸς Κ. Ἄμαντος γράφει: «Ὑμνήθη καὶ ζῶν καὶ μετὰ θάνατον, ὡς οὐδεὶς ἄλλος αὐτοκράτωρ τοῦ Βυζαντίου-(Ρωμανίας)».
Ὁ συγγραφέας Α.Α. Βασίλιεφ ἀναφέρει: «Ὁ κύριος ρόλος τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας (Ρωμανία) ἀνήκει στὸν Ἰωάννη Βατάτζη. Τὸ 1261 ὁ Μιχαὴλ Παλαιολόγος ἁπλὰ ἐπωφελήθηκε ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἐπιμονῆς καὶ τῆς δραστηριότητας τοῦ καλύτερου αὐτοκράτορος τῆς Νικαίας Ἰωάννου Βατάτζη. Οἱ μετὰ τὸν Βατάτζη γενεὲς τὸν θυμοῦνται ὡς πατέρα τῶν Ἑλλήνων(!)».
Ὁ Γ. Ὀστρογκόρσκι, ὁ τελευταῖος ἐκπρόσωπος τῆς σειρᾶς τῶν μεγάλων Ρώσων βυζαντινολόγων (Ρωμανία), ὑπογραμμίζει: «Χωρὶς ἀμφιβολία ἦταν ὁ Βατάτζης ὁ μεγαλύτερος πολιτικός τῆς Νίκαιας καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ σημαντικοὺς ἡγεμόνες τῆς Βυζαντινῆς (Ρωμανία) ἱστορίας. Σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ τιμὴ γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας (τῆς Ρωμανίας)».
Ὁ Στῆβεν Ράνσιμαν, ἀπὸ τοὺς παγκοσμίως ἐπιφανέστερους βυζαντινολόγους (Ρωμανία) τοῦ 20οῦ αἰώνα, τονίζει: «Ὁ ἰκανότατος γαμπρὸς τοῦ Λάσκαρη, Ἰωάννης Βατάτζης, κατέστησε τὴν αὐτοκρατορία τῆς Νικαίας καλοκυβέρνητη καὶ εὐημεροῦσα». Ὁ Κὰρλ Μὰρξ γράφει: «Ὑπὸ τὸν Βατάτζη ἡ Νίκαια ἐκπροσωπεῖ τὸ κέντρο τοῦ Ἑλληνικοῦ πατριωτισμοῦ».
Στὴν Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους τῆς Ἐκδοτικῆς Ἀθηνῶν διαβάζουμε: «Ὁ Ἰωάννης Βατάτζης φάνηκε πιὸ ἱκανὸς καὶ ὡς πολιτικὸς καὶ ὡς διπλωμάτης ἀπὸ τὸ Θεόδωρο Λάσκαρη. Μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους Βυζαντινοὺς (Ρωμανία) αὐτοκράτορες. Ὑπῆρξε ἕνας τίμιος βασιλεύς, ποὺ ἐνέπνευσε ἀγάπη στοὺς ὑπηκόους του, ὥστε νὰ τιμᾶται ὡς τοπικὸς ἅγιος».
Τέλος, ἀλλὰ χωρὶς ὁριστικὸ τέλος στὰ λόγια-ἐπαίνους γιὰ τὸν Βατάτζη, στὸ ἔργο «Ἡ Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς (Ρωμανία) Αὐτοκρατορίας», τὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Κέιμπριτζ γράφει: «Ὁ Λάσκαρης εἶχε ἀποδείξει ὅτι ἡ Νίκαια μποροῦσε νὰ γίνει ἕνα πιστό ἀντίγραφο τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας (Ρωμανία). Ὁ Βατάτζης ἀπέδειξε ὅτι τὸ ἀντίγραφο ἦταν πιὸ ἐπιτυχημένο ἀπὸ τὸ πρωτότυπο» (Βιβλίο: Ὀλυμπιάδος Ντίτορα, μοναχῆς: «Πατέρα Ἑλλήνων», 2020).
https://www.facebook.com/profile.php?id=100000270536476
