Ἡ Παναγία ἔσωσε τόν Ἅγιο Ἁρσένιο Καππαδόκη τὴν ὥρα ποὺ ἔπεφτε σὲ γκρεμό

Ἐπάνω σ’ ἕναν βράχο, μέσα σὲ μιὰ σπηλιά, ἦταν ἕνα Ἐξωκλήσι της Παναγίας (σὸ Κάντσι). Οἱ Φαρασιώτες εἶχαν προεκτείνει πρὸς τὰ ἔξω τοῦ βράχου σανιδένιο ἐξώστη γιὰ εὐρυχωρία. Γιὰ νὰ φθάσουν μέχρι ἐκεῖ, ἔπρεπε νὰ ἀνεβοῦν σαράντα σκαλοπάτια σκαλιστὰ στὸν βράχο καὶ ἄλλα ἑκατὸν εἴκοσι, ποὺ εἶχαν φτιαγμένα μὲ σανίδες. Σ’ αὐτὸ λοιπὸν τὸ Ἐξωκλήσι εἶχε πάει νὰ λειτουργήση ὁ Πατήρ Ἁρσένιος καὶ ὁ Πρόδρομος, ὡς συνήθως. Ὅταν τελείωσε ἡ Θεία Λειτουργία, ὁ Πατήρ βγῆκε λίγο στον εξώστη. Ἐκεῖ ποὺ ἀκουμποῦσε, ξεκαρφώθηκε μια σανίδα καὶ ὁ Πατήρ ἔπεσε κάτω στὸν γκρεμό. Ἕνας γεωργὸς ποὺ τὸν εἶδε ἀπὸ ἀπέναντι νὰ πέφτη, ἄφησε τὰ βόδια του στὸν ζυγὸ καὶ ἔτρεξε, γιὰ νὰ συμμαζέψη το σκορπισμένο του κορμί, ὅπως νόμιζε. Ὁ Πρόδρομος δὲν εἶχε καταλάβει τίποτε, γιατί ἦταν μέσα στον Ναό καὶ τὸν συγύριζε. Ὅταν λοιπόν ἔφθασε ὁ γεωργὸς ἐκεῖ κοντὰ στὸν γκρεμό κάτω, εἶδε τὸ κορμί τοῦ Πατρός Ἁρσενίου ὁλόκληρο, ἀλλὰ ἀκίνητο, καὶ πῆγε νὰ τὸ πιάση. Ὁ Πατήρ ὅμως εἶπε στον γεωργό: «Μή μ’ ἀγγίζης· δὲν ἔχω τίποτε».

Ἔμενε ἀκίνητος ὁ Πατήρ, ὄχι γιατί εἶχε χτυπήσει, ἀλλὰ ἀπὸ μεγάλη συγκίνηση, διότι τὴν ὥρα ποὺ ἔπεφτε κάτω στον γκρεμό, τὸν πῆρε στὴν ἀγκαλιά της μία Γυναίκα, τὸν κατέβασε κάτω καὶ τὸν ἄφησε.

Εἶχε νιώσει τὸν ἑαυτό του, ὅπως ἔλεγε, ἐκείνη τὴν ὥρα, σὰν νὰ ἦταν μωρό παιδί στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μητέρας του. Σηκώθηκε λοιπόν μετὰ ἀπὸ τὴν συγκίνηση ἐκείνη καὶ ἀνέβηκε ἀπὸ τὸν γκρεμό καὶ τὰ ἑκατὸν ἐξῆντα σκαλοπάτια, ποὺ μόνον αὐτὰ συμπλήρωναν πενήντα μέτρα ὕψος, καὶ πῆγε ξανὰ στὸ Ἐξωκλήσι τῆς Παναγίας καὶ διηγήθηκε ὅ,τι ἔγινε στὸν Πρόδρομο, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀφοσιωμένος στὸ συγύρισμα τοῦ Ναοῦ καὶ δὲν εἶχε ἀκόμη καταλάβει τίποτε. Ὁ γεωργὸς ἐπίσης πῆγε μετὰ στὰ Φάρασα καὶ τὸ ὁμολογοῦσε.

Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, «Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης», ἐκδ. Ι. Ἡσυχαστηρίου Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, Σουρωτὴ Θεσ/νίκης 2014, σελ. 86-87

 

Συντάκτης

Σχολιάστε

Το email σας δεν θα δημοσιευθεί.Τα απαραίτητα πεδία είναι μαρκαρισμένα *