
Τοῦ Λάμπρου Κ. Σκόντζου
Θεολόγου – Καθηγητοῦ
Ἅγιοι ἀναδείχτηκαν ἀπὸ ὅλες τὶς κοινωνικὲς τάξεις καὶ τὰ ἐπαγγέλματα. Πολλοὺς ἁγίους ἔδωσε καὶ τὸ ἐπάγγελμα τῶν ἐμπόρων, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι συνδεδεμένο μὲ τὴν ἄδικη συχνὰ ἀντίληψη ὅτι τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ἐμπόρου εἶναι συνώνυμο μὲ τὴν κλοπή. Ἀνάμεσα στοὺς ἐμπόρους ἁγίους συγκαταλέγονται καὶ οἱ Νεομάρτυρες Θεόδωρος, Λάμπρος καὶ Ἀνώνυμος (δὲν μᾶς ἔχει διασωθεῖ τὸ ὄνομά του), οἱ ὁποῖοι μαρτύρησαν στὸ Βραχώρι (Ἀγρίνιο) στὰ 1786).
Ἔζησαν κατὰ τὸν 18ο αἰῶνα καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο καὶ ἀσκοῦσαν τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ἐμπόρου. Λόγῳ τῶν ἐμπορικῶν τους δραστηριοτήτων, ἔκαναν συχνὰ ταξίδια σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα καὶ στὰ Βαλκάνια. Μάλιστα γιὰ νὰ διευκολύνουν τὶς συναλλαγές τους, εἶχαν μάθει καὶ τὴν ἀλβανικὴ διάλεκτο. Εἰκάζεται ὅτι οἱ τρεῖς αὐτοὶ ἔμποροι ἦταν συνεταῖροι καὶ εἶχαν μιὰ μεγάλη ἐμπορικὴ ἑταιρεία στὴν ἰδιοκτησία τους, ἡ ὁποία εἶχε δραστηριότητες καὶ ἐκτὸς τῆς Πελοποννήσου.
Στὰ 1786 ἔκαναν ἕνα ἐμπορικὸ ταξίδι στὰ ξακουστὰ Γιάννενα. Ὅταν τέλειωσαν τὶς δουλειές τους πῆραν τὸ δρόμο τοῦ γυρισμοῦ, γιὰ τὴν πατρίδα τους, τὸ ὁποῖο ἦταν κοπιαστικό, ἐπώδυνο καὶ ἐπικίνδυνο μὲ τὰ μέσα συγκοινωνίας τῆς ἐποχῆς καὶ τοὺς κινδύνους, ποὺ ἐνέδρευαν στὸ δρόμο. Ὅταν ἔφτασαν στὸ Βραχώρι, τὸ σημερινὸ Ἀγρίνιο, νύχτωσαν καὶ ἦταν ἀναγκασμένοι νὰ διανυκτερεύσουν ἐκεῖ.
Ἡ πόλη κατοικοῦνταν κυρίως ἀπὸ Τούρκους καὶ Ἑβραίους, καὶ ἦταν καλὰ ὀχυρωμένη γιὰ τὸ φόβο τῶν ἀντιποίνων τῶν ὑπόδουλων Ἑλλήνων, τοὺς ὁποίους καταπίεζαν ἀφόρητα. Ἐπίσης πρέπει νὰ ἀναφέρουμε πὼς τὸ Βραχώρι ἦταν σημαντικὸ κέντρο τῆς ὀθωμανικῆς διοίκησης τῆς Δυτικῆς Ἑλλάδος καὶ κέντρο συγκέντρωσης τῶν φόρων, ποὺ πλήρωναν ὑπέρμετρα οἱ Ἕλληνες καὶ προορίζονταν γιὰ τὴν Ὑψηλὴ Πύλη, τὸ Σουλτᾶνο στὴν Πόλη. Μάλιστα εἶχαν τοποθετηθεῖ εἰδικοὶ φοροεισπράκτορες, μὲ ἄτεγκτο πραγματικὰ χαρακτῆρα, οἱ ὁποῖοι εἰσέπρατταν τὸν διαβόητο κεφαλικὸ φόρο ἀπὸ τοὺς ἄτυχους ρωμιούς, φροντίζοντας νὰ τὸν εἰσπράττουν μὲ βία. Γι’ αὐτὸ οἱ ρωμιοὶ φρόντιζαν νὰ βρίσκουν πολλὲς δικαιολογίες νὰ τὸν ἀποφύγουν. Αὐτὸ ἔκαμαν καὶ οἱ τρεῖς περαστικοὶ ἔμποροι, οἱ ὁποῖοι ἦταν ὑποχρεωμένοι νὰ πληρώσουν φόρο, περνῶντας ἀπὸ τὴν πόλη.
Ὅταν ἔφτασαν στὴν κεντρικὴ πύλη τῆς πόλεως, ἐκεῖ τοὺς περίμεναν οἱ κακεντρεχεῖς φοροεισπράκτορες (γιομπρουκτσῆδες) στὸ τελωνεῖο (γιομπρούκι), γιὰ νὰ τοὺς ἀδειάσουν τὶς σακοῦλες τους. Ἐκεῖνοι σκέφτηκαν νὰ προσποιηθοῦν τοὺς μουσουλμάνους γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὴν καταβολὴ τῶν φόρων.
Ντύθηκαν μουσουλμανικὰ ἐνδύματα καὶ τοὺς χαιρέτισαν μὲ τὸν μουσουλμανικὸ χαιρετισμό: «σαλὰμ ἀλέκουμ». Ἐκεῖνοι τοὺς πέρασαν γιὰ ἀρβανῖτες μουσουλμάνους ἐμπόρους καὶ τοὺς ἄφησαν νὰ εἰσέλθουν στὴν πόλη καὶ νὰ ξενυχτήσουν ἐλεύθερα.
Οἱ τρεῖς ταξιδιῶτες ἔμποροι πῆγαν σὲ κάποιο σπίτι κάποιου χριστιανοῦ γνωστοῦ τους, ὅπου κατέλυσαν νὰ περάσουν τὴ νύχτα καὶ τὸ ἑπόμενο πρωὶ νὰ συνεχίσουν τὸ ταξίδι τους γιὰ τὴν πατρίδα τους. ἀλλὰ οἱ τοῦρκοι ἤθελαν νὰ βεβαιωθοῦν γιὰ τὸ ποιοί ἦταν, καὶ κατ’ ἄλλους νὰ μάθουν νέα ἀπὸ τὰ Γιάννενα, ἔστειλαν ἄνθρωπό τους νὰ τοὺς ἀκολουθήσει κρυφά, νὰ δοῦν ποὺ πῆγαν. Ὁ τοῦρκος ὅταν ἔφτασε στὸ σπίτι, ἔπεσε σὲ συζήτηση ποὺ εἶχαν οἱ τρεῖς ἔμποροι, σχετικὰ μὲ τὸν τρόπο ποὺ γλύτωσαν τὸ φόρο. Τοὺς ἄκουσε νὰ λένε στὸν σπιτονοικοκύρη «εὐτυχῶς, μ’ ἕνα “σαλὰμ’” γλυτώσαμε τὴν καταβολὴ τοῦ φόρου»!
Ὁ τοῦρκος κατάσκοπος κατάλαβε ὅτι ἦταν χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι τοὺς ξεγέλασαν. Ἀμέσως ἔτρεξε νὰ τὸ ἀναγγείλει στοὺς ἀνθρώπους, ποὺ τὸν ἔστειλαν νὰ τοὺς παρακολουθήσει. Δὲν πέρασε παρὰ ἐλάχιστος χρόνος, ὅπου ὅρμισαν στὸ σπίτι, γκρεμίζοντας τὴν πόρτα καὶ συλλαμβάνοντας τοὺς τρεῖς ἐμπόρους.
Συμπεριφερόμενοι σὰν θηρία ἀνήμερα καὶ λυσσασμένα τοὺς ἅρπαξαν, τοὺς ξυλοφόρτωσαν καὶ τοὺς ἔσυραν δεμένους στὸν τοῦρκο ἱεροδικαστή, στὸν ὁποῖο τοὺς κατάγγειλαν ὅτι: «Αὐτοὶ οἱ τρεῖς ἄνθρωποι ἐνῷ εἶναι ρωμιοὶ περνῶντας σήμερα ἀπὸ τὸ γιομπρούκι μᾶς χαιρέτησαν μὲ τὸ “σαλὰμ ἀλέκουμ”. Πρέπει λοιπὸν ν’ ἀνακριθοῦν γιατί τὸ εἶπαν αὐτὸ τὸ ὁποῖο εἶναι χαρακτηριστικὸ τῶν Τούρκων καὶ ὄχι τῶν Ρωμιῶν. Καὶ ἂν μὲν περιγέλασαν τὴν πίστη πρέπει σύμφωνα μὲ τὸν νόμο, νὰ τιμωρηθοῦν, ἂν δὲ ἀγάπησαν τὸ Ἰσλάμ, διαφορετικά, νὰ περιτμηθοῦν καὶ νὰ τιμηθοῦν». Ὁ τοῦρκος δικαστής τους ρώτησε ἂν ἀληθεύουν οἱ κατηγορίες. Τότε οἱ τρεῖς ἄνδρες ἀπάντησαν μὲ θάρρος, εἰλικρίνεια καὶ χωρὶς ὑπεκφυγές: «Ναί, εἶναι ἀλήθεια, ὅτι χαιρετίσαμε τούρκικα, γιὰ νὰ μὴν πληρώσουμε τὸν φόρο, ὄχι ὅμως πὼς ἀγαπήσαμε τὸ Ἰσλάμ»!
Ὁ κριτής, ἀφοῦ ἄκουσε μὲ ἔκπληξη τὴν θαρραλέα ἀπολογία τους, τοὺς γνώρισε τὶς συνέπειες τῆς πράξης τους, ὑποδεικνύοντάς τους πὼς θὰ γλύτωναν ἀπ’ αὐτές: «Τὸ σφάλμα σας εἶναι βαρύ. Δὲν ἔχετε ἄλλη ἐπιλογὴ νὰ γλυτώσετε τὴ ζωή σας, παρὰ νὰ γίνεται τοῦρκοι καὶ νὰ σπασθεῖτε τὸ Ἰσλάμ. Εἰδεμὴ θὰ βασανιστεῖτε καὶ θὰ θανατωθεῖτε»!
Οἱ τρεὶς ἄνδρες δὲ χρειάστηκε νὰ τὸ σκεφτοῦν. Ἀμέσως ἔδωσαν τὴν ἀπάντηση στὸ δικαστή: «Ἐμεῖς, ἐνδοξότατε ἀφέντη, εἴπαμε αὐτὸν τὸν λόγο, γιὰ νὰ γλυτώσουμε χρήματα, ὅμως τὸ ν’ ἀρνηθοῦμε τὴν πίστη μας εἶναι ἀδύνατον, κάνε μας ὅ,τι θέλεις!».
Ὁ δικαστὴς ἔγινε ἔξαλλος ἀπὸ τὸ θυμό του καὶ οὐρλιάζοντας σὰν ἄγριο θηρίο, ἔδωσε διαταγὴ νὰ τοὺς δείρουν ἀλύπητα καὶ νὰ τοὺς ρίξουν στὸ πιὸ σκοτεινὸ καὶ ὑγρὸ κελὶ τῆς φυλακῆς.
Ἐκεῖ οἱ τρεῖς ἄνδρες ἔδινε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο παρηγοριὰ καὶ δύναμη, διότι ἤξεραν πολὺ καλὰ τια μαρτύρια καὶ τί τέλος τους περίμενε. Ὁ ἕνας ἀπὸ αὐτούς, ὁ ὁποῖος ἦταν καὶ μορφωμένος, τοὺς εἶπε πὼς «προσέχετε ἀδελφοί μου, μὴ δειλιάσει κανένας καὶ χάσει αὐτὸ τὸ κελεπούρι ποὺ μᾶς ἔτυχε. Λίγο θὰ ὑπομείνουμε καὶ τὴν αἰώνια ζωὴ θὰ κερδίσουμε. Νὰ μὴ λυπηθοῦμε οὔτε συγγενεῖς, οὔτε φίλους, οὔτε τὴν πρόσκαιρη πατρίδα ἀλλὰ νὰ σταθοῦμε ἀνδρεῖοι στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ πᾶμε χαίροντες στὴν ἄλλη πατρίδα, ὅπου δὲν ἔχει τέλος ποτέ»! Προσεύχονταν μὲ θέρμη ψυχῆς, παρακαλῶντας τὸ Θεό, ὄχι νὰ τοὺς σώσει, ἀλλὰ νὰ τοὺς στηρίξει στὴν ὁμολογία τους καὶ στὰ μαρτύρια ὡς τὸ τέλος.
Ἀφοῦ πέρασαν κάποιες μέρες, χωρὶς φαγητὸ καὶ νερό, τοὺς ὁδήγησαν καὶ πάλι στὸ δικαστή, πιστεύοντας ὅτι θὰ «εἶχαν λογικευθεῖ» καὶ θὰ ἀλλαξοπιστοῦσαν. Ὁ δικαστής τους ἐπανέλαβε πὼς ὁ μόνος τρόπος νὰ σώσουν τὴ ζωή τους, ἦταν νὰ ἀσπασθοῦν τὸ Ἰσλὰμ καὶ νὰ γίνουν τοῦρκοι. Νὰ τοὺς δοθοῦν προνόμια, τιμὲς καὶ δόξες. Ἐκεῖνοι ὅμως, μὲ ἕνα στόμα καὶ μιὰ καρδιὰ ἀπέρριψαν καὶ πάλι τὶς προτάσεις καὶ τὰ δέλεαρ τοῦ δικαστῆ. Εἶχαν πάρει τὴν εὐλογημένη ἀπόφαση νὰ χύσουν τὸ αἷμα τους γιὰ τὸ Χριστό, τὸν ἀληθινὸ Θεό. Νὰ μὴν ἀνταλλάξουν τὴν αἰώνια βασιλεία μὲ τὴν πρόσκαιρη καλοπέραση, ἀκολουθῶντας μιὰ ψεύτικη θρησκεία. Ὁ δικαστὴς ἔδωσε καὶ πάλι διαταγὴ νὰ βασανιστοῦν καὶ νὰ φυσλακισθοῦν.
Μετὰ ἀπὸ πέντε ἡμέρες βασανισμῶν, ὁ δικαστὴς μὲ τὸν μουλεσήμη (διοικητὴ) τῆς πόλεως ἔβγαλαν διαταγὴ γιὰ τὴ θανάτωσή τους. Θάνατος δι’ ἀπαγχονισμοῦ! Τοὺς πῆραν καὶ τοὺς ὁδήγησαν σὲ τρία διαφορετικὰ σημεῖα νὰ τοὺς ἐκτελέσουν. Τὸν ἕναν τὸν κρέμασαν σὲ ἕναν πλάτανο στὴν ἀγορὰ τῆς πόλεως (τζαρσί). Τὸν ἕτερο τὸν κρέμασαν στὸ πλάτανο, δίπλα στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Δημητρίου καὶ τὸν τρίτο στὴν ἄκρη τῆς πλατείας, στὴν εἴσοδο τῆς πόλεως. Ἦταν 2 Νοεμβρίου 1786. Οἱ τρεῖς μακάριοι αὐτοὶ ἄνδρες ἀντάλλαξαν τὴν πρόσκαιρη αὐτὴ ζωὴ μὲ τὴν αἰωνιότητα.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ακίνδυνον μέλψωμεν, συν Αφθονίω ομού, κλεινόν Ανεμπόδιστον, Ελπιδοφόρον στερρόν, Πηγάσιον ένδοξον ούτοι γαρ ακινδύνως, εξαφθόνου κρατήρας, πηγάζουσι τοις ελπίδι, αρραγεί προσιούσι, χαρίτων ανεμποδίστων, κρήνην θεόβρυτον.
Κοντάκιον
Ήχος δ’. Ο υψωθείς.
Τη της Τριάδος καλλονή λαμπρυνθείσα, η πενταυγής των Αθλητών θεία φάλαγξ, τας των τυράννων ήμβλυνε δεινάς προσβολάς, άφθονον ακίνδυνον, ανεμπόδιστον χάριν, άπασι πηγάζουσα, τοις ελπίδι και πόθω, ενθέως προσιούσι δι’ αυτών, τω πάντων Κτίστη, Χριστώ τω Θεώ ημών.
ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
2 Νοεμβρίου 2025 ἑορτάζουν:
Ἅγιοι Ἀκίνδυνος, Ἀφθόνιος, Πηγάσιος, Ἐλπιδηφόρος καὶ Ἀνεμπόδιστος
Ἅγιοι Συγκλητικοί
Ἅγιοι Εὔδοξιος, Ἀγάπιος καὶ ἄλλοι ὀκτὼ μάρτυρες, Ἀττικός, Μαρῖνος, Ὠκεανός, Εὐστράτιος, Καρτέριος, Νικοπολιτιανός, Στύραξ καὶ Τωβίας
Ἅγιες Κυριακή, Δομνίνα καὶ Δόμνα
Ὅσιος Μαρκιανὸς «ὁ ἐν τῇ Κύρῳ»
Ἅγιοι Λάμπρος, Θεόδωρος καὶ ἕτερος Ἀνώνυμος οἱ Νεομάρτυρες ποὺ μαρτύρησαν στὸ Βραχώρι
Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ ὁμολογητής, ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης
Ὅσιος Γαβριὴλ ὁ Ὁμολογητής – Σαλός
