Ξαφνικὰ γέμισε ὅλη ἡ ἐκκλησία ἀπὸ Ἁγίους!

Διηγεῖται ὁ πατὴρ Στέφανος Ἀναγνωστόπουλος τὰ ἑξῆς:

Ἦρθε ἕνας κύριος, πρὶν ἀπὸ εἴκοσι περίπου χρόνια, καὶ μοῦ εἶπε ὅτι εἶχε πολλὰ βάσανα καὶ ὅτι θὰ ἤθελε νὰ κάνει προσευχὴ γιὰ νὰ μπορέσει νὰ τὰ ἀντιμετωπίζει οἰκογενειακῶς, μὲ περισσότερη καρτερία καὶ ὑπομονὴ καί, ἂν αὐτὸ εἶναι δυνατό, χωρὶς γογγυσμό.

«Ἀλλά, μὴ μοῦ πεῖς», ἔτσι μοῦ ζήτησε, «νὰ λέω ὅλο τὸ βράδυ αὐτὸ τὸ “Κύριε ἐλέησον!… Κύριε ἐλέησον!…”. Πές μου ἕναν ἄλλον τρόπο, πιὸ πρακτικό…».

Πῶς μοῦ ἦρθε ἐκείνη τὴ στιγμὴ καὶ τοῦ λέω:

–Ὑπάρχει ἕνα βιβλίο στὴν Ἐκκλησία μας ποὺ λέγεται «Ὡρολόγιο» (καὶ τοῦ τὸ ἔδειξα). Σ’ αὐτὸ ὑπάρχουν ὅλα τὰ ἀπολυτίκια τῶν ἁγίων ἀπὸ τὴν 1η Σεπτεμβρίου ἕως 31 Αὐγούστου.

–Δὲν ξέρω νὰ ψάλλω, μοῦ εἶπε.

–Νὰ τὰ διαβάζεις. Ὅταν τελειώνουν τὰ ἀπολυτίκια, παρακάτω ἔχει παρακλήσεις, πλῆθος ἀπὸ ὕμνους καὶ ὠδὲς πνευματικές. Πόση ὥρα ἐσὺ θὲς νὰ κάνεις προσευχή; Διάβαζε ἀπὸ αὐτά. Καὶ τελειώνοντας τὸ κάθε ἀπολυτίκιο, νὰ λές, π.χ.: «Ἅγιε Εὐστράτιε, βοήθησε τὸ σπίτι μας!», «Ἅγιε Νικόλαε, βοήθησέ με!», «Ἁγία μου Βαρβάρα, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν!». Κάθε φορὰ ποὺ θὰ τελειώνεις τὸ διάβασμα, λέγε καὶ κάτι παρόμοιο. Στὸν Χριστὸ καὶ στὴν Παναγία, θὰ λές: «ἐλέησον ἡμᾶς» ἢ «σῶσε μας».

Καὶ ἀπὸ τότε, λοιπόν, ἄρχισε αὐτὸς νὰ τὰ διαβάζει. Τὴν πρώτη μέρα ἔκατσε καὶ διάβασε δυὸ ὧρες. Τὴ δεύτερη μέρα διάβασε τρεῖς. Ἔφθασε στὸ σημεῖο νὰ διαβάζει μέχρι καὶ πέντε ὧρες τὰ ἀπολυτίκια τῶν ἁγίων καὶ τὶς διάφορες παρακλήσεις ποὺ ὑπάρχουν μέσα στὸ «Ὡρολόγιο» (παρακλήσεις καὶ κανόνες πρὸς τὴν Ἁγία Τριάδα, πρὸς τὸν Ἰησοῦ Χριστό, πρὸς τὴν Παναγία μαζὶ μὲ τοὺς Χαιρετισμούς της, πρὸς τὸν Φύλακα Ἄγγελο, πρὸς τοὺς Ἁγίους Πάντες κ.λπ.), κάνοντας ὑπακοὴ ἀκριβῶς σ’ αὐτὸ ποὺ τὸν προέτρεψα…

Ὕστερα ἀπὸ ἕνα μῆνα περίπου, πῆγε καὶ ἐκκλησιάστηκε σ’ ἕναν ναὸ καὶ τὴν ἑπόμενη ἦρθε καὶ μὲ βρῆκε λέγοντάς μου τὰ ἑξῆς:

–Ἄσ’ τα, πάτερ Στέφανε! Τί ἔπαθα, τί ἔπαθα!… Τί φοβερὸ πρᾶγμα ἔπαθα!…

–Τί ἔπαθες; τοῦ λέω.

–Νά!… Ἄρχισα νὰ διαβάζω, ὅπως μοῦ εἶπες· καὶ χθὲς πῆγα καὶ ἐκκλησιάστηκα στὸν Ἅγιο Νικόλαο, στὸν Πειραιᾶ. Καί, ἐνῷ παρακολουθοῦσα τὴ Θεία Λειτουργία, ξαφνικὰ ἔνιωσα ὅτι ὅλοι οἱ χριστιανοὶ δίπλα μου δὲν ἦταν οἱ χριστιανοί, δὲν ἦταν δηλαδὴ οἱ ἄνδρες ἀπὸ ἐδῶ – οἱ γυναῖκες ἀπὸ ἐκεῖ, ἀλλὰ γέμισε ὅλη ἡ ἐκκλησία ἀπὸ Ἁγίους! Τοὺς ὁποίους μάλιστα ἀναγνώριζα! Μά, ἐγὼ δὲν τοὺς ἤξερα. Πῶς τοὺς ἀναγνώριζα; Μὲ τὴ ψυχή μου; Μὲ τὴν καρδιά μου; Μὲ τὸν νοῦ μου; Δὲν γνωρίζω. Πῶ, πῶ! Πόσο χάρηκα! Γέμισε ἡ ψυχή μου ἀπὸ εὐτυχία!…. ἔλεγε καὶ ξανάλεγε καὶ ξανάλεγε. Ἔπεφτε κάτω, ἔβαζε μετάνοιες, ξανάβαζε μετάνοιες καὶ ξανάβαζε, θέλοντας ἔτσι νὰ μ’ εὐχαριστήσει.

Τὴν ἑπόμενη βδομάδα ξανάρθε, ὅμως λυπημένος αὐτὴ τὴ φορὰ καὶ μοῦ εἶπε:

–Αὐτὴ τὴν Κυριακὴ ποὺ πῆγα ἐκκλησία, δὲν ἦρθε κανένας Ἅγιος!

Καὶ τὸ εἶπε αὐτό, γιατί νόμιζε ὅτι κάθε φορὰ ποὺ θὰ πηγαίνει στὴν ἐκκλησία θὰ γινόταν συνέχεια τὸ ἴδιο!

–Ἐμ, τοῦ λέω, δὲν εἶναι ἔτσι κάθε μέρα. Αὐτὸ τὸ οὐράνιο γεγονὸς ποὺ εἶδες ἦταν μιὰ ἀπάντηση τῶν Ἁγίων, ποὺ σ’ εὐχαρίστησαν ἐπειδὴ τοὺς διάβαζες κάθε βράδυ τὸ ἀπολυτίκιό τους.

Πέρασαν τὰ χρόνια καὶ ὁ ἐν λόγῳ χριστιανὸς ἄλλαξε κατοικία καὶ χάθηκε. Πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ ὅμως, ἐμφανίστηκε πάλι μπροστά μου. Στὴν ἀρχὴ δὲν τὸν ἀναγνώρισα· εἶχε ἀλλάξει ἡ μορφή του. Ὅμως τὸν θυμήθηκα, γιατί ἦταν ὁ πρῶτος ποὺ τοῦ συνέστησα νὰ κάνει αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν προσευχή, σὰν μιὰ εὐλογημένη συνήθεια ἀπὸ μέρους του. Βέβαια, αὐτὸ τὸ εἶδος τῆς προσευχῆς δὲν ἔχει τὴ δύναμη τῆς Νοερᾶς Προσευχῆς, ἀλλὰ ὡστόσο ἔχουν δύναμη οἱ ἐπικλήσεις τῶν Ἁγίων, ὡς πρεσβευτές μας στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.

Μοῦ εἶπε λοιπόν:

–Ἄ, πάτερ Στέφανε! Μιὰ φορὰ ἔγινε αὐτό!

–Ἔ, μιὰ φορὰ θὰ τὸ δεῖς! τοῦ εἶπα. Γιὰ νὰ καταλάβεις ὅτι οἱ Ἅγιοι εἶναι παρόντες. Κι ὅταν ψάλλουμε τὸ ἀπολυτίκιό τους ἢ ὁ,τιδήποτε ἄλλο, αὐτοί μας προστατεύουν. Τὴ διατηρεῖς ἀκόμη αὐτὴ τὴν καλὴ συνήθεια;

–Τὴ διατήρησα γιὰ λίγο καιρό. Ὕστερα τὴν ἄφησα, ἀφοῦ δὲν ἐμφανίστηκαν ξανά!…

–Κακῶς, πολὺ κακῶς, ποὺ ἄφησες τὴν προσευχή σου, ἐπειδὴ δὲν σοῦ ξαναεμφανίστηκαν οἱ Ἅγιοι! Μὲ τὶς ἀδυναμίες καὶ τὰ πάθη ποὺ ἔχεις, θὰ μποροῦσε ὁ διάβολος μὲ πολλὴ εὐκολία νὰ σοῦ στήσει καμιὰ παγίδα, ἐμφανιζόμενος ὁ ἴδιος ὡς ἄγγελος φωτὸς (πρβλ. Β’ Κόρ. 11, 14). Θὰ τὸν προσκυνοῦσες καὶ θὰ δαιμονιζόσουν ἢ μπορεῖ νὰ σ’ ἔριχνε σὲ πλάνες καὶ νὰ σὲ κόλαζε αἰώνια. Εὐτυχῶς, ποὺ ὁ Θεὸς σὲ φύλαξε, ἀμείβοντας τὴν πίστη καὶ τὴν ἁπλότητά σου. Διότι ὁ σκοπὸς τῆς ὁποιαδήποτε προσευχῆς δὲν εἶναι γιὰ νὰ βλέπουμε ὁράματα μὲ ἁγίους ἢ καὶ φῶτα λαμπερά, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἑλκύσουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ποὺ θὰ διορθώσει τὴν ἄτακτη ζωή μας καὶ ποὺ θὰ μᾶς φωτίσει καὶ θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας. Αὐτὲς τὶς συμβουλὲς σοῦ τὶς εἶχα δώσει κι ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας φορὰ ποὺ «διαμαρτυρήθηκες». Γι’ αὐτό, θὰ προσεύχεσαι ὅπως πρῶτα, θὰ νηστεύεις, θὰ συμμετέχεις στὰ πανάγια Μυστήρια μὲ φόβο, μὲ πίστη, μὲ ἀγάπη καὶ ἀληθινὴ μετάνοια. Θὰ τηρεῖς τὶς εὐαγγελικὲς ἀρετὲς μὲ πολλὴ ὑπομονὴ καὶ ὅλα ὅσα μᾶς διδάσκει ἡ Ὀρθόδοξη Πίστη μας.

Ἀπὸ τότε διορθώθηκε ἡ στάση του στὴν προσευχὴ καὶ μαζὶ μὲ τὰ ἀπολυτίκια λέει συνεχῶς προφορικὰ καὶ τὴν Εὐχούλα: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».

Πρωτοπρεσβυτέρου Στεφάνου Κ. Ἀναγνωστόπουλου: «Ἡ Εὐχὴ μέσα στὸν κόσμο», σελ. 181–184

Συντάκτης

Σχολιάστε

Το email σας δεν θα δημοσιευθεί.Τα απαραίτητα πεδία είναι μαρκαρισμένα *