Ἅγιος Δημήτριος Γκαγκαστάθης: Ὅταν κοιμᾶται τό ποίμνιον ὁ ποιμήν πρέπει νά ἀγρυπνᾶ, διότι τά δαιμόνια χαίρουν ὅταν ὁ ποιμήν κοιμᾶται

Ὁ ποιμήν νά εἶναι συνετός καί νά ἔχη ἄπειρη ἀγάπη. Νά διδάσκη, νά νουθετῆ, νά ἀγαπᾶ, νά προσεύχεται, νά ἀγρυπνᾶ. Ξέρεις τί εἶναι τό ποίμνιο νά κοιμᾶται καί ὁ ποιμήν νά ἀγρυπνᾶ; Ποιός μπορεῖ νά περιγράψη καί νά νοιώση τόν ποιμένα πού ξενυκτᾶ στό Θυσιαστήριο, ἰδιαιτέρως κατά τίς ὧρες 12-3, τότε πού ὁ Σατανᾶς, ὡς λέων ὠρυόμενος ζητᾶ νά καταπιῆ τό ποίμνιο; Καί τό τί αἰσθάνεται ὁ ποιμήν ἐκεῖνες τίς ὧρες εἶναι ἀπερίγραπτα καί ἀκατανόητα διά τούς ἄλλους. Ὁ ποιμήν πρέπει νά ἐργάζεται γιά την σωτηρία τοῦ ποιμνίου του. Ἀκοῦστε καί τό ἑξῆς, διά νά δῆτε, τό τί μπορεῖ νά κατορθώση ὁ καλός ποιμένας.

Στό χωριό μας ἦταν ἕνας πατέρας πού εἶχε τήν κόρη του ἄρρωστη. Τήν πῆγε σε πολλούς γιατρούς. Τίποτε ὅμως δέν γινότανε. Πολλοί ἀπό τούς συγγενεῖς τόν ὑποδείξανε να πάη καί σε μιά μάγισσα νά δῆ μήπως κάνανε μάγια στήν κόρη του νά τά λύση. Ὁ πατέρας πῆγε σε μάγισσα. Ἐκείνη προσπαθοῦσε πολλές μέρες καί τίποτε δέν μποροῦσε νά κάνη. Ὅταν πῆγε ὁ πατέρας νά δῆ τί ἔγινε, τοῦ ἀπαντᾶ: Δέν μποροῦν νά ἐνεργήσουν οἱ δυνάμεις διότι προσεύχεται ὁ παπᾶς τήν νύκτα.

Καί ἄλλοτε πάλι ἕνας ἀπό τό χωριό μας ἤθελε νὰ κάνη μάγια σε κάποιο ἄλλο σπίτι. Πήγε σε μάγισσα. Ὅταν ξαναπῆγε νά δῆ τί κατώρθωσε, ἐκείνη τοῦ ἀπάντησε: Δέν μπορῶ νά κάνω τίποτα, διότι τίς ὧρες, 12-3, πού κάνω ἐγώ τίς μαγεῖες μου, ἐκεῖνες τίς ὧρες εἶναι ὁ παπᾶς στην μέση καί δέν μ’ ἀφήνει. Πήγαινε δωροδόκησέ τον διά νά κάνουμε δουλειά.

Ἦλθε σε μένα καί μοῦ τά εἶπε. Τοῦ ἀπαντῶ, εἶναι ἀδύνατον νά σταματήσω, ἀπεναντίας τώρα θά προσεύχωμαι περισσότερο. Πῶς νὰ ἐπιτρέψω ἐγώ να γίνη κακό στό ποίμνιό μου;

Τελικά ή μάγισσα παρητήθηκε τῆς ὑποθέσεως διότι δέν μποροῦσε νά κάνη τίποτα. Βλέπετε τώρα τί προλαμβάνει καί τί καλό κάνει ή προσευχή τοῦ ποιμένος, κατά τήν νύκτα καί ἡ ἀγρυπνία του διά τό ποίμνιό του; Ὅταν κοιμᾶται τό ποίμνιον ὁ ποιμήν πρέπει νά ἀγρυπνᾶ, διότι τά δαιμόνια χαίρουν ὅταν ὁ ποιμήν κοιμᾶται.

Δέν μποροῦμε νά ἔχωμε παρρησία στόν Θεό, ὅταν δὲν εἴμεθα ὑπάκοοι, ταπεινοί. Ἡ καρδιά μας πρέπει νά εἶναι ἁπλῆ, νά δέχεται τόν λόγον τοῦ Θεοῦ. Ὄχι ἐγωϊσμός καί σκληροκαρδία. Ἡ ἁπλότητά μας, μᾶς κάνει ὅμοιους μέ τόν Θεό καί τούς Ἁγίους. Ὅλα εἶναι ἁπλᾶ. Ὁ ἀπλός ἄνθρωπος οὔτε κακός εἶναι οὔτε μπορεῖ νά σκεφθῆ κάτι κακό. Εἶναι ἀνεξίκακος. Εἶναι σάν παιδί. Ἡ προσευχή του εἶναι περισσότερον εὐπρόσδεκτη. Προσεύχεται καί κλαίει γιά τούς ἄλλους καί τίς ἁμαρτίες του.

Ὁ ποιμήν πρέπει νά ἔχη ἀπέραντη ἀγάπη, πλατειά καρδιά, ταπεινοφροσύνη, ἀπλότητα καί νά εἶναι ἀνιδιοτελής.

Πηγή: «Ὀρθόδοξος πανοπλία μὲ Ἁγιοπατερικὸ ἐξοπλισμό», ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, σελ. 89-90

 

Συντάκτης

Σχολιάστε

Το email σας δεν θα δημοσιευθεί.Τα απαραίτητα πεδία είναι μαρκαρισμένα *