Ὁ Ἅγιος Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης, μορφωμένος καὶ ὀνομαστὸς Ἀθηναῖος, ποὺ μεταστράφηκε στὴ χριστιανικὴ πίστη ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο περιγράφει τὴ συνάντησή του μὲ τὴν Παναγία. Ὁ Ἅγιος Διονύσιος, τρία χρόνια μετὰ τὴ μεταστροφή του, ἐπισκέφτηκε τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο στὰ Ἱεροσόλυμα, στὸ σπίτι τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, ὅπου ἐκείνη ἔμενε μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου. Γράφει σχετικὰ μὲ τὴν ἐπίσκεψη αὐτὴ σὲ μίαν ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ἀπόστολο Παῦλο:
«Δὲν πίστευα —τὸ ὁμολογῶ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ὦ θαυμάσιε ὁδηγὲ καὶ ποιμένα μας— ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ὕψιστο Θεὸ ἦταν δυνατὸ νὰ ὑπάρχει ὁποιοδήποτε πρόσωπο ποὺ νὰ εἶναι γεμᾶτο ἀπὸ θεία δύναμη καὶ θεία χάρη. Ὅμως, κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ φανταστεῖ αὐτὸ ποὺ εἶδα καὶ κατάλαβα ὄχι μόνο μὲ τὰ ψυχικά μου μάτια ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ σωματικά. Εἶδα, λοιπόν, μὲ τὰ μάτια μου τὴ θεόμορφη καὶ ἁγιότερη ἀπ’ ὅλα τὰ οὐράνια πνεύματα Μητέρα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἦταν ἕνα δῶρο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, τῆς συγκαταβατικότητας τοῦ κορυφαίου Ἀποστόλου (Ἰωάννου), καθὼς καὶ τῆς ἀπέραντης καλοσύνης, εὐσπλαχνίας καὶ εὐμένειας τῆς ἴδιας τῆς Παρθένου. Ὁμολογῶ ξανὰ καὶ ξανὰ μπροστὰ στὸν παντοδύναμο Θεό, μπροστὰ στὸν πανάγαθο Σωτῆρα καὶ μπροστὰ στὴν ἔνδοξη καὶ πάντιμη Μητέρα Του, πώς, ὅταν μὲ ὁδήγησε σ’ ἐκείνην, τὴ θεόμορφη καὶ παναγία Παρθένο, ὁ Ἰωάννης, ἡ κεφαλὴ τῶν Εὐαγγελιστῶν καὶ τῶν Προφητῶν, πού, ἐνῷ ζεῖ μὲ σάρκα, λάμπει ὅπως ὁ ἥλιος στὸν οὐρανό, μὲ τύλιξε μιὰ θεία λάμψη, λάμψη ζωηρὴ καὶ ἀμείωτη, φωτίζοντάς με ὄχι μόνο ἐξωτερικὰ ἀλλὰ καὶ ἐσωτερικά, καθὼς καὶ μιὰ ὑπερκόσμια, μιὰ ὑπέροχη εὐωδία μὲ συνεχεῖς ἐναλλαγές.
Οὔτε τὸ πνεῦμα μου, οὔτε τὸ ἀδύναμο σῶμα μου μποροῦσαν νὰ βαστάξουν τόσα καὶ τέτοια σημεῖα, ποὺ συνιστοῦσαν πρόγευση τῆς αἰώνιας μακαριότητας καὶ δόξας.
Παρέλυσε ἡ καρδιά μου καὶ σχεδὸν ἔσβησε τὸ πνεῦμα μου ἀπὸ τὴ θεία δόξα καὶ χάρη της. Βεβαιώνω μπροστὰ στὸν Θεὸ πώς, ἂν δὲν εἶχα φυλάξει στὴν καρδιά μου καὶ στὸ νεοφώτιστο νοῦ μου τὶς θεόπνευστες διδαχὲς καὶ ὑποθῆκες Του, θὰ εἶχα θεωρήσει τὴν Παρθένο θεὸ καὶ θὰ τὴν εἶχα προσκυνήσει ἔτσι ὅπως προσκυνοῦμε τον μόνο ἀληθινὸ Θεό.
Γιατί κανένας νοῦς δὲν μπορεῖ νὰ φανταστεῖ γιὰ ἄνθρωπο δοξασμένο ἀπὸ τὸν Θεὸ δόξα ἀνώτερη ἀπὸ τὴ δόξα ἐκείνη ποὺ ἀξιώθηκα ἐγώ, ὁ ἀνάξιος, νὰ δῶ, οὔτε μακαριότητα μεγαλύτερη ἀπὸ τὴ μακαριότητα ποὺ ἀξιώθηκα νὰ γευθῶ. Εὐχαριστῶ τὸν ὕψιστο καὶ πανάγαθο Θεό μου, τὴν Παναγία Παρθένο, τὸν κορυφαῖο Ἀπόστολο Ἰωάννη, καθὼς κι ἐσένα, τὴν ἀνώτατη καὶ ἐπισημότατη κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ σπλαχνικὰ μοῦ φανέρωσε μιὰ τέτοια εὐεργεσία».
«Ἀσκητικὲς ὁμιλίες Α’», Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ, ἐπισκόπου Καυκάσου καὶ Μαύρης Θάλασσας, ἐκδ. Ἱερὰς Μονῆς Παρακλήτου