Ἅγιος Δημήτριος Γκαγκαστάθης – Ἀπὸ βοσκὸς προβάτων, ποιμένας ψυχῶν
Ὁ νέος Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας Δημήτριος Γκαγκαστάθης γεννήθηκε τὸ 1902 στὸ χωριὸ Πλάτανος, 15 χιλιόμετρα ἀπὸ τὰ Τρίκαλα. Μὲ δυσκολίες τελείωσε τὸ δημοτικὸ στὸ χωριό του. Ἦταν βοσκὸς προβάτων καὶ ἀξιώθηκε νὰ γίνει καὶ βοσκὸς ψυχῶν. Ἀπὸ μικρὸς εἶχε πλήρη ἐπικοινωνία μὲ τὸν Χριστό μας, μέσα ἀπὸ τὴν γλυκύτητα τῆς προσευχῆς καὶ τὸν πόθο ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Ὅταν ἔκλεινε τὰ πρόβατα στὴν στάνη πήγαινε μὲ δάκρυα κατ’ εὐθεῖαν στὴν Ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ του, στοὺς ἀγαπημένους του Ταξιάρχες κοντὰ στὸ σπίτι του, γιὰ νὰ ζητήσει την χάρη τους καὶ νὰ τοὺς διακονήσει. Ἀπὸ τὴν εὐλαβέστατη γιαγιά του καὶ τοὺς εὐσεβεῖς γονεῖς του ἔμαθε τὰ ἱερὰ γράμματα καὶ τοῦ Θεοῦ τὰ πράγματα. Διάβαζε μὲ πολὺ κατάνυξη βίους Ἁγίων καὶ τοὺς αἰσθανόταν εὐεργέτες καὶ προστάτες του.
Ἕνα βράδυ ἐνῷ ἀναπαυόταν στὸ φτωχὸ σπίτι του ἦρθε ἕνας γέροντας καὶ τὸν ξύπνησε, λέγοντας του: «σήκω παιδί μου γρήγορα, τὸ σπίτι θὰ πέσει».
Ξανά, δεύτερη φορά, τὸν ξύπνησε. Καὶ στὸ τέλος, τὸν ξύπνησε κανονικά. Βγαίνουν ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ ἀμέσως τὸ σπίτι ἔπεσε!
Ὁ γέροντας ἦταν ὁ Ἅγιος Νικόλαος. Εἶχαν στὸ χωριὸ καὶ ναὸ ἀφιερωμένο στὸν Ἅγιο Νικόλαο. Αὐτὸς ἦρθε καὶ τὸν προστάτευσε. Μόλις βγῆκε ἀμέσως τὸ σπίτι κατέρρευσε.
Ἐπιστρατεύθηκε κατὰ τὴν Μικρασιατικὴ ἐκστρατεία καὶ πολλὲς φορὲς μὲ τὴν θαυματουργικὴ ἐπέμβαση τῶν ἀγαπημένων του Ταξιαρχῶν σώθηκε ἀπὸ σίγουρο θάνατο. Ἐπιστρέφοντας σῶος στὸ χωριό, νυμφεύθηκε τὸ 1928 τὴν εὐλαβῆ χωριανὴ τοῦ Ἐλισάβετ μὲ τὴν ὁποία ἀπέκτησε ἐννέα θυγατέρες, ἐκ τῶν ὁποίων ἡ μικρότερη ἔγινε μοναχὴ καὶ ἀργότερα Ἡγουμένη μὲ τ’ ὄνομα Ἰσιδώρα.
Ὁ Μητροπολίτης Τρίκκης Πολύκαρπος τὸν χειροθέτησε ἀναγνώστη, στὶς 24 Μαΐου 1931 τὸν χειροτόνησε διάκονο καὶ σὲ δύο μέρες ἱερέα. Ἐφοίτησε στὴν ἱερατικὴ σχολὴ Τριπόλεως καὶ ἀνέλαβε τὴν ἐπὶ 42 ἔτη ἐφημερίαν εἰς τὸν ἱερὸ ναὸ Ἁγίου Νικολάου τοῦ χωρίου του καθὼς καὶ τὴν ἐπίβλεψη ἄλλων παρεκκλησίων, ἰδίως τῶν προστατῶν του Ἁγίων Ταξιαρχῶν, ὅπου τὶς νύκτες ἀποσυρόταν ἀγρυπνῶν καὶ προσευχόμενος.
Ἀργότερα πέρασε πάλι ἰσχυρὲς δοκιμασίες, στὴν ἐποχὴ τοῦ ἐμφυλίου πολέμου, ἐπειδὴ μιλοῦσε γιὰ Χριστό, πατρίδα, οἰκογένεια, τὸν ἔβαλαν στὸ στόχαστρο, τὸν ἀπείλησαν καὶ πολλὲς φορὲς ἀποπειράθηκαν νὰ τὸν σκοτώσουν καὶ ὅλο σωζόταν.
Ὁ ἴδιος διηγεῖται: «Ἦρθα, Κυριακὴ πρωί. Μόλις πρόλαβα καὶ βγῆκα ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. Ἦταν 10 ἱππεῖς καὶ μαζὶ μὲ τὸν ἀρχηγὸ τοὺς 11 καὶ μὲ κυνηγοῦσαν στὸν κάμπο. Οἱ χωρικοὶ ἀπὸ τὴν μιὰ πλευρὰ ἔβλεπαν τὸ θέαμα καὶ οἱ ἀπέναντι, ἀπὸ τὸ ἄλλο χωριό, βγῆκαν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, κι ἔβλεπαν ἐπίσης τὸ θέαμα. Μὲ ἔβριζαν ἐλεεινὰ καὶ τρισάθλια καὶ μὲ πυροβολοῦσαν μετά.
Οἱ σφαῖρες μὲ τρυπᾶνε τὰ ράσα, δὲν μὲ τσίμπαγε καμιά. Σὰν μὲ φτάσαν στὰ 50 μέτρα καὶ μὲ περικύκλωσαν, τότε γονάτισα. Σήκωσα τὰ χέρια στὸν οὐρανὸ καὶ φώναξα ἀπὸ τὸ βάθος τῆς ψυχῆς μου.
“Μιχαὴλ Ἀρχιστράτηγε, κινδυνεύω, βοήθησέ με”.
Αὐτοστιγμεὶ καὶ οἱ 11 ἔγιναν κόκκαλο καὶ ἄγαλμα. Ὁ ἀρχηγὸς πέφτει ἀπὸ τὸ ζῶο κάτω, σπάζει ἡ σπονδυλική του στήλη καὶ ἀφοῦ εἶδα ὅτι εἶναι ἀκίνητοι, εὐχαρίστησα τὸ Θεό, τοὺς Ταξιάρχες καὶ τοὺς εἶπα: νὰ μετανοήσετε, νὰ γίνετε καλοὶ ἄνθρωποι, νά ’χετε τὸ Θεὸ βοήθεια καὶ ἀφοῦ τοὺς εὐλόγησα -χωρὶς νὰ μὲ πειράξουν- πῆγα ἀπέναντι, ὅπου περίμενε τὸ χωριὸ καὶ μπῆκα μὲ ὅλο τὸ λαὸ στὴν ἐκκλησία καὶ δώσαμε δόξα στὸ Θεὸ ποὺ ἔκανε σήμερα θαῦμα».
Ὅλη ἡ ζωή του ἦταν μέσα σὲ τέτοια γεγονότα χωρὶς νὰ ἔχει καθόλου ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό του.
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος Γκαγκαστάθης ὅταν λειτουργοῦσε εἶχε θεῖες θεωρίες καὶ ἐμπειρίες. Διηγεῖται ὁ ἴδιος: «Κάποτε, στὴ μεγάλη εἴσοδο, κι ἐνῷ πλησίαζα στὴν ὡραία πύλη, εἶδα ἀριστερά μου ἕνα ὄμορφο παιδάκι, ποὺ χάθηκε σὰν σκιά. Συγχρόνως ἀκούστηκε κρότος ἀπὸ τὸ καντήλι τῆς Παναγίας, ποὺ ἄρχισε νὰ κουνιέται μέχρι τὸ τέλος τῆς λειτουργίας. Σὲ μία νυχτερινὴ λειτουργία μοῦ στὸ ναὸ τῶν Ταξιαρχῶν, εἶδα τὴν ὥρα τῆς δοξολογίας τὸ ἴδιο ἐκεῖνο παιδάκι νὰ στέκεται μπροστὰ στὴν προσκομιδή, καὶ νὰ ἐξαφανίζεται πάλι σὰν καπνός.
Στὶς 8 Αὐγούστου 1954· στὶς 5 τὸ πρὼὶ ξεκίνησα γιὰ τὸ χωριὸ Ἀρδάνι. Περπατοῦσα κι ἔψαλλα κατανυκτικοὺς ὕμνους γιὰ νὰ εὐχαριστήσω τὸν Κύριο καὶ τὴ Θεοτόκο. Φτάνοντας στὴν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ, ἄρχισα τὸν ὄρθρο, καὶ στὴ συνέχεια μπῆκα στὴ θεία λειτουργία μὲ πνευματικὴ εὐφροσύνη καὶ ἀγαλλίαση. Συνέβη τότε τὸ ἑξῆς θαυμαστό: Ὅσα παιδιὰ ἀπὸ 12 ἐτῶν καὶ κάτω βρίσκονταν στὸ ναό, ἔβλεπαν στὸ ἱερὸ δύο μεγάλες σκάλες, πάνω στὶς ὁποῖες ἀνέβαιναν καὶ κατέβαιναν παιδάκια λουσμένα στὸ Φῶς. Ὅταν διάβαζα τὸ Εὐαγγέλιο, γέμισε ἀπὸ παιδάκια ἡ ἁγία τράπεζα· τὴν ὥρα τῆς μεγάλης εἰσόδου ἡ νεωκόρος εἶδε νὰ κατεβαίνει ἀπὸ τὴν ἀριστερὴ σκάλα μία γυναῖκα κι ἀπὸ τὴ δεξιὰ ἕνας ἄνδρας μ᾿ ἕνα μικρὸ παιδί, ἐνῶ πλῆθος παιδάκια ἀκολουθοῦσαν τὴ μεταφορὰ τῶν τιμίων Δώρων».
Μερικὲς φορὲς ὁ Ἅγιος Δημήτριος, τὴν ὥρα τῆς θείας λειτουργίας, εἶχε ἐνοχλήσεις ἀπὸ τοὺς δαίμονες: «Κάποτε, διηγεῖται, ἐνῶ λειτουργοῦσα, ἀκούω ἔξω θορύβους. Βγαίνω, καὶ τί νὰ δῶ! Οἱ σατανᾶδες χτίζανε πολυκατοικία. Ἄλλος κρατοῦσε μυστρί, ἅλλος φτυάρι… τοὺς σταύρωσα, κι ὅλα ἐξαφανίστηκαν. Ἄλλοτε, ἐνῶ λειτουργοῦσα τὴ νύχτα, μπῆκαν στὴν ἐκκλησία κι ἄρχισαν ν᾿ ἀναποδογυρίζουν τὶς καρέκλες. Ὁ ἀρχηγός τους μάλιστα μπῆκε στὸ ἱερό, ἔκλεισε τὸ παραθυράκι καὶ μ᾿ ἔπιασε ἀπ᾿ τὸ λαιμὸ νὰ μὲ πνίξει. Ἐπικαλέστηκα τοὺς Ἅγιους Ταξιάρχες, κι ἀμέσως χάθηκαν.
Οἱ δαίμονες, μὲ παραχώρηση Θεοῦ, μπαίνουν μέσα στὴν ἐκκλησία καὶ βάζουν λογισμοὺς στοὺς πιστούς. Μόλις ὅμως ποῦν οἱ ψάλτες τὸ χερουβικὸ καὶ βγεῖ ὁ ἱερέας γιὰ τὴ μεγάλη εἴσοδο, ἀμέσως φεύγουν».
Κάθε φορὰ ποὺ ὁ παπα-Δημήτρης λειτουργοῦσε στὸ ναὸ τοῦ χωριοῦ του, τοὺς Ἁγίους Ταξιάρχες, ἡ ἁγία τράπεζα εὐωδίαζε. Αὐτὸ συνέβαινε μερικὲς φορὲς καὶ σὲ ἄλλους ναούς. Ἡ εὐωδία παρουσιαζόταν κυρίως μετὰ τὴ μεγάλη εἴσοδο, ὅταν τοποθετοῦσε τὰ ἄχραντα Μυστήρια πάνω στὴν ἁγία τράπεζα. Ἄλλοτε παρουσιαζόταν τὴν ὥρα τῆς ἐπικλήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στὸ «τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν… ».
Συχνὰ ἔβαζε βαμβάκι κάτω ἀπὸ τὸ ἀντιμήνσιο πρὶν ἀρχίσει ἡ θεία λειτουργία, καὶ τελειώνοντας, τὸ βαμβάκι μυροβολοῦσε. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τὸ μαρτυροῦν πολλοί, ποῦ συγκλονίστηκαν καὶ τονώθηκαν στὴν πίστη. Κάποτε ἔβγαινε τόσο ἄφθονο, ὥστε δυσκολευόταν ν᾿ ἀναπνεύσει. Μία φορὰ μάλιστα ἢ εὐωδία ἔβγαινε σὰν ἕνας μικρὸς στῦλος καπνοῦ καὶ πλημμύρισε ὅλη τὴν ἐκκλησία.
Ὅταν ὁ παπα-Δημήτρης ζήτησε καὶ τὴ γνώμη τοῦ π. Φιλόθεου Ζερβάκου, τοῦ πνευματικοῦ του, ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Δὲν πρέπει ν᾿ ἀμφιβάλλουμε ὅτι πρόκειται γιὰ ἕνα παράδοξο θαῦμα. Τὸ πιὸ βέβαιο εἶναι πὼς ἡ εὐωδία προέρχεται ἀπὸ τὴ θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποῦ σὰν Ἀμνὸς σφαγιάζεται πάνω στὴν ἁγία τράπεζα γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Πιθανὸν ὅμως νὰ προέρχεται καὶ ἀπὸ τὰ ἅγια λείψανα ποῦ βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὴν ἅγια τράπεζα ἢ καὶ ἀπὸ τὰ ἐγκαίνια».
Ἰδιαίτερη σχέση εἶχε μὲ τὸν θαυματουργὸ προστάτη των Τρικάλων Ἅγιο Βησσαρίωνα Λαρίσης, καὶ ἐκστατικὸς διηγεῖτο τὴν σωματικὴ παρουσία τοῦ σὲ Θεία Λειτουργία ποὺ ἐτέλεσε μαζὶ μὲ τὸν Γέροντα Αἰμιλιανὸ στὴν Ἱερὰ Μονή του Δουσίκου.
Συγχρόνως εἶχε στενὲς πνευματικὲς σχέσεις μὲ τοὺς Ὁσίους Γέροντες Ἰουστῖνο Πόποβιτς καὶ τὰ πνευματικά του τέκνα, Ἀμφιλόχιο τῆς Πάτμου, Ἀθανάσιο Χαμακιώτη, καὶ δὴ μὲ τὸν ἀοίδιμο ὁμολογητὴ Μητροπολίτη Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονύσιο, ὁ ὁποῖος πολὺ τὸν ἀγαποῦσε καὶ τὸν θεωροῦσε καύχημα τῆς Μητροπόλεως καὶ ὑπόδειγμα εὐλογημένου ποιμένα.
Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης, ὁ Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Γρηγορίου Γεώργιος Καψάνης καὶ ὁ Ἡγούμενος τῆς Σιμωνόπετρας Αἰμιλιανὸς θαύμαζαν τὴν προσευχὴ καὶ τὸ πρόγραμμά του καθὼς σηκωνόταν γιὰ προσευχὴ στὶς δύο τὴν νύκτα!
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος Γκαγκαστάθης ἔλεγε: «Ἡ προσευχὴ εἶναι ἕνα τηλέφωνο, ἕνας ἀσύρματος ποὺ ἐπικοινωνεῖς κατ’ εὐθεῖαν μὲ τὸν Θεό. Παίρνεις τὸ νούμερο διὰ νὰ πιάσεις μὲ τὸ τηλέφωνο τῆς προσευχῆς τὸν Θεὸ καὶ Ἐκεῖνος ἀπαντᾶ. Τὸν ἀκοῦς καθαρά, πολὺ κοντὰ Τὸν αἰσθάνεσαι. Ὅταν ἔχεις κάτι, νὰ παίρνεις τὸ τηλέφωνο καὶ νὰ μιλᾶς στὸν Θεό. Ἐκεῖνος σὰν πονετικὸς Πατέρας θὰ σὲ ἀκούσει καὶ θὰ γεμίσει τὴν καρδιά σου ἀπὸ χαρά, εἰρήνη, ἀγάπη».
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος δοκιμάστηκε ἐπὶ τριετία μὲ τὴν ἀσθένεια τοῦ καρκίνου, τὴν ὁποία ὑπέμεινε ἀγογγύστως δοξάζοντας τὸν Κύριο καὶ παράλληλα δεχόταν πολυάριθμους ἐπισκέπτες στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου στὸ χωριό του, ἔχοντας πάντα δίπλα τὴν ἐκλεκτὴ πρεσβυτέρα του ἡ ὁποία τὸν συνόδευε καὶ στὴν μνημόνευση τῶν ἀναρίθμητων ὀνομάτων ἐπαναλαμβάνοντας συνεχῶς τὸ «Κύριε ἐλέησον». Κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ στὶς 29 Ἰανουαρίου 1975. Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο πρόσφατα ἀποφάσισε τὴν ἁγιοκατάταξή του καὶ ὅρισε ἡ μνήμη του νὰ τελεῖται στὶς 29 Ἰανουαρίου. Εἴθε νὰ πρεσβεύει ὁ Ἅγιος γιὰ ὅλους μας!
Ὅταν ὁ πατὴρ Παναγιώτης Τσιώλης πῆγε νὰ προσκυνήσει τὴν κάρα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Γκαγκαστάθη!
Ἀφηγεῖται ὁ Κίμωνας, πνευματικὸ παιδί του π. Παναγιώτη, τοῦ γέροντα τῶν Ἀγράφων: Πῆγα πῆρα τὸν παππούλη ἀπὸ Ἀλίαρτο καὶ πήγαμε στὸ μοναστήρι στὸ Ζάρκο, Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Θεολόγου ἔξω ἀπὸ τὴ Λάρισα γιατί θὰ λειτουργοῦσε τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ ὁ παπα-Σωτήρης. Ἐκεῖ εἶναι ἡ κόρη του παπα-Δημήτρη Γκαγκαστάθη, Ἡγουμένη Ἰσιδώρα. Ἡ κόρη του τὴν κάρα δὲν τὴν ἔδειχνε σὲ κανέναν γιατί περίμενε ἅμα ἁγιοποιηθεῖ ὁ πατέρας της καὶ μετά νὰ τὴν βγάζει γιὰ προσκύνημα. Δὲν ἤθελε νὰ τὸν κάνει αὐτὴ Ἅγιο, ὅπως ἔλεγε. Τὴν ἔδειχνε μόνο σὲ κανένα ἱερέα ποὺ ἐμπιστευόταν. Ἐκείνη τὴν ημέρα τὸ πρωὶ ἔφτασα μὲ τὸν παππούλη καὶ μοῦ λέει ἡ Ἡγουμένη «κοίτα νὰ δεῖς ἀπ’ τὸ πρωὶ εὐωδίαζε τόσο πολὺ ἡ κάρα τοῦ πατέρα μου καὶ συλλογιζόμουνα πώς κάποιος μεγάλος, κάποιος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ θὰ ἔρθει σήμερα». Καὶ ἦταν ὁ πατὴρ Παναγιώτης ποὺ πῆγε!
Πηγή: «Στύλος Ορθοδοξίας», αρ. φύλλου 279, σελ.10-11