Ὁ Γέροντας Μόδεστος βαθειὰ μέσα του προσευχόταν συνεχῶς πρὸς τὸν Κύριό μας νὰ ἐπιτρέψει νὰ γνωρίσει ἕναν προορατικὸ ἐρημίτη γιὰ νὰ πάρει τὴν εὐχή του καὶ κυρίως γιὰ νὰ τοῦ θέσει κάποια ἐρωτήματα ποὺ τοῦ ἔκαιγαν βαθιὰ τὴν ψυχή:
Γιατί ἔμεινε ὀρφανός; Εἶχαν σωθεῖ οἱ γονεῖς του; Τί θὰ γινόταν ἂν ζοῦσαν ἀκόμα; Καὶ ἄλλα τέτοια παρόμοια προσωπικὰ ἐρωτήματα. Ὡστόσο, παρέμενε στὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν προσευχὴ καὶ τοῦτο τὸ ἔπραττε ἀδιαλείπτως ἕως ὅτου, μετὰ ἀπὸ 17 χρόνια, ἕνα πρωινὸ τοῦ φθινοπώρου, συνέβη τὸ ἀκόλουθο θαυμαστὸ περιστατικό.
Τρεὶς καλόγεροι ἀπὸ διπλανὸ κελὶ ζήτησαν ἀπὸ τὸν Γέροντα τὸν πατέρα Μόδεστο, τὸν νεαρὸ ὑποτακτικό, γιὰ νὰ πᾶνε γιὰ ξύλα. Βέβαια ἤξεραν ἐκ τῶν προτέρων τὴν σκληρότητα τοῦ Γέροντα καὶ οἱ ἴδιοι περίμεναν τὴν ἀρνητικὴ ἀπάντηση στὸ αἴτημά τους.
Ὡστόσο, φαίνεται ὅτι ἦταν ἡ ὥρα τῆς ἀποκάλυψης γιὰ τὸν πατέρα Μόδεστο, γιατί ὅλως περιέργως ὁ Γέροντάς του ἀποδέχθηκε γιὰ πρώτη φορὰ τὸ αἴτημα τῶν τριῶν καλογέρων καὶ εὐθέως ὁ ἴδιος ἔδωσε τὴν εὐλογία του νὰ πάει μαζί τους καὶ ὁ νεαρὸς ὑποτακτικός, γιὰ τὸ διακόνημα στὸ δάσος.
Ὅπως ἦταν εὔλογο, ἡ χαρὰ τοῦ πατέρα Μόδεστου ἦταν ἀπερίγραπτη. Ξανοίχτηκε λοιπὸν ὅλη ἡ ὁμάδα στὶς πλαγιὲς τοῦ ἀγιώνυμου Ὅρους, κόβοντας καὶ ντανιάζοντας τὰ δεμάτια μὲ τὰ καυσόξυλα στὰ στενὰ μονοπάτια. Οἱ ὧρες πέρναγαν, ὥσπου οἱ ξυλοκόποι μοναχοὶ κάποια στιγμὴ χάθηκαν παίρνοντας ὁ κάθε ἕνας καὶ διαφορετικὸ μονοπάτι.
Ὁ μοναχὸς Μόδεστος περιτριγύριζε καὶ αὐτὸς τὸ δάσος κόβοντας καὶ μαζεύοντας καυσόξυλα, ὥσπου ἔξαφνα ἀντικρίζει μιὰ ἀπόκοσμη ὕπαρξη, ποὺ μπορεῖ νὰ ἦταν ἀρκούδα, δαίμονας ἢ ἄνθρωπος.
Κάνοντας τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, ἀκούει ἀνθρώπινη φωνὴ νὰ τοῦ ἀπευθύνει λόγο: «Μόδεστε, παιδί μου, μὴν φοβᾶσαι. Πλησίασε. Εἶμαι ἄνθρωπος, μοναχὸς καὶ ἐρημίτης καὶ ὀνομάζομαι Γρηγόριος. Μὲ ἔστειλε ὁ Θεὸς στὸν δρόμο σου γιὰ νὰ σοῦ ἀπαντήσω στὰ ἐρωτήματα ποὺ σὲ βασανίζουν».
Ὁ μοναχὸς Μόδεστος πλησίασε, ἔβαλε στρωτὴ μετάνοια στὸν ἐρημίτη γέροντα καὶ μέσα του ταυτοχρόνως ἀποροῦσε μὲ τὸ προορατικὸ χάρισμα τοῦ γέροντα ἀσκητῆ. Καὶ αὐτό, διότι, ὁ πατὴρ Μόδεστος ποτέ του δὲν εἶχε ἐκμυστηρευτεῖ καὶ σὲ κανέναν τὰ μυστικὰ καὶ τὰ προσωπικὰ αἰτήματα τῆς προσευχῆς του. Καὶ τώρα, γεμᾶτος ἀγαλλίαση καὶ εἰρήνη, ὁ ἴδιος μονολογοῦσε καὶ δοξολογοῦσε μέσα του: Μέγας εἶσαι Κύριε καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου!
Καὶ νὰ λοιπὸν ποὺ ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἄκουσε τὶς προσευχὲς καὶ τὶς δεήσεις τοῦ πατέρα Μόδεστου καὶ τώρα εἶχε ἔρθει ὁ χρόνος τῶν Ἄνωθεν ἀπαντήσεων στὰ διάφορα ἐρωτήματά του.
Στὴ συνέχεια, ὁ χαρισματικὸς ἐρημίτης Γρηγόριος ὁδήγησε τὸν μοναχὸ Μόδεστο στὸν τόπο ἄσκησής του, ποὺ ἦταν μιὰ ἀπομονωμένη καὶ φτωχικὴ καλύβα φωλιασμένη κυριολεκτικὰ μέσα στὸν βράχο. Μέσα στὸ λίγο χρόνο τῆς πρώτης συνάντησης, ὁ πάτερ Μόδεστος εἶδε καὶ περιεργάστηκε μὲ μιὰ γρήγορη ματιὰ τὸ τριγύρω τοπίο καὶ σκηνικὸ μέσα στὸ βραχῶδες ἀσκηταριό. Ἄμεσα ὁ ἴδιος πρόσεξε κάτι τὸ ἐξόχως ἀξιοπερίεργο ποὺ ἐκτεινόταν ὀπτικῶς πάνω σὲ ὅλο σχεδὸν τὸν περιβάλλοντα χῶρο ἐπὶ τοῦ βράχου.
Ἔβλεπε μπροστά του ἑκατοντάδες βαπτιστικὰ ὀνόματα τὰ ὁποῖα ἦταν εὐκρινῶς χαραγμένα μὲ κάποιο αἰχμηρὸ ἀντικείμενο ἐπάνω στὰ τριγύρω βράχια καὶ μέσα στὴν ἀσκητικὴ καλύβα. Μάλιστα δέ, πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ βαπτιστικὰ ὀνόματα εἶχαν καὶ ἕνα σημεῖο τοῦ Σταυροῦ χαραγμένο στὴν δεξιὰ πλευρά, ἐνῷ ἄλλα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ὀνόματα δὲν εἶχαν.
Ὁ πατὴρ Μόδεστος ἀναρωτήθηκε μέσα του: Τί νὰ σήμαινε ἄραγε ὅλο αὐτὸ τὸ ἄκρως ἀσυνήθιστο θέαμα καὶ πρωτόφαντο σκηνικό; Παίρνοντας πρῶτα εὐλογία, λέγοντας «πάτερ εὐλόγησον», ὁ πατὴρ Μόδεστος ρώτησε τὸν ἀσκητή: «Γέροντα Γρηγόριε, τί εἶναι σᾶς παρακαλῶ ἢ τί σημαίνουν ὅλα αὐτὰ τὰ ὀνόματα ποὺ βλέπω τριγύρω ἐδῶ στὸ καλύβι σας»;
Καὶ ὁ ἐρημίτης του ἀπάντησε: «Ἐν τῷ Ἄδει οὐκ ἔστι μετάνοια, ὑπάρχει ὅμως σωτηρία. Μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ περνάω αὐτὲς τὶς ψυχὲς στὸ κομποσχοινάκι μου. Γιὰ ὅποια ἀπὸ αὐτὲς ἔχω καλὴ πληροφορία ἀπὸ τὸν Κύριό μας, βάζω στὴ συνέχεια καὶ τὸ σταυρουδάκι δίπλα στὸ ὄνομα, γιὰ νὰ θυμᾶμαι ὅτι ὁ Κύριος ἔσωσε καὶ αὐτὴ τὴν ψυχὴ διὰ τῆς μεταφορᾶς της ἀπὸ τὸν Ἅδη στὸν Παράδεισο! Παιδί μου, τὰ κομποσχοίνια, οἱ ἐλεημοσύνες, τὰ μνημόσυνα καὶ τὰ σαρανταλείτουργα βγάζουν τὶς ψυχὲς ἀπὸ τὸν Ἅδη»!
Καὶ μέσα του ὁ πατὴρ Μόδεστος μονολογοῦσε, θαυμάζοντας καὶ λέγοντας μὲ τὸν ἐνδιάθετο λόγο: «Βρέ-βρὲ κι ἐγὼ μέχρι τώρα νόμιζα ὅτι οἱ ψυχὲς τῶν πεθαμένων σώζονται μόνο μὲ τὶς λειτουργίες καὶ τὰ μνημόσυνα. Τώρα ὅμως εἶδα ἐν τοῖς πράγμασι καὶ κατάλαβα ὅτι καὶ μὲ τὰ κομποσχοίνια σώζονται οἱ κολασμένοι»! Ἄ! Αὐτὸ θὰ κάνω καὶ ἐγὼ μὲ τὸ κομποσχοίνι μιμητικὰ ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς εἶπε μέσα του μὲ ἀνείπωτη χαρὰ καὶ δοξαστικὴ εὐχαριστία ὁ πατὴρ Μόδεστος.
Καὶ νὰ τώρα πού, ἐπιτέλους, εἶχε ἔρθει ἡ ὥρα νὰ ἐξομολογηθεῖ τὸν πόνο του στὸν Γέροντα ἀσκητή. Ὁ πατὴρ Μόδεστος ξεκίνησε: «Ἅγιε ἐρημίτη, ἡ μητέρα μου ὀνομαζόταν Φανὴ καὶ ὁ πατέρας μου Γεώργιος. Ἔμεινα ὀρφανὸς ἀπὸ βρέφος καὶ πολὺ θὰ ἤθελα νὰ ἤξερα τὸν τόπο διαμονῆς τῶν γονιῶν μου στὴν ἄλλη ζωή». Ὁ χαριτωμένος ἐρημίτης τότε τοῦ ἀπάντησε: «Σοῦ ὑπόσχομαι νὰ προσευχηθῶ καὶ γιὰ τοὺς δύο καὶ ὅταν λάβω ἀπάντηση ἀπὸ τὸν Κύριό μας θὰ σοῦ τὴν μεταφέρω».
Λίγους μῆνες ἀργότερα, ὁ ἐρημίτης Γρηγόριος κάλεσε καὶ μίλησε στὸν πατέρα Μόδεστο γιὰ τὶς πρῶτες ἐξ Ὕψους «πληροφορίες» ποὺ ἔλαβε μέσα ἀπὸ τὶς προσευχές του καὶ ἀφοροῦσαν τὴν ψυχὴ τῆς μητέρας του Φανής.
«Πάτερ Μόδεστε, τί ὑπέροχη ψυχὴ ἔχει ἡ μητέρα σου! Σὲ πληροφορῶ ὅτι ἀπολαμβάνει τὴν χαρὰ τοῦ Παραδείσου καὶ χαίρεται πολὺ μὲ τὴν δική σου ἐξέλιξη». Ἡ συγκίνηση τοῦ πατέρα Μόδεστου ἦταν πολὺ μεγάλη καὶ ἔγινε ἀκόμα μεγαλύτερη ὅταν λίγο ἀργότερα ἔλαβε τὴν ἴδια ἀπάντηση καὶ γιὰ τὸν πατέρα του Γεώργιο!
«Γέροντας Μόδεστος ὁ Ἁγιορείτης: Ἕνας σύγχρονος Ἱεραπόστολος μέσα στὸν κόσμο», ἐκδόσεις Ἀγαθὸς Λόγος, Ἀθήνα 2025, σελ. 23-30