Τοῦ καθηγητῆ Ἰωάννου Φουντούλη
Ποίου χρώματος ἄμφια πρέπει νὰ φέρη ὁ ἱερεὺς καὶ μὲ τί χρώματος καλύμματα θὰ ἔχουν ἐπιστρωθὴ ἡ ἁγία πρόθεσις καὶ ἡ ἁγία τράπεζα κατὰ τὴν τέλεσιν τῶν μυστηρίων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὡς καὶ κατὰ τὴν περίοδον τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καὶ τὰς λοιπὰς ἑορτὰς τοῦ ἔτους καὶ κατὰ τὴν τέλεσιν κηδείας ἢ μνημοσύνου;
Θὰ πρέπει κατ’ ἀρχὴν νὰ τονίσωμε ὅτι τὸ χρῶμα ἔχει τὸν λόγο του στὴν θεία λατρεία. Ἡ ἁρμονία του βοηθεῖ αἰσθητικὰ τὸν παριστάμενο νὰ συγκεντρωθῇ καλλίτερα καὶ νὰ ἀφοσιωθῇ στὴν τέλεσι τοῦ μυστηρίου, ἐνῷ ἡ ἔλλειψις ἁρμονίας διασπᾶ τὴν προσοχὴ καὶ δὲν γεννᾶ στὴν ψυχὴ τὸ αἴσθημα τῆς οὐρανίου τάξεως ποὺ εἰκονίζεται στὴν θεία λατρεία.
Εἶναι βεβαιωμένη ἀπὸ τὴν ψυχολογία ἡ ἐπίδρασις ποὺ ἀσκοῦν ὡρισμένα χρώματα στὴν ψυχικὴ διάθεσι τοῦ ἀνθρώπου. Τὰ σεμνὰ καὶ αἰσθητικῶς ὡραῖα χρώματα προκαλοῦν ἀνάλογα συναισθήματα.
Ἔξ ἄλλου κάθε χρῶμα κρύβει καὶ ἕνα συμβολισμό, ὄχι μόνο στὴν θεία λατρεία, ἀλλὰ καὶ στὴν καθημερινὴ ζωή. Τὸ μαῦρο δὲν σημαίνει τὸ πένθος καὶ τὴν συντριβή; Τὸ λευκὸ τὴν χαρὰ καὶ τὴν ἁγνότητα; Τὸ κόκκινο δὲν εἶναι τὸ χρῶμα ποὺ θυμίζει τὸ αἷμα καὶ τὴν θυσία;
Ὅλα αὐτὰ ὀφείλει νὰ τὰ χρησιμοποιήση ἡ Ἐκκλησία γιὰ νὰ ἐπιτύχη καλλίτερα ὁ σκοπὸς τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν. Ὅλες οἱ αἰσθήσεις ὅρασις, ἀκοή, ὄσφρησις, ἁφή, ἀκόμη καὶ ἡ γεῦσις συνεργάζονται στὴν δοξολογία τοῦ Θεοῦ καὶ στὸν ἐξαγνισμὸ τοῦ ἀνθρώπου.
Τὸ ζήτημα τοῦ χρώματος τῶν ἀμφίων δὲν ἔχει ἱστορικὰ μελετηθῇ καὶ δὲν γνωρίζομε ἂν ὑπῆρχαν σχετικὲς παραδόσεις καὶ ποιές ἦσαν αὐτὲς κατὰ τὴν βυζαντινὴ ἔποχή. Οὔτε πάλι ἂν ὑπῆρχε ἑνιαία παράδοσις ἢ ἂν κατὰ τύπους ἐπικρατοῦσαν διάφορα ἔθιμα.
Μόνο ἀπὸ σπάνιες μαρτυρίες ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων ἢ μαρτυρίες λειτουργικῶν χειρογράφων μποροῦμε νὰ βγάλωμε μερικὰ συμπεράσματα. Ὅσο ὅμως φαίνεται ὅτι δὲν ὑπῆρχαν αὐστηροὶ κανόνες ποὺ νὰ καθορίζουν τὸ χρῶμα των ἄμφιων, ὅπως μεταγενέστερα στὴν Δύσι, ἄλλο τόσο φαίνεται ὅτι ὑπῆρχε μιὰ σχετικὴ παράδοσις χρωμάτων.
Ἔτσι κατὰ τὴν τέλεσι τοῦ βαπτίσματος ὁ ἐπίσκοπος ἢ οἱ ἱερεῖς ἔφεραν λευκὰ ἄμφια. Κατὰ τὴν περίοδο πάλι τῆς Τεσσαρακοστῆς φοροῦσαν ἄμφια μὲ σκοῦρα χρώματα. Ὡρισμένα ἔξ ἄλλου ἄμφια εἶχαν ὡρισμένο χρῶμα, ὅπως τὸ στιχάριο τῶν διακόνων, ποὺ ἦταν λευκό, τὸ στιχάριο τῶν ἐπισκόπων, ποὺ ἦταν κόκκινο ἢ λευκὸ μὲ ἐρυθροὺς ποταμοὺς κλπ.
Στὴν Δυτικὴ Ἐκκλησία ὑπάρχουν τυπικὲς διατάξεις, ποὺ καθορίζουν ἐπακριβῶς τὸ χρῶμα τῶν ἀμφίων τοῦ ἱερέως ἀνάλογα μὲ τὸν συμβολισμὸ τοῦ κάθε χρώματος, ποὺ συνδυάζεται μὲ τὸν χαρακτῆρα κάθε μιᾶς ἑορτῆς.
Ἔτσι λευκὰ ἄμφια φοροῦν στὶς ἑορτὲς τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου καὶ ἁγίων μὴ μαρτύρων, κόκκινα στὶς ἑορτὲς τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου, τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν μαρτύρων, πράσινα στὶς Κυριακὲς πρὸ τῶν Χριστουγέννων καὶ μετὰ τὰ Φῶτα, μὼβ κατὰ τὶς νηστεῖες καὶ τὶς λιτανεῖες καὶ μαῦρα κατὰ τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστή, τὶς κηδεῖες καὶ τὰ μνημόσυνα.
Στὴν δική μας Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχουν σήμερα ὡρισμένοι κανόνες, ποὺ νὰ καθορίζουν τὸ χρῶμα τῶν ἀμφίων.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ μπορεῖ νὰ εἰπῇ κανεὶς πὼς μᾶλλον μᾶς διακρίνει μία ἀναρχία, ποὺ ἐπιτείνεται στὰ συλλείτουργα, κατὰ τὰ ὁποῖα κάθε ἱερεὺς φορεῖ ὅ,τι χρῶμα του ἀρέσει. Ἔτσι γινόμαστε μάρτυρες τῶν πιὸ ἀπιθάνων πολλὲς φορὲς πολυχρωμιών, χωρὶς κανένα συνδυασμὸ ἢ χωρὶς ἴχνος ἁρμονίας.
Ἄλλο χρῶμα ἔχουν τὰ ἄμφια τῆς ἁγίας τραπέζης, ἄλλο τῆς προθέσεως, ἄλλο τὰ καλύμματα τῶν τιμίων δώρων, ἄλλο τὰ ἄμφια τοῦ ἀρχιερέως, ἄλλο τὰ ἄμφια καθ’ ἑνὸς ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς καὶ ἄλλο τῶν διακόνων.
Ἀφήνω πὼς πολλὲς φορὲς ἡ ἴδια ἡ ἱερατικὴ στολὴ ἀποτελεῖται ἀπὸ ἕνα μωσαϊκὸ χρωμάτων καὶ ἀποχρώσεων. Ἀσφαλῶς θὰ προβληθοῦν λόγοι οἰκονομικοί, ποὺ ἐμποδίζουν τοὺς ἱερεῖς μας νὰ ἔχουν πολλὲς στολὲς διαφόρων χρωμάτων, καὶ τοὺς ἀναγκάζουν νὰ ντύνονται, στὰ φτωχὰ ἰδίως μέρη, ὅπως – ὅπως.
Χωρὶς νὰ θέλη κανεὶς νὰ παραβλέψη τὴν ὀρθότητα τῆς ἀντιρρήσεως αὐτῆς δὲν μπορεῖ νὰ μὴ παραδεχθῇ ὅτι τὶς περισσότερες φορὲς εἴμαστε ἔνοχοι ἀμελείας μᾶλλον καὶ ἐλλείψεως προσοχῆς παρὰ θύματα τῆς φτώχειας μας. Μᾶς βαρύνει καὶ ἡ κληρονομιὰ τῆς δουλείας, ποὺ τὰ ἴχνη της μένουν ἀκόμη σὲ πολλὲς ἐκδηλώσεις τῆς θείας λατρείας μας.
Ὀφείλομε βέβαια νὰ ὁμολογήσωμε ὅτι ἡ κατάστασις ἔχει κάπως βελτιωθῇ. Στοὺς μεγάλους ἰδίως ναοὺς γίνεται ἀπὸ πολλοὺς ἱερεῖς προσπάθεια νὰ ὑπάρχουν πολλὲς ὁμοιόμορφες ἱερατικὲς καὶ διακονικὲς στολές, ποὺ νὰ βρίσκωνται σὲ ἁρμονία μὲ τὰ καλύμματα τῆς ἁγίας τραπέζης καὶ οἱ νέοι ἱερεῖς ἀποφεύγουν την πολυχρωμία καὶ κατασκευάζουν τὶς στολές των μὲ περισσότερο γοῦστο ἀπὸ τοὺς παλαιοτέρους.
Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὑπάρχει καὶ σήμερα μία σχετικὴ παράδοσις, ποὺ καθορίζει τὸ χρῶμα τῶν ἀμφίων καὶ πού, ὡς φαίνεται, ἔχει τὶς ρίζες της στὴν παλαιὰ πρᾶξι τῆς Ἐκκλησίας μας.
Κατὰ τὴν τέλεσι, ἐπὶ παραδείγματι, τοῦ βαπτίσματος διασώζεται κατὰ τὸ πλεῖστον ἡ παλαιὰ πρᾶξις καὶ πολλοὶ ἱερεῖς ἐνδύονται λευκὰ ἄμφια.
Τὰ λευκὰ πάλι ἐπικρατοῦν καὶ κατὰ τὴν περίοδο τοῦ Πάσχα, ἐνῷ κατὰ τὶς καθημερινὲς τῆς Τεσσαρακοστῆς σ’ ὅλα τὰ μέρη χρησιμοποιοῦνται μαῦρες στολές. Μαῦρα ἐπίσης ἢ λευκὰ ἔπιτραχήλιά καὶ φελώνια φέρουν οἱ ἱερεῖς καὶ κατὰ τὶς νεκρώσιμες ἀκολουθίες, ἀνάλογα μὲ τὴν τοπικὴ παράδοσι ἢ τὴν ἡλικία τῶν κηδευομένων.
Στὸ Ἅγιον Ὅρος, ποὺ μὲ μεγάλη εὐλάβεια διαφυλάχθηκαν οἱ ἀρχαῖες παραδόσεις, λευκὰ φοροῦν οἱ ἱερεῖς κατὰ τὴν ἀνάγνωσι τοῦ ἀναστασίμου ἑωθινοῦ εὔαγγελίού των Κυριακῶν καὶ κόκκινα κατὰ τὶς θεομητορικὲς ἑορτές.
Κατὰ τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καὶ τοῦ Πάσχα ἡ ἐνδυτὴ τῆς ἁγίας τραπέζης καὶ τὰ καλύμματα τῆς ἱερᾶς προθέσεως ἀκολουθοῦν τὰ χρώματα τῶν ἀμφίων τῶν ἱερέων, εἶναι δηλαδὴ μαῦρα ἢ λευκὰ ἄντιστοίχώς.
Γιὰ τὰς ἄλλας μεγάλας ἑορτὰς καὶ τὰς ἄλλας περιόδους τοῦ λειτουργικοῦ ἔτους δὲν ὑπάρχει παράδοσις, ποὺ νὰ καθορίζη τὸ χρῶμα τῶν ἀμφίων. Οὔτε κατὰ τὴν τέλεσι μυστηρίων ἢ ἄλλων ἄκολουθιών ἀλλάζει τὸ χρῶμα τῶν ἀμφίων τοῦ θυσιαστηρίου.
Μόνον οἱ ἱερεῖς φέρουν ἀνάλογα μὲ τὴν περίστασι λαμπρὰ ἢ πένθιμα ἄμφια. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν τέλεσι νεκρωσίμων ἀκολουθιῶν ἢ μνημοσυνῶν.
Οὐδέποτε πρέπει νὰ διακοσμῆται μὲ πένθιμα χρώματα ὁ ναὸς καὶ τὸ θυσιαστήριο, ὅσο σπουδαῖος κατὰ κόσμον καὶ ἂν ἦτο ὁ ἀποθανών.
Τέτοιες διακρίσεις δὲν πρέπει νὰ γίνωνται μέσα στὸν χριστιανικὸ ναό, ὄχι μόνο γιατί εἶναι ἀντίθετες πρὸς τὸ εὐαγγελικὸ πνεῦμα τῆς ἰσότητος, ἀλλὰ καὶ γιατί τὸ ὑπερβολικὸ πένθος δὲν εἶναι σύμφωνο πρὸς τὸ νόημα ποὺ δίνει ὁ χριστιανισμὸς στὸν θάνατο, ποὺ τὸν θεωρεῖ “κοίμησι”, “ἔξοδο” καὶ “μετάστασιν ἐκ τῶν λυπηροτέρων ἐπί τα χρηστότερα καὶ θυμηδέστερα καὶ ἀνάπαυσιν καὶ χαρὰν” (εὐχὴ τῆς γονυκλισίας τῆς Πεντηκοστῆς).
Ἀπὸ τὸν ναὸ οἱ πενθοῦντες ἔρχονται νὰ ἀντλήσουν παρηγοριὰ καὶ ἐλπίδα καὶ ὄχι πένθος καὶ ἀπελπισία.
«Ἀπαντήσεις εἰς λειτουργικὰς ἀπορίας», τόμος Α’, ἐκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία, σελ. 56-60