Μιὰ γυναῖκα ἔκανε κάθε μέρα τηγανόψωμα γιὰ τὴν οἰκογένειά της καὶ ἕνα τηγανόψωμο ἐπιπλέον, τὸ ὁποῖο τὸ ἄφηνε στὸ περβάζι τοῦ παραθύρου της, ὥστε νὰ τὸ πάρει ὅποιος περαστικὸς πεινάει καὶ θέλει νὰ τὸ φάει.
Ἡ γυναῖκα εἶχε ἕναν γιό, ποὺ πῆγε σὲ μακρινὸ μέρος γιὰ νὰ ἀναζητήσει τὴν τύχη του. Γιὰ πολλοὺς μῆνες δὲν εἶχε καμία εἴδηση γιὰ αὐτόν, ὁπότε ἡ γυναῖκα ἀφήνοντας τὸ τηγανόψωμο στὸ περβάζι, ἔκανε καὶ μιὰ προσευχὴ γιὰ τὴν ἀσφαλῆ ἐπιστροφή του γιοῦ της κοντά της.
Κάθε μέρα ἐρχότανε ἕνας ἡλικιωμένος ζητιάνος καὶ ἔπαιρνε τὸ τηγανόψωμο. Ἀντὶ ὅμως νὰ ψελλίσει ἔστω ἕνα εὐχαριστῶ, μουρμούριζε ὁ ζητιάνος, καθὼς ἀπομακρυνότανε, τὰ παρακάτω λόγια: «Τὸ κακὸ ποὺ κάνεις, παραμένει μαζί σου. Τὸ καλὸ ποὺ κάνεις, γυρνάει πίσω σὲ σένα!»
Αὐτὸ συνεχιζότανε καθημερινά. Κάθε μέρα ἐρχότανε ὁ ἡλικιωμένος ζητιάνος, ἔπαιρνε τὸ τηγανόψωνο καὶ μουρμούραγε τὰ ἴδια λόγια: «Τὸ κακὸ ποὺ κάνεις, παραμένει μαζί σου. Τὸ καλὸ ποὺ κάνεις, γυρνάει πίσω σὲ σένα!»
Ἡ γυναῖκα ἄρχισε σιγὰ‐σιγά νὰ ἐνοχλεῖται καὶ νὰ ἐκνευρίζεται ἀπὸ αὐτὴ τὴ συμπεριφορὰ τοῦ ζητιάνου, πολὺ περισσότερο ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ κατανοήσει τὸ νόημα τῶν φράσεων, ποὺ μουρμούραγε αὐτός. Θὰ μποροῦσε βεβαίως νὰ τὸν ρωτήσει εὐθέως τί ἐννοεῖ, ἀλλὰ δὲν ἤθελε νὰ τὸ κάνει, ἐπειδὴ τὸ θεωροῦσε ὑποτιμητικὸ γιὰ τὸν ἑαυτό της.
Σκέφτηκε, λοιπόν, ἡ γυναῖκα μὲ ποιόν τρόπο θὰ μποροῦσε νὰ διακόψει τὴ συγκεκριμένη σχέση, ποὺ ἀναπτύχθηκε μὲ τὸν ἡλικιωμένο ζητιάνο καὶ ἀποφάσισε νὰ τὸν ἀπομακρύνει, δηλητηριάζοντας τὸ κομμάτι του τηγανόψωμου, ποὺ ἄφηνε στὸ παράθυρο.
Ἔβαλε λοιπὸν δηλητήριο στὸ τηγανόψωμο, τὸ μετέφερε στὸ περβάζι τοῦ παραθύρου, ἀλλὰ ὅταν ἐπιχείρησε νὰ τὸ ἀφήσει ἐκεῖ τὰ χέρια της πέτρωσαν. «Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ κάνω;», ἀναρωτήθηκε. «Εἶναι δυνατὸν νὰ γίνω ἡ αἰτία νὰ χάσει ἕνας ἄνθρωπος τὴ ζωή του, ποὺ στὸ κάτω‐κάτω δὲν μοῦ ἔχει κάνει κανένα κακό;». Ἀμέσως πέταξε τὸ τηγανόψωνο στὴν φωτιὰ καὶ ἑτοίμασε ἕνα ἄλλο, τὸ ὁποῖο καὶ ἄφησε στὸ περβάζι.
Ὅπως συνήθιζε ὁ ἡλικιωμένος ζητιάνος ἦρθε, πῆρε τὸ τηγανόψωνο καὶ ἀπομακρύνθηκε μουρμουρίζοντας: «Τὸ κακὸ ποὺ κάνεις, παραμένει μαζί σου. Τὸ καλὸ ποὺ κάνεις, γυρνάει πίσω σὲ σένα!»
Ὁ ζητιάνος προχώρησε στὸ δρόμο του, εὐτυχῶς ἀγνοῶντας καὶ τὴν ταραχὴ ποὺ ἔσπειρε στὸ μυαλὸ τῆς γυναίκας, ἀλλὰ καὶ τί κακὸ σκέφτηκε αὐτὴ νὰ τοῦ κάνει.
Τὸ βράδυ τῆς ἴδιας τῆς μέρας, ξαφνικὰ χτύπησε ἡ πόρτα τῆς γυναίκας καὶ ἀνοίγοντας βλέπει ἔκπληκτη τὸν ξενιτεμένο γιό της. Δυσκολεύτηκε νὰ τὸν γνωρίσει, ἐπειδὴ αὐτὸς εἶχε ἀδυνατίσει σὲ ἐπίπεδο λιμοκτονίας, τὸ πρόσωπό του ἦταν ὠχρό, τὰ ροῦχα του ἦταν κουρελιασμένα καὶ σκισμένα.
Μόλις τοῦ ἄνοιξε ἡ μητέρα του, ἔπεσε στὴν ἀγκαλιά της καὶ τῆς εἶπε: «Μαμά, εἶναι θαῦμα ποὺ εἶμαι ἐδῶ.
Ἐνῷ βρισκόμουν λίγα χιλιόμετρα μακριά, ἤμουν τόσο πεινασμένος ποὺ κατέρρευσα στὸν δρόμο. Ἐκείνη τὴν ὥρα πέρασε δίπλα μου ἕνας ἡλικιωμένος ζητιάνος, ὁ ὁποῖος σταμάτησε γιὰ νὰ μὲ βοηθήσει. Τὸν παρακάλεσα ἂν ἔχει νὰ μοῦ δώσει κάτι νὰ φάω, ἐπειδὴ ἤμουν ἐξουθενωμένος ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ ἐκεῖνος μοῦ ἔδωσε ἕνα τηγανόψωμο. Ὅπως μοῦ τὸ ἔδωσε, εἶπε: «Τὸ κακὸ ποὺ κάνεις, παραμένει μαζί σου. Τὸ καλὸ ποὺ κάνεις, γυρνάει πίσω σὲ σένα!»
Ὅταν ἡ μητέρα ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια ἀπὸ τὸν γιό της, χλόμιασε καὶ ἦταν ἕτοιμη νὰ λιποθυμήσει. Ἔγειρε καὶ στηρίχτηκε πάνω στὴ πόρτα. Θυμήθηκε τὸ δηλητηριασμένο τηγανόψωμο, ποὺ εἶχε ἑτοιμάσει τὸ πρωὶ γιὰ τὸν ζητιάνο. Ἂν δὲν τὸ εἶχε ἀντικαταστήσει καὶ δὲν τὸ ἔκαιγε στὴ φωτιά, θὰ τὸ εἶχε φάει ὁ γιός της καὶ σίγουρα θὰ ἔχανε τὴ ζωή του!
Ἦταν τότε ποὺ συνειδητοποίησε ἡ γυναῖκα τὴ σημασία τῶν λέξεων: «Τὸ κακὸ ποὺ κάνεις, παραμένει μαζί σου. Τὸ καλὸ ποὺ κάνεις, γυρνάει πίσω σὲ σένα!»
Κάνε τὸ καλὸ μὲ τὴν πρώτη εὐκαιρία καὶ μὴν σταματᾶς ποτὲ νὰ κάνεις καλό, ἀκόμα καὶ ὅταν φαίνεται, ὅτι δὲν τὸ ἐκτιμάει κανείς.
“Σταγόνες Πίστεως”, Τριμηνιαῖο περιοδικὸ Ἱεροῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ Ἁγίου Νικολάου – Ἱερὰς Μητροπόλεως Ἀλεξανδρουπόλεως, Τεῦχος 28ο – Ἰούλιος – Αὔγουστος – Σεπτέμβριος 2019.