π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος: Τὸ πρόβλημα «σὰρξ» τὸ λύνει ὁριστικὰ μόνο ἡ «πλάξ»

Σὲ κάποιον νέο ποὺ τοῦ ἔλεγε ὅτι ἔχει ἔντονο σαρκικὸ πόλεμο καὶ ὅτι, ὅπως πίστευε, αὐτὸς ὁ πόλεμος θὰ λυνόταν ὁριστικὰ μὲ τὸν γάμο, ἀπάντησε ὁ μακαριστὸς Γέροντας πατὴρ Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος (1930-1989):

–Παιδί μου, νὰ ξέρεις ὅτι τὸ πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου ποὺ λέγεται «σάρξ» (=σάρκα), δὲν τὸ λύνει οὔτε ὁ γάμος, οὔτε ἡ ἀγαμία, οὔτε ἡ πολυγαμία. Τὸ πρόβλημα ποὺ λέγεται «σάρξ», τὸ λύνει ὁριστικὰ μόνο ἡ «πλάξ» (=ἡ μαρμάρινη πλάκα), δηλαδὴ ὁ τάφος.

Ὁ γάμος, ἁπλῶς ἁπαλύνει τὸ πρόβλημα. Δὲν τὸ λύνει. Χρειάζεται, λοιπόν, ἐπαγρύπνηση σὲ ὅλη μας τὴν ζωή. Ἀγωνίσου κι ἐσὺ μὲ συνέπεια ἀπὸ τώρα, ζητῶντας ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ σὲ δυναμώσει.

 

ΤΑ «ΧΑΠΙΑ ΕΓΚΡΑΤΕΙΑΣ»

Σὲ κάποιον ἄλλον νέο ποὺ τοῦ ἔλεγε ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ παραμείνει ἁγνὸς κάποιος σήμερα, ἀπάντησε:

–Δὲν μοῦ λές, τί νομίζεις; Ἐμεῖς οἱ ἄγαμοι Κληρικοὶ πηγαίνουμε μὲ γυναῖκες ἢ παίρνουμε χάπια γιὰ νὰ καταστείλουμε τὸ σεξουαλικὸ ἔνστικτο;

Στὴν ἀμηχανία τοῦ νέου, συνέχισε ὁ Γέροντας:

–Ἄκουσε, παιδί μου: Τὰ «χάπια» τὰ ὁποῖα παίρνουμε γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν σαρκικῶν πειρασμῶν εἶναι ἡ προσευχή, ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία, ἡ ἐξομολόγηση, ἡ θεία Κοινωνία. Αὐτὰ κρατοῦν καὶ ἐμᾶς καὶ τοὺς ἀγάμους νέους, ἁγνούς. Ἀκολούθησε κι ἐσὺ αὐτὴν τὴν «συνταγὴ» καὶ θὰ δεῖς πόσο κατορθωτὴ εἶναι ἡ ἐγκράτεια. Μόνοι μας, οὔτε ἕνα δευτερόλεπτο δὲν μποροῦμε νὰ παραμείνουμε ἁγνοί. Ὅμως, μὲ τὴν Χάρη καὶ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ὅλα ἐπιτυγχάνονται.

 

«ΔΕΝ ΣΟΥ ΜΠΑΙΝΕΙ Η ΥΠΟΨΙΑ;»

Μιὰ φορά του εἶπε τὰ ἑξῆς ἕνα πνευματικὸ τέκνο του:

–Πάτερ, δὲν πιστεύω τίποτε. Ἔχει κανένα νόημα τὸ νὰ ἐγκρατεύομαι;

–Ὄχι, παιδί μου. Κανένα ἀπολύτως. Χωρὶς τὸν Θεό, ὅλα ἐπιτρέπονται. Ἀλλά, δὲν μοῦ λὲς· μὲ θεωρεῖς ἀνόητο;

–Ὄχι, βέβαια.

–Ἰδιοτελῆ;

–Κάθε ἄλλο!

–Ἔ, δὲν σοῦ περνᾶ ἀπὸ τὸ μυαλὸ ἡ ὑποψία, μιὰ καί, ὅπως λές, δὲν εἶμαι οὔτε ἀνόητος οὔτε ἰδιοτελής, δὲν σοῦ μπαίνει, λοιπόν, ἡ ὑποψία μήπως αὐτὰ τὰ ὁποῖα πρεσβεύω καὶ διδάσκω, συγκεκριμένα γιὰ τὸ θέμα τῆς ἁγνότητας, νὰ εἶναι ἀληθινά;

 

«Ε, ΟΧΙ, ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΔΕΛΦΗ ΜΟΥ!»

Κάποιο πνευματικὸ τέκνο τοῦ πατρὸς Ἐπιφανίου, σημειώνει τὰ ἑξῆς:

«Θυμᾶμαι τὴν ἀκόλουθη συζήτηση μὲ τὸν Γέροντα, ὅταν ἤμουν ὑποψήφιος φοιτητής:

–Πάτερ, ἕνας συνυποψήφιος στὸ φροντιστήριο, στὶς συζητήσεις μας, ἀπό ’δῶ τὸ φέρνει, ἀπό ’κεῖ τὸ πάει, ὅλο μὲ παροτρύνει νὰ βρῶ φιλενάδα. Βέβαια, δὲν μὲ ἐπηρεάζει, ἀλλὰ μὲ ἐνοχλεῖ. Τί νὰ τοῦ πῶ γιὰ νὰ σταματήσει;

–Ἔχει ἀδελφὴ ὁ φίλος σου;

–Ἔχει, πάτερ.

–Πές του: “Ἐντάξει! Θὰ μοῦ κάνεις ὅμως ἕνα χατίρι. Μὲ ξέρεις τί καλὸ παιδὶ εἶμαι. Θὰ μοῦ δώσεις, λοιπόν, γιὰ ἕνα βράδυ τὴν ἀδελφή σου!”. Πές του ἔτσι, καὶ βλέπουμε στὴν συνέχεια.

Τὴν ἄλλη μέρα, ἔθεσα σὲ ἄμεση ἐφαρμογὴ τὸ “σχέδιο” τοῦ Γέροντα. Ὁ φίλος μου, ἄρχισε πάλι τὰ “συνηθισμένα” του.

–Λοιπόν, φίλε μου, τοῦ εἶπα, τί νὰ ψάχνω νὰ βρῶ φιλενάδα; Δὲν μοῦ δίνεις γιὰ ἀπόψε τὴν ἀδελφή σου καὶ μετὰ βλέπουμε;

Ὁ φίλος μου, τραβήχτηκε πρὸς τὰ πίσω, σοκαρισμένος! Καὶ ἀμέσως ἀντέδρασε:

–Ἔ, ὄχι ρὲ καὶ τὴν ἀδελφή μου! Τί, τὸ περάσαμε;

–Γιατί ὄχι τὴν ἀδελφή σου; Ἀπάντησα ἐγώ. Μήπως καὶ ἡ ἄλλη, τὴν ὁποία θὲς ἐσὺ νὰ βρῶ, δὲν εἶναι ἀδελφὴ ἢ κόρη κάποιου; Γιατί, βρὲ Χ., τὴν ἀδελφὴ τοῦ ἄλλου τὴν θέλεις γιὰ νὰ “διασκεδάσεις” καὶ τὴν δική σου τὴν προστατεύεις; Βλέπεις ὅτι εἶσαι λάθος;

Ἀπὸ τότε τὸ φιλαράκι μου ὁ Χ., “σφίγγα” περὶ “φιλενάδας”! Χαρούμενος κι ἐγὼ πῆγα καὶ ἀνέφερα τὸ ἀποτέλεσμα στὸν Γέροντα:

–Γέροντα, τὸ “σχέδιο” ἔδρασε σὰν κεραυνός!

Καὶ ὁ Γέροντας, εἶπε χαμογελαστός:

–Ἐμ, τί νόμιζε ὁ νεαρός;».

 

ΜΕ ΤΗΝ ΦΥΓΗ!

«Οἱ Πατέρες, λένε: “Ὅλες οἱ μάχες, κερδίζονται μὲ ἐπίθεση· ἡ μόνη μάχη ποὺ κερδίζεται μὲ τὴν φυγὴ εἶναι ἡ μάχη κατὰ τῆς σαρκός!”».

 

«Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΧΕΙ ΔΙΚΙΟ!»

«Μιὰ φορά», διηγεῖται ἕνα πνευματικοπαίδι τοῦ Γέροντος Ἐπιφανίου, «τοῦ πῆγα κάποιον γνωστό μου νὰ ἐξομολογηθεῖ. Ὅταν αὐτὸς βγῆκε ἀπὸ τὸ ἐξομολογητήριο, ἦταν καταφανῶς ἀπογοητευμένος.

–Δὲν ξανάρχομαι! μοῦ λέει.

–Γιατί; τὸν ρώτησα.

–Νά…, μοῦ ἀπαντᾶ, ὅταν τοῦ εἶπα ὅτι πάω μὲ γυναῖκες, μὲ ρώτησε πόσο χρονῶν εἶμαι. Τοῦ εἶπα εἰκοσιπέντε. Ὁπότε, αὐτὸς συνέχισε: “Κατάλαβες πῶς πέρασαν αὐτὰ τὰ εἰκοσιπέντε χρόνια;”. “Ὄχι”, τοῦ ἀπάντησα. “Ἔ, θὰ περάσουν καὶ ἄλλα εἰκοσιπέντε καὶ ἴσως καὶ ἄλλα ἀκόμη εἰκοσιπέντε χρόνια χωρὶς πάλι νὰ τὸ καταλάβεις καὶ ὕστερα θὰ πεθάνεις. Καὶ ὅταν βρεθεῖς μπροστὰ στὸν Χριστό, Αὐτός, θὰ σὲ ρωτήσει: Ἐγὼ ἦρθα καὶ σταυρώθηκα γιὰ σένα. Ἐσύ, τί ἔκανες γιὰ Μένα; Ἔκανες τὸ σῶμα σου ποὺ εἶναι ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέλη πόρνης”.

Ὁ γνωστός μου, μοῦ εἶπε καὶ ἄλλα ἀπὸ τὴν συζήτηση ποὺ εἶχε μὲ τὸν Γέροντα καὶ ἐγὼ στενοχωρήθηκα, ὄχι βέβαια γιατί διαφωνοῦσα μὲ τὶς θέσεις τοῦ πατρὸς Ἐπιφανίου, ἀλλὰ γιατί σκέφτηκα ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ τραβήξει πιὸ διακριτικὰ τὸ “ἀγκίστρι” ὁ Γέροντας, ὥστε νὰ μὴν ἔχει φύγει ἔτσι ἀπογοητευμένος ὁ γνωστός μου.

Τὴν ἄλλη μέρα, πῆγα καὶ βρῆκα τὸν πατέρα Ἐπιφάνιο καὶ τοῦ ἐξέθεσα τὸ πρόβλημα.

Μοῦ εἶπε:

–Κοίταξε, παιδί μου: Ἡ Ἐξομολόγηση, εἶναι Μυστήριο μετανοίας. Τοῦτο σημαίνει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ προσέρχεται πρὸς αὐτό, θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ἄξιο “γιὰ σκότωμα” καὶ ὅτι εἶναι ἕτοιμος νὰ δεχθεῖ καὶ μάλιστα μὲ ἀνακούφιση καὶ τὴν αὐστηρότητα καὶ τὶς ἐπιπλήξεις τοῦ Πνευματικοῦ του.

Ἄν, τώρα, κάποιος δὲν συνειδητοποίησε “τί” εἶναι τὸ Μυστήριο καὶ νομίζει ὅτι ἡ Ἐξομολόγηση εἶναι μία εὐκαιρία γιὰ νὰ κουβεντιάσει μὲ τὸν Πνευματικὸ τὶς ἀπορίες του ἢ νὰ πεῖ τὸν πόνο του γιὰ νὰ παρηγορηθεῖ ἢ ὅτι εἶναι κάτι σὰν συνάντηση μὲ κάποιον ψυχολόγο, τότε, τὸ πρᾶγμα διαφέρει, γιατί ἁπλᾶ δὲν κατάλαβε τὸν πραγματικὸ σκοπὸ καὶ τὴν ἔννοια τοῦ Μυστηρίου. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, πές του νὰ ἔρθει νὰ κουβεντιάσουμε.

Βρῆκα τελικὰ αὐτὸν τὸν γνωστό μου καὶ ὅταν τοῦ ἐξέθεσα τὴν συζήτηση, τὴν ὁποία εἶχα μὲ τὸν Γέροντα καὶ τοῦ εἶπα νὰ πᾶμε κάποια μέρα νὰ τὸν δοῦμε, πῆρα ἀπὸ αὐτὸν τὴν ἑξῆς ἀπάντηση, ποὺ ἀποδεικνύει τὴν σοφία καὶ τὴν ὀρθὴ τοποθέτηση τοῦ Γέροντα πάνω στὸ θέμα:

–Μά, τί νὰ πᾶμε νὰ ποῦμε τώρα;! Ὁ ἄνθρωπος, ἔχει δίκιο. Ἀφοῦ ἐγὼ δὲν σκοπεύω νὰ σταματήσω νὰ πηγαίνω μὲ γυναῖκες, δὲν ἔχει κανένα νόημα μιὰ τέτοια συνάντηση…».

(«Ὑποθῆκες ζωῆς», 11η ἔκδοση, Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζήνας, Ἀθήνα 1997, σελ. 140–144)

Συντάκτης

Σχολιάστε

Το email σας δεν θα δημοσιευθεί.Τα απαραίτητα πεδία είναι μαρκαρισμένα *