
Σὲ κάθε δύσκολη περίσταση, θαλασσοταραχές, τρικυμίες, τυφῶνες, δίναις, οἱ θαλασσινοί, ὅπως καὶ κάθε πιστὸς στὶς φουρτοῦνες τῆς ζωῆς, καταφεύγουν στὴν χάρη τῆς Παναγίας μας μὲ ἐμπιστοσύνη καὶ τὶς ἐπαναλαμβάνουν ὁλόθερμα τὸ Τροπάριο τοῦ Παρακλητικοῦ της Κανόνος:
Πρός τινα καταφύγω ἄλλην, ἁγνή,
ποὺ προσδράμω λοιπὸν καὶ σωθήσομαι,
ποὺ πορευθῶ;
Ποίαν δὲ ἐφεύρω καταφυγήν,
ποίαν θερμὴν ἀντίληψιν
ποίαν ἐν ταῖς θλίψεσι βοηθόν;
Εἰ σὲ μόνην ἐλπίζω,
εἰς σὲ μόνην καυχῶμαι
καὶ ἐπὶ σὲ θαῤῥῶν κατέφυγον.
Στὴν ἐνάτη ὠδὴ τοῦ Κανόνος τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου συνοψίζονται καὶ οἱ δύο ὑπερβάσεις τῆς φύσεως στὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου λέγοντας:
«Νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι
ἐν σοί, Παρθένε ἄχραντε·
παρθενεύει γὰρ τόκος
καὶ ζωὴν προμνηστεύεται θάνατος.
Ἡ μετὰ Τόκον παρθένος
καὶ μετὰ θάνατον ζῶσα,
σῴζοις ἀεί,
Θεοτόκε,τὴν κληρονομίαν σου».
δηλαδή, Παρθένε ἄχραντε, νικήθηκαν στὸ πρόσωπό σου οἱ φυσικοὶ νόμοι, γι’ αὐτό, ἐσύ, ποὺ μετὰ τὸν τοκετό του παρένειμες παρθένος καὶ μετὰ τὸ θάνατό σου ζεῖς αἰώνια ἂς σώζεις μὲ τὶς πρεσβεῖες σου τὴν κληρονομία σου, ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος μας, σώζεις τοὺς ναυτικούς μας.
Πῶς, ὅμως, ἡ Θεοτόκος μπορεῖ νὰ μᾶς σώζει μὲ τὶς πρεσβεῖες της; Νά, ὅπως ὑπάρχουν στὰ Μοναστήρια μας ἀκοίμητες κανδῆλες, ἔτσι ὑπάρχει καὶ στὰ διαμερίσματα τοῦ οὐρανοῦ ἡ ἀκοίμητη κανδήλα τῆς Θεοτόκου μας. Δὲν κοιμᾶται· εἶναι ἀκοίμητη κανδήλα πρεσβειῶν πρὸς τὸ Μονογενῆ της. Μᾶς τὸ τονίζει ἄλλωστε καὶ τὸ Κοντάκιο τῆς ἑορτῆς τῆς κοοιμήσεώς της, τοῦ Πάσχα τοῦ καλοκαιριοῦ: «Τὴν ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητον Θεοτόκον». Ἡ Παναγία μας βρίσκεται πάντοτε σὲ κατάσταση ἑτοιμότητος. Περιμένει νὰ μεταφέρει τὶς ἱκεσίες μας στὸν Υἱό της καὶ Θεό μας. Καὶ οἱ πρεσβεῖες της ἀποτελοῦν τὴν καλύτερη προστασία μας.
Ἡ Παναγία μας εἶναι τῶν Χριστιανῶν ἡ προστάτις καὶ τῶν ναυτιλλομένων ἡ ἀρωγός. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι αἰσθανόμαστε ἀδύνατοι. Προστασία ζητοῦν οἱ ναυτικοί μας στὰ ταξίδια τους, ὅταν πέσουν σὲ κακοκαιρίες, ὅπου καταφεύγουν στὴν Παναγία μας καὶ αὐτὴ δὲν τοὺς ἀποστρέφεται. Μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ὅλοι οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς γύρω μας στὶς ἀνάγκες τῆς ζωῆς μας μᾶς ξεγελοῦν. Ἀλλοίμονο, προστασία ζητάει τὸ κράτος ἀπὸ τὶς μεγάλες δυνάμεις χωρὶς ἀντίκρισμα. Προστασία ζητάει ἡ οἰκογένεια ἀπὸ τὸ κράτος, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς μάταια. Προστασία ζητοῦν οἱ πολίτες ἀπὸ τοὺς νόμους, ποὺ ὅμως πολλὲς φορὲς μεροληπτοῦν. Προστασία ζητάει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους του, ἀλλὰ ἀπογοητεύεται. Προστασία ζητάει αὐτὸς ἐπίσης ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως, ποὺ ὅμως ἀκολουθοῦν τὸν αἰώνιο νόμο τους ἀμίληκτα. Ποιός, λοιπόν, μπορεῖ νὰ προστατεύσει ὅλους μας καὶ μάλιστα μὲ βεβαιότητα, μὲ σιγουριά; Ὀξὺ τὸ πρόβλημα τῆς προστασίας, ἀφοῦ ὅλοι μας κατὰ καιροὺς αἰσθανόμαστε ἀπροστάτευτοι. Ἀπροστάτευτοι ἐκτὸς τῶν ἄλλων καὶ στὶς ἀρρώστιες μας, στὶς τρικυμίες, στοὺς σεισμούς, στοὺς κυκλῶνες, στοὺς κεραυνούς, στοὺς πειρασμοὺς τῆς ζωῆς. Κινδυνεύουμε σωματικὰ καὶ πνευματικά. Μοιάζουμε σὰν νὰ βρισκόμαστε στὴν πρώτη γραμμὴ τοῦ μετώπου, ὅπου οἱ σφαῖρες πέφτουν βροχὴ γύρω μας καὶ ἐμεῖς παραμένουμε ἀκάλυπτοι. Θέλουμε κάλυψη, θέλουμε προστασία, θέλουμε σκέπη. Αὐτὴ τὴν κάλυψη μᾶς τὴν προσφέρει ἡ Παναγία. Δίκαια λοιπὸν ὁ ὑμνογράφος τὴν ὀνομάζει «Προστασία τῶν Χριστιανῶν ἀκαταίσχυντον». Μᾶς προστατεύει ἀπὸ τὶς θλίψεις, μᾶς μετασχηματίζει τὸν πόνο σὲ χαρά, μᾶς λυτρώνει ἀπὸ τοὺς πειρασμούς, μᾶς διασφαλίζει ἀπὸ τὰ αἰώνια βάσανα. Τὸ γνωρίζουμε αὐτὸ ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ, γι’ αὐτὸ καὶ τὴν παρακαλοῦμε νὰ μᾶς σώσει: «Ἀντιλαβοῦ μου καὶ ῥῦσαι τῶν αἰωνίων βασάνων» τῆς λέμε. Μπορεῖ ἡ Παναγία μας νὰ μᾶς λυτρώσει. Ἔχει τὸν τρόπο της νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν μετάνοια, νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ ἀνεβοῦμε τὴν κλίμακα τῶν ἀρετῶν καὶ νὰ φθάσουμε στὴν ἀπάθεια. Ἔχει τὴν δύναμη μὲ τὴν μητρική της παρρησία νὰ κατευνάσει τὴν ὀργὴ τοῦ Υἱοῦ της καὶ Θεοῦ μας, ὥστε νὰ γίνει ἵλεως καὶ νὰ ὑπερνικήσει τὸ ἔλεός Του τὴν δίκαιη Κρίση Του.
Ἡ Παναγιὰ πάνω ἀπὸ ὅλους τοὺς Ἁγίους θεωρεῖται προστάτιδα καὶ τῶν ναυτικῶν. Πολλὰ εἶναι τὰ θαύματα ποὺ ἀναφέρονται σὲ Αὐτήν.
Στὴν Παναγία τῆς Τήνου ὑπάρχουν ἀρκετὰ καὶ περίεργα ἀφιερώματα ποὺ ἔγιναν ἀπὸ ναυτικοὺς στὴν χάρη της. Ἰδιαίτερα στὰ νησιά μας ἡ πίστη ὅτι ἡ Παναγιὰ σώζει ψαρᾶδες, ναυτικοὺς καὶ θαλασσινοὺς ταξιδευτὲς ἀπὸ τρικυμίες εἶναι πολὺ μεγάλη. Ἰδιαίτερο χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ παρακάτω τραγούδι ποὺ ἀναφέρεται στὸ τάμα ποὺ κάνουν ἕνας Τοῦρκος καὶ ἕνας Ἑβραῖος μαζί:
«Παναγιά Βοήθα μας ἀπὸ τὴν ἄγρια τραμουντάνα,
νὰ βαφτιστοῦμε Χριστιανοί, ἐμεῖς καὶ τὰ παιδιά μας».
Τὰ ὀνόματα ποὺ ἔχουν δοθεῖ στὴν Παναγία εἶναι πολλὰ καὶ χαρακτηριστικά, ὅπως Παναγία ἡ Θαλασσινή, ἡ Θαλασσίτρα, ἡ Γοργόνα, ἡ Θαλασσομαχοῦσα, ἡ Ναύλοχος Προστασία. Ἕνα ἀπὸ ὅλα εἶναι τὸ Ἁγία Ἀνέμη ἢ Ἀπάνεμη, γιατί προφυλάσσει τὰ νησιὰ καὶ τὰ καράβια ἀπὸ τοὺς δυνατοὺς ἀνέμους, φέρνει ἀπανεμιά. Τιμᾶται μὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα στὴν Σαμοθράκη, ἀφοῦ προστατεύει τὸ νησὶ ἀπὸ τοὺς ὁρμητικοὺς βόρειους ἀνέμους λόγῳ κάποιου σχετικοῦ θαύματος.
Ἡ Παναγία, ὡς προστάτιδα τῶν θαλασσινῶν, ἀναφέρεται συνήθως ὡς Παναγία Θαλασσινή. Εἰδικότερα, στὴν Ἄνδρο, ὑπάρχει τὸ γραφικὸ ἐκκλησάκι τῆς Παναγίας Θαλασσινῆς, χτισμένο πάνω σὲ βράχο μέσα στὴ θάλασσα, στὴν εἴσοδο τῆς Χώρας. Αὐτὸ τὸ ἐκκλησάκι ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ χαρακτηριστικὰ ἀξιοθέατα τοῦ νησιοῦ.
Ἡ Παναγία ἡ Θαλασσίτρα, ἡ προστάτις τῶν ναυτικῶν τῆς Μήλου εἶναι κτισμένη σὲ περίοπτη θέση ποὺ δεσπόζει τοῦ νησιοῦ στὸν δρόμο πρὸς τὸ Κάστρο, πάνω ἀπὸ τὴν Πλάκα. Χρονολογεῖται στὰ 1738 καὶ στὴν ἀνακαίνισή της ἑνώθηκε μὲ τὸ παρεκκλήσι τῆς Παναγιᾶς τῆς Ἐλεούσας.
Ἡ Ναύλοχος Προστασία στὸν Πειραιᾶ
Στὸν Πειραιᾶ, στὸ πρῶτο λιμάνι τῆς χώρας μας, στὸ ἐπίνειο τῶν Ἀθηνῶν, ἡ Παναγία μας τιμᾶται ὡς «Ναύλοχος προστασία». Ναύλοχος εἶναι ὁ τόπος ποὺ παρέχει ἀσφαλὲς ἀγκυροβόλιο στὰ καράβια καὶ συνήθως συνδέεται μὲ τὰ λιμάνια. Ὁ Σεβασμιώτατος Ἅγιος Πειραιῶς κ. Σεραβείμ, εὐλαβούμενος πολὺ τὴν Παναγία μας σὲ κάθε ναὸ τῆς Μητροπόλεώς του τοποθέτησε ἀπὸ μία θαυματουργὴ εἰκόνα της, ὥστε αὐτὴ νὰ τὴν προστατεύει καὶ νὰ τὴν καθιστᾶ θεοτοκοφρούρητη. Σὲ αὐτὴν ποὺ προστατεύει τοὺς ναυτικοὺς ἔδωσε τὸ προσωνύμιο «Ναύλοχος Προστασία».
Στὴν Ἀκολουθία ποὺ ψάλλεται στὴν σύναξη τῆς χάριτός της της ὁρίζεται
ὡς ἀσφαλῶς ναυλοχοῦσα ἐν Πειραιῶς λιμένι τὰ ἐν θαλάσσῃ πλεούμενα,
ὡς γαλήνιο λιμάνι,
ὡς ὅρμος θαλαττευόντων καὶ ἀγκυροβόλιον ἀσφαλές,
ὡς ποντουμένων ἐν βίῳ διάσωσμα,
ὡς φάρος τηλαυγέστατος προστασίας ναυτικῶν,
ὡς πυξίδα πλεόντων ἀλάνθαστη»,
ὡς ἀχανέστατον πέλαγος χαρᾶς τῶν πιστῶν,
ὡς εἰρήνευση τῶν πλεόντων στὸ πολυκύμαντο τοῦ βίου πέλαγος,
ὡς χειραγώγηση τῆς νεότητος πρὸς ἔνθεη πρόοδο,
Καὶ τὴν παρακακαλοῦμε:
«Προστασία Ναύλοχε,*
ναυλοχεῖν ἀξίου ἡμᾶς,*
ἐν λιμένι Χάριτος».
Ἐπίσης στὰ τροπάριά της τὴν ἱκετεύουμε ψάλλοντας:
«Ὁδήγει πρὸς εὔδιον λιμένα
πλεούμενα πάντα
ὡς Προστασίαν Ναύλοχον
τιμῶντά σε, πανύμνητε,
ὧν ἀπλανῶς τοὺς οἴακας
βαστάζει χάρις ἡ θεία σου.
Παναγία ἡ Θαλασσομαχοῦσα στὴν Ζάκυνθο
Στὸ φιλέρημο νησὶ τῶν Στροφάδων, στὸ Ἰόνιο πέλαγος, ἀρκετὰ ναυτικὰ μίλλια κάτω ἀπὸ τὴν Ζάκυνθο, στὸ μέρος ποὺ ἀσκήτευσε καὶ κοιμήθηκε ὁ Ἅγιος Διονύσιος, ὁ ἐπίσκοπος Αἰγίνης μὲ τὸ ἄφθαρτο σκήνωμα στὴν Ζάκυνθο, στὸ νησὶ ποὺ γιὰ στέμμα του καὶ μοναδικό του στολίδι ἔχει τὸ κτιριακὸ συγκρότημα τοῦ μοναστηριοῦ τῆς Θεοτόκου, τῆς “Παντοχαρᾶς”, φυλασσόταν ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Θαλασσομαχούσας. Ἡ εἰκόνα τῆς Θαλασσομαχούσας ἦρθε ἐδῶ μέσα ἀπὸ τὴν θάλασσα μὲ θαυμαστὸ τρόπο, ὅπως ἡ Πορταΐτισσα τῶν Ἰβήρων, καὶ προερχόταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Καὶ οἱ μοναχοὶ τῆς ψάλλουν μὲ κατάνυξη τὸ Ἀπολυτίκιο:
Τῆς θαλάσσης τὴν δίνην ἡ καταπαύουσα,
Θεοκυῆτορ Παρθένε,
πυρσὲ Στροφάδων Μονῆς,
ἡ ταχὺ τοὺς ποντουμένους διασῴζουσα
ἐκ τρικυμίας ζοφερᾶς
βίου, δούλων σου εὐχὰς
προσάγαγε τῷ Υἱῷ σου,
σεμνὴ Θαλασσομαχοῦσα,
τῶν προσκυνούντων τὴν εἰκόνα σου.
Σήμερα στὸ δεξὶ κλῦτος τοῦ Μοναστηριοῦ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου στὴν Ζάκυνθο ἔχει μεταφερθεῖ γιὰ προστασία στὸ δεύτερο προσκυνημάρι ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Θαλασσομαχούσας, ἡ θαυματουργὴ ἀπὸ τὸ μοναστήρι τῶν Στροφάδων. Οἱ πιστοὶ τὴν προσκυνοῦν μὲ εὐλάβεια καὶ τὴν παρακαλοῦν νὰ τοὺς εἶναι ὑπέρμαχος στὶς καθημερινὲς μάχες τῆς ζωῆς μας καὶ νὰ τοὺς προστατεύει ἀπὸ τὴν θάλασσα τῆς ἁμαρτίας, ποὺ ἀφρισμένη ζητᾶ νὰ μᾶς καταπιεῖ.
Ἡ Παναγία τῶν θαλασσινῶν στὴν Σκιάθο κατὰ τὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη, «Παναγία ἡ Κατευοδώτρια»
Στὸ διήγημά του «Τ’ Ἀγνάντεμα» ὁ Παπαδιαμάντης ἀναφέρει τὸ ἐκκλησάκι τῆς Παναγίας τῆς Κατευοδώτριας. Γράφει: «Ἐπάνω στὸν βράχον τῆς ἐρήμου ἀκτῆς, ἀπὸ παλαιοὺς λησμονημένους χρόνους, εὑρίσκετο κτισμένον τὸ ἐξωκκλήσι τῆς Παναγίας τῆς Κατευοδώτρας. Ὅλον τὸν χειμῶνα παπὰς δὲν ἤρχετο νὰ τὸ λειτουργήσῃ. Ὁ βορρᾶς μαίνεται καὶ βρυχᾶται ἀνὰ τὸ πέλαγος τὸ ἁπλωμένον μαυρογάλανον καὶ βαθύ, τὸ κῦμα λυσσᾷ καὶ ἀφρίζει ἐναντίον τοῦ βράχου. Κι ὁ βράχος ὑψώνει τὴν πλάτην του γίγας ἀκλόνητος, στοιχειὸ ριζωμένο βαθιὰ στὴν γῆν, καὶ τὸ ἐρημοκκλήσι λευκὸν καὶ γλαρόν, ὡς φωλιὰ θαλασσαετοῦ στεφανώνει τὴν κορυφήν του»[1].
Ἡ Παναγία ποὺ κατευόδωνε τοὺς ναυτικοὺς τοῦ νησιοῦ ἦταν ἡ προστάτις τῆς ἰστιοφόρου ναυτιλίας. Τὸ ναΐδριό της βρισκόταν σὲ ἔρημη ἀκτὴ ἀπέναντι ἀπὸ τὸ Κάστρο καὶ εὐλογοῦσε μαζὶ μὲ Ἅγιο Νικόλαο, ὅλους τοὺς ναυτιλλομένους. Ἡ γιορτή της ὁρίσθηκε τὰ τελευταῖα χρόνια τὴν πρώτη Σεπτεμβρίου μαζὶ μὲ τὴν ἀρχὴ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ χρόνου, γιὰ νὰ κατευοδώνει τοὺς Χριστιανοὺς στὸ ταξίδι τῆς ζωῆς.
Παναγιὰ ἡ Σαλονικά. (Παπαδιαμάντης)[2]
Ἀναφέρεται στὴν πάνω ἐνορία τῆς Σκιάθου ποὺ λέγεται καὶ «Παναγιὰ ἡ Λιμνιά». Σὲ αὐτὴν ἀφιέρωναν οἱ ναυτικοὶ τὰ ἀφιερώματά τους, ἐκκλησιάζονταν, τὴν ἐπικαλούνταν καὶ τῆς ἔταζαν. Νὰ πῶς τὰ περιγράφει αὐτά:
Ἀπάνω στὴν εἰκὸν’ ἀφιερώματα
κρέμονται, καραβάκια, γολετίτσες,
καΐκια, βάρκες, μπάρκα τριοκάταρτα,
ὃλ’ ἀφιερώματα τῶν πλοιάρχων.
Κι οἱ καπεταναῖοι οἱ παλαιοί
καθένας ἔχει στὸ ναὸ βαλμένο
ἀπὸ ἕνα λίθο· καὶ καθένας ἔχει
ἕνα στασίδι γύρω γύρω στὸ δεσποτικό
καὶ γύρω γύρω στὸ παγκάρι ὅλοι τους.
Τάζουν στὴν Παναγία καὶ τοὺς δίνει
καλὰ ταξίδια, γαληνιάζ’ ἡ θάλασσα
ὅταν στὸ πέλαγο τὴν ἐπικαλεσθοῦν
τὴν Παναγία την Σαλονικιά.
Ἄμποτε νά ’σαὶ βοηθός, Παρθένα μου,
κι εἰς τοὺς χειμαζομένους εἰς τοῦ βίου
τὰ βάσανα καὶ τὰς ἀνάγκας, ἄμποτε
νὰ εἶσαι βοηθὸς καὶ σωτηρία.
Παναγιὰ ἡ Γοργόνα τοῦ Στρατῆ Μυριβήλη
«Κατάμπροστα στὸ ψαραδολίμανο, μέσα στὸ μάτι του πουνέντη, ὀρθώνεται πάνω σὲ θεώρατη θαλασσοβραχιὰ τὸ ξωκλήσι τῆς Παναγιᾶς τῆς Γοργόνας. Τὸ ξωκλήσι δὲν εἶναι νὰ πεῖς τίποτα παλαιικὸ χτίσμα, ἀπ’ αὐτὰ τὰ μικρὰ ἀριστουργήματα ποὺ μαστόρεψε ἡ βυζαντινὴ ἀρχιτεχτονικὴ σ’ ὅλη τὴν Ἑλλάδα. Εἶναι τετράγωνο καὶ γερό, χτισμένο μὲ πολλὴ εὐλάβεια καὶ λίγο γοῦστο ἀπὸ κάτι θεοφοβούμενους μαστόρους καὶ ναῦτες, πᾶνε τώρα ἑβδομῆντα ἢ ὀγδόντα χρόνια.
Περνοῦσαν μὲ μιὰ μπρατσέρα, κι ὁ ἐργολάβος τους μαζί, συμφωνημένοι στὰ βορεινὰ τοῦ νησιοῦ, σ’ ἕνα κεφαλοχώρι, νὰ χτίσουν κάποιο σαπουνάδικο. Στὸ δρόμο τους πῆρε ἀλακάπα ἕνα ἄγριο μπουρίνι. Πῆγαν νὰ μπατάρουν ἐκεῖ ἀπ’ ἔξω στὸν κάβο Κόρακα, σὰν ἀντίκρισαν ξάφνου τῆς Παναγίας τα ράχτα. Γλίτωσέ μας, τάχτηκε ὁ ἐργολάβος, καὶ μεῖς θὰ σοῦ χτίσουμε ἕνα ξωκλήσι. Μεμιὰς καταλάγιασε ὁ καιρός, οἱ μαστόροι καὶ τὸ τσοῦρμο ἀπάγγιασαν στὸ μικρὸ λιμάνι τῆς Παναγιᾶς. Δέσανε πρυμάτσα καὶ κάμαν τὸ τάμα τους. Γι’ αὐτὸ τὸ κλησάκι τοῦτο μοιάζει τόσο πολὺ μὲ μικρὸ λαδομάγαζο.
Τὴν παρακαλοῦμε ψάλλοντας:
Γοργόνα πανεύφημε,
Συκαμνιᾶς Λέσβου σέμνωμα,
θαλάσσας γαλήνευσον
βιοτικὰς εὐσεβῶν
σαῖς δεήσεσι,
Κυρία Θεοτόκε,
πρὸς Τόκον σου ἄχραντον,
δίνας κοπάζοντα.
Ἡ Παναγιὰ στὴν Κύμη, μὲ τοὺς ἐμποροπλοιάρχους
Ἡ Παναγία ἡ Λιαουτσάνισσα εἶναι ἡ ἔφορος καὶ προστάτις τῶν Κυμαίων, ἡ καταφυγὴ καὶ τὸ ἀγαλλίαμά τους. Περισκέπει καὶ περιφρουρεῖ τὴν πόλη τους καὶ ὅλη τὴν εὐλογημένη περιοικίδα της καὶ μάλιστα τοὺς ναυτικούς της. Σὲ αὐτὴν οἱ πιστοὶ σπεύδουν στὶς ἀνάγκες τους, στὰ θαλασινά τους ταξίδια, στὶς δυσκολίες τῆς ζωῆς, στοὺς πειρασμοὺς καὶ στὶς θλίψεις τους. Καὶ ἡ Παναγία μας πάντοτε ἀνταποκρίνεται μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἐκείνη γνωρίζει, μὲ τὶς πρεσβεῖες της πρὸς τὸ Μονογενῆ της, ὥστε ὅλοι νὰ φεύγουν ἀπὸ τὴ χάρη της ἐλαφρωμένοι καὶ χαρούμενοι.
Δὲν λησμονοῦν οἱ εὐσεβεῖς Κυμαῖοι, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες, ὅτι ἡ Θεοτόκος μας εἶναι ἡ «ὀλέτειρα τῶν ἐχθρῶν μας» καὶ μὲ βεβαιότητα καταφεύγουν στὴν χάρη της, ἀφοῦ εἶναι ἀποδεδειγμένο ὅτι καὶ μόνη ἡ ἐπισκίαση τῆς χάριτος τῆς Θεοτόκου διώχνει τὴν δύναμη τῶν ἐναντίων καὶ συντρίβει τὰ βέλη τῶν πολεμίων τὰ κινούμενα κατὰ τοῦ χριστωνύμου πληρώματος. Ὡς πρόμαχος, λοιπόν, τῶν Κυμαίων ἡ Παναγία μας ἡ Λιαουτσάνισσα κατὰ τοὺς ἐθνικοὺς ὑπὲρ ἀνεξαρτησίας καὶ διαφυλάξεως τοῦ πατρίου ἐδάφους ἀγῶνες τιμᾶται ἰδιαίτερα στὴν πόλη της. Ἡ Παναγία μας ἄλλωστε ὡς ὑπέρμαχος τῶν Ἑλλήνων καὶ ὡς προστάτις τῶν μαχομένων δυνάμεων τοῦ Ἔθνους ἐναντίον τῶν ἐπιβούλων τῆς ἐλευθερίας καὶ ἀνεξαρτησίας μας μεγαλύνεται ἀνὰ τὸ Πανελλήνιο.
Μὲ κατάνυξη τῆς ψάλλουμε:
Ἐκ τοῦ σάλου κυμάτων
πρὸς γαλήνιον ὅρμον,
Λιαουτσάνισσα,
ὁδήγει σοὺς οἰκέτας
δεινῶς χειμαζομένους
τοὺς ἐν πίστει κραυγάζοντας·
σῶσον ἡμᾶς ποντισμοῦ,
ἁγνὴ Θεογεννῆτορ.
Ἀνάσταση καὶ ἀνάληψη. Κρυφὴ Παναγιά
Τὴν τρίτη ἡμέρα μετὰ τὴν Μετάσταση τῆς Κυρίας μας Θεοτόκου οἱ Μαθητὲς ἦσαν συγκεντρωμένοι ὅλοι μαζὶ καὶ συνέτρωγον τὸ «ἄριστον» γεῦμα. Ὅταν κατὰ τὴν συνήθειά τους ὕψωσαν ἕνα κομμάτι ἄρτου καὶ ἔλεγαν «Μέγα τὸ Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος» φάνηκε σὰν νὰ ἦταν ζωντανὴ ἡ Παναγία μας στὸν ἀέρα μέσα σὲ φωτεινὴ νεφέλη κυκλουμένη ἀπὸ Ἁγίους Ἀγγέλους. Μπροστὰ στοὺς ἔκπληκτους μαθητὲς ἀκούστηκε ἡ φωνή της νὰ τοὺς λέει: «Χαίρετε, ὅτι μεθ’ ἡμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας». Τότε αὐτοὶ βρισκόμενοι σὲ κατάνυξη ἀνεκραύγασαν· «Παναγία Θεοτόκε, βοήθει ἡμῖν» καὶ ἦσαν βέβαιοι ὅτι σύσσωμος ἡ Θεοτόκος ἀναστήθηκε καὶ ἀναλήφθηκε στοὺς οὐρανούς, ὅπως ὁ Υἱός της καὶ Θεός μας, μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖο συμβασιλεύει στοὺς αἰῶνες καὶ πρεσβεύει γιὰ τὴν σωτηρία ὅλων μας.
Τὴν ἡμέρα αὐτὴ γιορτάζει καὶ τὸ Μετόχι τῆς Μονῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος τῆς Κύμης, ἡ θαυματουργὴ «Κρυφὴ Παναγιά» ἢ τὸ Σάββατο μετὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως. Τὸ δυσπρόσιτο αὐτὸ ἐκκλησάκι φωλιασμένο στὴν κόχη ἑνὸς τεράστιου βράχου στέκει κρυμμένο καὶ ἀγέρωχο μέσα στὸν χρόνο χάρη στὶς προσπάθειες καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ κόσμου πρὸς τὴν Παναγία μας. Βρίσκεται στὴν περιοχὴ τοῦ Τσίλαρου καὶ ἀπὸ κάτω του ἁπλώνεται τὸ ἀπέραντο γαλάζιο τοῦ Αἰγαίου. Δὲν φθάνει κανεὶς εὔκολα ἐδῶ. Ἀπαιτεῖται πεζοπορία μέσα σὲ μιὰ πανέμορφη ἁγιορείτικης ὀμορφιᾶς καὶ χλωρίδας πλαγιὰ ποῦ περνάει μέσα ἀπὸ ἐπικίνδυνες σάρες, ποὺ ὅμοιές τους συνάντησα στὸ μονομάτι ἀπὸ τὴν Λαύρα πρὸς τὰ Καυσοκαλύβια. Ἀλλὰ καὶ πρὶν τὴ πεζοπορία ὁ χωματόδρομος, (μόνο γιὰ τζιπάκια) εἶναι τραχὺς μὲ μεγάλη κλίση, γκρέμια, δύσκολα περάσματα, βράχια ὀρθὰ καὶ χοντρὲς πέτρες (κροκάλες).
Καναγία ἡ Καλαμιώτισσα τῆς Ἀνάφης
Ἡ μικρὴ νῆσος τῆς Ἀνάφης κατέναντι τῆς Σαντορίνης σεμνύνεται καὶ καυχᾶται γιὰ τὴν χαριτόβρυτη Καλαμιώτισσα. Ἡ πάνσεπτη εἰκόνα της σύμφωνα μὲ τὴν τοπικὴ παράδοση βρέθηκε ἀναρτημένη ἐπάνω σὲ καλάμι στὴν κορυφὴ βράχου ὕψους 460 μέτρων στὸ βουνὸ Κάλαμος ἀπὸ κάποιο βοσκὸ τοῦ νησιοῦ. Τὸ μέρος αὐτὸ, στὸ ὁποιο θέλησε νὰ κατοικήσει ἡ Μεγαλόχαρη εἶναι βραχῶδες, ἄγριο καὶ δύσβατο καὶ γιὰ νὰ φθάσει κανεὶς ἀκολουθεῖ ἕνα ἀπόκρημνο μονοπάτι, ἔργο πίστεως καὶ σεβασμοῦ πρὸς τὴν Παναγία μας τῶν κατοίκων τοῦ νησιοῦ γύρω στὰ 1715.
Πρῶτος μοναχὸς ἔγινε ἕνας ἐμποροπλοίαρχος ἀπὸ τὴν Οἴα, ὁ ὁποῖος σώθηκε ἀπὸ θαλασσοταραχὴ ἐπικαλούμενος τὴν ταχινὴ προστασία τῆς Παναγίας μας καὶ ὑποσχέθηκε νὰ τὴν διακονήσει. Μετὰ ἀπὸ λίγο χρόνο μόνασε μαζί του καὶ ὁ ἀδελφός του κτίζοντες μάλιστα καὶ δύο κελλιὰ δίπλα στὰ ὑπάρχοντα. Αὐτοὶ ἀνακαίνισαν καὶ τὴν δεξαμενὴ τοῦ νεροῦ ποὺ ὑπάρχει μέχρι σήμερα. Στὸν τοῖχο ἑνὸς κελλιοῦ ὑπῆρχε ἐντοιχισμένη μικρὴ πλάκα, ἡ ὁποία ἐκλάπη τὸ 2003, μὲ ἐγχάρακτη ἐπιγραφή: «Οἴᾳ τῆς Θήρας 1715 Ἀδελφοὶ Μοναχοὶ Ἀγάπιος καὶ Μελέτιος». Τὸ ὅλο τοπίο τοῦ μοναστηριοῦ προκαλεῖ δέος καὶ ἀπορία γιὰ τὸν τρόπο μεταφορᾶς τῶν ὑλικῶν δομήσεως τῶν κτισμάτων ἐδῶ, ποὺ ὁ Γάλλος περιηγητὴς Τουρνεφὸρ γύρω στὰ 1700 χαρακτήριζε ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ ἐπιβλητικώτερα τοπία τοῦ κόσμου.
Στὸν Παρακλητικό της Κανόνα τὴν παρακαλοῦμε ἀπὸ τὸν ὑψηλὸ κάλαμο νὰ παρακαλεῖ τὸν Χριστό μας αὐτὸν ποὺ κατέπαυσε τὴν ὁρμὴ τῶν ἀνέμων στὴν θάλασσα τῆς Γαλιλαίας νὰ καταπαύει καὶ τοὺς ἀέρησες ποὺ θαλασσοπνίγουν τὰ καράβια μας, ἀφοῦ εἶναι ναυτίλλων ἡ προστασία καὶ λιμάνι τῶν καραβιῶν ἀπάνεμο ψάλλοντας:
Λιμὴν πλωτήρων,
Καλαμιώτισσα, παῦσον
τρικυμίας θαλάσσης εὐχαῖς σου
πρὸς ὁρμὴν ἀέρος
τὸν παύοντα, Υἱόν σου.
Και ἀλλοῦ πάλι μὲ παρρησία ὁμολογοῦμε τὴν χάρη της νὰ προστατεύει τοὺς ναυτικούς μας λέγοντας τὸ Μεγαλυνάριο:
Ὄρους τοῦ Καλάμου περικλεὲς
τοῦ ἐν τῇ Ἀνάφῃ
ἐγκαλλώπισμα ἡ μορφὴ
ἡ σεπτή σου πέλει,
Κυρία Θεοτόκε,
ναυτίλλων προστασία,
Καλαμιώτισσα.
Παναγία Οἰνουσιώτισσα
Οἱ Οἰνοῦσσες, ἕνα μικρὸ νησὶ στὰ ἀνατολικὰ τῆς Χίου εἶναι τὸ νηςὶ τῶν ἐφοπλιστῶν. Δὲν μποροῦσε, λοιπόν, νὰ λείπει ἡ Παναγία ἡ Οἰνουσσιώτισσα, ποὺ εἶναι ἡ καπετάνισσα τῶν καραβιῶν. Προσκυνητάρι της μὲ βυζαντινῆς τεχνοτροπίας εἰκόνα ὑπάρχει στὴν ἄκρη τοῦ λιμανιοῦ, στὸν δρόμο ποῦ ὁδηγεῖ στὸ νεόδμητο καὶ καλαίσθητο Μοναστήρι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Γιὰ αὐτὴν στὸ μεγαλυνάριό της τῆς φωνάζουμε:
Χαῖρε, ὅρμος πάντων ὁ γαληνὸς
τῶν θαλαττευόντων,
Θεοτόκε, καὶ ὁ λιμὴν
τῶν ἐν τρικυμίαις
ὁ εὔδιος τοῦ βίου
τῶν σὲ ὑμνολογούντων,
Οἰνουσιώτισσα.
Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
[1] Ἀ. Παπαδιαμάντη, Τ’ Ἀγνάντεμα, «Ἅπαντα» τόμος Γ’, κριτικὴ ἔκδοση Ν. Τριανταφυλλόπουλος, σελίδες 199-205, Ἀθῆναι 1984.
[2] Α. Παπαδιαμάντης, Ἅπαντα, τόμ. 5, Δόμος
