Γι΄ αὐτὴν τὴν Ἑλλάδα ἀγωνιζόμαστε… στὴ ΝΙΚΗ

Γράφει ὁ Δημήτρης Νατσιὸς

δάσκαλος-Κιλκὶς, πρόεδρος ΝΙΚΗΣ

 

Δημοσιεύω ἕνα παλιότερο κείμενό μου… Αὐτοὶ ποὺ πρωταγωνιστοῦν στὶς ὀκτὼ παραπομπὲς «κρύβονται» ἀπὸ πίσω μας…

 

Πρῶτον: Κάποτε ἡ Διοίκηση διορίζει τον Μακρυγιάννη “ἀρχηγὸ τῶν Ἀθηναίων”. Τὸν πλησιάζει ὁ Γρόπιος (Gropius), πρόξενος τῆς Ἀούστριας καὶ τοῦ λέει νὰ δεχτεῖ τὸν “Γκόρδον”, τὸν Ἄγγλο, ὡς ἀρχηγό, διότι θὰ

βάλει τὰ χρήματα. Ἀπαντᾶ ὀ πατριδοφύλακας στρατηγός: “Σύρε πὲς του, ὅποιος εἶναι αὐτὸς ὁπού θὰ βάλει τα χρήματα, ὄχι ἀρχηγὸν τὸν κάνω καμπούλι (= δέχομαι νὰ γίνει), διὰ τὴν ἀγάπη της πατρίδος μου, ἀλλὰ ὅπου κατουράγει νὰ μοῦ δίνει νὰ πίνω ἐγὼ τὸ κάτουρο. Τὸ κάνω αὐτὸ καὶ τοῦ τὸ δίνω ἐγγράφως”. (Ἀπομνημονεύματα, ἔκδ. Ζαχαρόπουλος, σελ. 483

Δεύτερον: Ἀποσπῶ ἀπὸ τὸ “Συναξάρι” τῶν ἡρώων τοῦ ἐθνικοαπελευθερωτικοῦ ἀγώνα τῶν Ἑλλήνων τῆς Κύπρου μας, τὸ 1955, ἀπὸ τὸ πολυτίμητο βιβλίο τοῦ Σπύρου Παπαγεωργίου «Διὰ χειρὸς ἡρώων», μίαν ἐπιστολὴ τοῦ Ἰακώβου Πατάτσου. Διαβάζω καὶ «προσκυνῶ» τὰ πάθη τοῦ λαοῦ μας.  Γράμμα στὴν μάνα του, στὶς 8 Αυγούστου τοῦ 1956: «Χαῖρε. Εὐρίσκομαι μεταξύ τῶν ἀγγέλων. Τώρα ἀπολαμβάνω τοὺς κόπους μου. Τὸ πνεῦμα μου φτερουγίζει γύρω ἀπὸ τὸν θρόνο τοῦ Κυρίου. Θέλω νὰ χαρεῖς, ὅπως κι ἐγώ.  Ἄν κλαῖς, θὰ λυποῦμαι. Τὸ ὄνομά σου θα γραφεῖ στὴν ἱστορία, γιατί ἐδέχθης νὰ θυσιασθεῖ τὸ παιδί σου γιὰ τὴν Πατρίδα. Εἶναι καιρὸς τώρα νὰ καμαρώσεις το παιδί σου.  Εὑρίσκεται ἐκεῖ ψηλὰ ὅπου ψάλλουν οἱ ἀγγέλοι.  Χαῖρε ἀγαπημένη μου μητέρα.  Μὴ κλαῖς γιὰ νὰ ἀκούσεις τὴν ἀγγελικὴ φωνή μου ποὺ ψάλλει: «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαώθ». Ψάλλε καὶ σὺ μαζί μου. Ψάλλε, προσεύχου, δόξαζε τὸν Θεόν  σ’ ὅλη σου τὴν ζωήν». Αὐτό δὲν εἶναι ἐπιστολή, εἶναι δοξαστικο ἀθλητοῦ τοῦ Ἔθνους μας. 

Τρίτον: Ὁ Παῦλος Μελᾶς, ὁ ἀητὸς τῆς Μακεδονίας μας, ψυχορραγοῦσε λέγοντας: 

«Τὸν σταυρὸ νὰ τὸν δώσεις στὴν γυναίκα μου καὶ τὸ τουφέκι τοῦ Μίκη καὶ νὰ τοὺς πεῖς ὅτι τὸ καθῆκον μου ἔκαμα». Ἔχουμε, οἱ τωρινοὶ Ἕλληνες, τέτοια ἀγάπη για την πατρίδα;

Τέταρτον: Μάχη τοῦ Κιλκίς. 20 Ἰουνίου 1913. Στρατιώτης τοῦ 22ου Σ.Π. τραυματίζεται στὸ χέρι. Τοῦ λένε νὰ φύγει γιὰ το χειρουργεῖο. «-Τί ἔκανε, λέει; Γιὰ μιὰ τσουγκρανιὰ νὰ φύγω; Τὸ παλιοτόμαρό μου βαστάει ἀκόμη. Καὶ συνεχίζει τὸν ἀγώνα. Παίρνει δεύτερο βόλι καὶ ἑξακολουθεῖ νὰ μάχεται καὶ τὸ δεύτερο τραῦμα γίνεται τρίτο καὶ ἕπεται συνέχεια. Ὄταν δὲν ἦτο δυνατὸν πλέον νὰ συνεχίσει τὸν ἀγώνα, λέει: «-Μωρὲ δὲν μποροῦσα νὰ εἶχα κι ἄλλο παλιοτόμαρο, νὰ βγάλω αὐτὸ τὸ τρυπημένο καὶ νὰ βάλω τὸ καινούργιο;». (σελ. 76). Μὲ ἐκεῖνα τὰ ἡρωικά… παλιοτόμαρα εἶναι ραμμένη ἡ γαλανόλευκη.   

Πέμπτον: Διασώζει ὁ συγγραφέας Χρ. Ζαλοκώστας στὸ βιβλίο του «Τὸ περιβόλι τῶν θεῶν», σ. 135, νά… ἀξιοπερίεργο ἐπεισόδιο: Περιγράφει τὴν ἐπίσκεψη τοῦ πρωθυπουργοῦ Μεταξᾶ στὸ στρατιωτικό νοσοκομεῖο «Εὐαγγελισμὸς» καὶ την στιχομυθία μὲ πληγωμένο στρατιώτη:

«-Ποῦ πληγώθηκες ἐσύ, παιδί μου;

-Στὸ Ἰβὰν!

-Ἐ, τὸ Ἰβὰν τὸ τιμωρήσαμε! Ἔπεσε χθὲς τὸ βράδυ.

-Ναί, ἔπεσε κ. Πρόεδρε. Θὰ μποροῦσε ὄμως να εἶχε πέσει ἐδῶ καὶ πέντε μέρες. Ὅταν βρήκαμε τὴν πρώτη ἀντίσταση, ἔπρεπε νὰ μᾶς θυσιάσει ὁ συνταγματάρχης μας. Θὰ τὸ παίρναμε ἀπὸ τότε».

Ἕκτον: Στὸ ἐξαιρετικὸ βιβλίο τοῦ Χρήστου Ἀγγελομάτη «Χρονικὸν Μεγάλης Τραγωδίας», στὶς σελίδες 183-184, περιέχεται μία ἐπιστολὴ τοῦ Θεοδ. Μουτσούλα, ὑποναυάρχου τοῦ Λιμενικοῦ Σώματος ἐ.ἀ., ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται στὸν πατέρα του, ταγματάρχη πεζικοῦ Κωνσταντῖνο Μουτσούλα.

Διαβάζω:  «Ἦτο, τότε, ἡ μοιραία ἡμέρα τῆς 26ης Αὐγούστου 1922, ὄτε τὰ πάντα εἶχον διαλυθῆ. Ὅλως τυχαίως, ὅμως, συνήντησε τον ταγματάρχην Μουτσούλαν ὁ ὑπολιμενάρχης Σμύρνης Ἀντώνιος Μπαχᾶς

καὶ τὸν ἐπιβίβασε βιαίως ἐπὶ τοῦ ἀποπλεύσαντος τὴν ἡμέραν ἐκείνην τελευταῖον ἐπιτάκτου ἀτμοπλοίου “Νάξος”. Ἅμα τῇ εἰσόδῳ τῆς “Νάξος” εἰς τὸν λιμένα τῆς Χίου, ὁ ταγματάρχης Μουτσούλας, ἀνελθῶν ἐπὶ τοῦ καταστρώματος τοῦ πλοίου, τὸ ὁποῖον ἦτο κατάμεστον ἀπὸ ἀξιωματικοὺς καὶ ὁπλίτας, ἀνεφώνησεν: ” Ἔπειτα ἀπὸ τὸ αἶσχος αὐτό, τὴν ἐθνικὴν αὐτήν συμφορὰν, δὲν μᾶς ἐπιτρέπεται να πατήσωμεν χῶμα ἑλληνικόν! Ὅλοι οἱ Ἕλληνες νὰ πᾶμε νὰ πνιγοῦμε! Καί, πρῶτος, δίδω τὸ παράδειγμα ἐγώ!”. Καὶ πράγματι ἐρρίφθη εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἐπνίγη. Οἱ Χιῶτες ἐνεταφίασαν αὐτὸν ἐκβρασθέντα μετὰ τριήμερον, εἰς τὴν ἐκκλησίαν Ἅγιος Ἰωάννης καὶ ἐπὶ μαρμαρίνης στήλης ἄγνωστος μοι μέχρι τοῦδε, ἐχάραξε: «Ἢ καλῶς ζῆν ἢ καλῶς τεθνᾶναι τὸν εὐγενή χρῆ».

 Ἕβδομον: Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1804 στὸ Μοναστήρι τοῦ Σέλτσου, ἔγινε ὁ ξακουσμένος «χαλασμὸς τῶν Μποτσαραίων». Σκοτώθηκαν πολλοί, μεταξὺ αὐτῶν καὶ ἡ περίφημη κόρη τοῦ Νότη, Λένω (Ἑλένη) Μπότσαρη. Διαβάζω: «Ὁ Νότης κείτεται στὸ πεδίο τῆς μάχης, διάτρητος ἀπὸ τὶς πληγὲς πνιγμένος στὸ αἷμα κατάμαυρος ἀπὸ τὸ μπαρούτι, Ἐφτά πληγὲς εἶχε καὶ τὴν σοβαρότερη στὸ δεξί ματι. Τὴν ὥρα ἐκείνη ἡ κόρη του Ἑλένη, λεβεντοκόριτσο 22 χρονῶν, λυγερή, ξανθή, ἦρθε μετὰ τὸν ἡρωικὸ θάνατο τοῦ θείου της Νίκηζα, μὲ τὸν ὁποῖο συμπολεμοῦσε, καὶ βρῆκε τὸν πατέρα της μισοπεθαμένο. Μὲ τὸ ματωμένο γιαταγάνι στὸ χέρι, ἔσκυψε καὶ τὸν ρώτησε:

– Τί νὰ κάνω πατέρα;

– Παιδί μου ἦρθε ἡ ὥρα σου. Σκοτώσου! Τῆς ἀποκρίθηκε ψιθυριστά. Χίμηξε ἡ Ἑλένη μὲ τὸ γιαταγάνι, ἀναμέρισε τοὺς ἐχθρούς καὶ πνίγηκε στὸν Ἀχελῶο», γιὰ νὰ μὴν την μαγαρίσουν, τὴν κόρη, τὴν ἀτρόμητη Σουλιωτοπούλα. («Μνήμη Σουλίου», συλλογικὸ ἔργο τοῦ 1971).  

Ὄγδοον: Γεώργιος Γεννάδιος, Δάσκαλος τοῦ Γένους. Πέθανε πάμφτωχος. Λίγο μετὰ τὴν πτώση τοῦ Μεσολογγίου, στὸ Ναύπλιο, προσπαθεῖ νὰ ἀναπτερώσει τὸ ἠθικό. Ὁ αὐτήκοος καὶ αὐτόπτης Ἀλ. Ραγκαβῆς, στὰ ἀπομνημονεύματά του, μεταφέρει τὴν σκηνὴ καὶ τὰ λόγια τοῦ Δασκάλου τοῦ Γένους. «Ἡ πατρὶς καταστρέφεται, ὁ ἀγών ματαιοῦται, ἡ ἐλευθερία ἐκπνέει. Ἀπαιτεῖται βοήθεια σύντονος. Πρέπει οἱ ἀνδρεῖοι οὗτοι, οἵτινες ἔφαγον πυρίτιν καὶ ἀνέπνευσαν φλόγας καὶ ἤδη ἀργοὶ καὶ λιμώττοντες μᾶς περιστοιχίζουν, νὰ σπεύσωσιν ὅπου νέος κίνδυνος τοὺς καλεῖ. Πρὸς τοῦτο ἀπαιτοῦνται πόροι και πόροι ἐλλείπουσιν. Ἀλλ’ ἂν θέλωμεν νὰ ἔχωμεν πατρίδα, ἂν εἴμεθα ἄξιοι να ζῶμεν ἄνδρες ἐλεύθεροι, πόρους εὑρίσκομεν. Ἂς δώση ἕκαστος ὅ,τι ἔχει καὶ δύναται. Ἰδοὺ ἡ πενιχρὰ προσφορά μου. Ἂς μὲ μιμηθεῖ ὅστις θέλει. Καὶ ἐπικροτοῦντος τοῦ πλήθους ἐκένωσε κατὰ γῆς τὸ ἰσχνὸν διδασκαλικὸν βαλάντιον του… Ἀλλὰ ὄχι, ἐπανέλαβε μετ’ ὀλίγον, ἠ συνεισφορὰ αὕτη εἶναι οὐτιδανή. Ὀβολόν ἄλλον δὲν ἔχω νὰ δώσω, ἀλλ’ ἔχω ἐμαυτόν καὶ ἰδοὺ τὸν πωλῶ. Τὶς θέλει διδάσκαλον ἐπὶ τέσσαρα ἔτη διὰ τὰ παιδιά του; Ἄς καταβάλη ἐνταῦθα τὸ τίμημα». Τέσσερα χρόνια «ἰδιαίτερα» καὶ τὸ ἀντίτιμο γιὰ τὴν πατρίδα.

Ἀπὸ αὐτὴν τὴν Ἑλλάδα κρατιόμαστε καὶ γι΄αὐτὴν ἀγωνιζόμαστε….

ΠΗΓΗ ΣΤΥΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Συντάκτης

Σχολιάστε

Το email σας δεν θα δημοσιευθεί.Τα απαραίτητα πεδία είναι μαρκαρισμένα *