Οἱ ἱστορίες ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν
στὴν βάση τους εἶναι ἀληθινὲς
ἀλλὰ διανθισμένες μὲ μυθιστορηματικὸ
τρόπο γιὰ τὴν ἀποφυγὴ ταυτοποίησης
μὲ τὰ ἀληθινὰ πρόσωπα.
Γὶ΄ αὐτὸ καὶ τὰ χρησιμοποιούμενα
ὀνόματα ἢ οἱ τόποι εἶναι πλασματικοί.
Γιὰ μία πιθαμὴ γῆς
Στὸ χωριὸ Γαρδίκι Φθιώτιδος ζοῦσαν μεταξὺ ἄλλων καὶ δύο οἰκογένειες κτηνοτρόφων, τοῦ Κώστα Κατσαροῦ καὶ τοῦ Βασίλη Λαμπρογιώργου, οἱ ὁποῖες εἶχαν 300 καὶ 500 αἰγοπρόβατα ἀντίστοιχα ὁ καθένας τους. Σήμερα μὲ τὴν κτηνοτροφία στὸ χωριὸ ἀσχολοῦνται 15 οἰκογένειες, ἐνῶ παλαιότερα σχεδὸν ὅλοι οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ τὴν εἶχαν γιὰ μοναδική τους ἀσχολία. Παλαιότερα ὁ βοσκήσιμος χῶρος ἐπαρκοῦσε γιὰ ὅλους. Σήμερα δὲν ἐπαρκεῖ οὔτε καὶ γιὰ 15 κτηνοτρόφους μὲ πολὺ λιγότερα ζῶα ἀπὸ ὅ,τι παλαιότερα. Ὁ Κώστας μὲ τὸν Βασίλη εἶχαν τὰ μαντριά τους στὴν ἴδια περιοχὴ σὲ ἀπόσταση 150 μέτρων ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλο. Ἡ ἀσχολία τους, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν βόσκηση τῶν κοπαδιῶν τους, ἦταν καὶ ἡ συμπλοκὴ μεταξύ τους. Οἱ καβγάδες μεταξύ τους ἦταν καθημερινοί. Οἱ βρισιές, οἱ χειρονομίες, οἱ ἀπειλὲς ἀντηχοῦσαν στὴν πλαγιά. Τὶς βρισιὲς τῶν ἀνδρῶν ἀκολουθοῦσαν οἱ κατάρες τῶν γυναικῶν τους. Οἱ συγχωριανοὶ μάταια προσπαθοῦσαν νὰ τοὺς μονοιάσουν. Ἄνθρωποι ποὺ μοναδικὴ ἐπαφὴ μὲ τὸν ἐκτὸς τοῦ χωριοῦ κόσμο εἶχαν τὰ βράδια στὸ καφενεῖο παρακολουθώντας τηλεόραση.
Ὁ Πρόεδρος τοῦ χωριοῦ ἀνέλαβε τὴν εὐθύνη νὰ ὁριοθετήσει τὴν ἔκταση ποὺ θὰ ἔβοσκε ὁ καθένας τους. Πολλὲς φορὲς ὅμως παραβιαζόταν ἀπὸ τὰ ζῶα ὁ χῶρος αὐτὸς καὶ οἱ συμπλοκὲς γινόταν περισσότερο ἔντονες. Πολλὲς φορὲς ἀναμειγνύονταν τὰ ζῶα τοῦ ἑνὸς μὲ τὰ ζῶα τοῦ ἄλλου καὶ τότε ἄρχιζαν οἱ ξυλοδαρμοὶ καὶ οἱ ἀπειλές. Πολλὲς φορὲς ἔβγαζαν τὶς καραμπίνες καὶ ἔριχναν στὸν ἀέρα, γιὰ νὰ ἀποδείξουν πὼς τὸ ἑπόμενο βῆμα θὰ εἶναι τὸ τέλος. Τὰ παιδιὰ τοῦ Κώστα παντρεμένα στὸν Βόλο καὶ τοῦ Βασίλη ἐργάτες σὲ ἐργοστάσιο τῶν Ἀθηνῶν. Ὅσες φορὲς ἔρχονταν στὸ χωριό, συνήθως τὶς γιορτὲς τοῦ Πάσχα καὶ τὸ καλοκαίρι, προσπαθοῦσαν νὰ συμφιλιώσουν τοὺς γονεῖς τους, ἀλλὰ ἡ ἀντιπάθεια εἶχε φωλιάσει στὶς ψυχές τους καὶ ἔτσι οἱ προσπάθειες ἔπεφταν στὸ κενό. Στὶς 5 Ἰουλίου περὶ τὶς 5.30 τὸ πρωῒ ξεκίνησαν καὶ οἱ δύο γιὰ τὸ μαντρί. Πέρασαν μὲ τὰ ἄλογά τους ἀπὸ τὴν πλατεία τοῦ χωριοῦ. Καλημέρισαν τοὺς συγχωριανούς τους. Συναντήθηκαν καὶ μεταξύ τους ἀλλὰ ἀντὶ καλημέρας μούτζωσε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἀλληλοειρωνεύτηκαν μεταξύ τους, βρίστηκαν, ἔπιασαν τὰ γεννητικά τους ὄργανα ἐπιδεικτικὰ ὁ ἕνας κοιτάζοντας τὸν ἄλλο ἀντὶ καλημέρας καὶ ξεκίνησαν γιὰ τὴν πλαγιὰ ποὺ εἶχαν τὰ μαντριά τους.
Ὁ Βασίλης ἔβγαλε τὰ ζῶα γιὰ βοσκὴ ἀπὸ τὴν πλευρὰ ποὺ ἔβγαζε τὰ ζῶα του καὶ ὁ Κώστας, ὁ ὁποῖος σὲ λίγα λεπτὰ κατέφθασε καβάλα στὸ ἄλογό του στὸ σημεῖο. Ἄρχισαν νὰ βρίζονται κατὰ τὸν γνώριμο σὲ ὅλους τρόπο. Σὲ κάποια στιγμὴ ὁ Κώστας πήδησε ἀπὸ τὸ ἄλογό του ἐπάνω στὸν Βασίλη κρατώντας στὰ χέρια του ἕνα σουγιᾶ.
Ὁ Βασίλης αἰφνιδιάστηκε, ἔπεσε κάτω καὶ ὁ Κώστας ἀπὸ πάνω του τὸν χτύπησε στὴν περιοχὴ τῆς καρδιᾶς δύο ἢ τρεῖς φορές. Τὸ αἷμα πήδησε. Ὁ Βασίλης τὸ μόνο ποὺ πρόλαβε νὰ πεῖ ἦταν ἡ φράση: «Μὲ ἔφαγες, βρωμάνθρωπε». Ὁ Κώστας, τυφλωμένος ἀπὸ τὸ μίσος καὶ τὴν ἐκδίκηση γιὰ τὸν Βασίλη, ἔφυγε στὸ βουνό. Πίστευε πὼς δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ τὸν συλλάβουν ἢ νὰ καταλάβουν πὼς δράστης ἦταν αὐτός. Ποιός ἄλλος ἄλλωστε θὰ μποροῦσε νὰ ἦταν ὁ δράστης! Ἀφοῦ οἱ μοναδικοὶ ποὺ μάλωναν στὸ χωριὸ ἦταν αὐτοί, οἱ ὁποῖοι ἦταν καὶ γείτονες στὰ μαντριὰ καὶ στὰ βοσκοτόπια. Μετὰ ἀπὸ λίγα λεπτὰ ἔφθασε ἡ γυναίκα τοῦ Βασίλη, ἡ ὁποία βλέποντας τὸν ἄνδρα της κατάκοιτο ξέσπασε σὲ κραυγὲς καὶ κατάρες σὲ βάρος τοῦ Κώστα. Ἡ Τσεβὴ (Παρασκευή), ὅπως τὴν ἀποκαλοῦσαν, ἔτρεξε στὸ χωριὸ φωνάζοντας σὲ βοήθεια. Οἱ συγχωριανοὶ τηλεφώνησαν στὴν Ἀσφάλεια καὶ μετέβησαν στὸ σημεῖο τοῦ ἐγκλήματος, τὸ ὁποῖο ἦταν δύσβατο. Ὁ θάνατος τοῦ Βασίλη ἦταν βέβαιος.
Ἦλθαν οἱ Ἀρχές, Ἀστυνομία, Εἰσαγγελέας, ἰατροδικαστής. Ὅλοι οἱ κάτοικοι στὴν πλατεία γιὰ νὰ δοῦν, νὰ μάθουν τί εἶχε γίνει. Ἂν δὲν γινόταν τὸ πιὸ πάνω περιστατικό, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς χωριανοὺς δὲν ἐπρόκειτο νὰ δοῦν στὸ χωριὸ τους Ἀστυνομία, Εἰσαγγελέα ἢ ἰατροδικαστή. Ὁ Κώστας μετὰ τέσσερις μέρες περιπλάνησης παραδόθηκε στὶς Ἀστυνομικὲς Ἀρχὲς γειτονικοῦ χωριοῦ. Κατόπιν ὁδηγήθηκε στὸν Εἰσαγγελέα, στὸν Ἀνακριτὴ καὶ στὴν συνέχεια στὴν φυλακή, ὡς προσωρινὰ κρατούμενος στὴν ἀρχὴ καὶ κρατούμενος στὴν συνέχεια μετὰ τὸ δικαστήριο, ποὺ ἔγινε σὲ λίγους μῆνες. Ἡ ἀπόφαση ἦταν καταδίκη σὲ ἰσόβια κάθειρξη. Στὴν φυλακὴ ὁ ἄλλοτε λιτοδίαιτος Κώστας ἔγινε ἀπαιτητικός, νευρικός, τακτικὸς ἐπισκέπτης τοῦ Διευθυντῆ τῆς φυλακῆς. Ὁ Κώστας πάντα κάτι ἤθελε, ἢ τὴν διαφοροποίηση στὸ ἐπισκεπτήριο τῶν οἰκείων του ἢ κάτι γιὰ τὸ φαγητό. Ὁ Κώστας στὴν φυλακὴ δὲν μποροῦσε νὰ προσαρμοστεῖ ποτέ. Τὸ ἄλλοτε ἀγρίμι τῶν βουνῶν δὲν μποροῦσε νὰ συμβιβαστεῖ μὲ τὴν ἰδέα πὼς τὸ ὑπόλοιπo τῆς ζωῆς του (τὸ μεγαλύτερο μέρος αὐτῆς) θὰ τὸ περνοῦσε στὴν φυλακή.
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἤξερε νὰ βάζει τὴν ὑπογραφή του ἔμαθε στὴν φυλακὴ γιὰ τὰ δικαιώματα τῶν κρατουμένων, γιὰ διεκδικήσεις.
Ἡ γυναίκα του δὲν μπόρεσε νὰ μείνει πλέον στὸ χωριό, γιατὶ ἦταν ἡ γυναίκα τοῦ φονιᾶ. Ἡ κόρη τοῦ Κώστα ἦλθε ἀπὸ τὸν Βόλο, πούλησε ὅσο ὅσο τὰ ζῶα σὲ κάποιους συγγενεῖς καὶ πῆρε τὴν μητέρα της μαζί της. Ἡ ζωή της στὸ χωριὸ θὰ ἦταν μαρτύριο πλέον. Στὸ χωριὸ δὲν μπόρεσε ὅμως νὰ παραμείνει καὶ ἡ Τσεβή, ἡ γυναίκα τοῦ Βασίλη, τὴν ὁποία πῆρε ὁ γιός της στὴν πρωτεύουσα. Αὐτὴ ποὺ δὲν εἶχε γνωρίσει οὔτε τὴν πρωτεύουσα τοῦ νομοῦ της πῆγε στὴν πρωτεύουσα τῆς χώρας. Αὐτὴ ἔγινε Ἀθηναία. Αὐτὴ ποὺ πέρα ἀπὸ τὴν στρούγκα καὶ τὴν πλαγιὰ δὲν εἶχε ἐπισκεφθεῖ ποτέ της οὔτε καὶ γειτονικὰ χωριά, ἐκτὸς ἀπὸ κάποιες φορὲς σὲ κάποιους γάμους ἢ κηδεῖες συγγενῶν.
Ἡ ἀπερισκεψία τῆς στιγμῆς ἔγινε αἰτία νὰ ξεκληριστοῦν δύο οἰκογένειες. Γιατί καὶ ἡ οἰκογένεια τοῦ φονιᾶ δὲν εἶχε καλύτερο τέλος ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τοῦ θύματος. Ἡ μόνη διαφορὰ ἦταν πὼς οἱ οἰκεῖοι τοῦ φονιᾶ τὸν ἐπισκέπτονταν στὴν φυλακή, ἐνῶ ἡ οἰκογένεια τοῦ θύματος στὸ νεκροταφεῖο. Ὁ Κώστας καὶ τώρα ἀκόμη συζητώντας στὴν φυλακὴ μὲ φύλακες ἢ μὲ συγκρατουμένους του ἐπέρριπτε τὸ σφάλμα στὸ θύμα. Αὐτὸς τὸ ἤθελε. Ἂν δὲν τὸν σκότωνα ἐγώ, θὰ σκότωνε αὐτὸς ἐμένα. Γιὰ μία πιθαμὴ σὲ βουνοπλαγιὰ καταστράφηκαν οἱ κόποι μιᾶς ζωῆς· ὁ ἕνας στὴν φυλακὴ καὶ ὁ ἄλλος στὸ χῶμα. Ὁ Κώστας σκληρὸς ἔναντι τοῦ νεκροῦ Βασίλη. Ὁ Κώστας μπορεῖ νὰ ζητοῦσε συγγνώμη γιὰ ὅλα ἐκτὸς ἀπὸ τὸν φόνο τοῦ Βασίλη. «Τὸ σκυλὶ» συνήθιζε νὰ λέει «τὰ ἤθελε καὶ τὰ ἔπαθε». Τὸ μίσος τυφλώνει τὸν ἄνθρωπο, τὸν ἀποκτηνώνει, τὸν κάνει χειρότερο καὶ ἀπὸ τὸ θηρίο. Ἡ συγγνώμη καὶ ἡ μετάνοια ρίχνει πάντα βάλσαμο στὴν ψυχή, ἠρεμεῖ τὸν ἄνθρωπο, τὸν γαληνεύει. Ὁ ἱερέας τῆς φυλακῆς προσπάθησε πολλὲς φορὲς νὰ πλησιάσει τὸν Κώστα γιὰ νὰ τοῦ μιλήσει, νὰ ζητήσει συγγνώμη, νὰ ἐξομολογηθεῖ, νὰ κοινωνήσει. Ὁ Κώστας πάντα τοῦ ἔλεγε: «Παπᾶ, ὅ,τι θέλεις· νὰ ζητήσω συγγνώμη γιὰ ὁτιδήποτε ἐκτὸς ἀπὸ τὸ φονικὸ τοῦ Βασίλη. Αὐτὸς ἔπρεπε νὰ πεθάνει».
Μετὰ ἀπὸ ἕξι χρόνια στὴν φυλακὴ ὁ Κώστας συγκλονίστηκε. Ἕνα πρωϊνὸ δέχθηκε τηλεφώνημα ἀπὸ τὴν γυναίκα του καὶ τοῦ ἀνακοίνωσε πὼς ὁ ἐγγονός του, ὁ Κώστας, σκοτώθηκε σὲ τροχαῖο. Ὁ Κώστας ἦταν ἀπαρηγόρητος. Σκοτώθηκε ὁ ἐγγονός του καὶ αὐτὸς στὴν φυλακή. «Θεέ μου» ἔλεγε «νὰ μὴν μπορῶ νὰ πάω οὔτε καὶ στὴν κηδεία τοῦ ἐγγονοῦ μου. Γιατί Θεέ μου»; Ὁ θάνατος τοῦ ἐγγονοῦ του ἔγινε αἰτία μεταστροφῆς τοῦ Κώστα. Ἄλλαξε ριζικά. Μόνος του ζήτησε τὸν ἱερέα τῆς φυλακῆς, τὸν π. Χαρίτωνα, ὁ ὁποῖος ἔτρεξε κοντά του νὰ τὸν παρηγορήσει καὶ νὰ τοῦ ἐπιτρέψει νὰ κοινωνήσει μετὰ ἀπὸ μιὰ εἰλικρινῆ ἐξομολόγηση. Τὸ κτύπημα αὐτὸ τὸν συγκλόνισε. Αὐτὸ ἦταν κάτι σὰν σεισμὸς στὴν ψυχή του. Ἀντιλήφθηκε τὴν ματαιότητα τῶν πάντων. Γιὰ τὸν Κώστα τώρα ἀκόμη καὶ ἡ φυλακὴ τοῦ ἦταν λύτρωση. Ὁ Κώστας τώρα σκέφθηκε πὼς ἂν δὲν γινόταν αὐτὸ ποὺ ἔγινε καὶ ἦταν ἀγαπημένος μὲ τὸν Βασίλη, πόσο διαφορετικὴ θὰ ἦταν ἡ ζωή του, καὶ ἡ δική του καὶ τοῦ Βασίλη καὶ τῶν οἰκογενειῶν τους.
Οἱ σκέψεις αὐτὲς κατέτρωγαν τὴν ψυχὴ καὶ τὸ μυαλὸ τοῦ Κώστα.
Σημείωση: Τὸ ἀνωτέρω κείμενο ἀποτελεῖ προδημοσίευση ἀπό τό βιβλίο τῶν ἐκδόσεων “Ἀγαθός Λόγος” ποὺ θὰ προσφέρει δωρεάν -πρώτα ὁ Θεός- ἡ ἐφημερίδα “Στύλος Ὀρθοδοξίας” τὸν προσεχή μήνα (Ἰούλιος 2024 (13 -7-2024))