Πλησιάζει ὁ καιρός ποὺ θὰ δοῦμε ἐλεύθερη τὴν Κύπρο μας

Ἡ Δημοκρατία τῆς Κύπρου ἀπέκτησε τὴν ἀνεξαρτησία της ἀπὸ τὴ Μεγάλη Βρετανία στὶς 16 Αὐγούστου 1960. Ἀπό τὸ 1974 καὶ τὴν τουρκικὴ εἰσβολὴ στὸ νησὶ καὶ σύμφωνα μὲ τὸν ΟΗΕ, ἡ Κυπριακὴ Δημοκρατία ἔχει «de jure» ἢ «ἐκ τοῦ νόμου» κυριαρχία σὲ ὁλόκληρο τὸ νησί, ποὺ συμπεριλαμβάνει καὶ τὴν Ἀποκλειστικὴ Οἰκονομικὴ Ζώνη. Παραταῦτα, ἡ Κύπρος εἶναι «de facto» ἢ «ἐκ τῶν πραγμάτων» διηρημένη διοικητικὰ σὲ δύο κύρια μέρη ἢ γεωγραφικὲς ἑνότητες.

Ἡ Κυπριακὴ Δημοκρατία ἐλέγχει περίπου τὸ 58% τῆς συνολικῆς ἔκτασης τοῦ νησιοῦ καὶ ἡ καλούμενη «Τουρκικὴ Δημοκρατία τῆς Βόρειας Κύπρου» ἐλέγχει τὸ 37% τοῦ νησιοῦ. Τὸ 5% τοῦ νησιοῦ καταλαμβάνεται κατὰ ἕνα μέρος ἀπὸ τὴν «Πράσινη Γραμμὴ» τοῦ ΟΗΕ, ἀπὸ τὸ 1964, καὶ κατὰ ἕνα μέρος ἀπὸ τὶς κυρίαρχες περιοχὲς-βάσεις Ἀκρωτηρίου καὶ Δεκέλειας τοῦ Ἡνωμένου Βασιλείου, ποὺ δημιουργήθηκαν τὸ 1960 ἀπὸ τὶς Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου καὶ καλύπτουν περίπου τὸ 3% τῆς ἔκτασης τῆς Κύπρου. Ὁ OHΕ καὶ τὸ διεθνὲς δίκαιο θεωροῦν τὸ βόρειο τμῆμα τοῦ νησιοῦ ὑπὸ κατοχὴ τῶν τουρκικῶν στρατευμάτων.

Ἱστορικά, τὸ ὄνομα «Κύπρος» ἀπαντᾶται τόσο στὴν Ἰλιάδα ὅσο καὶ στὴν Ὀδύσσεια καὶ φέρεται νὰ ἀνήκει στοὺς Ἕλληνες ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ὁμήρου, ἂν καὶ οἱ παρακείμενοι λαοὶ εἶχαν δώσει καὶ ἄλλα διαφορετικὰ ὀνόματα στὸ νησί. Ἡ ἀρχαιότερη ἐπιγραφὴ ποὺ φέρει τὸ ὄνομα «Κύπρος» εἶναι τοῦ ἔτους 459 π.Χ. Γιὰ τὴν ἐτυμολογία τοῦ ὀνόματος «Κύπρος» ὑπάρχουν διάφορες ἀπόψεις. Η Κύπρος εἶναι ἐπίσης γνωστὴ καὶ σὰν τὸ «Νησὶ τῆς Ἀφροδίτης, μιᾶς καὶ κατὰ τὴν Ἑλληνικὴ Μυθολογία ἡ θεὰ Ἀφροδίτη γεννήθηκε κοντὰ στὶς ἀκτὲς τῆς Πάφου.

Προϊστορικά, ἡ πρώτη ἀνθρώπινη ἐμφάνιση καὶ ἐγκατάσταση στὴν Κύπρο βρίσκεται στὴν Ἀκροκέραμο, περίπου στὸ 10.000 π.Χ. Ἡ Χοιροκοιτία εἶναι ὁ καλύτερα διατηρημένος νεολιθικὸς οἰκισμὸς τοῦ νησιοῦ ποὺ χρονολογεῖται γύρω στὸ 7000 π.X. καὶ ἀπὸ τὸ 1998 ἀποτελεῖ Μνημεῖο Παγκόσμιας Κληρονομιᾶς. Τὰ ἀρχαιολογικὰ εὐρήματα ἀποδεικνύουν ὅτι ἐπαφὲς τῆς Κύπρου μὲ τὴν Κρήτη, τὸ Αἰγαῖο, κλπ., ὑφίσταντο τουλάχιστον ἀπὸ τὸ 2000 π.Χ.

Οἱ Ἀχαιοὶ ἄρχισαν νὰ ἔρχονται στὴν Κύπρο γύρω στὸ 1.400 π.Χ. Οἱ Ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἔφτασαν στὴν Κύπρο συντονισμένα, μαζικὰ καὶ σὲ κύματα κατὰ τὸν 12ο αἰώνα π.Χ. καὶ ἐξελλήνισαν τὸ νησὶ σταδιακά. Ἡ Κύπρος κυβερνήθηκε ἀπὸ τὴν Ἀσσυρία κατὰ τὸν 8ο αἰώνα π.Χ. Τὸ νησὶ πέρασε γιὰ λίγο χρονικὸ διάστημα στὴν κυριαρχία τῶν Αἰγυπτίων καὶ στὴ συνέχεια πέρασε στοὺς Πέρσες, κατὰ τὰ μέσα τοῦ 6ου αἰώνα π.Χ.

Ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος κατέκτησε τὸ νησὶ τὸ 333 π.Χ. Κατὰ τὴν Ἑλληνιστικὴ περίοδο (323-30 π.Χ.), ἡ Κύπρος κυβερνήθηκε ἀπὸ τὴν Δυναστεία τῶν Πτολεμαίων καὶ ἐξελληνίστηκε πλήρως. Κατὰ τὴν Ἑλληνιστικὴ περίοδο ἢ τὴν ἐποχὴ τῆς εξάπλωσης τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ στὴν Κύπρο ἄνθησαν οἱ τέχνες, τὰ γράμματα, ἡ φιλοσοφία, κλπ. Γιὰ παράδειγμα, ὁ Κύπριος φιλόσοφος Ζήνων ὁ Κιτιεὺς ἵδρυσε τὴν περίφημη Σχολὴ τῶν Στωικῶν στὴν Ἀθήνα. Οἱ Ρωμαῖοι κατέκτησαν τὴν Κύπρο τὸ 58 π.Χ. Ἡ Ρωμαϊκὴ περίοδος διήρκεσε μέχρι τὸ 330 μ.Χ.

Τὸ 45 μ.Χ. ἦρθαν στὴ Μεγαλόνησο οἱ Ἀπόστολοι Παῦλος καὶ Βαρνάβας. Ἀπὸ τὴν Σαλαμίνα ἔφτασαν κηρύττοντας στὴν Πάφο καὶ στὸν Ρωμαῖο ἀνθύπατο Σέργιο Παῦλο. Ὁ ἀνθύπατος, ἀφοῦ εἶδε τὸ θαῦμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στὸν μάγο Ἐλύμα, πίστευσε, ἔγινε Χριστιανὸς καὶ ἔτσι ἡ Κύπρος ἔγινε τὸ πρῶτο νησὶ ποὺ ἀπόκτησε Ὀρθόδοξο Χριστιανὸ ἡγέτη. Τὸ 50 μ.Χ., ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας ἐπανῆλθε στὴν Κύπρο καί, 7 χρόνια ἀργότερα, θανατώνεται διὰ λιθοβολισμοῦ ἀπὸ μαινόμενους Ἑβραίους. Τιμᾶται ὡς ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου.

Κατὰ τὴν περίοδο τῆς Ρωμαίϊκης Αὐτοκρατορίας τῆς Ρωμανίας-Βυζαντίου, στὴν νησὶ ἐπικράτησε ὁ Ἑλληνικὸς Πολιτισμὸς καὶ ἡ Ὀρθοδοξία. Ἀπὸ τὰ μισά τοῦ 7ου αἰώνα καὶ γιὰ περίπου 300 ἔτη, ἡ Μεγαλόνησος δέχθηκε πολλὲς καὶ αἱματηρὲς ἐπιδρομὲς ἀπὸ πειρατές, οἱ ὁποῖοι ἔσφαζαν καὶ λεηλατοῦσαν τὸ νησί. Λόγου χάρη, ἡ πόλη τῆς ἀρχαίας Σαλαμίνας ἰσοπεδώθηκε καὶ ποτὲ της δὲν ξανακτίσθηκε. Στὰ μέσα τοῦ 10ου αἰώνα, ὁ αὐτοκράτορας Νικηφόρος Φωκᾶς (912-969) ἀποκατέστησε στὸ νησὶ τὴν κυριαρχία τῆς Ρωμανίας-Βυζαντίου σὲ ξηρὰ καὶ θάλασσα.

Τὸ 1191, ὁ βασιλιὰς τῆς Ἀγγλίας Ριχάρδος ὁ Λεοντόκαρδος (1157-1199) κατέκτησε τὴν Κύπρο. Ο Ριχάρδος παραχώρησε τὸ νησὶ στὸν σύμμαχό του Γάλλο εὐγενή Γκῦ τῶν Λουζινιάν (1150-1194), ὁ ὁποῖος κληροδότησε τὴν Κύπρο στὸν μεγαλύτερο ἀδελφό του Ἀμωρὶ Β΄ τῆς Ἱερουσαλήμ, ποὺ ἀναγνωρίστηκε ἐπίσημα ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἐρρίκο ΣΤ΄ ὡς ὁ πρῶτος βασιλιὰς τῆς Κύπρου (1194-1205).

Ἡ κυριαρχία τοῦ Οἴκου τῶν Γάλλων Λουζινιᾶν συνεχίστηκε μέχρι τὸ 1473 καὶ τὸν θάνατο τοῦ Ἰακώβου Β΄. Ἀκολούθησε στὸ νησὶ ἡ  κυριαρχία τῶν Βενετῶν. Τὴν ἐποχὴ τῆς Βενετικῆς κατοχῆς, οἱ Ὀθωμανοὶ ξεκίνησαν σκληρὲς ἐπιδρομὲς στὴν Κύπρο καὶ κατέστρεψαν τὴν Λεμεσὸ τὸ 1539. Ἡ Κύπρος στὴ συνέχεια κατακτήθηκε ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανοὺς Τούρκους τὸ 1570, βάζοντας τέλος στὴν ἐποχὴ τῶν Βενετῶν.

Κατὰ τὴν περίοδο τῆς κυριαρχίας τῶν Ὀθωμανῶν Τούρκων (1570-1878) καὶ ἰδιαιτέρως κατὰ τὶς πρῶτες δεκαετίες, πολεμήθηκαν, ἐκδιώχθηκαν καὶ κατεσφάγησαν πολλοὶ χριστιανοί, ἐξαφανίστηκε ἡ ἀνώτερη τάξη τῶν Λατίνων, καταργήθηκε τὸ θρησκευτικὸ σύστημα τῶν Λατίνων καὶ διακόπηκαν οἱ συνεχεῖς καταπατήσεις τῆς Παπικῆς ἐκκλησίας. Ἀργότερα, τὰ πράγματα ἄλλαξαν μερικῶς καὶ δόθηκαν περισσότερες θρησκευτικὲς ἐλευθερίες στοὺς Ὀρθόδοξους καὶ ὁ ἐπικεφαλῆς τῆς Κυπριακῆς Ἐκκλησίας ἀπέκτησε τὸ θέση καὶ ρόλο τοῦ μεσάζοντα ἀνάμεσα στοὺς Ἑλληνοκύπριους καὶ τοὺς Τουρκοκύπριους.

Ὅταν ξεκίνησε ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση τοῦ 1821, πολλοὶ Κύπριοι κατέφθασαν στὴν Ἑλλάδα γιὰ νὰ βοηθήσουν στὸν ἀγώνα ἀνεξαρτησίας κατὰ τῶν Τούρκων. Ἡ ἀπάντηση τῆς Ὑψηλῆς Πύλης ἦταν νὰ ἐκτελεστοῦν κοντὰ στοὺς 500 Ἑλληνοκύπριους προεστούς, ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους ἦταν καὶ ὁ  Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανὸς (1756-1821) καὶ 4 ἀκόμη μητροπολίτες. Ὁ πρῶτος Ἕλληνας κυβερνήτης Ἰωάννης Καποδίστριας (1775-1831) ἦταν ὁ πρῶτος ποὺ κάλεσε τοὺς Κύπριους νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὴν ἀνεξάρτητη πλέον καὶ μητέρα Ἑλλάδα. Ἔκτοτε, οἱ Κύπριοι ἔκαναν πολλὲς ἐξεγέρσεις κατὰ τῶν Τούρκων, χωρὶς ὅμως ἀποτέλεσμα.

Ἡ Βρετανικὴ κατοχὴ ξεκινάει τὸ 1878, μὲ τὴ μυστικὴ «Συνθήκη Κωνσταντινούπολης», ποὺ ἀποτελοῦσε μία διμερῆ σύμβαση-συνθήκη «ἀμυντικῆς συμμαχίας» μεταξύ τῆς Μ. Βρετανίας καὶ τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας! Σύμφωνα μὲ τὴ συνθήκη, ἡ Ἀγγλία ἀναλάμβανε τὴν στρατιωτικὴ ὑποχρέωση νὰ βοηθήσει «διὰ τῶν ὅπλων» τὸν Σουλτάνο Ἀμπντοὺλ Χαμὶτ Β΄ σὲ περίπτωση ἐπίθεσης τῆς Ρωσίας σὲ ὀθωμανικὰ ἐδάφη.

Ὡς ἀντάλλαγμα, ὁ Σουλτάνος συμφώνησε τὴν ἐκχώρηση τῆς Κύπρου στὴν Ἀγγλία, συμφωνία ποὺ ἔγινε καὶ «μέρος» τῆς Συνθήκης τοῦ Βερολίνου (1878) καί, στὶς 28 Ἰουνίου, ἡ ἀγγλικὴ σημαία κυμάτιζε στὴ Λευκωσία. Κατὰ τὸν Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οἱ Ὀθωμανοὶ συμμάχησαν μὲ τὶς «Κεντρικὲς Δυνάμεις» (Γερμανία, Αὐστροουγγαρία καὶ Βουλγαρία), μὲ ἀποτέλεσμα οἱ Βρετανοὶ νὰ προσαρτήσουν στὸ ἀκέραιο τὴν Μεγαλόνησο τὸ 1914.

Οἱ κοσμοκράτορες Βρετανοὶ ἡγέτες ἔδειξαν τὸ ἴδιο καὶ ἀπαράλλακτο πρόσωπό τους καὶ στὴν Μικρασιατικὴ Καταστροφὴ τοῦ 1922, ὅταν ἡ βρετανικὴ διοίκηση τῆς Μεγαλονήσου δὲν ἐπέτρεπε ἔστω καὶ μία μικρὴ στάση ἢ πρόσκαιρη ἀποβίβαση τῶν Ἑλλήνων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Μὲ αὐτὴ τους τὴν ἐθνικὴ ἀναλγησία, οἱ ψυχροὶ Βρετανοὶ ἡγήτορες ἐξανάγκαζαν τοὺς Ἕλληνες Μικρασιάτες πρόσφυγες νὰ περιφέρονται στὶς θάλασσες, νὰ ναυαγοῦν, νὰ λιμοκτονοῦν καὶ νὰ πεθαίνουν περιπλανώμενοι ψάχνοντας κάποια γῆ νὰ πατήσουν. Ἐν τέλει καὶ παρὰ τὶς ἀπαγορεύσεις τῶν Ἄγγλων, κάποιες δεκάδες χιλιάδες προσφύγων τὰ κατάφεραν καὶ εἰσῆλθαν στὴν Κύπρο.

Τὸ 1923, μὲ τὴν Συνθήκη τῆς Λωζάνης, ἡ νεοσύστατη Τουρκικὴ Δημοκρατία τοῦ Κεμὰλ Ἀτατοὺρκ παραιτήθηκε ὅλων τῶν δικαιωμάτων της στὴν Μεγαλόνησο, ἡ ὁποία, τὸ 1925, ἀνακηρύχτηκε ἐπισήμως ὡς ἀποικία τῆς Βρετανίας. Πολλοὶ ἦταν οἱ Κύπριοι ποὺ πολέμησαν στὸ πλευρὸ τοῦ Βρετανικοῦ στέμματος καὶ στοὺς δὐο Παγκοσμίους Πολέμους. Ἡ πλειοψηφία τῶν Κυπρίων εἶχε τὴν ἐλπίδα πὼς ἡ Μεγάλη Βρετανία δὲν θὰ τοὺς ἔκλεινε τὸν δρόμο τῆς συνένωσής τους μὲ τὴν Ἑλλάδα, μιᾶς καὶ οἱ Ἑλληνοκύπριοι ἔβλεπαν τὴν Κύπρο ὡς τμῆμα τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ τὴν ἕνωσή τους μὲ τὴν Ἑλλάδα ὡς ἱστορικὴ φυσικὴ ἀπόρροια καὶ δικαίωμα.

Τὸ 1948, στὴν Κύπρο ἔλαβε χώρα ἡ ἀποτυχημένη «Διασκεπτικὴ Συνέλευση», ἡ ὁποία ἦταν μία πονηρὴ πρωτοβουλία καὶ ἀπόπειρα τῶν Ἄγγλων κατακτητῶν γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουν μία χωρὶς τέλος δική τους παραμονή τους στὴν Κύπρο. Σὲ αὐτὴ τὴν «Συνέλευση»-βρετανικὸ σχέδιο ἀντιτάχθηκε ἐντονότατα ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου.

Μάλιστα δέ, ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Λεόντιος καταδίκασε ἀπὸ τὸν ἄμβωνα τὰ σχέδια τῶν Βρετανῶν ὡς φασιστικά, κλπ. Κατὰ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Λεόντιο, οἱ Κύπριοι ἔπρεπε νὰ συνεχίσουν τὸν ἀγώνα τους γιὰ τὴν «Ἕνωση» μὲ τὴν Ἑλλάδα. Τὸ σύνθημα τῆς Ἐκκλησίας ἦταν τότε: «Ἕνωσις καὶ μόνο Ἕνωσις». Ὁ Ντενκτὰς, ἐκ μέρους τῶν Τουρκοκυπρίων, ἦταν ἀπολύτως σύμφωνος μὲ τὶς προτάσεις τῶν Ἄγγλων κατακτητῶν.

Τὸ 1950, ἀκολούθησε στὴν Κύπρο τὸ «ἑνωτικὸ δημοψήφισμα», ποὺ ἔγινε σὲ δύο διαδοχικὲς Κυριακὲς (15 καὶ 22 Ἰανουαρίου) μὲ τὴν διαδικασία συλλογῆς ὑπογραφῶν, μὲ αἴτημα τὴν «Ἕνωση» τοῦ νησιοῦ μὲ τὴν Ἑλλάδα. Ἡ ἐπιλογὴ «Ἀξιοῦμε τὴν Ἕνωσιν τῆς Κύπρου μὲ τὴν Ἑλλάδα» ἔλαβε ποσοστὸ ὑπογραφῶν 95,71 % ἢ 215.108 ψήφους. Τὸ δημοψήφισμα αὐτὸ προκάλεσε τὴν ὀργὴ καὶ τὸ μίσος τῶν Ἄγγλων κατακτητῶν. Οἱ Τουρκοκύπριοι ἀντιτάχθηκαν σφοδρὰ στὴν προοπτική τῆς ἕνωσης, διότι ἔβλεπαν τὸν ἑαυτό τους σὰν ξεχωριστὴ ἐθνικὴ ἑνότητα καὶ διεκδίκησαν τὴ δημιουργία δικοῦ τους κράτους στὸ νησί.

Ἡ Κυπριακὴ Ἐθναρχία (Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Κύπρου) καὶ παραδοσιακὸς ἐκφραστὴς τῶν Ἑλληνοκύπριων, δικαιώθηκε ἀπὸ τὸ ἑνωτικὸ δημοψήφισμα. Ὡστόσο, ἡ ἐν τοῖς πράγμασι ἀποτυχία τοῦ Δημοψηφίσματος νὰ προωθήσει τὴν ἐπιθυμητὴ λύση τῶν Ἑλληνοκυπρίων, ὁδήγησε κάποιους στὴν σκέψη τῆς ἔνοπλης πάλης, ὅπως ἦταν καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ’.

Εἰδικὴ περίπτωση ἀποτελεῖ ἠ ελληνοκυπριακὴ ἀντάρτικη ὀργάνωση «Ἐθνικὴ Ὀργάνωσις Κυπρίων Ἀγωνιστῶν» (ΕΟΚΑ), ποὺ ἱδρύθηκε τὸ 1954 καὶ ἔδρασε στὴν Μεγαλόνησο κυρίως στὴ δεκαετία τοῦ 1950. Διακηρυγμένος σκοπὸς ἦταν ἡ αὐτοδιάθεση τῆς Κύπρου, ἡ ἀπαλλαγὴ τοῦ νησιοῦ ἀπὸ τὴν Βρετανία καὶ ἡ Ἕνωση τῆς Κύπρου μὲ τὴν Ἑλλάδα. Ἀρχηγός τῆς ΕΟΚΑ ἦταν ὁ Γεώργιος Γρίβας (1897-1974, κωδικὸ ὄνομα «Διγενής»): Ἐθνικόφρων-συντηρητικός, ἀντικομουνιστής, μὲ ἔντονα Ὀρθόδοξα θρησκευτικὰ στοιχεῖα.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ὁ Τοῦρκος πρωθυπουργός Ἀντνὰν Μεντερὲς (1899-1961) δήλωσε ὅτι ἡ Κύπρος ἦταν “ἐπέκταση τῆς Ἀνατολῆς” καὶ ζήτησε τὴν προσάρτηση ὁλόκληρης τῆς Κύπρου στὴν Τουρκία, ἄσχετα ἐὰν στὸ νησὶ οἱ Τουρκοκύπριοι δὲν ἔφταναν σὲ ποσοστὸ οὔτε τὸ 20% τοῦ συνολικοῦ πληθυσμοῦ. Οἱ Τουρκοκύπριοι ἐπέμεναν στὸ σύνθημα «Διαίρεση ἢ Θάνατος» καὶ δημιούργησαν ὡς ἀντίβαρο τὴν «Τουρκικὴ Ὀργάνωση Ἀντίστασης» ἢ «ΤΑΞΙΜ», μὲ στόχο τὴ δημιουργία Τουρκικοῦ κράτους στὴ Μεγαλόνησο.

Στὶς ἀρχὲς τοῦ Ἀπρίλη τοῦ 1955, ὁ ἑλληνισμός τὴς Κύπρου ξεκίνησε τὸν ἀπελευθερωτικὸ ἀγώνα κατὰ τῶν Ἄγγλων κατακτητῶν μὲ σκοπὸ τὴν ἕνωση μὲ τὴν Ἑλλάδα. Ἀκολούθησαν οἱ Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1959, ποὺ ὑπογράφηκαν ἀπὸ τοὺς Κωνσταντῖνο Καραμανλῆ, Ἀντνᾶν Μεντερὲς καὶ Χάρολντ Μακμίλαν καὶ τοὺς ἡγέτες τῶν δύο κυπριακῶν κοινοτήτων, πρόεδρο Μακάριο καὶ Ραοὺφ Ντενκτᾶς.

Μὲ τὶς δύο Συνθῆκες, ὁ ἔνοπλος ἀγώνας τερματίστηκε, ὅπως ἐπίσης τερματίστηκε καὶ ἡ βρετανικὴ κυριαρχία καὶ ἱδρύθηκε ἀνεξάρτητο Κυπριακὸ κράτος. Στὶς 16 Αὐγούστου 1960, ἔγινε στὸ μέγαρο τοῦ Κυβερνείου ἡ ὑποστολὴ τῆς σημαίας τῆς Ἀγγλίας καὶ ἡ ἔπαρση τῆς κυπριακῆς. Πρῶτος πρόεδρος τῆς Κυπριακῆς Δημοκρατίας ἦταν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ΄.

Τὸ 1963, οἱ Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου κατέρρευσαν, μετὰ ἀπὸ τὶς ἀναθεωρητικὲς ἀλλαγὲς ποὺ ἐπιχείρησε νὰ κάνει ὁ πρόεδρος Μακάριος στὸ Σύνταγμα τῆς Δημοκρατίας (τὰ «13 Σημεῖα»). Ἀκολούθησαν σφοδρὲς ἑκατέρωθεν ἀντιδράσεις, ἄγρια ἐπεισόδια καὶ ἔνοπλες συγκρούσεις μὲ νεκρούς, μεταξὺ Ἑλληνοκυπρίων καὶ Τουρκοκυπρίων, ποὺ κορυφώθηκαν τὰ Χριστούγεννα. Στὶς 29 Δεκεμβρίου 1963, ὑπογράφτηκε συμφωνία κατάπαυσης τῶν ἐχθροπραξιῶν καὶ ἡ Λευκωσία χωρίστηκε σὲ ἑλληνοκυπριακὴ καὶ τουρκοκυπριακὴ ἀπὸ τὴν λεγόμενη «πράσινη γραμμὴ» τοῦ ΟΗΕ.

Οἱ συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου χρησιμοποιήθηκαν σὰν κύρια δικαιολογία γιὰ τὴν εἰσβολὴ τῆς Τουρκίας στὴν Κύπρο τὸν Ἰούλιο τοῦ 1974, μετὰ τὸ ὑποκινηθὲν ἀπὸ τὴ Χούντα τῶν Συνταγματαρχῶν πραξικόπημα Σαμψὼν, ποὺ ἐπιχείρησε τὴν ἀνατροπὴ τοῦ προέδρου Μακαρίου. Τὸ 1983, ἡ Τουρκία κήρυξε παρανόμως τὰ κατεχόμενα κυπριακὰ ἔδαφη ὡς «Τουρκικὴ Δημοκρατία τῆς Βόρειας Κύπρου», τὸ «ψευδοκράτος», τὸ ὁποῖο ἔχει ἀναγνωριστεῖ μόνον ἀπὸ τὴν Τουρκία. Τὸ Συμβούλιο Ἀσφαλείας τοῦ ΟΗΕ μὲ ψηφίσματα (353, 541, 544) ζητᾶ ἀπὸ τὶς χῶρες μέλη νὰ μὴν ἀναγνωρίσουν τὸ προτεκτοράτο τῆς Τουρκίας στὴν Κύπρο.

Θὰ κλείσω μὲ τὸν Ἅγιο Παΐσιο τὸν ἁγιορείτη. Τὸ 1985, ἐπισκέφτηκε τὸν Γέροντα Παΐσιο μία oμάδα Κυπρίων. Κάποιος ἀπ’ αὐτοὺς τὸν ρώτησε: «Γιατί, Γέροντα, ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς νὰ εἰσβάλει στὴν Κύπρο μας ἕνας βάρβαρος λαός, νὰ σκοτώσει ἀθώους, νὰ ἀτιμάσει καὶ νὰ βιάσει;». Κι ὁ Γέροντας ἀπάντησε: «Αὐτὸ ἔγινε διότι ἡ Κύπρος, ἀπὸ νῆσος Ἁγίων, κατάντησε νῆσος ἁμαρτίας καὶ ἀκολασίας. Ὅταν θὰ ἐπιστρέψετε στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ, τότε ἡ Κύπρος θὰ ἐλευθερωθεῖ» (βιβλίο: «Μαρτυρίες Προσκυνητῶν», B΄ Τόμος, 2η Ἔκδοση, σελ. 381).

Ὁ Ἅγιος Παΐσιος εἶχε ἐπίσης ἀναφέρει: «Οἱ Τοῦρκοι θὰ φύγουν ἀπὸ μόνοι τους. Θὰ ἀνοιχτεῖ ἕνας Πόλεμος στὴν περιοχή, θὰ πάει γύρω στὰ τέσσερα χρόνια καὶ θὰ εἶναι σχεδὸν Παγκόσμιος. Καὶ θὰ ἀναγκαστεῖ ἡ Τουρκία νὰ μεταφέρει ὅλο της τὸ πολεμικὸ ὑλικὸ καὶ τὰ στρατεύματά της ποὺ ἔχει στὴν Κύπρο, νὰ τὰ πάρει νὰ ἀντικαταστήσει τὰ μάχιμα..». Τέλος, καὶ ὁ Χατζηφλουρέντζος, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴ Μηλιὰ Ἀμμοχώστου, εἶχε τονίσει: «Ἡ Κύπρος θὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ μόνη της, χωρὶς νὰ τὴ βοηθήσει κανένας».

 

ΠΗΓΗ www.orthodoxia.gr

Συντάκτης

Σχολιάστε

Το email σας δεν θα δημοσιευθεί.Τα απαραίτητα πεδία είναι μαρκαρισμένα *